Απόφαση Συμβουλίου της Επικρατείας 3485/94

ΣτΕ 3485/1994


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Αριθμός 3485/1994

 

Το Συμβούλιο της Επικρατείας

 

Τμήμα Α

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 26-09-1994 με την εξής σύνθεση : Δ. Μαργαρίτης, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Α Τμήματος, Φ. Κατζούρος, Π.Ζ. Φλώρος, Σύμβουλοι, Δ. Μαρινάκης, Α. Καλογεροπούλου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ε. Κουμεντέρη, Γραμματέας του Α Τμήματος.

 

Για να δικάσει την από 09-11-1990 αίτηση:

 

των Υπουργών: 1) Οικονομικών και 2) Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, οι οποίοι παρέστησαν με τον Αλέξανδρο Καραγιάννη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία __________, που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη, η οποία παρέστη με το δικηγόρο Σπυρίδων Μαύρο (αριθμός μητρώου 4394), που τον διόρισε με πληρεξούσιο.

 

Με την αίτηση αυτή οι Υπουργοί επιδιώκουν να αναιρεθεί η υπ' αριθμόν 1033/1990 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Φ. Κατζούρου.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο των Υπουργών, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο της αναιρεσίβλητης εταιρείας, που ζήτησε την απόρριψή της.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη, σε αίθουσα του δικαστηρίου,

 

Είδε τα σχετικά έγγραφα

 

και σκέφθηκε κατά τον νόμο

 

1. Επειδή δια της υπό κρίσιν ατελώς και άνευ καταβολής παραβόλου ασκηθείσης αιτήσεως, χαρακτηριζόμενης εκ προφανούς παραδρομής ως εφέσεως, οι Υπουργοί Οικονομικών και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, φερόμενοι ως εκπροσωπούντες το Ελληνικό Δημόσιον, διώκουν την αναίρεση της υπ' αριθμόν 1033/1990 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, καθ' ο μέρος δια ταύτης εγένετο εν μέρει δεκτή προσφυγή της αναιρεσίβλητου ανωνύμου εταιρίας, αναδόχου του δημοσίου έργου βασικά έργα αποχετεύσεως ακαθάρτων πόλεως Χαλκίδας, δυνάμει συμβάσεως που καταρτίστηκε την 09-10-1978, στρεφόμενη κατά της σιωπηρής απορρίψεως υπό του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων αιτήσεως θεραπείας της αναδόχου ανωνύμου εταιρίας, ασκηθείσης κατά της παραλείψεως της προϊσταμένης αρχής ν' αποφανθεί επί ενστάσεως της ιδίας κατά του από 11-11-1985 πρωτοκόλλου προσωρινής παραλαβής του έργου τούτου, και υποχρεώθηκε το Ελληνικό Δημόσιον ν' ανορθώσει την εκ δραχμών 3.200.000 ζημίαν της αναδόχου ανωνύμου εταιρίας δια τον λόγον ότι κατά διαφόρους περιόδους μεταξύ των ετών 1979 και 1982, είτε διεκόπησαν οι εργασίες λόγω ελλείψεως πιστώσεων και λόγω παρεμβάσεως της αρχαιολογικής υπηρεσίας ως εκ της ανευρέσεως αρχαιοτήτων είτε αυτές διεξήχθησαν εκ της τελευταίας ταύτης αιτίας δια περιορισμένης απασχολήσεως του προσωπικού και των μηχανημάτων της ανωνύμου ταύτης εταιρίας.

 

2. Επειδή, συμφώνως προς το άρθρον 7 παράγραφος 1 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 341/1978, εις το οποίον το άρθρον 4 του νόμου [Ν] 1406/1983 παραπέμπει, νόμιμος καθ' ου η προσφυγή διάδικος κατά την ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς δίκην υπήρξε ο εις ταύτη παραστάς Υπουργός Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, παράλειψις του οποίου προσβαλλόταν δια της προσφυγής ταύτης. Συνεπώς, μόνον ούτος νομιμοποιείται, συμφώνως προς το άρθρον 53 παράγραφος 1 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 170/1973 (άρθρο 53 παράγραφος 1 του προεδρικού διατάγματος 18/1989), προς άσκηση της υπό κρίσιν αιτήσεως, η οποία, ασκηθείσα εμπροθέσμως, εν όψει του άρθρου 22 παράγραφος 4 και 5 του νόμου [Ν] 1868/1989, σε συνδυασμό προς το άρθρον 11 του από [ΠΔ] 26-06-1944 προεδρικού διατάγματος περί Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου, και εν γένει νομοτύπως την 14-11-1990, είναι ως προς τον Υπουργόν τούτον τύποις δεκτή, ενώ καθ' ο μέρος αυτή ασκήθηκε υπό του Υπουργού Οικονομικών, μη νομιμοποιούμενου προς τούτο, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτος.

