Νομικό Συμβούλιο του Κράτους 88/02

ΝΣΚ 88/2002


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Νομικό Συμβούλιο του Κράτους 88/2002 (20-02-2002)

 

Αριθμός ερωτήματος: 50766/16-11-2001 της Διεύθυνσης Οικοδομικών και Κτιριοδομικών Κανονισμών του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων.

 

Περίληψη ερωτήματος: Αν είναι επιτρεπτή και σε ποιες περιπτώσεις ή εφαρμογή του άρθρου 41 του νόμου 1337/1983 περί οικογενειακής στέγης εκ παραλλήλου με άλλες διατάξεις της πολεοδομικές νομοθεσίας που εισάγουν, επίσης, παρεκκλίσεις από τους γενικώς ισχύοντες κανόνες δόμησης κατά περιοχή.

 

Επί του ερωτήματος αυτού το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (Τμήμα Α') γνωμοδότησε ως ακολούθως:

 

I. Κατά το άνω Ερώτημα μεταξύ διαφόρων Διευθύνσεων του Υπουργείου ανέκυψε διαφωνία σχετικά με το αν οι διατάξεις των άρθρων 14 του νόμου 1577/1985 (Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός), 25 και 41 του νόμου 1337/1983 χαρακτηρίζονται ως ευεργετικές και εξαιρετικές και αν, ως εκ τούτου, είναι δυνατό να συνδυαστούν μεταξύ τους και να εφαρμοσθούν στο ίδιο οικόπεδο, αν το άρθρο 41 του νόμου 1337/1983 έχει εφαρμογή επί παραθεριστικής κατοικίας καθώς και αν το ίδιο άρθρο 41 μπορεί να εφαρμοσθεί σε συνδυασμό με την παράγραφο 1 του άρθρου 8 του νόμου 1577/1985.

 

Στο αυτό ως άνω Ερώτημα διαπιστώνεται, επίσης, ότι:

 

{Πέρα, όμως από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 41 του νόμου 1337/1983 περί οικογενειακής στέγης, υφίσταται γενικότερο πρόβλημα, όπως έχει διαπιστωθεί από ερωτήματα πολιτών και πολεοδομικών υπηρεσιών, σχετικά, με την δυνατότητα συνδυασμού των διατάξεων του άρθρου 25 του νόμου 1337/1983, όπως ισχύει, σε συνδυασμό με τα άρθρα 14 παράγραφος 3 και 8 παράγραφος 1 του νόμου 1577/1985 για τον υπολογισμό της επιφάνειας των 50 m2 που αποτελεί κριτήριο οικοδομησιμότητας των μη αρτίων οικοπέδων που μπορούν να υπαχθούν στις διατάξεις του άρθρου 25 του νόμου 1337/1983, όπως ισχύει}

 

και, τέλος

 

{... τίθεται το ερώτημα αφενός του προσδιορισμού των πολεοδομικών διατάξεων που χαρακτηρίζονται ως εξαιρετικές ή ευεργετικές και αφετέρου η δυνατότητα συνδυασμού και εφαρμογής στο ίδιο ακίνητο περισσοτέρων της μιας από αυτές τις διατάξεις.}

 

II. Διατάξεις: Το άρθρο 41 του νόμου 1337/1983 ορίζει τα εξής:

 

{1. Στις περιπτώσεις οικοδομήσιμων οικοπέδων μπορεί, ύστερα από απόφαση της αρμόδιας Αρχιτεκτονικής Επιτροπής, να εγκρίνεται, κατά παρέκκλιση από τους όρους και περιορισμούς δόμησης της περιοχής, η χορήγηση ειδικής άδειας (άδεια οικογενειακής στέγης) αποκλειστικά για την κατασκευή κύριας κατοικίας του κυρίου του οικοπέδου, ανιόντων μέχρι 1ου βαθμού αυτού και της συζύγου του και κατιόντων του, εφόσον όλοι αυτοί κατοικούν μόνιμα στην πόλη ή τον οικισμό και δεν έχουν σ' αυτόν άλλο οικοδομήσιμο οικόπεδο.        

 

2. Η συνολική επιφάνεια των κτισμάτων του άρθρου αυτού δεν μπορεί γα είναι μεγαλύτερη από 240 m2 και το κτίσμα δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις ορόφους ή να γίνεται υπέρβαση του ποσοστού κάλυψης που ισχύει στην περιοχή. Σε κάθε περίπτωση η συνολική δομούμενη επιφάνεια δε μπορεί να αντιστοιχεί σε συντελεστή δόμησες μεγαλύτερο του 2,40.

