Νόμος 2789/00 - Άρθρο 30

Άρθρο 30


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

1. Κατ' εξαίρεση των κειμένων διατάξεων, η υφιστάμενη συνολική οφειλή από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, που έχουν συνομολογηθεί με πιστωτικά ιδρύματα και οι σχετικές συμβάσεις έχουν καταγγελθεί ή, προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, έχουν κλείσει οριστικά ή, αν δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση, η απαίτηση έχει καταστεί εν όλω ή εν μέρει ληξιπρόθεσμη και απαιτητή κατά τη σύμβαση ή το νόμο, μέχρι 31-12-2000 δεν δύναται να υπερβεί τα παρακάτω πολλαπλάσια του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου ή του αθροίσματος κεφαλαίων των περισσότερων δανείων ή, προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, του ποσού της οφειλής όπως αυτή διαμορφώθηκε ένα (1) έτος μετά τη λήψη του ποσού της τελευταίας πιστώσεως δανείου, προσαυξημένων των ποσών αυτών με συμβατικούς τόκους μέχρι το 50% του ληφθέντος κεφαλαίου κατ' ανώτατο όριο. Προκειμένου για τον καθορισμό της βάσης υπολογισμού της οφειλής μετά την προσαύξηση των συμβατικών τόκων, τυχόν υπερβάλλον ποσό πέραν του 50% του ληφθέντος κεφαλαίου δεν υπολογίζεται πριν πολλαπλασιασθεί κατά περίπτωση:

 

α) το τετραπλάσιο, εάν οι σχετικές συμβάσεις έχουν συναφθεί μέχρι τις 31-12-1985 ή, προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, η λήψη της τελευταίας πιστώσεως δανείου έγινε μέχρι την ημερομηνία αυτήν,

 

β) το τριπλάσιο, εάν τα άνω περιστατικά συνέβησαν μετά την υπό (α) ημερομηνία και μέχρι τις 31-12-1990,

 

γ) το διπλάσιο, εάν συνέβησαν μετά την υπό (β) ημερομηνία και μέχρι τις 31-12-2000.

 

Σε κάθε περίπτωση, στο ποσό που λαμβάνεται ως βάση, σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν υπολογίζονται τόκοι εξ ανατοκισμού.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 1 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 42 του νόμου 2912/2001 (ΦΕΚ 94/Α/2001).

 

2. Όλες οι καταβολές που έχουν γίνει οποτεδήποτε ή, προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, μετά από τη λήψη ποσού της οφειλής όπως αυτή διαμορφώθηκε ένα (1) έτος μετά τη λήψη του ποσού της τελευταίας πιστώσεως δανείου, υπό των οφειλετών ή τρίτων χάριν αυτών, αφαιρούνται από τη συνολική οφειλή, όπως αυτή θα προσδιορισθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος.

 

Το αυτό ισχύει και για εισπραχθέντα από τα πιστωτικά ιδρύματα ποσό από διαδικασίες ατομικής ή συλλογικής εκτέλεσης, τηρουμένων κατά τα λοιπό των διατάξεων του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Καταβληθέντα οποτεδήποτε ποσό, ανεξαρτήτως ύψους, από τους οφειλέτες ή τρίτους είτε εκουσίως, είτε κατόπιν συμφωνίας ή οποιασδήποτε ρύθμισης, είτε συνεπεία διαδικασιών ατομικής ή συλλογικής εκτέλεσης, δεν αναζητούνται σε καμία περίπτωση και για καμία αιτία.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 2 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 42 του νόμου 2912/2001 (ΦΕΚ 94/Α/2001).

 

3. Υφιστάμενες ασφάλειες κάθε μορφής, που έχουν παρασχεθεί στα πιστωτικά ιδρύματα από τους οφειλέτες, εγγυητές ή τρίτους, εξακολουθούν να ισχύουν και ασφαλίζουν εφεξής το κεφάλαιο και τους τόκους που προκύπτουν από την αναπροσαρμογή κατά τις παραγράφους 1 και 2, πλέον των τυχόν τόκων της παραγράφου 5.

 

4. Από της ισχύος του παρόντος νόμου τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται:

 

α) Να γνωστοποιούν, εντός προθεσμίας ενενήντα (90) ημερών από την υποβολή σχετικής αίτησης, στους οφειλέτες που οι οφειλές τους εμπίπτουν στη ρύθμιση της παραγράφου 1, το ύψος της οφειλής τους κατά κεφάλαιο και τόκους.

 

β) Να μη λογίζουν τόκους για τη συνολική οφειλή, όπως αυτή θα διαμορφωθεί μετά την εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2, μέχρι τις 30-04-2000 και να μην αρχίσουν διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης, ούτε να συνεχίσουν διαδικασίες που έχουν αρχίσει, μέχρι 31-12-2001.

 

Μέχρι την 31-12-2001 αναστέλλεται η υπαγωγή και η έναρξη της διαδικασίας υπαγωγής στα άρθρα 46, 46Α και 46Β του νόμου 1892/1990 επιχειρήσεων, των οποίων οι οφειλές προς τα πιστωτικά ιδρύματα υπάγονται στις ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 4 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με τις παραγράφους 1 και 8 του άρθρου 42 του νόμου 2912/2001 (ΦΕΚ 94/Α/2001).

