Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
Αριθμός 5405/2012
Το Συμβούλιο της Επικρατείας
Τμήμα Ε
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 12-10-2011, με την εξής σύνθεση: Κ. Μενουδάκος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Ε' Τμήματος, Αικατερίνη Σακελλαροπούλου, Μ. Γκορτζολίδου, Σύμβουλοι, Χρήστος Λιάκουρας, Δ. Βασιλειάδης, Πάρεδροι. Γραμματέας η Π. Μερτζανάκη.
Για να δικάσει την από 18-11-2004 αίτηση:
του __________, κατοίκου Βέροιας (__________), ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Παν. Παναγόπουλο (Αριθμός Μητρώου 10431), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, ο οποίος παρέστη με τη Χριστίνα Διβάνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ' αριθμόν 33/2004 απόφαση της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Δασικών Αμφισβητήσεων του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Χρήστου Λιάκουρα.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αίτησης έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ' αριθμούς 2207539, 1531415/2004 ειδικά έντυπα παραβόλου).
2. Επειδή, με την από 09-05-2002 αίτησή του ο αιτών ζήτησε από τον Δασάρχη Νάουσας την έκδοση πράξης χαρακτηρισμού για έκταση εμβαδού 29.717,2 m2 που βρίσκεται στη θέση Χώρας Νερό στην περιφέρεια του Δήμου Νάουσας. Σε απάντηση προς την αίτηση αυτή εκδόθηκε, ύστερα από την υπ' αριθμόν ΔΥ/2002 έκθεση αυτοψίας και φωτοερμηνείας της Δασολόγου του ανωτέρω Δασαρχείου Α. Τασιώνα, η υπ' αριθμόν 1369/2002 πράξη του Δασάρχη Νάουσας με την οποία έκταση συνολικού εμβαδού 11.054,56 m2 χαρακτηρίσθηκε ως μη δασική, τμήμα 361 m2 ως δασική κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 3 του νόμου 998/1979 και δύο τμήματα, εμβαδού 3.787,08 m2 και 14.514,56 m2, αντίστοιχα, ως δάσος κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 3 του νόμου 998/1979. Κατά της πράξης αυτής ασκήθηκαν αντιρρήσεις από τον αιτούντα, κατά το μέρος που αφορά τις εκτάσεις που χαρακτηρίσθηκαν ως δάσος και δασική έκταση, ενώπιον της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων Νομού Ημαθίας, οι οποίες απορρίφθηκαν με την υπ' αριθμόν 8/2002 απόφασή της. Προσφυγή του αιτούντος κατά της πράξης αυτής ενώπιον της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων Εφετείου Θεσσαλονίκης, ως προς τις ανωτέρω εκτάσεις εμβαδού 3.787,08 m2 και 361 m2, απορρίφθηκε με την υπ' αριθμόν 33/2004 απόφασή της. Κατά της πράξης αυτής ασκείται από τον αιτούντα η υπό κρίση αίτησης ακυρώσεως.
3. Επειδή, εκκρεμούσης της υπό κρίση αίτησης εκδόθηκε ο νόμος 3900/2010 (ΦΕΚ 213/Α/2010), με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 47 του οποίου προστέθηκε, μεταξύ άλλων, η περίπτωση ι)δ στην παράγραφο 1 του άρθρου 1 του νόμου [Ν] 702/1977 (ΦΕΚ 268/Α/1977), όπως ίσχυε, σύμφωνα με την οποία υπάγονται στην αρμοδιότητα των Διοικητικών Εφετείων και οι διαφορές που αφορούν το χαρακτηρισμό εκτάσεων κατά το άρθρο 14 του νόμου 998/1979 και την κήρυξη εκτάσεων ως αναδασωτέων κατά τα άρθρα 38 και 41 του νόμου 998/1979.