 

3. Η Αρχιτεκτονική Επιτροπή στις περιπτώσεις του άρθρου αυτού μπορεί να μη εξαντλήσει το όριο των 240 m2 της προηγούμενης παραγράφου ή τον αριθμό ορόφων και γενικά μπορεί να διαμορφώσει, κατά τον προσφορότερο δυνατό τρόπο, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση την τοποθέτηση του κτιρίου και τους όγκους του, την εμφάνιση του και γενικά την εναρμόνισή του προς το άμεσο περιβάλλον, επιβάλλοντας κάθε απαιτούμενο κατά την κρίση της σχετικό περιορισμό.

 

4. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται στα ήδη εγκεκριμένα σχέδια πόλεων, στους οικισμούς προ του 1923 και στις επεκτάσεις του νομού αυτού.

 

5. Η κρίση σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση για την πλήρωση των προϋποθέσεων χαρακτηρισμού της οικογενειακής στέγης κατά την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού ανήκει στην Αρχή που χορηγεί την οικοδομική άδεια.

 

6. Με απόφαση του Υπουργού Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος μπορεί να κανονισθεί κάθε συμπληρωματικός όρος των προϋποθέσεων χαρακτηρισμού της οικογενειακής στέγης, κάθε λεπτομέρεια σχετιζόμενη στη διαδικασία εφαρμογής του άρθρου αυτού ...}

 

Σε εκτέλεση της παραγράφου 6 του παραπάνω άρθρου εκδόθηκε η Γ622/61/1984 (ΦΕΚ 9/Β/1984) Απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων Προϋποθέσεις χαρακτηρισμού οικογενειακής στέγης και διαδικασία εφαρμογής της, η οποία, μεταξύ άλλων, καθόρισε ότι:

 

{Η Επιτροπή Πολεοδομικού και Αρχιτεκτονικού Ελέγχου του Νομού, προκειμένου να αποφασίσει για τη χορήγηση άδειάς οικογενειακής στέγης λαμβάνει υπόψη και τα εξής:

 

1. Εκτός από τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις, τους όρους δόμησης της περιοχής και τα ειδικά ανά περίπτωση πολεοδομικά και περιβαλλοντικά κριτήρια.

 

2 ... (άρθρο 2).

 

4. Σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται για ολόκληρο το οικόπεδο ο συντελεστής δόμησης να υπερβαίνει το 2,40, το σύνολο της δομημένης επιφάνειας τα 240 m2, ο αριθμός των ορόφων τους τρεις ή το ποσοστό κάλυψης το μέγιστο επιτρεπόμενο της περιοχής, με εφαρμογή κατά λοιπά των διατάξεων του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού. (άρθρο 4).}

 

Το άρθρο 25 του νόμου 1337/1983, όπως ισχύει σήμερα μετά την αντικατάστασή του αρχικά από το άρθρο 5 του νόμου 2052/1992 και στη συνέχεια από το άρθρο 27 του νόμου 2742/1999, ορίζει τα εξής:

 

{1. Οικόπεδα εντός εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων, που δεν καλύπτουν όλες τις προϋποθέσεις αρτιότητας κατά τον κανόνα ή την παρέκκλιση της περιοχής και που έχουν δημιουργηθεί πριν από την ισχύ του νόμου 651/1977 περί καταργήσεως του νομοθετικού διατάγματος 349/1974 κ.λ.π. μπορεί κατ' εξαίρεση να οικοδομηθούν εφόσον:

 

α. Έχουν μία πλευρά τους τουλάχιστον 5 m σε κοινόχρηστο χώρο.

β. Μέσα σε αυτά, α) βάσει του ισχύοντος συντελεστή δόμησης της περιοχής και β) μετά την αφαίρεση των υποχρεωτικά ακάλυπτων χώρων, εγγράφεται κτίριο εμβαδού τουλάχιστον 50 m2 και ελάχιστης πλευράς 5 m.

