Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
Αριθμός 1934/1998
Το Συμβούλιο της Επικρατείας
Ολομέλεια
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 30-01-1998 με την εξής σύνθεση : Β. Μποτόπουλος, Πρόεδρος, Φ. Κατζούρος, Λ. Οικονόμου, Α. Τσαμπάση, Ν. Παπαδημητρίου, Η. Παπαγεωργίου, Π.Ζ. Φλώρος, Μ. Βροντάκης, Σ. Χαραλαμπίδης, Θ. Χατζηπαύλου, Γ. Παναγιωτόπουλος, Φ. Στεργιόπουλος, Ν. Ντούβας, Σ. Καραλής, Κ. Μενουδάκος, Γ. Ανεμογιάννης, Π.Ν. Φλώρος, Σ. Ρίζος, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Ν. Σκλίας, Α. Θεοφιλοπούλου, Ν. Σακελλαρίου, Ε. Δαρζέντας, Α. Γκότσης, Δ. Μπριόλας, Ε. Δανδουλάκη, Ν. Μαρκουλάκης, Σύμβουλοι, Δ. Σκαλτσούνης, Δ. Γρατσίας, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Μ. Καλαντζής.
Για να δικάσει την από 06-02-1996 αίτηση:
των: 1) Κοινοπραξίας των εταιριών με τις επωνυμίες SMARTCARD - Συστήματα Πλαστικών Καρτών Ανώνυμη Εταιρία, που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Βουκουρεστίου 19, TOWER ENTERPRISES LTD, που εδρεύει στο Βέλγιο (AV. LOUISE 319, Βρυξέλλες) και TRADEMCO EΠΕ, που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Παπαδιαμαντοπούλου 4, η οποία (Κοινοπραξία) εδρεύει στην Αθήνα και η οποία δεν παρέστη,
2) ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία SETEX - HELLAS A.E. - Εταιρία Μελετών, Κατασκευών και Διαχείρισης Χώρων Στάθμευσης, που εδρεύει στο Χαλάνδρι Αττικής, Λεωφόρος Πεντέλης 13, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Φιλ. Φιλιππόπουλο (αριθμός μητρώου 6168), που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο,
3) Κοινοπραξίας των Ελληνικών Εταιριών με τις επωνυμίες DENCO AE, SELMO A.E. και ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΟΔΟΜΙΚΗ ΑΤΕ, που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής, οδός Γράμμου 71Α,
4) ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία EUROPARKING A.E., που εδρεύει στο Χαλάνδρι Αττικής, οδός Κόδρου 19,
5) Κοινοπραξίας με την επωνυμία ΙΝΤΕΑΛ/ΑΝΑΤΡΟΝ/CAR PARK, που εδρεύει στην Κατερίνη, οδός Τσαλδάρη 14 και
6) ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία ΤΕΟΚΑΡ ΑΒΕΕ, που εδρεύει στο Αιγάλεω Αττικής, οδός Θηβών 99, οι οποίες δεν παρέστησαν,
κατά του Δήμου Αθηναίων, ο οποίος παρέστη με τους δικηγόρους: α) Επαμεινώνδα Σπηλιωτόπουλο (αριθμός μητρώου 643) και β) Ιωάννη Χρυσικόπουλο (αριθμός μητρώου 4381), που τους διόρισε με απόφαση της Δημαρχιακής Επιτροπής.
Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ αριθμόν 1485/1997 παραπεμπτικής αποφάσεως του ΣΤΆ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια τα ζητήματα που αναφέρονται στην απόφαση.
Με την αίτηση αυτή οι αιτούσες επιδιώκουν να ακυρωθεί η 2740/1995 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Αθηναίων που λήφθηκε κατά την υπ αριθμόν 33 της 07-12-1995 συνεδρίασή του.
Ο Εισηγητής, Σύμβουλος Ν. Σακελλαρίου, άρχισε τη συζήτηση της υποθέσεως με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία αποτελεί και την εισήγηση του Τμήματος.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της δεύτερης των αιτουσών, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τους πληρεξούσιους του Δήμου, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη, σε αίθουσα του Δικαστηρίου, και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως κατεβλήθησαν τα, κατά νόμον, τέλη και το παράβολο (Διπλότυπα εισπράξεως του Ταμείου Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών 3443073 και 3443074, έτους 1996 και ειδικά έντυπα παραβόλου του Δημοσίου 2504284 και 6632349).
2. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση, η οποία παραπέμφθηκε λόγω της σπουδαιότητας των ζητημάτων στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, με την υπ' αριθμόν 1485/1997 απόφαση του ΣΤ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, ζητείται η ακύρωση της υπ' αριθμόν 2740 από 07-12-1995 αποφάσεως του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Αθηναίων, δια της οποίας εγκρίθηκε, κατά πλειοψηφία και υπό τους αναφερόμενους στην απόφαση αυτή όρους και προϋποθέσεις, ως πλέον συμφέρουσα για τον Δήμο, σε σχέση με την εκπόνηση και υλοποίηση (εκτέλεση) μελέτης για την εφαρμογή του Συστήματος της Ηλεκτρονικώς Ελεγχόμενης Στάθμευσης στην πόλη των Αθηνών, η προσφορά της εταιρείας με την επωνυμία Κοινοπραξία Ελευθέριος Κοκκινάκης - Δήλος Κυκλοφοριακή ΑΤΕ και παραχωρήθηκε συναφώς, στην πιο πάνω κοινοπραξία, η άσκηση της σχετικής δημοτικής αρμοδιότητας. Ως συμπροσβαλλόμενη με την κρινόμενη αίτηση πρέπει να θεωρηθεί και η υπ' αριθμόν 561/1996 απόφαση του ίδιου δημοτικού συμβουλίου, η οποία ελήφθη, ομοίως, κατά πλειοψηφία. Με την απόφαση αυτή, σε εκτέλεση του όρου ΣΤ της μνημονευμένης προσβαλλόμενης απόφασης 2740/1995, εγκρίθηκαν οι όροι της υπό κατάρτιση σύμβασης μεταξύ του Δήμου Αθηναίων και της πιο πάνω κοινοπραξίας. (Η σύμβαση αυτή υπογράφτηκε στις 19-03-1996).
3. Επειδή, η υπό κρίση αίτηση κατά το μέρος που ασκείται από τις αναφερόμενες στο δικόγραφο, υπ' αριθμούς 1, 3 και 5 κοινοπραξίες εταιρειών, (ήτοι τις: Κοινοπραξία των εταιριών με τις επωνυμίες SMARTCARD - Συστήματα Πλαστικών Καρτών Ανώνυμη Εταιρία, TOWER ENTERPRISES LTD και TRADEMCO EΠΕ, Κοινοπραξία των Ελληνικών Εταιριών με τις επωνυμίες DENCO AE, SELMO A.E. και ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΟΔΟΜΙΚΗ ΑΤΕ και Κοινοπραξία με την επωνυμία ΙΝΤΕΑΛ/ΑΝΑΤΡΟΝ/CAR PARK) και όχι ατομικώς από κάθε μία από τις απαρτίζουσες τις κοινοπραξίες αυτές εταιρείες, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, δοθέντος ότι οι κοινοπραξίες δεν έχουν νομική προσωπικότητα, αλλά συνιστούν απλές ενώσεις προσώπων, δεν έχουν κατ' άρθρο 47 του προεδρικού διατάγματος 18/1989 (ΦΕΚ 8/Α/1989), την ικανότητα να είναι διάδικοι και δεν νομιμοποιούνται να ασκούν αίτηση ακυρώσεως, αφού δεν αναγνωρίζονται από τις εν προκειμένω εφαρμοστέες διατάξεις του άρθρου 36 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα (προεδρικό διάταγμα 410/1995) ως φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, στον κύκλο των σχέσεων, που αφορά, τη ρυθμιζόμενη, από τις διατάξεις αυτές ανάθεση ασκήσεως δημοτικών αρμοδιοτήτων, στο Κράτος ή σε άλλα νομικά πρόσωπα. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Φ. Κατζούρος, Αθανάσιου Τσαμπάση, Ηλία Παπαγεωργίου, Π.Ζ. Φλώρος, Μ. Βροντάκης, Σ. Ρίζος και Α. Γκότσης, τη γνώμη των οποίων υποστήριξε και ο Πάρεδρος Δ. Σκαλτσούνης, κατά τους οποίους, η αίτηση ακυρώσεως πρέπει να θεωρηθεί ότι ασκείται, παραδεκτώς, από τις εταιρίες που απαρτίζουν τις κοινοπραξίες.
