Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
Νομικό Συμβούλιο του Κράτους 374/2003 (17-10-2003)
Αριθμός ερωτήματος: αριθμός πρωτοκόλλου 25037/23-06-2003 της Διεύθυνσης Νομοθετικού Έργου του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων.
Περίληψη ερωτήματος: Εάν στην περίπτωση κήρυξης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης που έχει επέλθει με τον καθορισμό ζώνης παραλίας σύμφωνα με τις διατάξεις του αναγκαστικού νόμου 2344/1940 και έχει παρέλθει ο χρόνος μετά τον οποίο θεωρείται αυτοδικαίως ανακληθείσα η απαλλοτρίωση, η τελευταία καταλαμβάνεται από τις διατάξεις του νέου νόμου 2971/2001 και ειδικότερα του άρθρου 7 παράγραφος 3 αυτού ώστε να είναι, αναλόγως, επιτρεπτή ή όχι η έκδοση οικοδομικής άδειας.
Για το ανωτέρω θέμα, η Ολομέλεια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους γνωμοδότησε ως ακολούθως:
I. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου του Ερωτήματος, με την 220/18-03-1992 απόφαση του Νομάρχη Ηλείας (ΦΕΚ 403/Δ/1992) έγινε καθορισμός ορίων αιγιαλού και παραλίας στη θέση ΚΑΒΟΣ κοινότητας Κορακοχωρίου Νομού Ηλείας. Η δημιουργηθείσα ζώνη παραλίας κατέλαβε τμήμα ιδιωτικού γηπέδου, το οποίο, έτσι, απαλλοτριώθηκε εκ του λόγου τούτου. Έκτοτε δεν κινήθηκε από οποιαδήποτε πλευρά η διαδικασία καθορισμού αποζημίωσης, με αποτέλεσμα να μη συντελεσθεί η απαλλοτρίωση, κατά τους ισχυρισμούς δε των ενδιαφερομένων ιδιοκτητών, να έχει επέλθει αυτοδίκαιη ανάκληση αυτής, χωρίς, όμως, να έχει σχετικώς βεβαιωθεί τούτο διοικητικώς ή δικαστικώς.
Μετά την ισχύ του νέου νόμου 2971/2001 Αιγιαλός, παραλία και άλλες διατάξεις, οι ιδιοκτήτες ζήτησαν την έκδοση οικοδομικής άδειας για το ανωτέρω γήπεδο, πλην η αρμόδια Πολεοδομική Αρχή αρνήθηκε τη χορήγησή της επικαλούμενη μη αρτιότητα, ενόψει του ότι το απαλλοτριωθέν κατά τα παραπάνω τμήμα της ιδιοκτησίας τους κατελήφθη πλέον, ως καθορισθείσα ζώνη παραλίας, από το νέο νόμο 2971/2001, το άρθρο 7 παράγραφος 3 του οποίου ορίζει ότι για την παραλία εφαρμόζονται οι διατάξεις περί απαλλοτριώσεων λόγω ρυμοτομίας και ως εκ τούτου δεν δύναται να γίνει λόγος εν προκειμένω περί αυτοδίκαιης ανάκλησης με τις κοινές περί απαλλοτριώσεων διατάξεις που ίσχυαν σχετικώς υπό το προϊσχύσαν δίκαιο του αναγκαστικού νόμου 2344/1940.