 

Αν δύο ή περισσότερα γειτονικά οικόπεδα της παραγράφου αυτής συνενωθούν, το οικόπεδο που θα προκύψει από τη συνένωση εμπίπτει στις διατάξεις της παραγράφου αυτής. Το ίδιο ισχύει και για τα οικόπεδα που καθίστανται μη άρτια λόγω ρυμοτομίας ανεξάρτητα από το χρόνο ρυμοτόμησής τους.

 

2. α. Ο συντελεστής δόμησης των οικοπέδων της παραγράφου 11 καθορίζεται με βάση το εμβαδόν της κατά παρέκκλιση αρτιότητας οικοπέδων ή του κανόνα όπου δεν ορίζεται παρέκκλιση, ως εξής:

 

Για τα οικόπεδα που υπολείπονται της παραπάνω αρτιότητας σε ποσοστό μέχρι 20% ο συντελεστής δόμησης μειώνεται κατά 10%.        
Για οικόπεδα που υπολείπονται μέχρι 40%, ο συντελεστής δόμησης μειώνεται κατά 20%.
Για τα οικόπεδα που υπολείπονται άνω του 40%, ο συντελεστής δόμησης μειώνεται κατά 30% ...}

 

Το άρθρο 8 παράγραφος 1 του νόμου 1577/1985, όπως ισχύει σήμερα, μετά την τροποποίηση του από το άρθρο 1 του νόμου 1772/1988 και στη συνέχεια την αντικατάσταση του από το άρθρο 6 παράγραφος 1 του νόμου 2831/2000 έχει ως εξής:

 

{Το επιτρεπόμενο ποσοστό κάλυψης του οικοπέδου δεν μπορεί να υπερβαίνει το 70% της επιφάνειας του. Γενικές και ειδικές διατάξεις, που καθορίζουν άμεσα ή έμμεσα μεγαλύτερα ποσοστά κάλυψης, παύουν να ισχύουν από την ισχύ του νόμου αυτού. Σε περιοχές που κατά τη δημοσίευση της παρούσας διάταξης ίσχυε το πανταχόθεν ελεύθερο σύστημα δόμησης, εφόσον δεν ορίζεται με ειδικές διατάξεις μικρότερο, το μέγιστο επιτρεπόμενο ποσοστό κάλυψης δεν μπορεί να υπερβαίνει το 40% της επιφάνειας του οικοπέδου. Κατ' εξαίρεση των παραπάνω επιτρέπεται η πραγματοποίηση ποσοστού κάλυψης έως 70%, προκειμένου να εξασφαλιστεί καλυπτόμενη επιφάνεια μέχρι 120,0 m2 σε κτίριο με αποκλειστική χρήση κατοικία ...}

 

Το άρθρο 14 του νόμου 1577/1985 ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

 

{1. Χαμηλό κτίριο είναι αυτό του οποίου κύρια χρήση είναι η κατοικία και το οποίο έχει μέγιστο ύψος το πολύ 8,50 m μη συμπεριλαμβανομένης της στέγης, από την οριστική στάθμη του εδάφους και έχει συνολική επιφάνεια που υπολογίζεται στο συντελεστή δόμησης το πολύ 400 m2, ...

 

3. Τα ποσοστά κάλυψης της παραγράφου 1 του άρθρου 8 αυξάνονται κατά 10 εκατοστιαίες μονάδες, εκτός αν η αύξηση αυτή αποκλείεται ρητά από τους όρους δόμησης της περιοχής. Στην κάλυψη του οικοπέδου δεν υπολογίζονται οι επιφάνειες των χώρων που προβλέπονται στην παράγραφο 3)α του άρθρου 8 και στην περίπτωση β' της προηγούμενης παραγράφου.}

 

Η παράγραφος 3 ισχύει, υπό την παραπάνω διατύπωσή της, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 11 παράγραφος 1 του νόμου 2831/2000.