4. Επειδή, περαιτέρω, η υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη κατά το μέρος που ασκείται από τις υπ' αριθμόν 4 και 6 αναφερόμενες στο δικόγραφο ανώνυμες εταιρείες (ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία EUROPARKING A.E. και ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία ΤΕΟΚΑΡ ΑΒΕΕ), οι οποίες δεν νομιμοποίησαν, με κάποιο από τους προβλεπόμενους από το νόμο τρόπους τον υπογράφοντα το δικόγραφο δικηγόρο.
5. Επειδή, η υπό κρίση αίτηση, ασκείται εμπροθέσμως και γενικά παραδεκτώς από την εταιρεία ΣΕΤΕΞ, η οποία εζήτησε την ανάθεση του έργου σ' αυτήν.
6. Επειδή, η δίκη, διατηρεί το αντικείμενό της και μετά την υπ' αριθμόν 13352 από 12-04-1996 απόφαση του Υφυπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, οποία εκδόθηκε κατόπιν προσφυγής της ήδη αιτούσης εταιρείας, δεδομένου ότι δια της αποφάσεως αυτής του Υφυπουργού δεν ακυρώθηκε η ήδη προσβαλλόμενη απόφαση (υπ' αριθμόν 2740/1995) του δημοτικού συμβουλίου του προαναφερθέντος Δήμου, αλλά μόνο η υπ' αριθμόν 26/1996 απόφαση της Επιτροπής του άρθρου 18 του νόμου 2218/1994, δια της οποίας είχε κριθεί, κατ' απόρριψη σχετικής προσφυγής της ήδη αιτούσης εταιρείας, ότι η ήδη προσβαλλόμενη απόφαση (2740/1995) ήταν νόμιμη και ειδικότερα ότι είχε ληφθεί με την νόμιμη πλειοψηφία. Για τον ίδιο λόγο διατηρεί το αντικείμενό της η κρινόμενη αίτηση και ως προς την συμπροσβαλλόμενη υπ' αριθμόν 561/1996 απόφαση του ίδιου δημοτικού συμβουλίου, ήτοι γιατί, και η απόφαση αυτή δεν ακυρώθηκε, παρά την έκδοση της απόφασης 34161/1996 του ίδιου υφυπουργού, που ακύρωσε την απόφαση 35/14-05-1996 της ίδιας επιτροπής, που είχε κρίνει νόμιμη την πιο πάνω απόφαση (561/1996). Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Α. Τσαμπάση, Μ. Βροντάκης, Σ. Χαραλαμπίδης, Κ. Μενουδάκος, Σ. Ρίζος, Γ. Παπαμεντζελόπουλος και Ε. Δανδουλάκη, οι οποίοι υποστήριξαν την άποψη ότι η έννοια των αποφάσεων 13352/12-04-1996 και 34161/06-08-1996 του Υφυπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης είναι ότι ακυρώνονται, με αυτές, αντιστοίχως, και οι 2740/1995 και 561/1996 αποφάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Αθηναίων και επομένως κατά τη γνώμη αυτή συντρέχει περίπτωση καταργήσεως της δίκης.
7. Επειδή, στη διάταξη του άρθρου 102 του Συντάγματος ορίζεται μεταξύ άλλων ότι η διοίκηση των τοπικών υποθέσεων ανήκει στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως, στη διάταξη δε της παραγράφου 1 του άρθρου 24 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα (προεδρικό διάταγμα 410/1995, (ΦΕΚ 231/A/1995)) ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι:
{στην αρμοδιότητα των δήμων και των κοινοτήτων ανήκουν ιδίως:
α) ...
β) ...
γ) ...
