Νόμος 4622/19 - Άρθρο 100

Άρθρο 100: Ελεγκτική διαδικασία


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

1. Οι Επιθεωρητές-Ελεγκτές που υπηρετούν στην Αρχή:

 

α) μπορούν στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων τους και για την εκπλήρωση του έργου τους να επισκέπτονται χωρίς ή με προειδοποίηση τους ελεγχόμενους φορείς, αρχές και υπηρεσίες ή οποιονδήποτε εμπλεκόμενο, φορέα, αρχή και υπηρεσία της παραγράφου 1 του άρθρου 83, να μελετούν επί τόπου την εξεταζόμενη υπόθεση, να ενεργούν αυτοψίες και να εξετάζουν πρόσωπα,

 

β) μπορούν επίσης να εξετάζουν οποιοδήποτε πρόσωπο μπορεί να εισφέρει στοιχεία στον διενεργούμενο έλεγχο, να ζητούν πληροφορίες και στοιχεία από τους αρμόδιους υπαλλήλους των δημόσιων και ιδιωτικών φορέων που εμπλέκονται με την εξεταζόμενη υπόθεση,

 

γ) έχουν δικαίωμα πρόσβασης στους φακέλους συμπεριλαμβανομένων και των απορρήτων, εκτός εάν πρόκειται για ζητήματα που ανάγονται στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής, την εθνική άμυνα και την κρατική ασφάλεια,

 

δ) μπορούν να ζητούν με έγγραφό τους πληροφορίες σχετικά με την υπό διερεύνηση υπόθεση.

 

Στο έγγραφο αναφέρονται οι διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας, οι οποίες θεμελιώνουν το αίτημα, ο σκοπός του αιτήματος, η προθεσμία που τάσσεται για την παροχή των πληροφοριών, η οποία δεν μπορεί να είναι βραχύτερη των πέντε ημερών, καθώς και οι κυρώσεις, οι οποίες προβλέπονται σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς την υποχρέωση παροχής πληροφοριών. Εκείνοι, στους οποίους απευθύνεται το έγγραφο υποχρεούνται σε άμεση, πλήρη και ακριβή παροχή των πληροφοριών που ζητούνται.

 

2. Ο Διοικητής της Αρχής δίνει εντολή για επιθεώρηση, έλεγχο ή έρευνα στους Επιθεωρητές - Ελεγκτές σε εκτέλεση του ετήσιου σχεδίου ελεγκτικής δράσης ή αυτεπάγγελτα ή συνεκτιμώντας σχετικά αιτήματα των Υπουργών και των επικεφαλής των φορέων και των υπηρεσιών που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Αρχής, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 83 του παρόντος.

 

3. α) Ο Διοικητής της Αρχής κατανέμει τις εντολές σε Επιθεωρητές-Ελεγκτές ή σε κλιμάκιο Επιθεωρητών-Ελεγκτών και παρακολουθεί την έγκαιρη εκτέλεσή τους. Με την ίδια εντολή καθορίζει το χρόνο μέσα στον οποίο πρέπει να περατωθεί ο έλεγχος και να υποβληθεί η σχετική έκθεση.

 

β) Στο κλιμάκιο Επιθεωρητών Ελεγκτών μπορούν να συμμετέχουν και ιδιώτες τεχνικοί εμπειρογνώμονες, καθώς και επιθεωρητές ή υπάλληλοι των υπηρεσιακών μονάδων εσωτερικού ελέγχου ή άλλων υπηρεσιών των φορέων της παραγράφου 1 του άρθρου 83 οι οποίοι ορίζονται, μετά από σχετικό αίτημα του Διοικητή της Αρχής, από τον Προϊστάμενο της υπηρεσίας τους και διατίθενται στην Αρχή για το χρονικό διάστημα της διενέργειας του ελέγχου.