 

III. Νομολογία: Ερμηνεύοντας το άνω άρθρο 41 του νόμου 1337/1983 η 550/1999 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας δέχτηκε, μεταξύ άλλων, τα εξής:

 

Όπως προκύπτει από τις διατάξεις αυτές, η άδεια οικογενειακής στέγης χορηγείται αποκλειστικά για την κατασκευή κύριας κατοικίας του κυρίου του οικοπέδου ..., αφορά οικοδομήσιμα, σύμφωνα με τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις, οικόπεδα, με επιτρεπτή τη χρήση κατοικίας και υπόκειται στους εξής περιορισμούς ως προς τις επιτρεπόμενες παρέκκλισης: Η συνολική δομούμενη επιφάνεια δεν επιτρέπεται να είναι, για ολόκληρο το οικόπεδο, μεγαλύτερη από 240 m2, και πάντως να μην υπερβαίνει τον συντελεστή δόμησης 2,40, η οικοδομή δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις ορόφους και δεν επιτρέπεται η υπέρβαση του ισχύοντος στην περιοχή ποσοστού κάλυψης ... Η Επιτροπή Πολεοδομικού και Αρχιτεκτονικού Ελέγχου, λαμβάνοντας υπόψη πολεοδομικά και περιβαλλοντικά κριτήρια, μπορεί πάντως να μην επιτρέψει την εξάντληση του ορίου των 240 m2 ή του αριθμού των τριών ορόφων και γενικά μπορεί να διαμορφώσει κατά τον προσφορότερο τρόπο το κτίριο (τοποθέτηση, όγκοι, εμφάνιση), ώστε να εναρμονίζεται με το φυσικό, οικιστικό και πολιτιστικό περιβάλλον ... Με τα δεδομένα αυτά, η εξαιρετική ρύθμιση για την άδεια οικογενειακής στέγης, με την οποία παρέχετε μια, κατά παρέκκλιση από τους ισχύοντες όρους δόμησης, προσαύξηση της δομούμενης επιφάνειας, για την ικανοποίηση των στεγαστικών αναγκών οικογενειών χαμηλής κυρίως οικονομικής στάθμης, χωρίς πάντως υπέρβαση του ποσοστού κάλυψης και του αριθμού των τριών ορόφων, είναι, όσον αφορά το ουσιαστικό της αυτό περιεχόμενο, μια επιτρεπτή κατά το Σύνταγμα και ειδικότερα τα άρθρα του 21 και 24, ρύθμιση. Και τούτο διότι, με τους τασσόμενους όρους και περιορισμούς τόσο ως προς την αναγνώριση του δικαιώματος, όσο και ως προς την έκταση των επιτρεπόμενων παρεκκλίσεων, η ρύθμιση αυτή δεν μπορεί παρά να είναι περιορισμένες εφαρμογής, και με αμελητέες δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον (αντίθετη μειοψηφία). Με την ίδια απόφαση η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας ομόφωνα έκρινε ότι η απόφαση Γ622/61/1984 του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε, με την οπαία θεσπίζονται αναγκαίοι και ουσιώδεις, για την επάρκεια και πληρότητα τής ρύθμισης του άρθρου 41 του νόμου 1337/1983, όροι, είναι ανίσχυρη. Και τούτο διότι η παρεχόμενη προς τον Υπουργό εξουσιοδότηση με την παράγραφο 6 του εν λόγω άρθρου, βάσει της οποίας εκδόθηκε η υπουργική αυτή απόφαση, δεν είναι συνταγματικώς έγκυρη, αφού σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά σε προηγούμενη σκέψη, η εξαιρετική ρύθμιση για την οικογενειακή στέγη με οποία επιτρέπονται παρεκκλίσεις από τους ισχύοντες όρους δόμησης, μόνο με νόμο ή με προεδρικό διάταγμα, εκδιδόμενο με βάσει ειδική νομοθετική εξουσιοδότηση, μπορεί να θεσπισθεί (βλέπε ωσαύτως και ΣτΕ 881/2000).

 

Όσον αφορά το άρθρο 25 του νόμου 1337/1983, 83η διάταξη αυτή είχε, τόσο κατά την αρχική της διατύπωση όσο και μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 5 παράγραφος 8 του νόμου 2052/1992, κριθεί αντισυνταγματική με τις 106/1991 και 173/1998 αντίστοιχα αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας διότι εισήγαγε εξαίρεση στη νομοθεσία που μέχρι τότε επέτρεπε τη δόμηση των οικοπέδων μόνον εφόσον κάλυπταν όλες τις προϋποθέσεις αρτιότητας, είτε κατά του κανόνα, είτε κατά την παρέκκλιση και διότι επέτρεπε την κατόπιν προηγουμένης εγκρίσεως της Επιτροπής Πολεοδομικού και Αρχιτεκτονικού Ελέγχου δόμηση και των μη αρτίων οικοπέδων, για όλες τις περιοχές της χώρας, με κτίσματα ελαχίστων διαστάσεων, τελείως ακατάλληλων κατά κοινή πείρα για ανθρώπινες συνθήκες διαβιώσεως, σε μη άρτια οικόπεδα, με αποτέλεσμα να επιδεινώνει το φυσικό και οικιστικό περιβάλλον και τους όρους διαβιώσεως τόσο εκείνων για τους οποίους τα κτίσματα αυτά προορίζονται, όσο και, γενικότερα, των κατοίκων της περιοχής και μάλιστα υπό προϋποθέσεις που δεν συνδέονται με πολεοδομικό, νια κάθε μια περιοχή, σχεδιασμό (βλέπε και ΣτΕ 730/1999 και 2473/2000).