Κατόπιν αυτού και ενόψει αντικρουόμενων επί του θέματος απόψεων των Υπηρεσιών του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων ερωτάται αν οι απαλλοτριώσεις που κηρύχθηκαν λόγω καθορισμού ζώνης παραλίας με το καθεστώς του αναγκαστικού νόμου 2344/1940 και κατά τη διάρκεια της ισχύος των τέθηκε σε ισχύ ο νόμος 2971/2001, καταλαμβάνονται από τις νέες διατάξεις και αν στην περίπτωση που έχει καθορισθεί η παραλία σύμφωνα με τις διατάξεις του αναγκαστικού νόμου 2344/1940 και έχει παρέλθει η τριετία μετά την οποία θεωρείται αυτοδικαίως ανακληθείσα η επίμαχη απαλλοτρίωση, ισχύουν οι διατάξεις του νόμου 2971/2001 και θεωρείται ότι υπάρχει πλέον ρυμοτομική απαλλοτρίωση ή εάν θα πρέπει η διοίκηση να επανέλθει με νεότερη πράξη καθορισμού παραλίας και ως εκ τούτου είναι δυνατή η χορήγηση της αιτουμένης άδειας στη συγκεκριμένη περίπτωση.
II. Σύμφωνα με το άρθρο 5 του αναγκαστικού νόμου 2344/1940, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 παράγραφος 5 του νόμου 1337/1983, η κατά την προηγούμενη παράγραφο προσαυξάνουσα τον αιγιαλό χωρίς γης καλείται στον παρόν νόμο παραλία.
Το άρθρο 8 του προϊσχύσαντος αναγκαστικού νόμου 2344/1940, όπως είχε αντικατασταθεί από το άρθρο 13 του νόμου [Ν] 1078/1980, όριζε, μεταξύ άλλων, τα εξής:
{1. Η οριογραμμή της κατά το προηγούμενον άρθρον παραλίας καθορίζεται υπό της κατά το άρθρο 2 επιτροπής και χαράσσεται επί του αυτού κατά το άρθρο 2 διαγράμματος δια κίτρινης γραμμής
3. Τα επί των ακινήτων τούτων εμπράγματα δικαιώματα ιδιωτών ή νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου αποζημιώνονται υπό του Δημοσίου κατά τις εκάστοτε κείμενες διατάξεις περί αποζημιώσεως απαλλοτριούμενων ακινήτων λόγω δημοσίας ανάγκης ή κοινής ωφελείας.
4. Η ζώνη της παραλίας θεωρείται ως παραλιακή οδός ή πρασιά, ... έχουν δ' επί ταύτης κατ' αναλογίαν εφαρμογή ν δια την απαλλοτρίωση των καταλαμβανόμενων υπ' αυτής ακινήτων οι διατάξεις των άρθρων 30, 31, 32, 33, 35 και 36 του από 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος, ως τροποποιήθηκε δια του άρθρου 6 του νόμου 5269/1931...}
Ο νόμος 2971/2001 (ΦΕΚ 285/1Α/2001), που αντικατέστησε τον προηγούμενο, ορίζει, ανάμεσα σε άλλα, τα ακόλουθα:
Άρθρο 2:
{1. Ο αιγιαλός, η παραλία, ή όχθη και η παρόχθια ζώνη είναι πράγματα κοινόχρηστα και ανήκουν κατά κυριότητα στο Δημόσιο, το οποίο τα προστατεύει και τα διαχειρίζεται.
2. Η προστασία του οικοσυστήματος των ζωνών αυτών είναι ευθύνη του Κράτους ...
4. Στον αιγιαλό, την παραλία, την όχθη και την παρόχθια ζώνη δεν επιτρέπεται η κατασκευή κτισμάτων και εν γένει κατασκευασμάτων, παρά μόνο για την επιδίωξη των σκοπών, που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο...}
Άρθρο 3:
{1. Ο καθορισμός των ορίων του αιγιαλού, της παραλίας και του παλαιού αιγιαλού γίνεται από Επιτροπή, η οποία συγκροτείται σε επίπεδο νομού με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και αποτελείται από: ...}
Άρθρο 7:
{2. Εμπράγματα δικαιώματα ιδιωτών, επί ακινήτων της παραλίας, απαλλοτριώνονται λόγω δημόσιας ωφέλειας με και από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της απόφασης του Υπουργού Οικονομικών, που επικυρώνει την έκθεση και το διάγραμμα του αιγιαλού και παραλίας κατά την παράγραφο 5 του άρθρου 5, χωρίς να απαιτείται άλλη πρόσθετη διαδικασία για την κήρυξη της απαλλοτρίωσης ...