 

4. α) Για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της Αρχής και τη διαπίστωση παραβάσεων των κείμενων διατάξεων που αφορούν σε θέματα ακεραιότητας, διαφάνειας, λογοδοσίας και καταπολέμησης της απάτης και της διαφθοράς, οι Επιθεωρητές-Ελεγκτές της Μονάδας Επιθεωρήσεων και Ελέγχων και τα λοιπά στελέχη της Αρχής που μετέχουν, ανά περίπτωση, στα κλιμάκια ελέγχου έχουν την αρμοδιότητα τηρώντας τις προϋποθέσεις των σχετικών διατάξεων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και των ειδικών νόμων:

 

α)α) να ελέγχουν κάθε είδους και κατηγορίας βιβλία, στοιχεία και λοιπά έγγραφα καθώς και την ηλεκτρονική εμπορική αλληλογραφία των επιχειρηματιών, διοικητών, διευθυνόντων συμβούλων, διαχειριστών και γενικά εντεταλμένων στη διοίκηση ή διαχείριση προσώπων, καθώς και του προσωπικού ανεξαρτήτως της μορφής αποθήκευσής τους, και οπουδήποτε και εάν αυτά φυλάσσονται και να λαμβάνουν αντίγραφα ή αποσπάσματά τους,

 

β)β) να προβαίνουν σε κατασχέσεις βιβλίων, εγγράφων και άλλων στοιχείων, καθώς και ηλεκτρονικών μέσων αποθήκευσης και μεταφοράς δεδομένων, τα οποία αποτελούν επαγγελματικές πληροφορίες,

 

γ)γ) να ελέγχουν και να συλλέγουν πληροφορίες και δεδομένα κινητών τερματικών, φορητών συσκευών, καθώς και των εξυπηρετητών τους σε συνεργασία με τις αρμόδιες κατά περίπτωση αρχές, που βρίσκονται μέσα ή έξω από τις κτιριακές εγκαταστάσεις των ελεγχόμενων φορέων,

 

δ)δ) να ενεργούν έρευνες στα γραφεία και τους λοιπούς χώρους και τα μεταφορικά μέσα των ελεγχόμενων φορέων,

 

ε)ε) να σφραγίζουν οποιονδήποτε επαγγελματικό χώρο, βιβλία ή έγγραφα, κατά την περίοδο που διενεργείται ο έλεγχος και στο μέτρο των αναγκών αυτού,

 

στ)στ) να ενεργούν έρευνες στις κατοικίες των επιχειρηματιών, διοικητών, διευθυνόντων συμβούλων, διαχειριστών και γενικά εντεταλμένων τη διοίκηση ή διαχείριση προσώπων, καθώς και του προσωπικού των ελεγχόμενων φορέων, εφόσον υπάρχουν εύλογες υπόνοιες, ότι φυλάσσονται εκεί βιβλία ή άλλα έγγραφα που συνδέονται με τον ελεγχόμενο φορέα και το αντικείμενο του ελέγχου,

 

ζ)ζ) να λαμβάνουν, κατά την κρίση τους, ένορκες ή ανωμοτί καταθέσεις, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 212 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, και να ζητούν από κάθε αντιπρόσωπο ή μέλος του προσωπικού των ελεγχόμενων φορέων, επεξηγήσεις για τα γεγονότα ή τα έγγραφα που σχετίζονται με το αντικείμενο και το σκοπό του ελέγχου και να καταγράφουν τις σχετικές απαντήσεις.

 

Η διαδικασία κατάσχεσης, συλλογής, φύλαξης και επεξεργασίας ηλεκτρονικών αρχείων και αλληλογραφίας, που συλλέγονται για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, καθορίζεται με απόφαση του Διοικητή της Αρχής. Κατά την άσκηση των εξουσιών τους, σύμφωνα με τις περιπτώσεις α)α' μέχρι ζ)ζ', οι υπάλληλοι της Αρχής τηρούν τις διατάξεις του άρθρου 9 του Συντάγματος για το άσυλο της κατοικίας.

 

β) Η σχετική εντολή παρέχεται εγγράφως από τον Διοικητή της Αρχής και περιέχει το αντικείμενο της έρευνας και τις συνέπειες της παρεμπόδισης ή δυσχέρανσης αυτής ή άρνησης εμφάνισης των αιτούμενων βιβλίων, στοιχείων και λοιπών εγγράφων ή χορήγησης αντιγράφων ή αποσπασμάτων τους.

 

γ) Ο Διοικητής της Αρχής μπορεί να ζητεί, εγγράφως, τη συνδρομή των δημόσιων αρχών και υπηρεσιών, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, για τη διεξαγωγή των ερευνών που αναφέρονται στις περιπτώσεις α)α' μέχρι ζ)ζ' της παραγράφου 4.