 

Εξάλλου η παράγραφος 1 του άρθρου 8 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού, κατά τη διάταξη αυτής που επέτρεπε, σε περιοχές όπου προ αυτού ίσχυε το πανταχόθεν ελεύθερο σύστημα δόμησης, κάλυψη του οικοπέδου σε ποσοστό μεγαλύτερο από 40% της επιφάνειας του, κρίθηκε αντισυνταγματική με τις 10/1988 και 3618/1995 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως συνιστώσα υποβάθμιση του περιβάλλοντος και επιδείνωση των όρων διαβίωσης των κατοίκων και ως παραβιάζουσα την αρχή της ισότητας, εφόσον δίνεται διαφορετικό ποσοστό κάλυψης για τα οικόπεδα του ίδιου οικοδομικού τετραγώνου.

 

Τέλος ζήτημα αντισυνταγματικότητας είχε τεθεί και για τη διάταξη του άρθρου 14 παράγραφος 3 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού τόσο υπό την αρχική της διατύπωση (ad hoc 777/1996) όσο και υπό την τροποποιημένη με το άρθρο 1 παράγραφος 5)α του νόμου 1772/1988 μορφή της, καθό μέρος καθόριζε για τα διεπόμενα προηγουμένως από το πανταχόθεν ελεύθερο σύστημα αυτά οικόπεδα ποσοστό κάλυψης 50% (ΣτΕ 525/2001 παραπομπή στην επταμελή σύνθεση) ενώ για την περαιτέρω αύξηση υπό τις ανωτέρω συνθήκες του ποσοστού αυτού μέχρι 80% ως υποβαθμίζουσα το φυσικό και οικιστικό περιβάλλον (ομόφωνα αντισυνταγματική με την 525/2001 απόφαση).

 

IV. Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις και τα επ' αυτών γενόμενα νομολογιακά δεκτά, συνάγονται, κατά το συνδυασμό και την μεταξύ τους αλληλουχία, τα ακόλουθα:

 

Η εξαιρετική ρύθμιση του άρθρου 41 του νόμου 1337/1983 επιτρέπει παρεκκλίσεις από τους εκάστοτε ισχύοντες γενικούς ή ειδικούς, κατά περιοχή, όρους δόμησης, μόνο ως προς την προσαύξηση της δομούμενης επιφάνειας, βάσει του συντελεστή δόμησης, ενδεχόμενα δε και του ύψους της οικοδομής (σημειωτέον ότι ο Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός του 1985 δεν γνωρίζει αριθμό ορόφων, όπως ο προϊσχύσας, υπό το κράτος του οποίου εκδόθηκε η σχετική διάταξη, εξ ου και η διατύπωση τους τρεις ορόφους), ενώ ως προς το ποσοστό κάλυψης του οικοπέδου θέτει ως ανώτατο όριο, σε κάθε περίπτωση, το ισχύον στην περιοχή.

 

 

Εξάλλου όλες οι προαναφερθείσες διατάξεις εισάγουν ρυθμίσεις που αποκλίνουν από τους γενικούς πολεοδομικούς κανόνες και έχουν χαρακτήρα ευεργετικό μεν για τους εκάστοτε δικαιούχους, πλην ανασταλτικό του γενικού ορθολογικού πολεοδομικού σχεδιασμού και πλήττουν το οικιστικό και πολεοδομικό περιβάλλον σε βαθμό που, κατά τις περιστάσεις, ποικίλλει από ανεκτό έως ανεπίτρεπτο, σύμφωνα και με την προεκτεθείσα νομολογία.