3. Για την παραλία εφαρμόζονται οι διατάξεις περί απαλλοτριώσεων λόγω ρυμοτομίας. Αρμόδια υπηρεσία για την περαιτέρω διαδικασία είναι το Πολεοδομικό Γραφείο της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης.}
Άρθρο 34 παράγραφος 2
{Εξακολουθούν να διέπονται από τις ισχύουσες μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού διατάξεις, οι εκκρεμείς υποθέσεις που αφορούν τον καθορισμό αιγιαλού και παραλίας καθώς και συναφή θέματα.}
Το άρθρο 11 του νομοθετικού διατάγματος 797/1971, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το άρθρο 36 του νόμου 1337/1983 ορίζει τα εξής:
{2. Θεωρείται επίσης ως αυτοδικαίως ανακληθείσα η αναγκαστική απαλλοτρίωσις, εφ' όσον εντός τριετίας από της κηρύξεως αυτής δεν ήθελε καθορισθεί, δικαστικώς ή εξωδίκως, ή ένεκα ταύτης προσωρινή ή οριστική αποζημίωσις ... Η αναγκαστική απαλλοτρίωση για τη συντήρηση ή ανεύρεση αρχαιοτήτων και γενικά για αρχαιολογικούς σκοπούς θεωρείται ωσαύτως αυτοδικαίως ανακληθείσα, εφόσον εντός οκταετίας από την κήρυξη αυτής δεν ήθελε καθορισθεί, δικαστικώς ή εξωδίκως, η ένεκα ταύτης προσωρινή ή οριστική αποζημίωση. Εξαιρούνται από τη ρύθμιση της παραγράφου αυτής οι απαλλοτριώσεις για εφαρμογή σχεδίων πόλεων γενικά ...
4. Ανακληθείσης αυτοδικαίως της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, η κηρύξασα ταύτη αρχή υποχρεούται όπως εντός διμήνου εκδώσει πράξη, βεβαιούσαν την επελθούσα ανάκληση και δημοσιευομένη δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. Παρερχόμενης απράκτου της προθεσμίας ταύτης, δύναται πας ενδιαφερόμενος να ζητήσει, κατά την υπό των άρθρων 19 έως και 22 του παρόντος οριζόμενη ειδική διαδικασίαν περί οριστικού προσδιορισμού της αποζημιώσεως, την έκδοση δικαστικής αποφάσεως, που βεβαιώνει την ανάκληση, καλουμένου εις την δίκην του υπέρ ου η αναγκαστική απαλλοτρίωσις και του Δημοσίου. Η βεβαιούσα την ανάκληση πράξις ή δικαστική απόφασις υποβάλλεται, με μέριμνα παντός ενδιαφερομένου, εις τον οικείον φύλακα μεταγραφών, υποχρεούμενο να ενεργήσει την δέουσα καταχώριση εις την οικεία μερίδα του κτήματος και του ιδιοκτήτου.}
Με το ίδιο, εξάλλου, άρθρο 36 του νόμου 1337/1983 προστέθηκε νέα διάταξη στο τέλος της παραγράφου 6 του άρθρου 11 του νομοθετικού διατάγματος 797/1971 ως εξής:
{Η παράγραφος αυτή δεν ισχύει για τις απαλλοτριώσεις που κηρύσσονται με τις διατάξεις για τα σχέδια πόλεων γενικά ...}
Τέλος το αυτό άρθρο 36 του νόμου 1337/1983, το οποίο επιγράφεται Ανάκληση αναγκαστικών απαλλοτριώσεων, ορίζει, περαιτέρω ότι:
{3. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων 1 και 2 εφαρμόζονται και στις απαλλοτριώσεις που δεν έχουν αυτοδίκαια ανακληθεί κατά τις κείμενες διατάξεις μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού.}
