Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
1. Στο άρθρο 27 του νόμου [Ν] 3601/2007 προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:
{4. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ορίζει με γενικής ισχύος απόφασή της το ποσοστό του συνόλου των σταθμισμένων κατά κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού, που πρέπει να καλύπτεται με ειδικές κατηγορίες στοιχείων ιδίων κεφαλαίων όπως αυτές ορίζονται σε αποφάσεις γενικής ισχύος της Τράπεζας της Ελλάδος. Το σύνολο των σταθμισμένων κατά κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού ορίζεται ως το άθροισμα των κεφαλαιακών απαιτήσεων, όπως αυτές ορίζονται στην παράγραφο 1, πολλαπλασιασμένο με συντελεστή 12,5.}
2. Η περίπτωση θ' της παραγράφου 2 του άρθρου 62 του νόμου [Ν] 3601/2007 διαγράφεται και το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 7 του άρθρου 62 του νόμου [Ν] 3601/2007 αντικαθίσταται ως εξής:
{Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται με απόφασή της να απαιτεί από τα πιστωτικά ιδρύματα, ακόμα και χωρίς να πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1, να καταρτίζουν και να της υποβάλουν σχέδιο ανάκαμψης, καθώς και να καταρτίζει η ίδια σχέδιο εξυγίανσης πιστωτικών ιδρυμάτων.}
3. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 63Β του νόμου [Ν] 3601/2007 αντικαθίσταται ως εξής:
{Τα μέτρα αυτά στοχεύουν στη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής ευστάθειας, την ελαχιστοποίηση του κόστους της εξυγίανσης του πιστωτικού ιδρύματος και την προστασία των καταθετών και επενδυτών, όπως προβλέπουν οι διατάξεις του νόμου 3746/2009.}
4. Η περίπτωση δ' της παραγράφου 3 του άρθρου 63Β του νόμου [Ν] 3601/2007 αντικαθίσταται ως εξής:
{δ) την ανάγκη να επωμιστούν τις τυχόν απώλειες από την εξυγίανση ενός πιστωτικού ιδρύματος οι μέτοχοι, οι μη ενέγγυοι πιστωτές και με την επιφύλαξη της ανάγκης προστασίας της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας οι καταθέτες που δεν καλύπτονται από τις διατάξεις του νόμου 3746/2009.}
5. Η πρώτη υποπαράγραφος της παραγράφου 4 του άρθρου 63Δ του νόμου [Ν] 3601/2007 αντικαθίσταται ως εξής:
{Η διαδικασία υποβολής προσφορών, ο καθορισμός του ανταλλάγματος, του ποσού της διαφοράς κατά την παράγραφο 13 και η μεταβίβαση χωρούν βάσει προσωρινής αποτίμησης των μεταβιβαζομένων περιουσιακών στοιχείων, η οποία διενεργείται από την Τράπεζα της Ελλάδος με συντηρητικές εκτιμήσεις των ως άνω στοιχείων επί τη βάσει της εύλογης αξίας αυτών. Αμέσως μετά την έκδοση της απόφασης της παραγράφου 1, η Τράπεζα της Ελλάδος αναθέτει σε έναν ή δύο νόμιμους ελεγκτές τη σύνταξη έκθεσης ή εκθέσεων αποτίμησης. Εντός τριμήνου από την έκδοση της απόφασης της παραγράφου 1, η Τράπεζα της Ελλάδος καθορίζει οριστικά το ποσό της διαφοράς κατά την παράγραφο 13 λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση ή τις εκθέσεις αποτίμησης, τις τρέχουσες συνθήκες της αγοράς και την ανάγκη εύρυθμης λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Ο οριστικός καθορισμός του ποσού της διαφοράς από την Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να τύχει περαιτέρω προσαρμογής κατά την παράγραφο 15. Σε περίπτωση που οι υποβαλλόμενες προσφορές κρίνονται μη συμφέρουσες, η Τράπεζα της Ελλάδος αποφασίζει είτε τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων προς μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα που συστήνεται για το σκοπό αυτόν σύμφωνα με το άρθρο 63Ε είτε προς υφιστάμενο μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα είτε τη θέση σε ειδική εκκαθάριση του πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 68.}
6. Στο τέλος του άρθρου 63Δ του νόμου [Ν] 3601/2007 προστίθεται, από τότε που ίσχυσε ο νόμος 4021/2011, παράγραφος 15 ως εξής:
{15. Εντός έξι μηνών από την έκδοση της αποφάσεως της παραγράφου 1, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να εκδίδει νεότερες αποφάσεις για τη μεταβίβαση περαιτέρω περιουσιακών στοιχείων στο προς η μεταβίβαση πρόσωπο ή για την αναμεταβίβαση ήδη μεταβιβασθέντων περιουσιακών στοιχείων, εάν αυτό κρίνεται σκόπιμο προς επίτευξη των σκοπών που καθορίζονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 63Β. Με την ίδια απόφαση αναπροσαρμόζεται ανάλογα το ποσό της διαφοράς μεταξύ της αξίας των μεταβιβαζομένων στοιχείων του παθητικού και της αξίας των μεταβιβαζομένων στοιχείων του ενεργητικού του υποκειμένου σε μέτρα εξυγίανσης πιστωτικού ιδρύματος. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων.}
7. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 63Ε του νόμου [Ν] 3601/2007 αντικαθίσταται ως εξής:
{3. Το μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα τελεί υπό τον έλεγχο του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου [Ν] 3864/2010. Σε περίπτωση που παύσει να υφίσταται το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, το μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα εφεξής τελεί υπό τον έλεγχο του Δημοσίου.}
8. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 63Ε του νόμου [Ν] 3601/2007 αντικαθίσταται ως εξής:
{Τα προς μεταβίβαση περιουσιακά στοιχεία ορίζονται με την απόφαση της παραγράφου 1, αφού προηγηθεί η κατά την παράγραφο 4 του άρθρου 63Δ προσωρινή αποτίμηση της Τράπεζας της Ελλάδος. Η πρώτη υποπαράγραφος της παραγράφου 4 του άρθρου 63Δ εφαρμόζεται ανάλογα.}
9. Στο τέλος της παραγράφου 6 του άρθρου 63Ε του νόμου [Ν] 3601/2007 προστίθενται από τότε που ίσχυσε ο νόμος 4021/2011 δύο εδάφια ως εξής:
{Εντός έξι (6) μηνών από την έκδοση της αποφάσεως της παραγράφου 1, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να εκδίδει νεότερες αποφάσεις για τη μεταβίβαση περαιτέρω περιουσιακών στοιχείων στο μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα ή για την αναμεταβίβαση ήδη μεταβιβασθέντων περιουσιακών στοιχείων, εάν αυτό κρίνεται σκόπιμο προς επίτευξη των σκοπών της παραγράφου 1 του άρθρου 63Β. Με την ίδια απόφαση αναπροσαρμόζεται ανάλογα το ποσό της διαφοράς μεταξύ της αξίας των μεταβιβαζομένων στοιχείων του παθητικού και της αξίας των μεταβιβαζομένων στοιχείων του ενεργητικού του υποκειμένου σε μέτρα εξυγίανσης πιστωτικού ιδρύματος. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις των παραγράφων 5 έως 12 του άρθρου 63Δ.}
10. Η παράγραφος 9 του άρθρου 63Ε του νόμου [Ν] 3601/2007 αντικαθίσταται, από τότε που ίσχυσε ο νόμος 4021/2011, ως εξής:
{Το μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα που συστήνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν μπορεί να λειτουργήσει για διάστημα πέραν των δύο (2) ετών. Για λόγους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατόπιν εισήγησης της Τράπεζας της Ελλάδος, το διάστημα αυτό μπορεί να παρατείνεται για δύο (2) ακόμη έτη.}
11. Η παράγραφος 10 του άρθρου 63Δ αντικαθίσταται ως εξής:
{Τα άρθρα 4 και 5 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 178/2002 δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση εφαρμογής των άρθρων 63Δ και 63Ε του νόμου [Ν] 3601/2007 και οι συμβάσεις εργασίας δεν μεταφέρονται.}
12. Στο άρθρο 63Β προστίθεται παράγραφος 6 ως εξής:
{6. Η Τράπεζα της Ελλάδος, όταν αποφασίζει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής ενός μέτρου εξυγίανσης σε πιστωτικό ίδρυμα, γνωστοποιεί την απόφασή της στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Η Τράπεζα της Ελλάδος παρέχει στο Ταμείο πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση του πιστωτικού ιδρύματος, όπως και κάθε άλλη πληροφορία που χρειάζεται το Ταμείο για να προετοιμάσει τη χρήση των κεφαλαίων του στη λήψη μέτρων εξυγίανσης ή την ανακεφαλαιοποίηση αυτού του πιστωτικού ιδρύματος. Η Τράπεζα της Ελλάδος και το Ταμείο θα συνάψουν μνημόνιο συνεργασίας που θα προβλέπει τις πληροφορίες που πρέπει να ανταλλάσσουν και άλλες λεπτομέρειες της συνεργασίας τους σε σχέση με τα πιστωτικά ιδρύματα, στα οποία εφαρμόζεται το παρόν.}
13. Τα δύο πρώτα εδάφια της δεύτερης υποπαραγράφου της παραγράφου 4 του άρθρου 63Δ του νόμου [Ν] 3601/2007 διαγράφονται.
14. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 63Ε του νόμου [Ν] 3601/2007 προστίθεται τελευταίο εδάφιο ως εξής:
{Προς εκπλήρωση αυτών των σκοπών το μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να αναδιοργανωθεί με κάθε κατάλληλο μέσο, περιλαμβανομένων ενδεικτικά της μετατροπής, εντολής μεταβίβασης, συγχώνευσης, απόσχισης κλάδου και διάσπασης σύμφωνα με το δίκαιο του ανταγωνισμού και με την επιφύλαξη των κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις κρατικές ενισχύσεις.}
15. Στο άρθρο 63ΣΤ του νόμου [Ν] 3601/2007 προστίθεται από τότε που ίσχυσε ο νόμος 4021/2011 παράγραφος 5 ως εξής:
{5. Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται σε μεταβατικά πιστωτικά ιδρύματα που τελούν υπό τον έλεγχο του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.}
16. Το πέμπτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 63ΣΤ του νόμου [Ν] 3601/2007 διαγράφεται.
17. Στο άρθρο 68 του νόμου [Ν] 3601/2007 προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:
{4. Εάν στην ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος υπάρχουν απαιτήσεις που έχουν προνόμιο σε ορισμένο πράγμα ή σε ποσότητα χρημάτων, εφαρμόζεται το άρθρο 156 του Πτωχευτικού Κώδικα, εκτός αν πρόκειται για δικαιώματα από συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας κατά την έννοια του άρθρου 2 του νόμου 3301/2004, οπότε ο ασφαλειολήπτης ικανοποιείται από την ασφάλεια κατ' αποκλεισμό, μέχρι πλήρους ικανοποίησής του, των απαιτήσεων του άρθρου 154 του Πτωχευτικού Κώδικα, της παραγράφου 4 του άρθρου 13Α του νόμου 3746/2009 και της παραγράφου 16 του άρθρου 4 του ίδιου νόμου.}
18. Στην τρίτη παράγραφο του άρθρου 13Α του νόμου 3746/2009 διαγράφονται οι λέξεις ή από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
19. Η τέταρτη παράγραφος του άρθρου 13Α του νόμου 3746/2009 αντικαθίσταται ως εξής:
{Εάν ενεργοποιηθεί το Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων για τους σκοπούς των άρθρων 63Δ και 63Ε του νόμου [Ν] 3601/2007, σε περίπτωση ειδικής εκκαθάρισης τα Σκέλη του Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων αποκτούν αξιώσεις κατά του πιστωτικού ιδρύματος που τίθεται υπό ειδική εκκαθάριση, οι οποίες ικανοποιούνται προνομιακά από το προϊόν της ειδικής εκκαθάρισης μετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων του άρθρου 154 περίπτωση γ' του Πτωχευτικού Κώδικα και πριν από τις λοιπές απαιτήσεις του άρθρου 154 του Πτωχευτικού Κώδικα. Το ύψος της απαίτησης του άρθρου 154 περίπτωση γ' του Πτωχευτικού Κώδικα ανά δικαιούχο που ικανοποιείται προνομιακά κατά το προηγούμενο εδάφιο υπόκειται σε ανώτατο όριο, που ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Το τυχόν υπερβάλλον ποσό της απαίτησης κάθε δικαιούχου ικανοποιείται μετά τα Σκέλη του Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων και πριν από τις λοιπές απαιτήσεις του άρθρου 154 του Πτωχευτικού Κώδικα.}
20. Η παράγραφος 16 του άρθρου 4 του νόμου 3746/2009 αντικαθίσταται ως εξής:
{Οι αξιώσεις των καταθετών, εάν είναι εγγυημένες και έως του ποσού που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 9, κατατάσσονται μετά τις απαιτήσεις του άρθρου 154 περίπτωση γ' του Πτωχευτικού Κώδικα και πριν από τις λοιπές απαιτήσεις του άρθρου 154 του Πτωχευτικού Κώδικα. Το ύψος της απαίτησης του άρθρου 154 περίπτωση γ' του Πτωχευτικού Κώδικα ανά δικαιούχο που ικανοποιείται προνομιακά κατά το προηγούμενο εδάφιο υπόκειται σε ανώτατο όριο, που ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Το τυχόν υπερβάλλον ποσό της απαίτησης κάθε δικαιούχου ικανοποιείται μετά τους καταθέτες και πριν από τις λοιπές απαιτήσεις του άρθρου 154 του Πτωχευτικού Κώδικα.}
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 10 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 4 του νόμου 4051/2012 (ΦΕΚ 40/Α/2012).
|