 

Οι διατάξεις του άρθρου 25 του νόμου 1337/1983 όπως ισχύουν σήμερα, ανεξάρτητα αγά την αντίθεσή τους ή μη προς το άρθρο 24 του Συντάγματος, καθιερώνουν όλως εξαιρετική ρύθμιση που επιτρέπει τη δόμηση των λεγομένων μικρών οικοπέδων, οποία, όμως δεν καταλαμβάνονται, από την έννοια του όρου οικοδομήσιμα οικόπεδα του άρθρου 41 παράγραφος 1 του νόμου 1337/1983, αφού ως τοιαύτα νοούνται τα δυνάμενα να οικοδομηθούν κατά τον κανόνα ή την παρέκκλιση που ισχύει εκάστοτε και όχι τα κατ' αρχήν μη οικοδομήσιμα ελλείψει κάθε αρτιότητας οικόπεδα που, όμως, μπορεί κατ' εξαίρεση να οικοδομηθούν, κατά τη διατύπωση του άρθρου 25 του ίδιου νόμου, και υπό τους περιορισμού αυτού.

 

Εξάλλου η όλως εξαιρετική ρύθμιση του άνω άρθρου 25 κινείται προς την κατεύθυνση της μείωσης της δομούμενης επιφάνειας και του όγκου της οικοδομής ώστε αυτή να εντάσσεται στο μικρό οικόπεδο και το οικιστικό του περιβάλλον κατά τον καλύτερο δυνατό, υπό τις δεδομένες συνθήκες, τρόπο ενώ, αντίθετα ή ρύθμιση του άνω άρθρου 41 κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή της κατά το δυνατόν αύξησης της δομούμενης επιφάνειας ώστε γα επιτυγχάνεται η βέλτιστη ικανοποίηση των οικογενειακών στεγαστικών αναγκών. Έτσι σε περίπτωση χορήγησης οικοδομικής άδειας για οικογενειακή στέγη επί οικοπέδου του άρθρου 25 του νόμου 1337/1983, ο σκοπός του τελευταίου αναιρείται πλήρως, προς βλάβη των όρων διαβίωσης και του οικιστικού περιβάλλοντος.

 

Υπό τα δεδομένα αυτά δεν είναι δυνατή, η εφαρμογή των διατάξεων περί οικογενειακής στέγης στα μικρά οικόπεδα του άρθρου 25 του άνω νόμου, τα οποία μόνο κατά τις διατάξεις του άρθρου τούτου μπορούν γη οικοδομηθούν, ενώ είναι αυτονόητο ότι τα οικόπεδα αυτά, άπαξ οικοδομηθέντα, ούτε προσθήκες ή επεκτάσεις μπορούν να επιδέχονται μεταγενέστερα, κατ' επίκληση των περί οικογενειακής στέγης διατάξεων, παρά μόνο στα όρια του αυτού άρθρου 25.

 

Για τους ίδιους ως άνω λόγους δεν είναι επιτρεπτή στα μικρά οικόπεδα του άρθρου 25 του νόμου 1337/1983 η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 παράγραφος 1 ως έχει, σε συνδυασμό - για τα χαμηλά κτίρια - με τη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 14 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού, η οποία υποχρεωτικά παραπέμπει σ' αυτήν (άρθρο 8 παράγραφος 1), αφού το δυνάμενο να οικοδομηθεί με το άρθρο 25 κτίριο υπόκειται υποχρεωτικά στο συντελεστή δόμησης της περιοχής και ανεγείρεται μετά την αφαίρεση των υποχρεωτικά ακάλυπτων χώρων και, συνεπώς, ουδεμία αύξηση δομούμενης επιφάνειας νοείται σε οικόπεδα του άρθρου 25 πέραν αυτής που είναι ανεκτές με τις προϋποθέσεις τις οποίες αυτό τούτο το άρθρο αυτοτελώς θεσπίζει.