III. Σε σχέση με την απαλλοτρίωση εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων που επέρχεται με τον καθορισμό ζώνης παραλίας είχε γίνει δεκτό, υπό το προϊσχύσαν δίκαιο και καθ' ερμηνεία των άρθρων 5 και 6 του αναγκαστικού νόμου 2344/1940, ότι από τη δημοσίευση της υπουργικής απόφασης περί δημιουργίας παραλίας και μέχρι τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης το Δημόσιο δεν δικαιούται να παρεμποδίσει τους ιδιοκτήτες να προβούν σε ενέργειες εκμετάλλευσης των ακινήτων τους π.χ. χορήγηση οικοδομικής άδειας κ.τ.λ., διότι τούτο θα ήταν αντίθετο στην περί προστασίας της ιδιοκτησίας συνταγματική ρύθμιση (γνωμοδότηση ΝΣΚ 909/1986 (Ολομέλεια) 367/1993) και, επιπλέον, ότι για την ανάκληση των απαλλοτριώσεων αυτών εφαρμόζονται οι κοινές περί απαλλοτριώσεων λόγω δημοσίας ανάγκης ή κοινής ωφελείας διατάξεις και όχι αυτές περί σχεδίων πόλεων (γνωμοδότηση Νομικής Διεύθυνσης ΥΠΕΧΩΔΕ 125/1990).
Για το αυτό ζήτημα, μετά την ισχύ του νέου νόμου 2971/2001, εγένετο δεκτό ότι αφού πλέον την παραλία εφαρμόζονται οι διατάξεις περί απαλλοτριώσεων λόγω ρυμοτομίας, αυτές διέπουν και την αυτοδίκαιη ανάκληση και τούτο διότι στις διατάξεις περί απαλλοτριώσεων λόγω ρυμοτομίας, που η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του νόμου 2971/2001 ορίζει ως εφαρμοστέες για την παραλία, περιλαμβάνεται και η διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 36 του νόμου 1337/1983, που ρυθμίζει τα περί της ανάκλησης των ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων (γνωμοδότηση ΝΣΚ 567/2002).
Στην περίπτωση, εξάλλου, της ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως, αν δεν έχει εκδοθεί παρόμοια αντίθετη πράξη από την αρμόδια πολεοδομική αρχή, δεν επέρχεται αυτομάτως η άρση της με μόνη τη συνδρομή λόγων που θεωρούνται από το Σύνταγμα ή το νόμο ότι επιφέρουν την αυτοδίκαιη άρση ή ανάκλησή της (ΣτΕ 557/1993, 3294/1996, 98/2001 κ.α.).
Περαιτέρω, όπως πάγια γίνεται δεκτό, στην περίπτωση της αυτοδίκαιης ανάκλησης, η αρχή που κήρυξε την απαλλοτρίωση υποχρεούται να εκδώσει εντός διμήνου σχετική βεβαιωτική πράξη, αν δε η προθεσμία αυτή παρέλθει άπρακτη, τότε κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει από το αρμόδιο Εφετείο την έκδοση δικαστικής απόφασης με την οποία βεβαιώνεται η ανάκληση (παράγραφος 4 του άρθρου 11 και άρθρα 19 και επόμενα του ως άνω νομοθετικού διατάγματος 797/1971). Στη συνέχεια με το άρθρο 36 παράγραφος 1 του νόμου 1337/1983 τροποποιήθηκε η παράγραφος 2 του άρθρου 11 του νομοθετικού διατάγματος 797/1971 και ορίσθηκε ότι οι ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις δεν υπάγονται στον κανόνα αυτοδίκαιης ανάκλησης μετά άπρακτη πάροδο οκταετίας από της κηρύξεώς των, η ρύθμιση όμως αυτή δεν καταλαμβάνει, κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 36 του νόμου 1337/1983, τις απαλλοτριώσεις που ίσχυαν αυτοδικαίως ανακληθεί μέχρι της ενάρξεως ισχύος του νόμου αυτού (14-03-1983). Και για τις