ι)δ) η ρύθμιση της κυκλοφορίας, ο καθορισμός πεζοδρόμων, μονοδρομήσεων και κατευθύνσεων της κυκλοφορίας, ο προσδιορισμός και η λειτουργία των χώρων σταθμεύσεως οχημάτων Όσο έλεγχος της τήρησης των διατάξεων που αφορούν την κυκλοφορία και στάθμευση των οχημάτων κ.λ.π.}
Εξάλλου στη διάταξη του άρθρου 29 του προεδρικού διατάγματος 323/1989, (ΦΕΚ 146/Α/1989), όπως αντικαταστάθηκε με τη διάταξη του άρθρου 43 του νόμου 2218/1994, (ΦΕΚ 90/Α/1994) (βλέπε ήδη άρθρου 36 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα (προεδρικό διάταγμα 410/1995)), ορίζεται ότι:
{Οι δήμοι και οι κοινότητες μπορούν, κατ' εξαίρεση, να αναθέτουν για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα την άσκηση ορισμένης αρμοδιότητάς τους στο κράτος ή σε άλλο νομικό πρόσωπο. Η ανάθεση της αρμοδιότητας αποφασίζεται από το δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο με πλειοψηφία των δύο τρίτων του συνολικού αριθμού των μελών του. Με την απόφαση αυτή καθορίζονται οι όροι άσκησης της αρμοδιότητας και η χρονική διάρκεια της ανάθεσής της. Σε κάθε περίπτωση οι όροι αυτοί διασφαλίζουν τη διοίκηση της υπόθεσης από το δήμο ή την κοινότητα. Όταν η ανάθεση της αρμοδιότητας γίνεται σε άλλο, εκτός από το κράτος νομικό πρόσωπο μπορεί να περιληφθεί στους όρους της και η εκπροσώπηση του δήμου ή της κοινότητας στο όργανο που διοικεί το νομικό πρόσωπο, καθώς και ο τρόπος της εκπροσώπησης. Μετά την ανάθεση η αρμοδιότητα ασκείται από το κράτος ή το νομικό πρόσωπο προς το οποίο έγινε η μεταβίβασή της και τα όργανά τους ασκούν τις προβλεπόμενες από το νόμο δραστηριότητες για λογαριασμό του δήμου ή της κοινότητας, εκτός εάν το δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο περιέλαβε στους όρους της ανάθεσης διαφορετική ρύθμιση. Σε όλα τα έγγραφα και τις πράξεις που εκδίδονται στα πλαίσια της άσκησης της αρμοδιότητας αυτής από τον αναλαμβάνοντα την αρμοδιότητα, σημειώνεται υποχρεωτικά ότι η έκδοσή τους γίνεται για λογαριασμό του δήμου ή της κοινότητας και αναγράφονται τα στοιχεία της απόφασης του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου με την οποία έγινε η ανάθεση.}
Τέλος, στη διάταξη του άρθρου 45 του νόμου 2218/1994 ορίζονται τα ακόλουθα: Έλεγχος στάθμευσης οχημάτων - Πρόστιμα.
{1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 59 του νόμου 1416/1984 όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του νόμου 1900/1990 (ΦΕΚ 125/Α/1990) αντικαθίσταται ως εξής:
{2. Η βεβαίωση της παράβασης γίνεται από τα όργανα της υπηρεσίας της παραγράφου 2 του άρθρου 23 του προεδρικού διατάγματος 323/1989 ή του νομικού προσώπου που ασκεί την αρμοδιότητα κατά το άρθρο 29 του ίδιου προεδρικού διατάγματος ή από υπαλλήλους του δήμου ή της κοινότητας που ορίζονται με απόφαση του δημάρχου ή προέδρου κοινότητας...}
2. Ακινητοποίηση οχημάτων εντός των χώρων ελεγχόμενης στάθμευσης, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου 34 του νόμου [Ν] 2094/1992 (ΦΕΚ 182/Α/1992) μπορούν να ενεργούν και τα όργανα της προηγούμενης παραγράφου. Με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου ορίζεται ο τρόπος πληρωμής των προστίμων κατά τις εργάσιμες και μη εργάσιμες ώρες, η διαδικασία ακινητοποίησης του οχήματος και τα έξοδα ακινητοποίησης και μεταφοράς με τα οποία επιβαρύνεται ο παραβάτης καθώς και ο τρόπος πληρωμής τους.