Περαιτέρω, στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 50 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι:
{Οι διατάξεις των άρθρων 47 παράγραφοι 1 και 2, 48 παράγραφοι 2, 3 και 4 και 49 καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς υποθέσεις.}
Συνεπώς, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις η υπό κρίση αίτηση ανήκει πλέον στην αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, το Δικαστήριο, όμως, κρίνει ότι, ενόψει και του χρόνου κατάθεσης της αίτησης, για λόγους οικονομίας της δίκης πρέπει να κρατήσει και να εκδικάσει την υπόθεση, σύμφωνα με το άρθρο 34 παράγραφος 1 του νόμου [Ν] 1968/1991 (ΦΕΚ 150/Α/1991), δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 5Α του νόμου [Ν] 702/1977, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 3 του νόμου 2944/2001 (ΦΕΚ 222/Α/2001) και τροποποιήθηκε με το άρθρο 47 παράγραφος 3 του νόμου 3900/2010, οι αποφάσεις των διοικητικών εφετείων που εκδίδονται σε υποθέσεις χαρακτηρισμού εκτάσεων κατά το άρθρο 14 του νόμου 998/1979 όπως η κρινομένη υπόκεινται σε έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.
4. Επειδή, στο άρθρο 14 του νόμου 998/1979 (ΦΕΚ 289/Α/1979) ορίζονται τα εξής:
{1. Εάν δεν έχει καταρτισθεί εισέτι δασολόγιο, ο χαρακτηρισμός περιοχής τινός ή τμήματος της επιφανείας της γης ως δάσους ή δασικής εκτάσεως και ο καθορισμός των ορίων τούτων δια την εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος νόμου, ως και ο προσδιορισμός της κατηγορίας εις ην ανήκει το δάσος ή η δασική έκτασις κατά τις στο άρθρο 4 διακρίσεις, ενεργείται κατ' αίτηση οιουδήποτε έχοντος έννομο συμφέρον ή και αυτεπαγγέλτως δια πράξεως του κατά τόπον αρμοδίου δασάρχου.
2. Η κατά την προηγουμένη παράγραφο πράξις ... δέον να είναι προσηκόντως αιτιολογημένη ... Η πράξις αυτή κοινοποιείται εις τον υποβαλόντα την σχετική αίτηση ιδιώτη ή νομικό πρόσωπον ή δημοσία υπηρεσία, αποστέλλεται εις τον οικείον δήμο ή κοινότητα και εκτίθεται επί ένα μήνα με μέριμνα του δημάρχου ή προέδρου της κοινότητος εις το δημοτικόν ή κοινοτικό κατάστημα. Ανακοίνωσις περί της συντάξεως της ως άνω πράξεως και της αποστολής αυτής εις τον οικείον δήμο ή κοινότητα, μετά περιλήψεως του περιεχομένου της δημοσιεύεται εις δύο τουλάχιστον τοπικές εφημερίδες ή εις μίαν τοπική και μίαν εφημερίδα των Αθηνών ή της Θεσσαλονίκης.
3. Κατά της πράξεως του δασάρχου περί ης οι προηγούμενες παράγραφοι, επιτρέπονται αντιρρήσεις του νομάρχου, ως και παντός έχοντος έννομο συμφέρον φυσικού ή νομικού ... ενώπιον της κατά το άρθρο 10 παράγραφος 3 επιτροπής του νομού, εις ον ευρίσκεται η υπό αμφισβήτηση έκτασις ή το μεγαλύτερο τμήμα αυτής. Η επιτροπή ως και η δευτεροβάθμιος τοιαύτη, λαμβάνουσα υπ' όψιν τον σχετικό φάκελο και τις προτάσεις του ενδιαφερομένου ως άνω ιδιώτη, νομικού προσώπου ή δημοσίας υπηρεσίας, δυναμένη δε και να διενεργήσει αυτοψία προς μόρφωση ασφαλέστερης γνώμης περί της υφισταμένης εν τη περιοχή καταστάσεως, αποφαίνεται αιτιολογημένα εντός τριμήνου προθεσμίας από της υποβολής των αντιρρήσεων.