 

δ) Για τους ελέγχους και τις έρευνες που έγιναν, συντάσσεται από αυτόν που τις διεξήγαγε έκθεση, αντίγραφο της οποίας κοινοποιείται στους οικείους ελεγχόμενους φορείς.

 

ε) Με απόφαση του Συμβουλίου Διοίκησης της Αρχής, κατόπιν εισήγησης του Διοικητή αυτής, επιβάλλεται στους ελεγχόμενους φορείς ή σε αυτούς που κατά οποιονδήποτε τρόπο παρεμποδίζουν ή δυσχεραίνουν τις έρευνες του παρόντος άρθρου, καθώς και στους φορείς ή σε αυτούς που αρνούνται να υποβληθούν στις εν λόγω έρευνες, να επιδείξουν τα αιτούμενα βιβλία, στοιχεία και λοιπά έγγραφα και να χορηγήσουν αντίγραφα ή αποσπάσματα τους, πρόστιμο κατ' ελάχιστον 10.000 € και μέχρι 100.000 € στο καθένα από τα πρόσωπα και για κάθε παράβαση. Κατά την επιμέτρηση του προστίμου λαμβάνονται ιδίως υπόψη η σοβαρότητα της εξεταζόμενης υπόθεσης, η απαξία των πράξεων και η επίπτωσή τους στην έκβαση της έρευνας.

 

στ) Σε περίπτωση άρνησης ή παρεμπόδισης με οποιονδήποτε τρόπο των εντεταλμένων υπαλλήλων της Αρχής στην άσκηση των καθηκόντων τους, αυτοί μπορούν να ζητούν τη συνδρομή των εισαγγελικών αρχών και κάθε άλλης αρμόδιας αρχής. Η συνδρομή αυτή μπορεί να ζητηθεί και προληπτικά.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 4 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 9 του νόμου 4637/2019 (ΦΕΚ 169/Α/2019).

 

5. Η εφαρμογή και η υλοποίηση των συστάσεων- προτάσεων που περιλαμβάνονται στις εκθέσεις επιθεώρησης και ελέγχου είναι υποχρεωτική για τους ελεγχόμενους φορείς. Οι φορείς, αρχές και υπηρεσίες της παραγράφου 1 του άρθρου 83 οφείλουν εντός διμήνου από τη γνωστοποίηση της σχετικής έκθεσης επιθεώρησης-ελέγχου, να ενημερώνουν την Αρχή για τις ενέργειες στις οποίες προέβησαν για την υλοποίηση των προτάσεων της έκθεσης. Σημειώνεται ότι η διαπίστωση ύστερα από διενέργεια επιθεώρησης ή ελέγχου πειθαρχικών παραπτωμάτων, δεσμεύει τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης.

 

6. Ιδιαίτερα Σώματα και Υπηρεσίες Επιθεώρησης και Ελέγχου των φορέων της παραγράφου 1 του άρθρου 83 που εξακολουθούν να λειτουργούν χωρίς να εντάσσονται στην Αρχή υποχρεούνται να κοινοποιούν σε αυτή,

 

α) τα πορίσματα και τις εκθέσεις τους αμέσως μετά την ολοκλήρωση των σχετικών επιθεωρήσεων και ελέγχων,

 

β) τους ετήσιους προγραμματισμούς της δράσης τους το αργότερο μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου του κάθε έτους.

 

7. Η μη χορήγηση των παραπάνω πληροφοριών ή στοιχείων, η απόκρυψη στοιχείων ή πληροφοριών, καθώς επίσης η χορήγηση εν γνώσει ανακριβών στοιχείων και γενικά η παρακώλυση και παραπλάνηση του έργου των Επιθεωρητών-Ελεγκτών της Αρχής συνιστά αυτοτελές πειθαρχικό παράπτωμα για το οποίο μπορεί να επιβληθεί μια από τις ποινές που προβλέπονται στις περιπτώσεις γ' έως και στ' της παραγράφου 1 του άρθρου 109 του Υπαλληλικού Κώδικα.