 

5. Το ποσό της οφειλής, όπως θα διαμορφωθεί κατ' εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2, θα εκτοκίζεται, από 01-05-2000 και επί ένα εξάμηνο, με το εκάστοτε ισχύον κυμαινόμενο επιτόκιο χορηγήσεων της ίδιας κατηγορίας, εκτός εάν για τη συγκεκριμένη κατηγορία δανείου δεν συνομολογείται κυμαινόμενο επιτόκιο, οπότε θα εφαρμόζεται το ισχύον σταθερό επιτόκιο της κατηγορίας αυτής. Μετά την πάροδο της ως άνω εξαμηνιαίας περιόδου, εάν δεν συμφωνηθεί διαφορετικά, η ως άνω οφειλή θα εκτοκίζεται με το εκάστοτε επιτόκιο υπερημερίας και οι παραγόμενοι τόκοι θα ανατοκίζονται σύμφωνα με το άρθρο 12 του νόμου 2601/1998.

 

6. Τα πιστωτικά ιδρύματα με τους περιορισμούς των παραγράφων 1 και 5 του παρόντος δύνανται να συμφωνούν με τους οφειλέτες τους όρους και τρόπο εξόφλησης των οφειλών που ορίζονται στις παραγράφους 1 και 2.

 

7. Από 01-01-2002 αίρεται η αναστολή της έναρξης ή της συνέχισης της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης προς ικανοποίηση των απαιτήσεων που υπάγονται στη ρύθμιση της παραγράφου 1, εφόσον δεν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά κατά τα αναφερόμενα στην παράγραφο 6 και με την προϋπόθεση ότι το πιστωτικό ίδρυμα, με δήλωσή του, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, θα προσδιορίζει το οφειλόμενο, κατ' εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, ποσό της απαίτησης.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 7 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 42 του νόμου 2912/2001 (ΦΕΚ 94/Α/2001).

 

8. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν επηρεάζουν όσα είτε κρίθηκαν, οποτεδήποτε, τελεσίδικα, εκτός αν εκκρεμούν κατά την ημερομηνία ψήφισης του παρόντος στον Άρειο Πάγο, είτε ρυθμίστηκαν με διάταξη νόμου ή με συμβιβασμό, αναγνώριση χρέους ή άλλη συμφωνία μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων και οφειλετών για συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος και οι σχετικές συμφωνίες εξακολουθούν να δεσμεύουν τα μέρη.

 

Σε όσες, όμως, από τις παραπάνω περιπτώσεις, πλην εκείνων που ρυθμίστηκαν με διατάξεις νόμου, υφίσταται ανεξόφλητο υπόλοιπο μετά τις 31-12-2000 και τα ποσά που καταβλήθηκαν ή πρόκειται να καταβληθούν κατά τις ισχύουσες συμφωνίες ή με βάση τις τελεσίδικες αποφάσεις υπερβαίνουν το ποσό της συνολικής οφειλής με βάση τον υπολογισμό της παραγράφου 1 του παρόντος, από το ανεξόφλητο αυτό υπόλοιπο διαγράφεται το υπερβάλλον.

 

Καταβληθέντα οποτεδήποτε ποσά, ανεξαρτήτως ύψους, από τους οφειλέτες ή τρίτους είτε εκουσίως, είτε κατόπιν συμφωνίας είτε οποιασδήποτε ρύθμισης, είτε συνεπεία διαδικασιών ατομικής ή συλλογικής εκτέλεσης δεν αναζητούνται σε καμία περίπτωση και για καμία αιτία.

 

Κατ' εξαίρεση, προκειμένου περί οφειλών κατά κύριο επάγγελμα αγροτών προς την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος, που έχουν ρυθμισθεί με οποιονδήποτε τρόπο και οι ρυθμίσεις αυτές εξακολουθούν να ισχύουν κατά τη δημοσίευση του παρόντος, παρέχεται η ευχέρεια στους οφειλέτες, με γραπτή δήλωσή τους προς την Τράπεζα, να επιλέξουν είτε την εξακολούθηση εφαρμογής της υφιστάμενης ρύθμισης είτε την υπαγωγή τους στην παράγραφο 1 του παρόντος. Το δικαίωμα της επιλογής πρέπει να ασκηθεί εντός τριών (3) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος, διαφορετικά εξακολουθεί να ισχύει η ρύθμιση. Ποσά που έχουν καταβληθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος δεν αναζητούνται υποχρεώσεις του Ελληνικού Δημοσίου που έχουν αναληφθεί στο πλαίσιο ρύθμισης χρεών προς την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος με διάταξη νόμου δεν θίγονται.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 8 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 42 του νόμου 2912/2001 (ΦΕΚ 94/Α/2001).

 

9. Δεν υπάγονται στις ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου:

 

α) Οφειλές επιχειρήσεων για τις οποίες έχουν εκδοθεί ατομικές - ή γενικές υπουργικές αποφάσεις για τη ρύθμισή τους με ειδικούς όρους. και εφόσον έχουν υπογραφεί οι σχετικές συμβάσεις, όπου αυτές απαιτούνται.