4. ...}
Οι προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 14 του νόμου 998/1979 θεσπίζουν ειδική διοικητική διαδικασία για τον χαρακτηρισμό μιας έκτασης ως δασικής ή μη, με σκοπό την επίλυση του σχετικού ζητήματος κατά τρόπο δεσμευτικό τόσο για τη Διοίκηση όσο για τους ενδιαφερόμενους ιδιώτες. Οι σχετικές, εξάλλου, κρίσεις των οργάνων που ασκούν την αρμοδιότητά τους σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας αυτής πρέπει, ενόψει των συνεπειών του χαρακτηρισμού, να είναι προσηκόντως αιτιολογημένες από πλευράς, ιδίως, της μορφολογίας του εδάφους, του είδους, της σύνθεσης, της πυκνότητας και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της βλάστησης, η αιτιολογία δε αυτή μπορεί να προκύπτει και από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου (ΣτΕ 1418/2004, 558/2002, 4395/2001 κ.ά.).
5. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: ο αιτών με την από 09-05-2002 αίτησή του ζήτησε από τον Δασάρχη Νάουσας τον χαρακτηρισμό έκταση 29.717,2 m2 που βρίσκεται στη θέση Χώρας Νερό στην περιφέρεια του Δήμου Νάουσας. Επί της αίτησης αυτής εκδόθηκε η προαναφερόμενη πράξη χαρακτηρισμού του Δασάρχη Νάουσας, η οποία στηρίχθηκε στην υπ' αριθμόν ΔΥ/2002 έκθεση αυτοψίας και φωτοερμηνείας της Δασολόγου του ανωτέρω Δασαρχείου __________. Στην εν λόγω έκθεση, με την οποία η προς χαρακτηρισμό έκταση διαχωρίζεται σε επιμέρους τμήματα, αναφέρεται ότι στις αεροφωτογραφίες του έτους 1945 το τμήμα υπό στοιχείο Δ εμβαδού 361 m2 έχει δασική μορφή διότι καλύπτεται από τα δασοπονικά είδη δρυός και γαύρου, σε ποσοστό 30% και συγκόμωση 0,5, η έκταση υπό στοιχείο Β εμβαδού 3787,08 m2 έχει μη δασική μορφή διότι είναι αγρός, η δε έκταση υπό στοιχείο Ε εμβαδού 14.514,56 m2 έχει μορφή δάσους διότι καλύπτεται από τα δασοπονικά είδη δρυός, γαύρου, καστανιάς κ.λ.π. σε ποσοστό 50% και συγκόμωση 0,5. Στην ίδια έκθεση αυτοψίας αναφέρεται, περαιτέρω, ότι η ίδια κατάσταση διαπιστώνεται και στις αεροφωτογραφίες του έτους 1960, με τη διαφορά ότι παρατηρούνται ίχνη δάσωσης στην έκταση των 3787,08 m2, ενώ στις αεροφωτογραφίες του έτους 1979 και στους ορθοφωτοχάρτες του έτους 1981 διαπιστώνεται ότι το τμήμα των 361 m2 έχει μη δασική μορφή διότι έχει εκχερσωθεί την εποχή εκείνη, το τμήμα των 3.787,08 m2 έχει μορφή δάσους διότι καλύπτεται από τα δασοπονικά είδη καστανιάς, φράξου σε ποσοστό 50% και συγκόμωση 0,5 και το τμήμα των 14.514,56 m2 έχει μορφή δάσους διότι καλύπτεται από τα είδη δρυός, γαύρου, καστανιάς κ.λ.π. σε ποσοστό 80% και συγκόμωση 0,8.
