Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
Αριθμός 2887/1989
Το Συμβούλιο της Επικρατείας
Το Σύνταγμα του 1952 όριζε στο άρθρο του 17 ότι:
{Ουδείς στερείται της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια δημοσία ωφέλεια προσηκόντως αποδεδειγμένη, ότε και όπως ο νόμος διατάσσει, πάντοτε δε προηγουμένως πλήρους αποζημιώσεως. Η αποζημίωσις ορίζεται πάντοτε υπό των τακτικών δικαστηρίων. Σε επείγουσα δε περιπτώσει δύναται και προσωρινώς να ορισθεί δικαστικά μετ' ακρόαση ή πρόσκληση του δικαιούχου, όστις δύναται να υποχρεωθεί κατά την κρίσιν του δικαστού εις παροχή αναλόγου εγγυήσεως καθ' ον τρόπον ορίζει ο νόμος. Προ της καταβολής της οριστικής ή προσωρινώς ορισθείσης αποζημιώσεως διατηρούνται ακέραια πάντα τα δικαιώματα του ιδιοκτήτου μη επιτρεπομένης της καταλήψεως...}
Εξ άλλου το συνταγματικό κείμενο του 1968 περιλαμβάνοντας στο άρθρο του 21 ανάλογες ρυθμίσεις, όρισε επί πλέον, στην παράγραφο 3 εδάφιο δ' αυτού, για πρώτη φορά ότι:
{Η ορισθείσα αποζημίωσις καταβάλλεται υποχρεωτικώς το βραδύτερο εντός ενός και ημίσεος έτους από της εκδόσεως της δικαστικής αποφάσεως, άλλως αίρεται αυτοδικαίως η απαλλοτρίωσις.}
Ναι μεν το κύρος της διοικητικής πράξεως κηρύξεως αναγκαστικής απαλλοτριώσεως κρίνεται κατά το Σύνταγμα που ίσχυε κατά τον χρόνο της εκδόσεώς της, όταν όμως, μετά την κήρυξη και πριν από την συντέλεσή της, δηλαδή πριν από την απώλεια της ιδιοκτησίας εκείνου, σε βάρος του οποίου γίνεται η απαλλοτρίωση, επέλθει συνταγματική μεταβολή, τότε, η προστασία της υπάρχουσας ακόμη ιδιοκτησίας διέπεται εφεξής από το νέο συνταγματικό καθεστώς, από τις διατάξεις του οποίου κρίνεται πλέον η νομιμότητα της περαιτέρω διαδικασίας μέχρι την συντέλεση ή την τυχόν ανάκληση ή άρση της απαλλοτριώσεως. Επομένως, η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 21 παράγραφος 3 του συνταγματικού κειμένου του 1968 εφαρμόζεται και στις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις που κηρύχθηκαν πριν από την έναρξη της ισχύος τούτου (15-11-1968), εφόσον κατά την χρονολογία αυτή οι απαλλοτριώσεις εκείνες δεν είχαν ακόμη συντελεσθεί σύμφωνα με τις τότε ισχύουσες διατάξεις. Συνεπώς, απαλλοτρίωση κηρυχθείσα υπό την ισχύ του Συντάγματος του 1952, για την οποία είχε χωρέσει υπό την ισχύ του ιδίου Συντάγματος προσωρινώς προσδιορισμός της αποζημιώσεως, καταλαμβάνεται από την ευνοϊκή για την ιδιοκτησία ως άνω ρύθμιση του συνταγματικού κειμένου του 1968, αν, μέχρι της θέσεως τούτου σε ισχύ (15-11-1968), ούτε καταβολή της αποζημιώσεως αυτής στον δικαιούχο, ούτε δημοσίευση της σχετικής καταθέσεως στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως είχε χωρέσει, με αποτέλεσμα η απαλλοτρίωση να μην έχει μέχρι τότε συντελεσθεί κατά το άρθρο 7 παράγραφος 1 του - τότε ισχύοντος - κωδικοποιημένου νόμου [Ν] 1731/1939 (από 29-04-1953 βασιλικό διάταγμα (ΦΕΚ 109/Α/1953)).
Αν και κατά την γνώμη ενός μέλους του Δικαστηρίου με αποφασιστική ψήφο, η κρίσιμη διάταξη του άρθρου 21 παράγραφος 3 του συνταγματικού κειμένου του 1968 έχει εφαρμογή επί των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων που κηρύχθηκαν προ της ισχύος του, εφόσον,όπως έχει κριθεί (ΣτΕ 433/1972, 857, 2529/1973, 2086,2607/1975, 1648/1978, 864/1979) η δικαστική απόφαση περί καθορισμού της αποζημιώσεως εκδόθηκε μετά την θέση τούτου σε ισχύ (15.11.1968). Δεν καταλαμβάνει συνεπώς, η διάταξη αυτή, κατά την ως άνω άποψη, την περίπτωση που ο προσωρινός προσδιορισμός της αποζημιώσεως είχε ήδη χωρέσει προ της 15-11-1968 (ΣτΕ 2529/1973, 864/1979).