 

3. Επειδή το άρθρο 53 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας, το οποίον είναι εφαρμοστέο επί των κατά το άρθρον 1 του νόμου [Ν] 1406/1993 διαφορών κατά το άρθρον 14 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 341/1978, εις το οποίον το άρθρον 4 του νόμου τούτου παραπέμπει, δεν επιβάλλει δια το έγκυρο της προσφυγής την μνεία της καθ' ης αυτή αρχής, αλλά απαιτεί τον προσδιορισμό του αντικειμένου αυτής, εκ του οποίου προκύπτει η εκδούσα την προσβαλλόμενη πράξη ή η παραλείπουσα την οφειλομένη ενέργεια αρχή. Εξ ετέρου, η κοινοποίησις του δικογράφου της προσφυγής και της πράξεως του προέδρου του διοικητικού δικαστηρίου περί ορισμού δικασίμου ενεργείται κατά το άρθρον 9 παράγραφος 1 και 2 του Διατάγματος 458/1985 εις τον κατά το άρθρον 7 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 341/1978 εκπροσωπούντα το Δημόσιον υπουργόν κατ' εντολήν του προέδρου του διοικητικού δικαστηρίου και με μέριμνα της γραμματείας αυτού και ως εκ τούτου είναι περιττός ο προσδιορισμός αυτού υπό του ασκήσαντος την προσφυγή. Κατ' ακολουθίαν τούτων το δια του πρώτου λόγου αναιρέσεως προβαλλόμενο παράπονον ότι εις την υπό της αναιρεσίβλητου ανωνύμου εταιρίας ασκηθείσα προσφυγή κακώς ανεγράφετο ως καθ' ου ο, συμφώνως προς τα προεκτεθέντα, μη νομιμοποιούμενος παθητικώς Υπουργός Οικονομικών, είναι απορριπτέο ως νόμω αβάσιμο, εφ' όσον, ως δεν αμφισβητείται, εκ του περιεχομένου της προσφυγής ταύτης καθίσταται σαφές ότι αυτή εστρέφετο κατά του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, ο οποίος και εκλήθη να μετάσχει της ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς δίκης.

 

4. Επειδή το εν προκειμένω εφαρμοστέο νομοθετικό διάταγμα [Ν] 1266/1972 προβλέπει εις μεν το άρθρον 7 παράγραφος 1 ότι η πληρωμή εις τον ανάδοχο του έργου γίνεται τμηματικώς κατά την διάρκειαν της κατασκευής του έργου επί τη βάσει πιστοποιήσεων των εκτελεσθεισών εργασιών, εις δε το άρθρον 14, μεταξύ άλλων, ότι το κατασκευασθέν έργον παραλαμβάνεται προσωρινώς και οριστικώς, η δε παραλαβή συντελείται δια της εγκρίσεως του σχετικού πρωτοκόλλου (παράγραφος 1), ότι δια της προσωρινής παραλαβής ελέγχονται ποσοτικώς και ποιοτικώς οι εκτελεσθείσες εργασίες (παράγραφος 2) και ότι η προσωρινή παραλαβή διενεργείται εντός του κατά κατηγορία έργων δια διατάγματος καθοριζομένου χρόνου, αρχομένου από της βεβαιωμένης περατώσεως του έργου ως και ότι δια την διενέργειαν ταύτης απαιτείται η σύνταξις της τελικής επιμετρήσεως των εργασιών, την οποίαν συντάσσει ο ανάδοχος του έργου και υποβάλλει προς έλεγχο εντός των δια διατάγματος καθοριζομένων προθεσμιών.

 