Περαιτέρω, ως προς τη κατά τον χρόνο της αυτοψίας κατάσταση του συνόλου της προς χαρακτηρισμό έκτασης, η εν λόγω έκθεση καταλήγει ως εξής:
{η έκταση σήμερα έχει δασική μορφή σε εμβαδόν 18.301,64 m2 και μη δασική μορφή σε εμβαδόν 11.415,56 m2. Η βλάστηση που υπήρχε το 1945 στην περίπτωση της παραγράφου Ε ήταν αραιά ενώ τώρα είναι πυκνή με συγκόμωση 0,9-1,00. Επίσης δασώθηκε η έκταση της περίπτωσης της παραγράφου Β και έγινε δάσος καστανιάς με συγκόμωση 0,5 ομηλίκου δασοπονικής μορφής και με υπόροφο άλλα δευτερεύοντα δασοπονικά είδη. Δεν υπήρξε καταστροφή της δασικής βλάστησης που υπήρχε το 1945 εκτός των 361 m2 της περίπτωσης Δ. Στο σύνολό της η έκταση των 29.717,2 m2 έχει σύνορο προς βορρά δημόσια δασική έκταση, ενώ στις υπόλοιπες πλευρές της περιβάλλεται από αγρούς. Επίσης πρέπει να αναφερθεί ότι την έκταση θεωρεί η ανταλλάξιμη περιουσία (ΥΔΑΜΚ) δική της με αύξοντα αριθμό 248 στον κτηματικό της χάρτη ...}
Ενόψει της έκθεσης αυτής, με την υπ' αριθμόν 1369/2002 πράξη χαρακτηρισμού του Δασάρχη Νάουσας οι εκτάσεις υπό στοιχεία Β και Ε χαρακτηρίσθηκαν ως δάσος και η έκταση υπό στοιχείο Δ ως δασική. Ακολούθως, η αρμόδια Πρωτοβάθμια Επιτροπή με την υπ' αριθμόν 8/2002 απόφασή τη απέρριψε κατά πλειοψηφία τις αντιρρήσεις τις οποίες άσκησε ο αιτών ως προς τα ανωτέρω τρία τμήματα, με την εξής αιτιολογία:
{... έπειτα από διαχρονική έρευνα και εξέταση των αεροφωτογραφιών των ετών 1940-1960-1980 αλλά και από στοιχεία παλαιότερα (αποτύπωση έτους 1935) προκύπτουν τα εξής: α) το τεμάχιο Ε ... έκτασης 14.514,56 m2 σε όλες τις παραπάνω αεροφωτογραφίες εμφανίζεται να είναι καλυμμένο με ξυλώδη δασική βλάστηση (κυρίως καστανιά) σε σύμπυκνη κατάσταση με ποσοστό τέτοιο που να στοιχειοθετεί χαρακτηρισμό δάσους της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του νόμου 998/1979, το οποίο εξυπηρετεί και τις τρεις λειτουργίες του δάσους δηλαδή 1) την εξαγωγή προϊόντων από τη βλάστηση, 2) συμβολή στη διατήρηση της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας και 3) την εξυπηρέτηση της διαβίωσης του ανθρώπου εντός του φυσικού περιβάλλοντος, β) το τεμάχιο Β ... έκτασης 3787,08 m2 αν και αγρός το 1945 με την εγκατάλειψη της καλλιέργειας μετά το 1960 η όλη έκταση καλύφθηκε με αυτοφυείς καστανιές και ενώθηκε με το δάσος που υπάρχει βόρεια αυτής καθώς και αυτό της προηγούμενης περίπτωσης (τεμάχιο Ε) αποτελώντας ενιαίο σύνολο με αυτό και δυνάμενο να εξυπηρετήσει τις ίδιες λειτουργίες της προηγούμενης περίπτωσης και ως εκ τούτου σωστά χαρακτηρίσθηκε σαν δάσος της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του νόμου 998/1979. Το τεμάχιο Δ έκτασης 361 m2 είναι έκταση η οποία αποτελούσε μέρος του τεμαχίου 248 της αποτύπωσης του 1935 (όπως και το τεμάχιο Ε) δασικού χαρακτήρα και του σημερινού δάσους (τεμάχιο Ε) το οποίο εκχερσώθηκε χωρίς την άδεια της δασικής υπηρεσίας μετά το έτος 1981 όπως χαρακτηριστικά φαίνεται στις αντίστοιχες ορθοφωτογραφίες. Ο χαρακτηρισμός όμως της έκτασης παραμένει αυτός του δάσους της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του νόμου 998/1979 και όχι της παραγράφου 2 όπως έχει η πράξη χαρακτηρισμού διότι αποτελούσε μαζί με το τεμάχιο Ε ενιαία έκταση και μια οργανική ενότητα με το δάσος που συνορεύει.}