απαλλοτριώσεις, πάντως, αυτές απαιτείται η έκδοση από την αρμόδια αρχή ανακλητικής πράξεως, ενώ αν μέχρι του χρονικού αυτού σημείου (14-03-1983), δεν είχε κινηθεί η κατά τα ανωτέρω διαδικασία ενώπιον του Εφετείου, τότε παύει πλέον υφισταμένη η σχετική αρμοδιότης του δικαστηρίου αυτού, θεωρούμενη ως καταργηθείσα, κατά το μέρος αυτό, με τις ως άνω διατάξεις του άρθρου 11 παράγραφος 2 του νομοθετικού διατάγματος 797/1971 για την μετά άπρακτη πάροδο οκταετίας αυτοδίκαιη ανάκληση της απαλλοτρίωσης, ο δε ενδιαφερόμενος δικαιούται πλέον, μη προβλεπομένου άλλου ενδίκου μέσου, να ασκήσει αίτηση ακυρώσεως κατά της αρνήσεως της Διοίκησης να εκδώσει πράξη με την οποία να βεβαιώνεται η αυτοδίκαια ανάκληση της απαλλοτρίωσης και να προβεί περαιτέρω στην προσήκουσα ρυμοτομική τροποποίηση (βλέπε ΣτΕ 2181/1994, 5470/1995, 3294/1996, 98/2001 κ.α.).
IV. Κατά τη γνώμη του Προέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Ευστράτιου Βολάνη, του Αντιπροέδρου Γρηγόρη Κρόμπα και των Νομικών Συμβούλων Σπύρου Σκουτέρη, Δ. Λάκκα, Ηλία Παπαδόπουλου, Α. Τζεφεράκου, Θεόδωρου Θεοφανόπουλου, Γ. Κατράνη, Χαρίλαου Παλαιολόγου, Δ. Αναστασόπουλου, Θ. Ηλιάκη, Δημητρίου Παπαδόπουλου, Ανδρέα Φυτράκη, Ιωάννη Τρίαντου, Μ. Απέσσου, Ηλία Ψώνη, Ηλία Δροσογιάννη και Ιωάννη Διονυσόπουλου (ψήφοι 18), από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων συνάγονται τα εξής: Ακίνητο, για το οποίο η επελθούσα υπό το προϊσχύσαν δίκαιο απαλλοτρίωση εκ της δημιουργίας ζώνης παραλίας είχε αυτοδίκαια ανακληθεί πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου 2971/2001, δεν καταλαμβάνεται από τη ρύθμιση του άρθρου 7 παράγραφοι 2 και 3 του τελευταίου, οπότε για την επιβολή νέας απαλλοτρίωσης, επί της οποίας θα εφαρμόζονται πλέον οι περί ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων διατάξεις, θα πρέπει να γίνει εκ νέου καθορισμός ζώνης παραλίας (με τη διαδικασία του άρθρου 5 αυτού). Και τούτο διότι, εφόσον, λόγω της συνδρομής των πραγματικών προϋποθέσεων που θέτουν οι σχετικοί κανόνες δικαίου, επήλθε αυτοδίκαιη ανάκληση, η (κοινή) απαλλοτρίωση θεωρείται κατά νόμο ανύπαρκτη και δεν συνεπάγεται καμία έννομη συνέπεια σε βάρος της ιδιοκτησίας, αφού, μετά την πάροδο της ανατρεπτικής προθεσμίας της παραγράφου 3 του άρθρου 11 του νομοθετικού διατάγματος 797/1971, η ανάκληση είναι οριστική και η απαλλοτρίωση δεν μπορεί να διατηρηθεί, διότι τούτο θα κατέτεινε σε φαλκίδευση του συνταγματικώς προστατευομένου δικαιώματος της ατομικής ιδιοκτησίας του καθ' ου η απαλλοτρίωση. Κατά την άποψη, συνεπώς, αυτήν ουδεμία ασκεί σχετικώς επιρροή η έκδοση ή μη της προβλεπόμενης από την παράγραφο 4 του άρθρου 11 του νομοθετικού διατάγματος 797/1971 διοικητικής πράξης ή δικαστικής απόφασης για την τυπική άρση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, διότι αυτή έχει διαπιστωτικό και μόνο χαρακτήρα.