3. Τα διοικητικά πρόστιμα που επιβάλλονται στους παραβάτες των διατάξεων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (νόμος [Ν] 2094/1992) εισπράττονται μαζί με τα τέλη κυκλοφορίας του οχήματος και αποδίδονται στους δικαιούχους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης. Η διαδικασία απόδοσης των ποσών, οι τεχνικές λεπτομέρειες της είσπραξης και κάθε άλλη αναγκαία ρύθμιση καθορίζονται με απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Οικονομικών.
4. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται και για τα πρόστιμα του άρθρου 4 του νόμου 1900/1990. Η μη καταβολή των προστίμων αυτών δεν αποτελεί πταισματική παράβαση από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού.}
8. Επειδή, από την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 36 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα, συνάγεται ότι, ο νομοθέτης, παρέχει, υπό τους αναφερόμενους εις αυτήν όρους και προϋποθέσεις, στους Δήμους και τις Κοινότητες, τη δυνατότητα, να αναθέτουν, για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και κατ' εξαίρεση την άσκηση ορισμένης αρμοδιότητας του δήμου ή της κοινότητας στο Κράτος ή άλλο νομικό πρόσωπο, το οποίο δύναται, εφ' όσον ο νόμος δεν διακρίνει, να είναι είτε δημοσίου είτε ιδιωτικού δικαίου.
9. Επειδή, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις συνάγεται ακόμη, εφόσον ο νόμος δεν διακρίνει, ότι ο νομοθέτης, λόγω της εξαιρετικής σημασίας την οποία παρουσιάζει για το δημόσιο συμφέρον η ανάθεση από τους Δήμους και τις Κοινότητες, έστω και προσωρινώς, της ασκήσεως μιας από τις αρμοδιότητες αυτών στο Κράτος ή άλλο νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, επιβάλλει να λαμβάνονται με την αυξημένη πλειοψηφία των δύο τρίτων του συνολικού αριθμού των μελών των δημοτικών και κοινοτικών συμβουλίων όχι μόνο οι τυχόν πράξεις τους με τις οποίες αποφασίζουν την καταρχήν μεταβίβαση ορισμένης δημοτικής ή κοινοτικής αρμοδιότητας αλλά και οι πράξεις τους με τις οποίες αποφασίζεται η μεταβίβαση της σχετικής αρμοδιότητας σε συγκεκριμένο νομικό πρόσωπο. διότι, οι τελευταίες αυτές αποφάσεις έχουν μείζονα σπουδαιότητα, αφού η εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος θα επιχειρηθεί από το συγκεκριμένο αυτό νομικό πρόσωπο, τα εχέγγυα του οποίου για τη συγκεκριμένη αρμοδιότητα και οι όροι που θα του επιβληθούν πρέπει να εγκριθούν, ενόψει της σημασίας τους, από την αυξημένη πλειοψηφία των μελών του δημοτικού συμβουλίου. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Αθανάσιος Τσαμπάση, Θ. Χατζηπαύλου, Ν. Ντούβας, Ν. Σακελλαρίου και Εμμανουήλ Δαρζέντας, οι οποίοι διατύπωσαν τη γνώμη ότι ο νομοθέτης αποδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα στην απόφαση του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, με την οποία αποφασίζει, καταρχήν, την ανάθεση, IΝ ABSTRACTO, της ασκήσεως της συγκεκριμένης αρμοδιότητας σε άλλο, νομικό πρόσωπο ή το Κράτος, για την λήψη δε αυτής μόνο της αποφάσεως απαιτεί κατά την έννοια της σχετικής διατάξεως την αυξημένη πλειοψηφία, δηλαδή την πλειοψηφία των δύο τρίτων του συνολικού αριθμού των μελών του και όχι για τις, εν συνεχεία της αποφάσεως αυτής, λαμβανόμενες, επί μέρους, αποφάσεις των δημοτικών ή κοινοτικών συμβουλίων των οικείων Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, δια των οποίων, εκδιδομένων, πάντως, μετά από τήρηση διαδικασίας που εξασφαλίζει αντικειμενική και αμερόληπτη επιλογή, αποφασίζεται, IN CONCRETO, η ανάθεση της ασκήσεως ορισμένης αρμοδιότητας σε συγκεκριμένο, πλέον, νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή το Κράτος και οι οποίες αποφάσεις δεν απαιτείται, ούτε άλλωστε θα ήταν σκόπιμο, για πρακτικούς, κυρίως, λόγους συνιστάμενους στην ευχερέστερη λήψη αυτών, να λαμβάνονται με τη μνημονευμένη αυξημένη πλειοψηφία.