Κατά της πράξης αυτής ασκήθηκε προσφυγή από τον αιτούντα, ως προς το χαρακτηρισμό των ανωτέρω τμημάτων εμβαδού 3787,08 και 361 m2, η οποία απορρίφθηκε από την προσβαλλόμενη απόφαση της αρμόδιας Δευτεροβάθμιας Επιτροπής με την εξής αιτιολογία:
{Επειδή από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, όλα τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα, το σύνολο των ισχυρισμών των ενδιαφερομένων μερών, την φωτοερμηνεία των αεροφωτογραφιών των ετών 1945, 1960 και 1979, τον ορθοφωτοχάρτη του έτους 1981, την αυτοψία που διενήργησαν τα μέλη της Επιτροπής και την εν γένει αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκε ότι η επίδικη έκταση εμβαδού 361 m2 καλυπτόταν από ξυλώδη δασική βλάστηση με κυρίαρχο είδος την καστανιά σε ποσοστό 60%, η οποία απομακρύνθηκε χωρίς την σχετική άδεια από την Δασική Υπηρεσία, γεγονός όμως που δε είχε ως αποτέλεσμα να απολεστεί ο δασικός χαρακτήρας της έκτασης, που υπήρχε πριν την επέμβαση. Η επίδικη έκταση των 3.787,08 m2 καλύπτεται από δενδρώδη, ξυλώδη βλάστηση καστανιάς σε ποσοστό 90%, είναι συνέχεια δάσους ίδιας φυτοκοινωνίας, και δημιουργεί δασογενές περιβάλλον. Στην επίδικη έκταση υφίσταται δασοβιοκοινότητα, η οποία λόγω της θέσης της βρίσκεται σε σχέση αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασης με το ευρύτερο δασικό οικοσύστημα ...}
6. Επειδή, στο άρθρο 3 παράγραφος 4 του νόμου 998/1979 όπως αυτή η διάταξη ίσχυε κατά τον χρόνο έκδοσης της πράξης χαρακτηρισμού, και της απόφασης της πρωτοβάθμιας επιτροπής πριν από την αντικατάστασή της με την παράγραφο 1 του άρθρου 1 του νόμου 3208/2003 (ΦΕΚ 303/Α/2003) οριζόταν ότι:
{Εις τα διατάξεις του παρόντος νόμου υπάγονται και οι εντός των πόλεων και των οικιστικών περιοχών ευρισκόμενες εκτάσεις, οι οποίες καλύπτονται υπό δασικής βλαστήσεως φυσικώς ή τεχνητώς δημιουργούμενης (πάρκα ή άλση) ως και οι οπουδήποτε δημιουργούμενες δενδροστοιχίες ή δασικές φυτείες.}
Περαιτέρω, σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 27 του νόμου 2664/1998 Εθνικό Κτηματολόγιο και άλλες διατάξεις (ΦΕΚ 275/Α/1998), όπως ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 5 του νόμου 3208/2003:
{1. Οι δασικοί χάρτες καταρτίζονται κατά νόμο από τις προβλεπόμενες στη διάταξη της παραγράφου 10 του άρθρου 28 του παρόντος νόμου υπηρεσίες του νομαρχιακού επιπέδου Διευθύνσεων Δασών. Τα αναγκαία στοιχεία για τον προσδιορισμό των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων, όπως αυτές προσδιορίζονται στις διατάξεις των παραγράφων 1, 2, 3, 4 και 5 του άρθρου 3 του νόμου 998/1979 περί προστασίας των δασών και των δασικών εκτάσεων της χώρας (ΦΕΚ 289/Α/1979), εξαιρουμένων των τεχνητών δασικών φυτειών, λαμβάνονται προεχόντως από την παλαιότερη και την πλησιέστερη προς το χρόνο κατάρτισης του δασικού χάρτη αεροφωτογράφηση της περιοχής ...