Εξ ετέρου, το εκτελεστικό του νόμου τούτου προεδρικό διάταγμα [ΠΔ] 475/1976 προβλέπει εις το άρθρον 40 τα της βεβαιώσεως της περατώσεως των εργασιών υπό του προϊσταμένου της διευθυνούσης το έργον υπηρεσίας, εις το άρθρον 49 ότι οι τελικές επιμετρήσεις συντάσσονται τμηματικώς με την πρόοδο του έργου υπό του αναδόχου και ελέγχονται υπό της διευθυνούσης υπηρεσίας, η οποία επιφέρει τις ενδεδειγμένες διορθώσεις (παράγραφοι 1-4), ότι εις τον τελικό συνοπτικό επιμετρητικό πίνακα περιλαμβάνονται δι' έκαστον είδος εργασίας οι αντίστοιχες ποσότητες των επί μέρους τελικών επιμετρήσεων οι εκ των οποίων μη εισέτι ελεγχθείσες ποσότητες υπόκεινται εις μετά τον έλεγχο διόρθωση (παράγραφος 8), ότι μετά του τελικού επιμετρητικού πίνακα υποβάλλεται υπό του αναδόχου και παν έτερον αίτημα αυτού εκ της εκτελέσεως της συμβάσεως, εφ' όσον ο ανάδοχος δεν εξέπεσε του δικαιώματος τούτου εξ άλλης τινός αιτίας, ότι μετά την υποβολή του συνοπτικού επιμετρητικού πίνακα μόνον δι' οψιγενείς αιτίας δύναται ο ανάδοχος να εγείρει σχετικά απαιτήσεις (παράγραφος 9) και ότι η διευθύνουσα υπηρεσία υποχρεούται όπως εντός της κατά την διάταξη ταύτη προθεσμίας προβεί εις τον έλεγχο και την τυχόν διόρθωση αυτού (παράγραφος 10), εις το άρθρον 50 ότι οι κατά τις διατάξεις του άρθρου 7 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1266/1972 πιστοποιήσεις συνοδεύονται απαραιτήτως υπό συνοπτικής επιμετρήσεως των εκτελεσθεισών εργασιών κατά τα εις τις παραγράφους 1-10 του άρθρου τούτου οριζόμενα, τις επιμετρήσεις δε αυτές, υποβαλλόμενες υπό του αναδόχου, ελέγχει η διευθύνουσα υπηρεσία η οποία προβαίνει, μετά ενδεχομένη διόρθωση, εις επισηματική έγκριση και εις την σύνταξιν εντολής πληρωμής του αναδόχου κατά τα εις την παράγραφο 10 του αυτού άρθρου οριζόμενα, εις το άρθρον 51 (μεταξύ άλλων ότι οι προς τους αναδόχους πληρωμές διενεργούνται επί τη βάσει εντολών πληρωμής εκδιδομένων υπό της διευθυνούσης υπηρεσίας, κατόπιν υποβολής υπό του αναδόχου πιστοποιήσεως των εκτελεσθεισών εργασιών, ως εις το άρθρον 50 ορίζεται (παράγραφος 1) και ότι, μετά την έγκριση της προσωρινής παραλαβής, συντάσσεται η τελική εντολή πληρωμής (παράγραφος 2), εις δε το άρθρον 53 προβλέπεται (μεταξύ άλλων) ότι προς διενέργειαν προσωρινής παραλαβής συνιστάται τριμελής επιτροπή εκ τεχνικών υπαλλήλων (παράγραφος 1), ότι περί της παραλαβής συντάσσεται πρωτόκολλον (παράγραφος 4), ότι η επιτροπή παραλαβής ελέγχει την επιμέτρηση κατά τα εκεί ειδικότερα οριζόμενα και ότι, ελέγχουσα ομοίως κατά το εφικτό την ποιότητα των εργασιών, αναγράφει εις το πρωτόκολλον τις περί ταύτης παρατηρήσεις της ιδία περί των εκ τούτων κρινόμενων ως απορριπτέων ή παραδεκτών μεν, κατά μείωσιν όμως της τιμής των. Εκ του συνδυασμού των διατάξεων τούτων συνάγεται ότι αντικείμενον της προσωρινής παραλαβής, διενεργούμενης υπό επιτροπής αποτελούμενης εκ τεχνικών, είναι ο από τεχνικής απόψεως ποσοτικός και ποιοτικός έλεγχος του εκτελεσθέντος έργου, μόνον δε παρατηρήσεις περί μειώσεως της τιμής δύναται να περιληφθούν εις το συντασσόμενο σχετικό πρωτόκολλον και, συνεπώς, δεν είναι επιτρεπτή η επ' ευκαιρία της διενέργειας της προσωρινής παραλαβής προβολή υπό του αναδόχου οικονομικών εν γένει αξιώσεων εκ της εκτελέσεως του έργου. Η προβολή τοιούτων αξιώσεων γίνεται μόνον δια των κατά τ' ανωτέρω συντασσομένων υπό του αναδόχου τελικών επιμετρήσεων και του τελικού συνοπτικού επιμετρητικού πίνακα δια του οποίου υποβάλλεται υπό του αναδόχου και παν έτερον αίτημα εκ της εκτελέσεως της συμβάσεως το οποίον δεν είχε μέχρι τότε υποβληθεί δια των επί μέρους τελικών επιμετρήσεων. Εξ ετέρου, οι πράξεις της διευθυνούσης το έργον υπηρεσίας δια των οποίων ελέγχονται οι επιμετρήσεις αυτές οι οποίες είναι αναγκαίες προς σύνταξιν των απαραιτήτων δια την έκδοση της εντολής πληρωμής πιστοποιήσεων, καθ' ο μέρος είναι βλαπτικές δια τον ανάδοχο, υπόκεινται εις αμφισβήτηση δια της κατά το άρθρον 16 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1266/1972 ενδικοφανούς διαδικασίας, μετά την εξάντληση της οποίας δύναται η σχετική διαφορά να αχθεί προς δικαστική επίλυσιν δι' ασκήσεως προσφυγής, κατά τα άρθρα 2 παράγραφοι 1 και 7 του νόμου [Ν] 1406/1983, ενώπιον του αρμοδίου διοικητικού εφετείου.

