Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
Αριθμός 318/2000
Το Συμβούλιο της Επικρατείας
Τμήμα B'
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 24-02-1999 με την εξής σύνθεση: Ηλίας Παπαγεωργίου, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Σ. Καραλής, Ν. Σκλίας, Σύμβουλοι, Ε. Αναγνωστοπούλου, Σ. Βιτάλη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Π. Στεργιοπούλου.
Για να δικάσει την από 01-07-1993 αίτηση:
του Προϊσταμένου της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας Αγίου Στεφάνου, ο οποίος παρέστη με την Ε. Σβολοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
κατά του Δημητρίου Αθανασόπουλου, κατοίκου Αθηνών, οδός Κουρτίδου αριθμός 202, ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο Γεώργιο Θεοφάνους (Αριθμός Μητρώου 1080), που τον διόρισε με πληρεξούσιο.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Προϊστάμενος επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμόν 2548/1992 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Ν. Σκλία.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος Προϊσταμένου, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο του αναιρεσίβλητου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται κατά το νόμο, καταβολή τελών και παραβόλου, ζητείται, παραδεκτώς, η αναίρεση της απόφασης 2548/1992 του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά της υπ' αριθμόν 3328/1989 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Το τελευταίο αυτό δικαστήριο είχε δεχθεί, με την ανωτέρω απόφασή του, προσφυγή του αναιρεσίβλητου και είχε ακυρώσει το υπ' αριθμόν 1644Α/1985 φύλλο ελέγχου φόρου μεταβίβασης ακινήτου, έτους 1977, του Οικονομικού Εφόρου Αγίου Στεφάνου Αττικής.
2. Επειδή, το άρθρο 1 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1297/1972 Περί παροχής φορολογικών κινήτρων δια την συγχώνευση ή μετατροπή επιχειρήσεων προς δημιουργίαν μεγάλων οικονομικών μονάδων (ΦΕΚ 217/Α/1972) ορίζει ότι:
{Οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται επί συγχωνεύσεως ή μετατροπής επιχειρήσεων, οιασδήποτε μορφής εις ανώνυμη εταιρεία ή προς τον σκοπόν ιδρύσεως ανωνύμου εταιρείας, ως και επί συγχωνεύσεως ή μετατροπής επιχειρήσεων, οιασδήποτε μορφής, εφ' όσον εν αυτές δεν περιλαμβάνεται ανώνυμος εταιρεία, εις εταιρεία περιορισμένης ευθύνης ή προς τον σκοπόν ιδρύσεως εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, υπό την προϋπόθεση ότι, η συγχώνευσις ή μετατροπή θα τελειωθεί μέχρι της 31-12-1975.}
Η τελευταία αυτή προθεσμία παρατάθηκε μέχρι 31-12-1977, με το άρθρο 29 παράγραφος 4 του νόμου [Ν] 231/1975, και μέχρι 31-12-1982, με το άρθρο 19 παράγραφος 1 του νόμου [Ν] 849/1978. Στη συνέχεια, το μεν άρθρο 3 του πιο πάνω νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1297/1972 ορίζει ότι:
{Η κατά το άρθρον 1 του παρόντος σύμβασις περί συγχωνεύσεως ή μετατροπής, η εισφορά και μεταβίβασις των περιουσιακών στοιχείων των συγχωνευομένων ή μετατρεπομένων επιχειρήσεων, πάσα σχετική πράξις ή συμφωνία αφορώσα την εισφορά ή μεταβίβαση στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού ή άλλων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, ως και παντός εμπραγμάτου δικαιώματος ... απαλλάσσεται παντός φόρου, τέλους χαρτοσήμου, ή οιουδήποτε ετέρου τέλους υπέρ του Δημοσίου, ως και εισφοράς ή δικαιώματος υπέρ οιουδήποτε τρίτου ...}
Τέλος, στο άρθρο 12 του ίδιου νομοθετικού διατάγματος ορίζεται ότι:
{Οι διατάξεις του παρόντος νόμου δεν εφαρμόζονται επί επιχειρήσεων ων το αντικείμενον των εργασιών είναι κατά κύριον λόγον η κατασκευή ή εκμετάλλευσις πάσης φύσεως ακινήτων, πλην των ξενοδοχειακών τοιούτων.}
Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών και ιδίως από την τελευταία πιο πάνω διάταξη του άρθρου 12 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1297/1972 συνάγεται ότι οι φορολογικές απαλλαγές του άρθρου 3 του παραπάνω νομοθετικού διατάγματος δεν ισχύουν στην περίπτωση συγχωνεύσεως επιχειρήσεων, των οποίων το κύριο αντικείμενο εργασιών είναι η κατασκευή ή εκμετάλλευση πάσης φύσεως ακινήτων, πλην των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων. Δεδομένου δε ότι δικαιολογητικός λόγος θέσπισης της εξαιρετικής αυτής διάταξης είναι η αποτροπή δημιουργίας μεγάλων οικονομικών μονάδων στο χώρο των κατασκευών και της εν γένει εκμετάλλευσης ακινήτων, πλην των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι κρίσιμο για την εφαρμογή της διάταξης αυτής είναι το αντικείμενο εργασιών όχι της συγχωνευθείσας επιχείρησης, αλλά της νέας επιχείρησης που προκύπτει από την συγχώνευση άλλων επιχειρήσεων.
3. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση με το 8173/1977 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθήνας Ν. Αλμάνη εισφέρθηκαν από τον Δ. Αθανασόπουλο στην ανώνυμη εταιρεία Δ. Αθανασόπουλος, ανώνυμος βιομηχανική, ξενοδοχειακή, οικοδομική και αντιπροσωπευτική εταιρεία, στην οποία προηγουμένως είχε συγχωνευθεί η ατομική του επιχείρηση σύμφωνα με το νομοθετικό διάταγμα [Ν] 1297/1972, μεταξύ άλλων και ορισμένα ακίνητα κείμενα στην περιφέρεια της Οικονομικής Εφορίας Αγίου Στεφάνου, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά για τις ανάγκες της συγχωνεύουσας εταιρείας. Για τη μεταβίβαση αυτή υποβλήθηκε δήλωση φόρου μεταβίβασης ακινήτου, χωρίς όμως να καταβληθεί φόρος κατ' επίκληση του άρθρου 3 του ως άνω νομοθετικού διατάγματος.
Μετά από έλεγχο, η φορολογική αρχή εξέδωσε φύλλο ελέγχου και επέβαλε το φόρο μεγάλου ακινήτου στον αναιρεσίβλητο επί του τιμήματος του συμβολαίου και στην συγχωνεύσασα εταιρεία στη διαφορά μεταξύ τιμήματος και αγοραίας αξίας που προσδιόρισε η φορολογική αρχή, για το λόγο ότι δεν είχαν εφαρμογή εν προκειμένω οι απαλλακτικές από το φόρο διατάξεις του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1297/1972, καθόσον η συγχωνεύσασα εταιρεία είχε ως κύριο αντικείμενο εργασιών την εκμετάλλευση ακινήτων και δεν ήταν ξενοδοχειακή επιχείρηση. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, κατά παραδοχή προσφυγής του αναιρεσίβλητου, ακύρωσε το ένδικο φύλλο ελέγχου, με την αιτιολογία ότι η φορολογική αρχή έπρεπε να αποβλέψει, για τη μη εφαρμογή του άρθρου 3 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1297/1972, στο αντικείμενο εργασιών της συγχωνευθείσας ατομικής επιχείρησης του αναιρεσίβλητου και όχι στο αντικείμενο εργασιών της συγχωνεύσασας εταιρείας. Λόγος εφέσεως του Δημοσίου ότι, πάντως, από την σχετική έκθεση ελέγχου προκύπτει ότι και οι δύο επιχειρήσεις είχαν ως αντικείμενο εργασιών κατά κύριο λόγο την εκμετάλλευση ακινήτων και, επομένως, κατ' εφαρμογή του άρθρου 12 του πιο πάνω νομοθετικού διατάγματος, η επίδικη μεταβίβαση ακινήτων δεν απαλλασσόταν από το φόρο μεγάλου ακινήτου, απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση ως αβάσιμος, με την αιτιολογία ότι, για την έκδοση του ένδικου φύλλου ελέγχου, η φορολογική αρχή στηρίχθηκε στο αντικείμενο εργασιών της συγχωνεύσασας και όχι της συγχωνευθείσας επιχείρησης. Η κρίση αυτή του δικαστηρίου δεν είναι νόμιμη σύμφωνα με τα προεκτεθέντα και, για το λόγο αυτό, που βάσιμα προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιρετέα, η δε υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.
Δια ταύτα
Δέχεται την κρινόμενη αίτηση.
Αναιρεί την απόφαση 2547/1992 του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, στο οποίο και παραπέμπει την υπόθεση κατά το αιτιολογικό. Και
Επιβάλλει στον αναιρεσίβλητο τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου εκ 28.000 δραχμών.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 26-04-1999
Ο Προεδρεύων Σύμβουλος
Η Γραμματέας
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 26-01-2000.