2. Τα κατά τα ανωτέρω δάση και οι δασικές εκτάσεις εν γένει απεικονίζονται σε κατάλληλης κλίμακας αεροφωτογραφικό ή χαρτογραφικό υλικό, το οποίο αποτελεί τον προσωρινό δασικό χάρτη ...}
ενώ κατά την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου ο οριστικός δασικός χάρτης:
{έχει πλήρη αποδεικτική ισχύ σε κάθε διοικητική ή δικαστική αρχή. Επί των οριστικών δασικών χαρτών σημειώνονται οι περίμετροι όλων των δασικών εν γένει εκτάσεων, στις οποίες εφαρμόζονται και ισχύουν οι διατάξεις της δασικής νομοθεσίας.}
Με την παράγραφο 1 του άρθρου 1 του ανωτέρου, προγενέστερου της προσβαλλόμενης πράξης της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Δασικών Αμφισβητήσεων του Εφετείου Θεσσαλονίκης νόμου 3208/2003 Προστασία των δασικών οικοσυστημάτων, κατάρτιση δασολογίου, ρύθμιση εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί δασών και δασικών εν γένει εκτάσεων και άλλες διατάξεις (ΦΕΚ 303/Α/2003) αντικαταστάθηκαν οι παράγραφοι 1, 2, 3, 4 και 5 του άρθρου 3 του νόμου 998/1979 και η ως άνω παράγραφος 4, που αναριθμήθηκε σε παράγραφο 5, ορίζει πλέον ότι:
{Στις διατάξεις του παρόντος νόμου υπάγονται και τα εντός των πόλεων και των οικιστικών περιοχών πάρκα και άλση, καθώς και οι εκτάσεις που κηρύσσονται ή έχουν κηρυχθεί με πράξη της αρμόδιας αρχής ως δασωτέες ή αναδασωτέες.}
Εξάλλου οι ως άνω διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 27 του νόμου 2664/1998 αντικαταστάθηκαν με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 5 του νόμου 3208/2003 ως εξής:
{1. Οι δασικοί χάρτες καταρτίζονται κατά νόμο από τις προβλεπόμενες στη διάταξη της παραγράφου 10 του άρθρου 28 υπηρεσίες των Διευθύνσεων Δασών της Περιφέρειας στο νομό. Τα αναγκαία στοιχεία για τον προσδιορισμό των δασών και των δασικών εκτάσεων λαμβάνονται από την παλαιότερη και την πλησιέστερη προς το χρόνο κατάρτισης του δασικού χάρτη, αεροφωτογραφία ...