Υπό την εκδοχή αυτή και εφόσον ο ενδιαφερόμενος ζητεί τη χορήγηση οικοδομικής άδειας για ακίνητό του επικαλούμενος αυτοδίκαιη ανάκληση της κηρυχθείσης λόγω παραλίας απαλλοτρίωσης επ' αυτού πριν από την ισχύ του νόμου 2971/2001, η αρμόδια Πολεοδομική Υπηρεσία θα πρέπει να κάνει, κατ' αρχήν, δεκτή τη σχετική αίτηση, εφόσον, βέβαια, συντρέχουν και οι λοιπές εκ της πολεοδομικής νομοθεσίας τασσόμενες προϋποθέσεις.
Κατά τη γνώμη, όμως, των Αντιπροέδρων Κωνσταντίνου Βολτή και Κωνσταντίνου Μπακάλη καθώς και των Νομικών Συμβούλων Ν. Κατσίμπα, Β. Ασημακόπουλου, Δημητρίου Παπαγεωργόπουλου, Σπύρου Δελλαπόρτα, Φ. Γεωργακόπουλου, Κ. Μανωλή, Β. Βούκαλη, Β. Κοντόλαιμου, Κ. Καποτά, Φ. Τάτση, Παν. Κιούση, Νικ. Κανιούρα, Β. Σουλιώτη, Χρήστου Μπότσιου, Π. Τριανταφυλλίδη και Γ. Λάζου (ψήφοι 18), με την οποία συντάχθηκε και ο εισηγητής Πάρεδρος Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Κωνσταντίνος Χαραλαμπίδης, από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτουν τα εξής: Η ρύθμιση της παραγράφου 3 του άρθρου 7 του νόμου 2971/2001 καταλαμβάνει και τις περιπτώσεις που η ζώνη παραλίας είχε καθοριστεί διοικητικά υπό το προϊσχύσαν δίκαιο του αναγκαστικού νόμου 2344/1940 έστω και αν η εκ του λόγου αυτού επελθούσα αναγκαστική απαλλοτρίωση ιδιωτικών εμπραγμάτων δικαιωμάτων είχε ανακληθεί αυτοδίκαια, εκτός εάν τούτο είχε βεβαιωθεί διοικητικώς ή διαπιστωθεί δικαστικώς με απόφαση αρμοδίως μεταγραμμένη, κατά τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις περί των κοινών απαλλοτριώσεων του άρθρου 11 του νομοθετικού διατάγματος 797/1971 και, συνεπώς, για να επέλθουν οι συνέπειες της νέας διάταξης του άρθρου 7 παράγραφος 3 του νόμου 2971/2001 δεν είναι απαραίτητος ο επανακαθορισμός με τον τρόπο που αυτή, πλέον, προβλέπει της (ήδη οριοθετημένης) ζώνης παραλίας.