 

8. Σε περίπτωση άρνησης, δυστροπίας ή καθυστέρησης παροχής των αιτούμενων κατά περίπτωση πληροφοριών ή σε περίπτωση παροχής πληροφοριών ανακριβών ή ελλιπών, η Αρχή, όταν πρόκειται για ιδιωτικές επιχειρήσεις και λοιπούς ιδιωτικούς φορείς και ιδιώτες φυσικά πρόσωπα, επιβάλλει πρόστιμο 10.000 € στο καθένα από τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα και για κάθε παράβαση.

 

9. Με φυλάκιση τουλάχιστον 6 μηνών τιμωρούνται:

 

α) Όποιος παρεμποδίζει ή δυσχεραίνει με οποιονδήποτε τρόπο την διεξαγωγή ερευνών για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου από τα εντεταλμένα για τον έλεγχο όργανα της Αρχής, ιδίως με την παρεμβολή προσκομμάτων ή απόκρυψη στοιχείων.

 

β) Όποιος αρνείται ή δυσχεραίνει την παροχή πληροφοριών κατά τη διενέργεια των ελέγχων.

 

γ) Όποιος παρέχει, εν γνώσει, ψευδείς πληροφορίες ή αποκρύπτει στοιχεία στο πλαίσιο της ελεγκτικής διαδικασίας.

 

δ) Όποιος αρνείται, αν και έχει κληθεί για το σκοπό αυτό από εντεταλμένο για τον έλεγχο όργανο, να προβεί σε ένορκη ή ανωμοτί κατάθεση ενώπιον του, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, καθώς και όποιος, κατά τη διάρκεια της κατάθεσής του, εν γνώσει καταθέτει ψευδή στοιχεία ή αρνείται ή αποκρύπτει τα αληθή.

 

10. Με απόφαση του Συμβουλίου Διοίκησης της Αρχής, κατόπιν εισήγησης του Διοικητή, που λαμβάνεται με αυξημένη πλειοψηφία 4/5 και ειδικά αιτιολογημένη απόφαση, καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις απαλλαγής ή μείωσης των προστίμων που επιβάλλονται σε βάρος των ελεγχόμενων φορέων της παραγράφου 1 του άρθρου 83 ή φυσικών προσώπων που συμβάλλουν στον εντοπισμό και στη διερεύνηση παραβάσεων των κείμενων διατάξεων που αφορούν σε θέματα ακεραιότητας, διαφάνειας, λογοδοσίας και καταπολέμησης της απάτης και της διαφθοράς (πρόγραμμα επιείκειας).

 

Εάν ελεγχόμενος φορέας ή φυσικό πρόσωπο υπαχθεί στο πρόγραμμα επιείκειας, και εν συνεχεία απαλλαγεί πλήρως από την επιβολή προστίμου τότε οι υπαίτιοι ή συμμέτοχοι στην παράνομη πράξη απαλλάσσονται από κάθε ποινή. Η υπαγωγή στο πρόγραμμα επιείκειας εξαιτίας της οποίας επιβλήθηκε μειωμένο πρόστιμο, θεωρείται ελαφρυντική περίσταση κατά το άρθρο 84 του Ποινικού Κώδικα και στους δράστες των πράξεων αυτών επιβάλλεται ποινή μειωμένη κατά το άρθρο 83 του Ποινικού Κώδικα.

 

11. Ο υπαίτιος ή οι συμμέτοχοι στην παράνομη πράξη μένουν ατιμώρητοι, εάν με δική τους θέληση και σε κάθε περίπτωση πριν εξεταστούν, την αναγγείλουν στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, στην Αρχή ή σε οποιαδήποτε άλλη αρμόδια Αρχή, προσκομίζοντας συγχρόνως αποδεικτικά στοιχεία. Σε κάθε περίπτωση η ουσιώδης συμβολή των παραπάνω προσώπων στην αποκάλυψη της συμμετοχής στις πράξεις αυτές, με την προσκόμιση στοιχείων στις Αρχές θεωρείται ελαφρυντική περίσταση κατά το άρθρο 84 του Ποινικού Κώδικα και στους δράστες των πράξεων αυτών επιβάλλεται ποινή μειωμένη κατά το άρθρο 83 του Ποινικού Κώδικα.