2. Τα δάση και οι δασικές εκτάσεις των παραγράφων 1 και 2, καθώς και οι εκτάσεις των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου 3 του νόμου 998/1979 απεικονίζονται σε κατάλληλης κλίμακας αεροφωτογραφικό ή χαρτογραφικό υλικό, το οποίο, αφού συμπληρωθεί με τα φωτοερμηνευτικά στοιχεία των αεροφωτογραφιών, αποτελεί τον προσωρινό δασικό χάρτη.}
Τέλος, στο άρθρο 11 του νόμου 3208/2003 προβλέπεται ότι:
{Οι υπαγόμενες στην περίπτωση α' της παραγράφου 6 του άρθρου 3 του νόμου 998/1979 ιδιωτικές γεωργικές εκτάσεις, στις οποίες υπάρχουν ή δημιουργούνται τεχνητές δασικές φυτείες, δεν προσλαμβάνουν εκ του λόγου αυτού το δασικό χαρακτήρα. Με την επιφύλαξη των όσων ορίζονται στους σχετικούς κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι ιδιοκτήτες αυτών των εκτάσεων διαχειρίζονται τις δασικές φυτείες ελεύθερα, χωρίς περιορισμούς ως προς το χρόνο και το είδος της υλοτομίας και τη μετέπειτα χρήση του αγρού.}
Σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις του νόμου 3208/2003, της προστασίας των διατάξεων της δασικής νομοθεσίας εξαιρούνται εκείνες μόνο οι δασικές φυτείες που δημιουργούνται επί ιδιωτικών γεωργικών εκτάσεων, με σκοπό την υλοτομία, τη διακίνηση και εμπορία δασικών προϊόντων (βλέπε Πρακτικό Επεξεργασίας 131/2007 και εισηγητική έκθεση του νόμου 3208/2003, σελίδα 10, όπου διευκρινίζεται ότι πρόκειται για λευκώνες, χριστουγεννιάτικα δένδρα και δασικές φυτείες του Κανονισμού 1280/ΕΟΚ που δημιουργήθηκαν ή δημιουργούνται επί γεωργικών εκτάσεων από τους ιδιοκτήτες τους). Την ίδια, έννοια είχε και η διάταξη του άρθρου 27 παράγραφος 1 του νόμου 2664/1998, όπως είχε πριν την αντικατάστασή της με την παράγραφο 1 του άρθρου 5 του νόμου 3208/2003, η οποία δεν περιέστειλε το πεδίο εφαρμογής της διάταξης της παραγράφου 4 του άρθρου 3 του νόμου 998/1979 σε σχέση με τις τεχνητές δασικές φυτείες, δεδομένου ότι τα δάση και οι δασικές εκτάσεις της Χώρας, είτε ανήκουν στο Δημόσιο είτε σε ιδιώτες ή νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, υπάγονται ως φυσικά αγαθά σε ειδικό προστατευτικό καθεστώς, προς το σκοπό της διατήρησης της κατά τον προορισμό τους χρήση τους και της διαφύλαξης της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας που προκύπτει από την ύπαρξή τους, η προστασία δε αυτή αφορά τις εκτάσεις που πράγματι καλύπτονται από δασική βλάστηση, αδιαφόρως αν δημιουργήθηκε με φυσικά ή τεχνητά μέσα (βλέπε ΣτΕ 89/1981, 2568/1981, 2087/2004, 321/2005).
Ειδικότερα, τόσο στο ισχύον όσο και στα προγενέστερα διαδοχικώς ισχύσαντα νομοθετικά καθεστώτα προβλέπεται ότι στις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας δεν υπάγονται εκείνες οι τεχνητές δασικές φυτείες, οι οποίες δημιουργούνταν με σκοπό την υλοτομία, τη διακίνηση και εμπορία δασικών προϊόντων. Ενόψει των ανωτέρω ο τυχόν χαρακτηρισμός μιας έκτασης ως τεχνητής φυτείας δεν έχει ως συνέπεια την εξαίρεση της από τη συνταγματική προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων, αν δεν προκύπτει ότι δημιουργήθηκε επί ιδιωτικών γεωργικών εκτάσεων, με σκοπό την υλοτομία, τη διακίνηση και εμπορία προϊόντων, (ΣτΕ 3457/2009 επταμελής).