10. Επειδή το άρθρο 24 παράγραφος 1 του Συντάγματος επιβάλλει στο νομοθέτη κοινό και κανονιστικό, καθώς και στη Διοίκηση την προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος. Ενόψει της συνταγματικής αυτής διατάξεως ερμηνευόμενες, οι μνημονευμένες διατάξεις του άρθρου 24 (παράγραφος 1 εδάφιο ι)α) και του άρθρου 36 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα έχουν την έννοια ότι οι χώροι σταθμεύσεως των αυτοκινήτων στις πόλεις δεν καθορίζονται τυχαίως ή με κριτήριο την απόληψη ανταλλαγμάτων από την παραχώρηση της χρήσεως αλλά βάσει ειδικής κυκλοφοριακής και περιβαλλοντικής μελέτης, η οποία λαμβάνει υπόψη τις διατάξεις του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, τον κυκλοφοριακό φόρτο στη συγκεκριμένη περιοχή και οδό, το πλάτος της τελευταίας, τις ανάγκες σταθμεύσεως αυτοκινήτων, την οικιστική διαμόρφωση και τα τυχόν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της περιοχής και άλλα ανάλογα κριτήρια, ώστε ο καθορισμός και η κατανομή των θέσεων σταθμεύσεως αυτοκινήτων να γίνεται κατά τρόπο ορθολογικό, και από την άποψη της κυκλοφορίας των αυτοκινήτων και από την άποψη της προστασίας, κατά το δυνατόν, του περιβάλλοντος, το οποίον επηρεάζεται από την κυκλοφορία των αυτοκινήτων και συνεκδοχικά από τον αριθμό, τη θέση και γενικώς τη λειτουργία των χώρων σταθμεύσεως. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Φ. Κατζούρος, Αθανάσιος Τσαμπάση, Θ. Χατζηπαύλου και Ν. Σακελλαρίου, κατά τη γνώμη των οποίων, από τις προαναφερθείσες διατάξεις, δεν συνάγεται ότι επιβάλλεται η προηγούμενη εκπόνηση τέτοιας μελέτης, δεδομένου ότι, αν ο νομοθέτης σκόπευε να επιβάλει στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης τη σύνταξη μελέτης, θα το όριζε ρητώς, όπως συνέβη με την διάταξη του άρθρου 9 παράγραφος 9 του επιγενόμενου νόμου 2503/1997 (ΦΕΚ 107/Α/1997), δια της οποίας επιβλήθηκε, για πρώτη φορά και κατά τροποποίηση των ως άνω διατάξεων του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα (24 παράγραφος 1 περίπτωση ι)δ), η εκπόνηση ειδικής μελέτης, διάταξη όμως, η οποία δεν καταλαμβάνει την επίδικη περίπτωση λόγω του χρόνου εκδόσεως της προσβαλλόμενης πράξης.