Η άποψη αυτή ερείδεται κυρίως στο αυστηρότερο πνεύμα προστασίας του αιγιαλού και της παραλίας από το οποίο διατρέχεται ο νέος νόμος 2971/2001, στο γεγονός ότι όπου ο τελευταίος θέλησε εφαρμογή του προϊσχύσαντος δικαίου προέβη σχετικά σε ειδική μνεία (άρθρο 5 παράγραφος 10, άρθρο 7 παράγραφος 6) και ενισχύεται από την παρεμφερή ρύθμιση του προμνησθέντος άρθρου 36 του νόμου 1337/1983, η οποία, κατά ρητή πρόβλεψη της παραγράφου 3 αυτού, δεν καταλαμβάνει απαλλοτριώσεις που είχαν αυτοδικαίως ανακληθεί μέχρι την ημερομηνία έναρξης ισχύος του, ρύθμιση που αγνόησε ο νόμος 2971/2001, ενώ, εξάλλου, είναι πλέον συμβατή (ενόψει, μάλιστα, και της νέας διάταξης της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του νόμου 2971/2001) και προς την πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά την οποία οι ακτές, είτε στη χερσαία είτε στη θαλάσσια ζώνη αυτών, συνιστούν ουσιώδες στοιχείο του φυσικού περιβάλλοντος και ευπαθές οικοσύστημα και τυγχάνουν συνταγματικής προστασίας ευθέως εκ του άρθρου 24 του Συντάγματος.
Υπό την εκδοχή αυτήν, η έκταση, που κατά το εν αρχή ιστορικό απαλλοτριώθηκε λόγω παραλίας και για την οποία, δεν εκδόθηκε, μετά την αυτοδίκαιη λόγω παρόδου τριετίας ανάκληση, η κατά την παράγραφο 4 του άρθρου 11 του νομοθετικού διατάγματος 797/1971 διοικητική πράξη για την τυπική άρση της απαλλοτρίωσης ή η προβλεπόμενη στην ίδια παράγραφο δικαστική απόφαση που να βεβαιώνει την άρση (παράβλεπε ΣτΕ 4788/1986 Α' Δημοσίευση) κατελήφθη πλέον από το καθεστώς του νέου νόμου, μετά την ισχύ του οποίου αίτηση για χορήγηση οικοδομικής άδειας δεν μπορεί να εγκριθεί πριν επέλθει άρση του σχετικού ρυμοτομικού - πλέον - βάρους, κατά τον υπό του Νόμου προβλεπόμενο τρόπο.
Περαιτέρω και στο πλαίσιο της γνώμης αυτής, ο Αντιπρόεδρος Κ. Βολτής διετύπωσε τα εξής:
Υπό το προηγούμενο καθεστώς του αναγκαστικού νόμου 2344/1940 και του νόμου 1337/1983 ο καθορισμός της παραλίας, θεωρούμενος οριστικός από το χρόνο της δημοσίευσης της σχετικής απόφασης, συνεπάγεται δικαίωμα αποζημιώσεως των προσώπων που έχουν εμπράγματα δικαιώματα επί των ακινήτων στη ζώνη της παραλίας. Το δικαίωμα αυτό ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις περί αποζημιώσεως απαλλοτριούμενων ακινήτων λόγω δημόσιας ανάγκης ή κοινής ωφέλειας (όπως άλλωστε επιτάσσει το Σύνταγμα), χωρίς στο άρθρο 6 του αναγκαστικού νόμου 2344/1940 να γίνεται ειδικότερη αναφορά στον αναγκαστικό νόμο [Ν] 1731/1939, όπως γίνεται στο άρθρο 4 του ίδιου νόμου. Όμως η ζώνη της παραλίας θεωρείται κατά νόμο (παράγραφος 4 του άρθρου 6) ως παραλιακή οδός ή πρασιά και έχουν γι αυτή κατ' αναλογία εφαρμογή, για την απαλλοτρίωση των καταλαμβανόμενων υπ' αυτής ακινήτων, οι διατάξεις των άρθρων 30, 31, 32, 33, 35 και 36 του από 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος και αρμόδια υπηρεσία νοείται υπηρεσία του Υπουργείου Δημοσίων Έργων και συναρμόδιος με τον Υπουργό Δημοσίων Έργων ο Υπουργός Οικονομικών.