Συνεπώς, ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως ότι οι επίδικες εκτάσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 27 του νόμου 2664/1998 και 11 του νόμου 3208/2003, δεν υπάγονται στις δασικές εκτάσεις καθόσον αποτελούν δασικές φυτείες που δεν καλύπτονται από αυτοφυή δασική βλάστηση αλλά από τεχνητή φυτεία καστανιάς, η οποία δημιουργήθηκε από τον δικαιοπάροχο του αιτούντος προ πολλών ετών, όπως αυτό προκύπτει από τον υφιστάμενο κανονικό φυτευτικό σύνδεσμο, με σταθερές αποστάσεις 7 x 8 m, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, εφόσον ούτε ο αιτών ισχυρίζεται ούτε προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ότι τόσο ο δικαιοπάροχός του όσο και ο ίδιος δημιούργησαν φυτεία με σκοπό την υλοτομία, διακίνηση ή εμπορία των προϊόντων της.
7. Επειδή, στην παράγραφο 20 του άρθρου 19 του νόμου 3208/2003 ορίζεται ότι:
{20. Στις εκτάσεις των αγροκτημάτων που προήλθαν από διαχωρισμό με απόφαση της αρμόδιας Επιτροπής Διαχείρισης Ανταλλαξίμου Περιουσίας και οι οποίες εμφανίζονται στον κτηματολογικό πίνακα του οικείου αγροκτήματος, όπως αυτός διαμορφώθηκε με την παραπάνω απόφαση, υπέρ των ιδιωτών, το Δημόσιο δεν προβάλλει οποιαδήποτε δικαιώματα και δεν αποτελεί αντικείμενο επανεξέτασης η προσδιορισθείσα στον ανωτέρω κτηματολογικό πίνακα μορφή των εκτάσεων.}
Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ερμηνευόμενη σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 117 παράγραφος 1 του Συντάγματος, η απόφαση της Επιτροπής Διαχείρισης Ανταλλαξίμου Περιουσίας δεσμεύει τα αρμόδια δασικά όργανα ως προς το ζήτημα της ιδιοκτησίας της έκτασης και ως προς το επιτρεπτό της χρήσης, για την οποία είχε αρχικά γίνει η ανταλλαγή με την απόφαση της επιτροπής. Για τον χαρακτηρισμό, όμως, της έκτασης αρμόδια παραμένουν τα κατά το νόμο 998/1979 όργανα, δηλαδή ο δασάρχης και οι Επιτροπές του άρθρου 10, τα οποία διατηρήθηκαν και με το νόμο 3208/2003, με τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις που έχουν εκτεθεί παραπάνω στη σκέψη 4 (παράβαλε ΣτΕ 2959/2006).
Ενόψει αυτού, ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως ότι η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε κατά παράβαση της διάταξης της ανωτέρω παραγράφου 20 του άρθρου 19 του νόμου 3208/2003 καθόσον οι επίδικες εκτάσεις προέρχονται από τα υπ' αριθμούς και συνεπώς η αρμόδια Δευτεροβάθμια Επιτροπή, δεν μπορούσε να αποστεί από τον χαρακτηρισμό αυτό, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
8. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου, και το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης που παρατίθενται στη σκέψη 5, προκύπτει ότι ο χαρακτηρισμός των επίμαχων εκτάσεων ως δασικών στηρίζεται σε συγκεκριμένες διαπιστώσεις ως προς τη μορφολογία και τα χαρακτηριστικά των εκτάσεων αυτών. Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση αιτιολογείται νομίμως και επαρκώς είναι δε απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου λόγοι ακυρώσεως, ο δε ειδικότερος λόγος με τον οποίο ο αιτών αμφισβητεί την κρίση της προσβαλλόμενης πράξης σχετικά με το γεγονός της εκχέρσωσης της έκτασης των 361 m2 είναι απορριπτέος ως αναπόδεικτος.
9. Επειδή, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
Δια ταύτα
Απορρίπτει την αίτηση.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.
Επιβάλλει σε βάρος του αιτούντος τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται στο ποσό των 460 €.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 10-11-2011 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση την 31-12-2012.