 

β) Οφειλές προς τα πιστωτικά ιδρύματα οι οποίες έχουν υπαχθεί ή διέπονται από τις διατάξεις των νόμων [Ν] 2000/1991, [Ν] 1386/1983, 1892/1990, [Ν] 1641/1986, νομοθετικό διάταγμα [Ν] 1138/1972, όπως ισχύουν.

 

γ) Οφειλές εκ πρωτοφειλής ή εξ εγγυήσεως του Ελληνικού Δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή του ΟΑΕ.

 

δ) Απαιτήσεις εκ δανείων ή πιστώσεων το ύψος των οποίων υπερβαίνει τα επτακόσια πενήντα εκατομμύρια (750.000.000) δραχμές, όπως οι απαιτήσεις αυτές έχουν διαμορφωθεί την 31-12-1999 με υπολογισμό της οφειλής σύμφωνα με το άρθρο 12 του νόμου 2601/1998 κατά τράπεζα, δηλαδή αφαιρουμένων των τόκων εξ ανατοκισμών.

 

Σε περίπτωση που οι απαιτήσεις προέρχονται από εγγυήσεις ιδιωτών, ως βάση υπολογισμού του παραπάνω ορίου λαμβάνεται το ποσό για το οποίο έχει δοθεί η εγγύηση.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 9 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με τις παραγράφους 5 και 9 του άρθρου 42 του νόμου 2912/2001 (ΦΕΚ 94/Α/2001).

 

10. Εάν κατά την εφαρμογή των ανωτέρω διαγραφούν ποσά τόκων εμφανιζόμενα στα λογιστικά βιβλία των πιστωτικών ιδρυμάτων, τούτο δεν θα επιφέρει σε καμία περίπτωση επιβολή προστίμων, προσαυξήσεων ή τελών που προβλέπονται με διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας. Οι σχετικές διαγραφές θα βαρύνουν τη χρήση κατά τη διάρκεια της οποίας θα πραγματοποιηθούν. Οι αναλογούντες επί των διαγραφόμενων ποσών των τόκων και οι καταβληθέντες από τα πιστωτικά ιδρύματα στο Δημόσιο πάσης φύσεως φόροι συμψηφίζονται με οφειλόμενους φόρους εντός της χρήσης κατά την οποία θα γίνει η Διαγραφή ή των αμέσως επομένων αυτής τριών κατ' ανώτατο όριο χρήσεων.

 

11. Το Ελληνικό Δημόσιο αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλλει στα πιστωτικά ιδρύματα που χορήγησαν δάνεια βάσει του νόμου [Ν] 1641/1986 και του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1138/1972 τις υφιστάμενες κατά τη δημοσίευση του παρόντος ληξιπρόθεσμες οφειλές των μη εξυπηρετηθέντων από τους δικαιούχους στεγαστικών δανείων εργατικής κατοικίας. Στο Ελληνικό Δημόσιο εκχωρούνται μόνο οι οφειλές προς την Εθνική Τράπεζα οι οποίες έχουν καλυφθεί από τα ίδια διαθέσιμα της πρώην Εθνικής Κτηματικής Τράπεζας της Ελλάδος, νυν Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας.

 

Η καταβολή των αντίστοιχων ποσών θα πραγματοποιηθεί με την έκδοση από το Ελληνικό Δημόσιο ειδικού ισόποσου ομολογιακού δανείου (άρθρα 31 και 32 του νόμου 1914/1990),οι ομολογίες του οποίου θα δοθούν στα πιστωτικά ιδρύματα.

 

Τα πιστωτικά ιδρύματα θα εκχωρήσουν στο Ελληνικό Δημόσιο τις ως άνω ληξιπρόθεσμες οφειλές τις οποίες τούτο θα ρυθμίσει σε εξήντα (60) μηνιαίες άτοκες δόσεις.

 

Τα απομένοντα ανεξόφλητα υπόλοιπα των δανείων του νόμου [Ν] 1641/1986 θα εκτοκίζονται του λοιπού από τα πιστωτικά ιδρύματα με το εκάστοτε κυμαινόμενο επιτόκιο.

 

Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις έκδοσης του ανωτέρω ομολογιακού δανείου.

 

Η παράδοση των ομολογιών θα γίνει μετά τη βεβαίωση των ληξιπρόθεσμων οφειλών που εκχωρούνται στο Ελληνικό Δημόσιο.

 

12. Οι απαιτήσεις οι οποίες είναι βεβαιωμένες στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες υπέρ της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας (πρώην Εθνική Κτηματική Τράπεζα της Ελλάδος) του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1136/1972 (ΦΕΚ 63/Α/1972) διαγράφονται οίκοθεν με πράξη του Προϊσταμένου της αρμόδιας Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας στην οποία είναι βεβαιωμένες.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 12 προστέθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 11 του νόμου 2873/2000 (ΦΕΚ 285/Α/2000).

 



Copyright © 2017 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.