 

5. Επειδή, εν προκειμένω, δια της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το εκδόν ταύτη διοικητικό εφετείον, μετά την απόρριψη ως απαραδέκτων παραπόνων της αναδόχου ανωνύμου εταιρίας που άσκησε την προσφυγή αφορώντων εις το υπ' αριθμόν 13 από 01-01-1984 πρωτόκολλον αφανών εργασιών, έκρινε ότι η ανώνυμος αυτή εταιρία εδικαιούτο επί τη βάσει του άρθρου 288 του Αστικού Κώδικα και της αρχής του απροβλέπτου να τύχη αποζημιώσεως παρά του κυρίου του έργου Ελληνικού Δημοσίου δια ζημίαν την οποίαν υπέστη διατηρούσα εις ετοιμότητα, ως υποχρεούτο, το εργατοτεχνικό προσωπικόν και τον μηχανικόν εξοπλισμό, καταβάλλουσα σχετική δαπάνη, κατά περιόδους κατά τις οποίας διεκόπησαν οι εργασίες άνευ υπαιτιότητας αυτής, τούτο δε ανεξαρτήτως της τηρήσεως ή μη της διαδικασίας των άρθρων 11 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1266/1972 και 35 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 475/1976. Η κρίσις όμως αυτή δεν είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη, εφ' όσον, ως εξετέθη, η τοιαύτη απαίτησις της αναδόχου ανωνύμου εταιρίας, γεννηθείσα κατά την εκτέλεσιν της συμβάσεως, έπρεπε να προβληθεί δια του σχετικού επιμετρητικού πίνακα και να αποτελέσει ακολούθως αντικείμενον της ενδικοφανούς διαδικασίας του άρθρου 16 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1266/1972 πριν επιδιωχθεί η ικανοποίησις της δι' ασκήσεως προσφυγής ενώπιον του οικείου διοικητικού εφετείου, δεν εξετάσθηκε δε, εάν συνέτρεχαν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις αυτές και εάν θα ήταν δυνατόν να θεωρηθεί η ενώπιον του εκδόντος την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση διοικητικού εφετείου ασκηθείσα προσφυγή ως παραδεκτώς στρεφόμενη κατά της αποφάσεως του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων που τελείωσε την σχετική διαδικασία (ή της παραλείψεως εκδόσεως τοιαύτης αποφάσεως), εν πάση όμως περιπτώσει δεν θα ήταν επιτρεπτό να προβληθεί η απαίτησις αυτή δια προσφυγής στρεφόμενης κατ' αποφάσεως του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (ή της παραλείψεως εκδόσεως τοιαύτης αποφάσεως), όταν δια της προηγηθείσης διαδικασίας του άρθρου 16 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1266/1972 αμφισβητείται το κύρος πρωτοκόλλου προσωρινής παραλαβής. Κατ' ακολουθίαν τούτων, η απόφασις αυτή του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς αποβαίνει αναιρετέα, καθ' ο μέρος δια ταύτης επιδικάσθηκε αποζημίωσις υπέρ της αναιρεσίβλητου ανωνύμου εταιρίας, κατά τον συναγόμενο εκ του δικογράφου της υπό κρίσιν αιτήσεως σχετικό λόγο αναιρέσεως, η δε υπόθεσις είναι παραπεμπτέα εις το αυτό Διοικητικό Εφετείον, ως χρήζουσα διευκρινήσεως κατά το πραγματικό.

 

Δια ταύτα

 

Απορρίπτει την υπό κρίσιν αίτηση, καθ' ο μέρος ασκήθηκε υπό του Υπουργού Οικονομικών

 

Δέχεται ταύτη, καθ' ο μέρος ασκήθηκε υπό του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων.

 

Αναιρεί εν μέρει την υπ' αριθμόν 1033/1990 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, κατά τα στο αιτιολογικό.

 

Παραπέμπει αντιστοίχως εν μέρει την υπόθεση εις το αυτό Διοικητικό Εφετείον, και

 

Επιβάλλει εις την αναιρεσίβλητο ανώνυμο εταιρία την δικαστική δαπάνη του Ελληνικού Δημοσίου εκ δραχμών 28.000.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 30-09-1994 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 21-11-1994.

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.