 

Οι διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και συγκεκριμένα των άρθρων 48 και 49 για την αποχή από την ποινική δίωξη με όρους και των άρθρων 301 και 303 για ποινική συνδιαλλαγή και ποινική διαπραγμάτευση εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις αυτές, εφόσον πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 11 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 9 του νόμου 4637/2019 (ΦΕΚ 169/Α/2019).

 

12. α) Εάν κατά τον έλεγχο διαπιστωθεί ύπαρξη ελλειμμάτων, αυτά καταλογίζονται με αιτιολογημένη απόφαση των Επιθεωρητών-Ελεγκτών, σε βάρος των υπευθύνων υπολόγων, εφαρμοζομένων των διατάξεων των άρθρων 96 παράγραφος 2 και 152 παράγραφος 3 του νόμου [Ν] 4270/2014, όπως εκάστοτε ισχύουν. Οι Επιθεωρητές-Ελεγκτές μπορούν να θέτουν με αιτιολογημένη απόφασή τους εκτός διαχειρίσεως οποιονδήποτε δημόσιο υπόλογο, εάν ενδεικτικά:

 

α) Αρνείται να συνεργαστεί και να παράσχει σε αυτούς όλα τα απαραίτητα έγγραφα και πληροφορίες που του ζητούνται κατά τη διάρκεια του ελέγχου και να υπογράψει παρουσία τους τα πρωτόκολλα κατάσχεσης και τα λοιπά έγγραφα του ελέγχου. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, αυτά υπογράφονται από τον προσωρινό αναπληρωτή του δημόσιου υπολόγου που έχει τεθεί εκτός διαχειρίσεως και από δύο μάρτυρες.

β) Από τις πράξεις του υπολόγου κινδυνεύει το συμφέρον του Δημοσίου.

γ) Ανακαλυφθούν ατασθαλίες που δημιουργούν εύλογη υπόνοια κατάχρησης ή

δ) εάν εμποδίζεται η απρόσκοπτη διενέργεια του ελέγχου.

 

β) Με απόφαση του Διοικητή της Αρχής που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του κανονισμού λειτουργίας αυτής ρυθμίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια σχετικά με τη διαδικασία του καταλογισμού, τη θέση εκτός διαχείρισης των υπευθύνων υπολόγων εφόσον τα ζητήματα αυτά δεν καλύπτονται από τις διατάξεις του νόμου [Ν] 4270/2014.

 

13. α) Σε κάθε περίπτωση, ο Διοικητής της Αρχής μπορεί να προκαλέσει τη διενέργεια ένορκης διοικητικής εξέτασης, το πόρισμα της οποίας, πλήρως τεκμηριωμένο, του γνωστοποιείται χωρίς καθυστέρηση. Στην περίπτωση αυτή, εάν προκύψουν πειθαρχικές ευθύνες, η άσκηση πειθαρχικής δίωξης αποτελεί δέσμια διοικητική ενέργεια για τα αρμόδια όργανα, η οποία εκδηλώνεται εντός αποκλειστικής προθεσμίας δέκα ημερών από την περιέλευση του πορίσματος.

 

β) Η ανωτέρω ένορκη διοικητική εξέταση ενεργείται, κατά παρέκκλιση των οριζομένων στις οικείες διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα, από Επιθεωρητές - Ελεγκτές της Αρχής, που ορίζονται από τον Διοικητή της Αρχής και έναν μόνιμο υπάλληλο με βαθμό τουλάχιστον Α' του ελεγχόμενου φορέα, αρχής ή υπηρεσίας, που προτείνεται αντίστοιχα από τον φορέα προέλευσής του, μέσα σε προθεσμία, η οποία ορίζεται στην οικεία πρόσκληση του Διοικητή της Αρχής. Η εντολή για τη διενέργεια ένορκης διοικητικής εξέτασης εκδίδεται από τον Διοικητή της Αρχής.

 

Αν παρέλθει άπρακτη η ταχθείσα ως άνω προθεσμία, ο Διοικητής της Αρχής αναθέτει τη διενέργεια της ένορκης διοικητικής εξέτασης μόνο σε Επιθεωρητές-Ελεγκτές της Αρχής.