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι με το από [ΒΔ] 25-06-1960 βασιλικό διάταγμα (ΦΕΚ 97/Δ/1960) ρυμοτομήθηκε ακίνητο, εμβαδού 147 m2 που φέρεται να ανήκει στην αιτούσα εν μέρει προς διάνοιξη οδού και εν μέρει για την δημιουργία κοινοχρήστου χώρου. Με την πράξη 1934/01-11-1984 του Πολεοδομικού Γραφείου Θεσσαλονίκης περί αναλογισμού αποζημιώσεως οικοπέδων υποχρεώθηκε η Π.Σ., ιδιοκτήτρια ομόρου ακινήτου να αποζημιώσει την αιτούσα. Με την απόφαση 545/1968 του Προέδρου Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης που δημοσιεύθηκε στις 10-10-1968 καθορίστηκε προσωρινή τιμή μονάδας, αποζημιώσεως σε 500 δραχμές ανά m2 ο Δήμος Θεσσαλονίκης, που ενδιαφερόταν για την επίσπευση της διαδικασίας κατέθεσε το σχετικό ποσό στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Η σχετική ανακοίνωση δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ 46/Δ/1969) η δε αιτούσα ανέλαβε στις 23-09-1969 το γραμμάτιο συστάσεως παρακαταθήκης και εισέπραξε, στη συνέχεια το ως άνω ποσό. Με την απόφαση 1176/1972 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης που επικυρώθηκε με την απόφαση 63/1973 του Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οριστική τιμή μονάδας του ακινήτου της αιτούσης προσδιορίστηκε σε ύψος υπερτριπλάσιο του αρχικού (18.000 δραχμές ανά m2). Την διαφορά μεταξύ προσωρινής και οριστικής αποζημιώσεως δεν κατέβαλε ούτε η ως άνω υπόχρεος Π. Σ., ούτε οι διάδοχοί της. Η αιτούσα, αρχικά με την από 17-06-1987 αίτησή της προς τον Υπουργό Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και, στην συνέχεια, με την από 04-08-1987 αίτησή της προς τον αρμόδιο, κατ άρθρο 1 παράγραφος 2 του προεδρικού διατάγματος 183/1986 (ΦΕΚ 70/Α/1986), για την έγκριση τροποποιήσεων του ρυμοτομικού σχεδίου, Νομάρχη Θεσσαλονίκης, ζήτησε, κατ' επίκληση του άρθρου 21 παράγραφος 3 του συνταγματικού κειμένου του 1968, την διαπίστωση της αυτοδίκαιης άρσεως της επίμαχης απαλλοτριώσεως λόγω της κατά τα άνω μη καταβολής της διαφοράς μεταξύ προσωρινής και οριστικής αποζημιώσεως μέσα σε 18 μήνες από την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως που προσδιόρισε την τελευταία. Ήδη, η αιτούσα ζητεί την ακύρωση της σιωπηρής αρνήσεως της Διοικήσεως να ικανοποιήσει το αίτημά της. Υπό τα ως άνω δεδομένα, η υπόθεση εμπίπτει καταρχήν στο πεδίο εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 21 παράγραφος 3 του συνταγματικού κειμένου του 1968. Κι αυτό, γιατί κατά την έναρξη ισχύος τούτου (15-11-1968) είχε μεν χωρέσει ο καθορισμός της προσωρινής αποζημιώσεως της απαλλοτριώσεως, χωρίς όμως αυτή να έχει παρακατατεθεί ή καταβληθεί, με αποτέλεσμα, ελλείψει συντελέσεως της απαλλοτριώσεως αυτής, η αιτούσα να εξακολουθεί να παραμένει ιδιοκτήτρια του ακινήτου. Εν όψει, όμως, της αντιθέτου μέχρι τούδε νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας και ιδίως του Αρείου Πάγου (βλέπε ΑΠ 18/1988), ως προς την έννοια της ως άνω συνταγματικής διατάξεως, το Τμήμα κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί, σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 4 του προεδρικού διατάγματος 18/1989 (ΦΕΚ 8/Α/1989) στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου, ούτως ώστε, αν γίνει δεκτή η άποψη του Τμήματος, να παραπεμφθεί το ζήτημα στο αρμόδιο για άρση της σχετικής αμφισβητήσεως Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (ΑΕΔ 16/1983).