11. Επειδή οι μνημονευμένες διατάξεις του άρθρου 36 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα και του άρθρου 45 του νόμου 2218/1994, κατά το μέρος που προβλέπουν ευθέως ή επιτρέπουν την ανάθεση αστυνομικής φύσεως αρμοδιοτήτων (βεβαίωση της παράβασης, ακινητοποίηση οχημάτων, επιβολή προστίμων) σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, αντίκεινται στις θεμελιώδεις διατάξεις του άρθρου 1 παράγραφος 3 και 26 παράγραφος 2 του Συντάγματος, κατά την έννοια των οποίων, αστυνομική εξουσία, ως η κατεξοχήν δημόσια εξουσία και έκφραση κυριαρχίας, ασκείται, δια της αστυνομικής αρχής, μόνο από το κράτος (και νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου που και αυτά είναι αποκεντρωμένες καθ' ύλην κρατικές υπηρεσίες) και όχι από ιδιώτες. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Φ. Κατζούρος, Αθανάσιος Τσαμπάση, Σ. Ρίζος και Ν. Σακελλαρίου, οι οποίοι υποστήριξαν ότι δεν προσκρούει στο Σύνταγμα η ανάθεση ασκήσεως τέτοιου είδους δραστηριοτήτων, όπως αυτές που αναφέρονται από τη διάταξη του άρθρου 45 του νόμου 2218/1994 σε όργανα νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, δεδομένου ότι, κατά τη μειοψηφούσα αυτή γνώμη, τα όργανα των νομικών αυτών προσώπων αποτελούν, κατά την άσκηση των εν λόγω αρμοδιοτήτων, δημόσια όργανα και οι πράξεις τους είναι δυνατόν να προσβληθούν, παραδεκτώς, ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων.
12. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως, το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Αθηναίων, αποφάσισε, ομοφώνως, με την υπ' αριθμόν πρωτοκόλλου 1251 από 18-05-1995 απόφασή του: 1) να αναθέσει την εκπόνηση μελέτης για την εφαρμογή σχεδίου ηλεκτρονικώς ελεγχομένης σταθμεύσεως στην πόλη των Αθηνών και την υλοποίηση (εκτέλεση) του σχεδίου αυτού, σε νομικό πρόσωπο το οποίο θα επιλεγόταν κατόπιν διαγωνισμού και 2) την συγκρότηση πενταμελούς επιτροπής, η οποία θα επιμελείτο της υλοποιήσεως του σχεδίου αυτού της ηλεκτρονικώς ελεγχόμενης στάθμευσης (δια του καθορισμού των σημείων στα οποία θα επιτρεπόταν ή θα απαγορευόταν η στάθμευση, των σημείων τοποθετήσεως των παρκομέτρων κ.λ.π.). Μετά ταύτα η συγκροτηθείσα κατόπιν της ως άνω αποφάσεως του δημοτικού συμβουλίου Πενταμελής Επιτροπή, αποφάσισε (βλέπε το από 15-09-1995 πρακτικό της) τη σύνταξη προσκλήσεως εκδηλώσεως ενδιαφέροντος για την υλοποίηση της εν λόγω αποφάσεως του δημοτικού συμβουλίου. Η πρόσκληση αυτή δημοσιεύθηκε στον ημερήσιο τύπο, σ' αυτήν δε ανταποκρίθηκαν, μεταξύ άλλων, δια της καταθέσεως σχετικών προσφορών, η Κοινοπραξία Ελευθέριος Κοκκινάκης - Δήλος Κυκλοφοριακή ΑΤΕ και η εταιρεία ΣΕΤΕΞ. Εν συνεχεία επελήφθη της εξετάσεως των προσφορών αυτών η προαναφερθείσα Πενταμελής Επιτροπή του Δήμου Αθηναίων, η οποία με το από 04-12-1995 πρακτικό της κατέταξε πρώτη κατά σειρά την ανωτέρω Κοινοπραξία και ενάτη την εταιρεία ΣΕΤΕΞ. Επακολούθησε, η έκδοση της ήδη προσβαλλόμενης υπ' αριθμόν 2740/1995 αποφάσεως του δημοτικού συμβουλίου του Δήμου Αθηναίων, η οποία ελήφθη κατά πλειοψηφία, με είκοσι μία θετικές ψήφους έναντι εννέα αρνητικών και μιας λευκής, και δια της οποίας κρίθηκε υπό τους αναφερομένους σ' αυτήν ειδικότερους όρους και προϋποθέσεις, ως πλέον συμφέρουσα για τον Δήμο Αθηναίων, η προσφορά της ως άνω Κοινοπραξίας και παραχωρήθηκε συναφώς στην πιο πάνω κοινοπραξία η άσκηση της σχετικής δημοτικής αρμοδιότητας. Με την συμπροσβαλλόμενη υπ' αριθμόν 561/1996 απόφαση του ίδιου δημοτικού συμβουλίου εγκρίθηκαν, και μάλιστα με απλή πλειοψηφία, όπως ήδη έχει εκτεθεί, οι όροι της υπό κατάρτιση συμβάσεως μεταξύ του Δήμου Αθηναίων και της πιο πάνω κοινοπραξίας.