 

γ) Η ένορκη διοικητική εξέταση διενεργείται κατά τα λοιπά, σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν τον οικείο φορέα. Εάν δεν υπάρχει ειδική πρόβλεψη εφαρμόζονται αναλόγως οι αντίστοιχες διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα.

 

δ) Η άρνηση κατάθεσης σε διενεργούμενη, κατά τα ανωτέρω, ένορκη διοικητική εξέταση αποτελεί αυτοτελές πειθαρχικό αδίκημα, το οποίο επισύρει την ποινή του προστίμου έως τις αποδοχές έξι μηνών.

 

ε) Αν από την ένορκη διοικητική εξέταση που διενεργήθηκε, κατά τα ανωτέρω, διαπιστώνεται η διάπραξη πειθαρχικού αδικήματος από εκείνα που τιμωρούνται, κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 109 του Υπαλληλικού Κώδικα, με την ποινή της οριστικής παύσης, ο Διοικητής της Αρχής ασκεί ο ίδιος την πειθαρχική δίωξη και παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο υπηρεσιακό συμβούλιο. Αν διαπιστώνεται διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος αιρετού οργάνου της τοπικής αυτοδιοίκησης, πρώτου και δεύτερου βαθμού, ο φάκελος διαβιβάζεται στο αρμόδιο πειθαρχικό όργανο, το οποίο υποχρεούται να ασκήσει την πειθαρχική δίωξη εντός αποκλειστικής προθεσμίας δέκα ημερών από την περιέλευση της έκθεσης.

 

στ) Οι Επιθεωρητές-Ελεγκτές που υπηρετούν στην Αρχή μπορούν να διεξάγουν ένορκη διοικητική εξέταση κατόπιν σχετικής εντολής του Διοικητή της Αρχής, ο οποίος σε κάθε περίπτωση, μπορεί να ασκήσει ή να διατάξει την άσκηση πειθαρχικής δίωξης ή τη λήψη άλλων διοικητικών μέτρων.

 

ζ) Ένορκη διοικητική εξέταση μπορεί επίσης να διενεργηθεί και κατά τη διάρκεια του ελέγχου, μετά από εισήγηση των Επιθεωρητών-Ελεγκτών και εντολή του Διοικητή της Αρχής. Στην περίπτωση αυτή η ένορκη διοικητική εξέταση διενεργείται μόνο από Επιθεωρητές-Ελεγκτές της Αρχής.

 

14. Ο Διοικητής της Αρχής, όταν αναθέτει τη διενέργεια ένορκης διοικητικής εξέτασης οφείλει να γνωστοποιεί τούτο με περίληψη του θέματος στον αρμόδιο επιθεωρητή-ελεγκτή και στην υπηρεσία στην οποία υπηρετεί ή ανήκει οργανικά ο υπάλληλος.

 

15. Στο πλαίσιο των ελέγχων, επιθεωρήσεων και ερευνών που διενεργούνται από τις υπηρεσίες της Αρχής ή κατόπιν εντολής του Διοικητή αυτής από τα ιδιαίτερα Σώματα και Υπηρεσίες Επιθεώρησης και Ελέγχου των φορέων της παραγράφου 1 του άρθρου 83 του παρόντος, είναι δυνατή, ύστερα από έγγραφη εντολή του Διοικητή της, η άρση του τραπεζικού, χρηματιστηριακού και φορολογικού απορρήτου. Οι υπηρεσίες της Αρχής κατά τον έλεγχο των ετήσιων δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης (πόθεν έσχες) των μελών των ιδιαίτερων Σωμάτων και Υπηρεσιών Επιθεώρησης και Ελέγχου, δεν υπόκεινται σε περιορισμούς διατάξεων περί τραπεζικού, χρηματιστηριακού, φορολογικού και επαγγελματικού απορρήτου των στοιχείων, τηρουμένων των διατάξεων του νόμου 3213/2003 (ΦΕΚ 309/Α/2003) όπως εκάστοτε ισχύει και εφαρμοζόμενων αναλόγως των διατάξεων του άρθρου 17 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ΦΕΚ 170/Α/2013). Το ανωτέρω απόρρητο αίρεται επίσης, μετά από παραγγελία του Εισαγγελέα στο πλαίσιο διενεργούμενης προανάκρισης ή προκαταρκτικής εξέτασης από τους Επιθεωρητές-Ελεγκτές της Αρχής.