 

Περαιτέρω η διάταξη του άρθρου 41 του νόμου 1337/1983 απαγορεύοντας αδιάστικτα την υπέρβαση του ισχύοντος στην περιοχή ποσοστού κάλυψης και ερμηνευόμενη στενά, ως εκ των κινδύνων που μπορεί να συνεπάγεται η ελαστική εφαρμογή της στη διαμόρφωση των οικισμών που πρέπει να εξελίσσεται βάσει ενός ορθολογικού πολεοδομικού σχεδιασμού, υπαγορευμένου από πολεοδομικά και μόνο κριτήρια και προσαρμοσμένου στην ιδιομορφία και την εν γένει φυσιογνωμία καθώς και τις ανάγκες κάθε περιοχής (βλέπε μειοψηφία της ΣτΕ 550/1999), δεν επιτρέπει, την προσαύξηση του προβλεπόμενου ποσοστού κάλυψης της περιοχής ούτε βάσει των προϋποθέσεων που θεσπίζουν οι εξαιρετικές, επίσης, διατάξεις των άρθρων 8 παράγραφος 1 και 14 παράγραφος 3 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού όπως ισχύουν σήμερα, ενώ αντίθετη εκδοχή δεν θα έβρισκε έρεισμα ούτε στη διατύπωση με εφαρμογή κατά τα λοιπά των διατάξεων του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού του άρθρου 4 παράγραφος 4 της προαναφερθείσας Γ.622/61/13-01-1984 απόφασης του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, αφού αυτή είναι ανίσχυρη, ως εκδοθείσα κατά τη μη συνταγματικώς έγκυρη εξουσιοδότηση της παραγράφου 6 του άρθρου 41 του νόμου 1337/1983 (Ολομέλεια ΣτΕ 550/1999), πέραν του ότι η τελευταία αναφερόταν στον προ του 1985 Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού, οποίος και δεν περιείχε παρόμοιες διατάξεις.

 

Τέλος εφαρμογή των διατάξεων περί οικογενειακής στέγης δεν νοείται, κατ' αρχήν, σε περιοχές δεύτερης κατοικίας, ως εκφεύγουσα, κατ' αρχήν, των προβλέψεων της παραγράφου 4 του άρθρου 41 του νόμου 1337/1983 αλλά, εν πάση περιπτώσει και ως μη συμβατή προς την εν γένει πολεοδομική οργάνωση των περιοχών αυτών, όπου οι κοινόχρηστοι - κοινωφελείς χώροι και εγκαταστάσεις, τα έργα υποδομής, εξυπηρέτησης κ.λ.π. δεν προορίζονται για την μόνιμη εξυπηρέτηση αναγκών κύριας κατοικίας σημαντικού αριθμού κατοίκων και μάλιστα πολυμελών οικογενειών. Και τούτο ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η Διοίκηση έχει από μακρού υιοθετήσει παρόμοια επί του θέματός άποψη με την 30441/1992 απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (ΦΕΚ 304/Β/1992).

 

Εν όψει των όσον παραπάνω εκτέθηκαν το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (Τμήμα Α') γνωμοδοτεί ομόφωνα επί των εν αρχή ερωτημάτων ως εξής:

 

α) Δεν είναι δυνατή η εφαρμογή των διατάξεων περί οικογενειακής στέγης του άρθρου 41 του νόμου 1337/1983 για την ανέγερση, προσθήκη κ.λ.π. οικοδομής σε οικόπεδα που μπορούν να οικοδομηθούν μόνον υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 25 του αυτού νόμου.

 

β) Δεν είναι επιτρεπτή στα οικόπεδα του άρθρου 25 του νόμου 1337/1983 η ανέγερση κτίσματος κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 14 παράγραφος 3 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού σε συνδυασμό με αυτήν της παραγράφου 1 του άρθρου 8 αυτού, στην οποία και παραπέμπει, προς εξασφάλιση καλυπτόμενης επιφάνειας μεγαλύτερης από αυτήν που επιτρέπουν οι προϋποθέσεις αυτού τούτου του άνω άρθρου 25.

 

γ) Δεν είναι δυνατή η κατ' άρθρο 8 παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 14 παράγραφος 3 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού προσαύξηση του ποσοστού κάλυψης οικοδομής, που ανεγείρεσαι κατ' εφαρμογή των διατάξεων περί οικογενειακής στέγης του άρθρου 41 του νόμου 1337/1983, πέραν του προβλεπόμενου για τη συγκεκριμένη περιοχή ποσοστού κάλυψης.

 

δ) Δεν είναι δυνατή η εφαρμογή των διατάξεων περί οικογενειακής στέγης του άρθρου 41 του νόμου 1337/1983 σε περιοχές δεύτερης κατοικίας.

 

Θεωρήθηκε

 

Αθήνα 22-02-2002

 



Copyright © 2017 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.