13. Επειδή, η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία παραχωρήθηκε στην κοινοπραξία Ελευθέριος Κοκκινάκης - Δήλος Κυκλοφοριακή ΑΤΕ η άσκηση της δημοτικής αρμοδιότητας για την εφαρμογή του συστήματος της ηλεκτρονικώς ελεγχόμενης στάθμευσης, είναι μη νόμιμη, γιατί δεν ελήφθη με τη νόμιμη, σύμφωνα με προηγούμενη σκέψη, πλειοψηφία των δύο τρίτων των μελών του δημοτικού συμβουλίου. Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι μη νόμιμη και κατά το μέρος που πέραν της ανάθεσης και της υλοποίησης της μελέτης για την εφαρμογή του συστήματος ηλεκτρονικής στάθμευσης παραχώρησε στην πιο πάνω κοινοπραξία, κατ' εφαρμογή των μνημονευμένων αντισυνταγματικών διατάξεων του άρθρου 45 παράγραφοι 1 και 2, του νόμου 2218/1994, την άσκηση της αστυνομικής εξουσίας που περιγράφεται στις διατάξεις αυτές, καθώς και στη σκέψη 11 της παρούσης. Για τους λόγους αυτούς, προεχόντως, η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να ακυρωθεί. Η συμπροσβαλλόμενη δε υπ' αριθμόν 561/1996 απόφαση του ίδιου δημοτικού συμβουλίου, πρέπει να ακυρωθεί γιατί στηρίζεται στην ακυρούμενη απόφαση 2740/1995 του δημοτικού συμβουλίου.
14. Επειδή, ενόψει όσων έχουν εκτεθεί στις προηγούμενες σκέψεις, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή, ως προς την εταιρία ΣΕΤΕΞ από την οποία ασκείται παραδεκτώς, παρέλκει δε για τον λόγο αυτόν η εξέταση των λοιπών προβαλλόμενων λόγων ακυρώσεως ως αλυσιτελής και πρόωρη. Αν και κατά τη γνώμη του μέλους του Δικαστηρίου Ν. Σακελλαρίου θα έπρεπε να εξετασθεί από το Δικαστήριο ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο αμφισβητείται, εν όψει συγκεκριμένων διατάξεων οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, κατά πόσον η προβλεπόμενη από το άρθρο 36 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα διαδικασία αναθέσεως της ασκήσεως ορισμένης αρμοδιότητας των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης σε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου συμβιβάζεται ή όχι προς το Κοινοτικό Δίκαιο.
Δια ταύτα
Δέχεται, την υπό κρίση αίτηση κατά το μέρος που ασκείται από την εταιρία ΣΕΤΕΞ.
Απορρίπτει, την υπό κρίση αίτηση κατά το μέρος που ασκείται από τις λοιπές, πλην της εταιρείας ΣΕΤΕΞ, αναφερόμενες στο δικόγραφο κοινοπραξίες και εταιρίες.
Ακυρώνει, την υπ' αριθμόν 2740 από 07-12-1995 απόφαση του δημοτικού συμβουλίου του Δήμου Αθηναίων καθώς και την 561/05-03-1996 απόφαση του ίδιου δημοτικού συμβουλίου.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου και Επιβάλλει στο Δήμο Αθηναίων, την δικαστική δαπάνη της αιτούσης εταιρείας, η οποία ανέρχεται στο ποσό των 28.000 δραχμών.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 27-02-1998 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 08-05-1998.