 

16. Οι Επιθεωρητές-Ελεγκτές της Αρχής, στο πλαίσιο της ελεγκτικής διαδικασίας, έχουν πρόσβαση στα πληροφοριακά συστήματα που διαχειρίζεται η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), γνωστοποιώντας στην τελευταία την πρόσβαση αυτή, σύμφωνα με τους κανόνες ιχνηλασιμότητας και πρόσβασης στα συστήματα της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, και λαμβάνουν οποιαδήποτε πληροφορία ή στοιχείο που αφορά ή είναι χρήσιμο για τη συγκεκριμένη υπόθεση που ερευνούν. Η πρόσβαση αφορά σε πληροφορίες ή στοιχεία προσδιορισμένων φυσικών και νομικών προσώπων και κάθε είδους νομικών οντοτήτων με εντοπισμένο αριθμό φορολογικού Μητρώου. Η προαναφερθείσα πρόσβαση των Επιθεωρητών-Ελεγκτών της Αρχής δεν υπόκειται σε περιορισμούς διατάξεων περί φορολογικού απορρήτου, υποχρεούνται, όμως, αυτοί στην τήρηση των διατάξεων περί εχεμύθειας του άρθρου 26 του Υπαλληλικού Κώδικα,

 

17. Οι επιθεωρητές-ελεγκτές της Αρχής έχουν πρόσβαση στο Σύστημα Μητρώων Τραπεζικών Λογαριασμών και Λογαριασμών Πληρωμών σύμφωνα με τα άρθρα 62 και 63 του νόμου 4170/2013 (ΦΕΚ 163/Α/2013) και στα λοιπά πληροφοριακά συστήματα και τις βάσεις δεδομένων που διαχειρίζονται άλλες δημόσιες υπηρεσίες, σύμφωνα με τις προδιαγραφές ασφαλείας του κάθε συστήματος, μη υποκείμενοι σε περιορισμούς διατάξεων περί τραπεζικού και επαγγελματικού απορρήτου και απορρήτου των στοιχείων, υποχρεούνται, όμως, στην τήρηση των διατάξεων περί εχεμύθειας του άρθρου 26 του Υπαλληλικού Κώδικα.

 

18. Κατά τους ελέγχους, επανελέγχους, επιθεωρήσεις, έρευνες και ένορκες διοικητικές εξετάσεις που διενεργούνται από την Αρχή ή, ύστερα από εντολή του Διοικητή αυτής, από τα ιδιαίτερα Σώματα και Υπηρεσίες Επιθεώρησης και Ελέγχου των φορέων της παραγράφου 1 του άρθρου 83, μπορεί να ορίζονται, με απόφασή του Διοικητή της Αρχής, εφόσον παρίσταται ανάγκη, ως εμπειρογνώμονες λειτουργοί ή υπάλληλοι των φορέων της παραγράφου 1 του άρθρου 83 του παρόντος κατ' ανάλογη εφαρμογή του εδάφιο β' της παραγράφου 2 του άρθρου 36 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Οι κάθε είδους δαπάνες βαρύνουν, κατά περίπτωση, τους προϋπολογισμούς των παραπάνω φορέων. Επίσης ο Διοικητής της Αρχής μπορεί να αναθέτει πραγματογνωμοσύνες και σε ιδιώτες. Στην περίπτωση αυτή οι δαπάνες βαρύνουν τον προϋπολογισμό της Αρχής.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 18 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 9 του νόμου 4637/2019 (ΦΕΚ 169/Α/2019).

 

19. Τα πρότυπα, οι διαδικασίες και οι μεθοδολογίες σχεδιασμού, διεξαγωγής και σύνταξης των πορισμάτων επιθεώρησης και ελέγχου, η διαδικασία διαχείρισης καταγγελιών και αναφορών, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των Επιθεωρητών-Ελεγκτών που σχετίζονται με το ελεγκτικό έργο, καθώς και οι ειδικότερες υποχρεώσεις των ελεγχόμενων αρχών, φορέων και υπηρεσιών εξειδικεύονται με τον Κανονισμό Λειτουργίας της Αρχής.

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.