Ομοίως στην παράγραφο 11 του άρθρου 60 του από [ΠΔ] 11-01-1929 προεδρικού διατάγματος περί διοικήσεως δημοσίων κτημάτων για την απαλλοτρίωση του αναγκαίου χώρου για τη συμπλήρωση του αιγιαλού γινόταν αναφορά σε πολεοδομικές ρυθμίσεις με διάκριση των ακινήτων ως εντός σχεδίου ρυμοτομίας ή μη, ενώ, εξάλλου, μετά τη δημιουργία ζώνης παραλίας ο χώρος αυτός αποτελεί κοινόχρηστο χώρο και από πολεοδομική άποψη επιβάλλεται η εναρμόνιση του σχεδίου προς την κατάσταση που δημιουργείται (ΣτΕ 4520/1988), ενώ η κοινοχρησία αυτού μπορεί να διατηρείται επί μακρόν με αποδοχή της ως πραγματικής κατάστασης από τον ιδιοκτήτη (ΣτΕ 3222/1988).
Ενόψει τούτων δεν υπάρχει διαφορά στο θέμα αυτό σε σχέση με το νόμο 2971/2001, στον οποίο επαναλαμβάνεται μεν ότι η απαλλοτρίωση εμπραγμάτων δικαιωμάτων ιδιωτών επί ακινήτων της παραλίας γίνεται λόγω δημόσιας ωφέλειας (κατά τη συνταγματική επιταγή), αλλά πλέον ορίζεται ρητά ότι εφαρμόζονται οι διατάξεις περί απαλλοτριώσεων λόγω ρυμοτομίας. Δηλαδή στην περίπτωση του ερωτήματος πρόκειται εξ αρχής για απαλλοτρίωση λόγω δημόσιας ωφέλειας, για την οποία εφαρμόζονται, και υπό το προϊσχύσαν του νόμου 2971/2001 δίκαιο, οι διατάξεις των απαλλοτριώσεων λόγω ρυμοτομίας ή τυχόν ειδικές διατάξεις κατά τούτο δε είναι ερευνητέα και η συμπεριφορά του δικαιούχου αποζημιώσεως, ενόψει της κοινοχρησίας του πράγματος στο πλαίσιο της αυτοδίκαιης ανάκλησης της απαλλοτριώσεως.
V. Ενόψει των ανωτέρω και σε σχέση με το εν αρχή Ερώτημα το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (Ολομέλεια) γνωμοδοτεί κατά πλειοψηφία, σχηματισθείσα εκ της ψήφου του Προέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (άρθρο 7 παράγραφος 3 του νόμου [Ν] 3086/2002) υπέρ της πρώτης ως άνω γνώμης, ότι οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις ακινήτων που είχαν κηρυχθεί λόγω δημιουργίας ζώνης παραλίας υπό το καθεστώς του αναγκαστικού νόμου 2344/1940 και είχαν αυτοδικαίως ανακληθεί, κατά την έναρξη ισχύος του νόμου 2971/2001, δεν καταλαμβάνονται από τη ρύθμιση της παραγράφου 3 του άρθρου 7 αυτού και, συνεπώς, τα σχετικά εμπράγματα δικαιώματα επί των ακινήτων αυτών δεν υπόκεινται στις νομικές δεσμεύσεις που ισχύουν για τις απαλλοτριώσεις λόγω ρυμοτομίας.
Περαιτέρω η Ολομέλεια γνωμοδοτεί ομόφωνα ότι εφόσον οι παραπάνω απαλλοτριώσεις δεν είχαν για οποιοδήποτε λόγο ανακληθεί αυτοδικαίως κατά το χρόνο της έναρξης ισχύος του νόμου 2971/2001, διέπονται, από του χρόνου τούτου και από τη ρύθμιση της παραγράφου 3 του άρθρου 7 αυτού και, συνεπώς, τα σχετικά εμπράγματα δικαιώματα τελούν έκτοτε υπό το καθεστώς ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης.
Ο Εισηγητής