Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
Αριθμός 287/1993
Το Συμβούλιο της Επικρατείας
Τμήμα Ε
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 11-05-1992 με την εξής σύνθεση: Μ. Δεκλερής, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Ε' Τμήματος, Κ. Μενουδάκος, Σ. Ρίζος, Σύμβουλοι, Α. Ράντος, Μ. Καραμανώφ, Πάρεδροι. Γραμματέας η Γ. Σακελλαρίου, Γραμματέας του Ε' Τμήματος.
Δια να δικάσει την από 15-12-1987 αίτηση:
Της Ομόρρυθμης Εταιρείας με την επωνυμία __________ που εδρεύει στην Αθήνα (__________), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Κωνσταντίνο Γραμμένο (Αριθμός Μητρώου 2688), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, που παρέστη με τον Ηλία Παπαδόπουλο, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Παρέδρου Α. Ράντου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αιτούσης ομόρρυθμης εταιρείας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, που ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη,
Είδε τα σχετικά έγγραφα και
Σκέφθηκε κατά το νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχουν καταβληθεί τα κατά νόμο τέλη και το παράβολο (γραμμάτια υπ' αριθμούς 930233, 930234, 930235 έτους 1987 του Ταμείου Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών).
2. Επειδή, με τα υπ' αριθμούς 1027/1956 και 2594/1956 συμβόλαια του συμβολαιογράφου Αθηνών Δημήτριου Παπαρρίζου, ο __________ αγόρασε δύο γειτονικά οικόπεδα με πρόσωπο στις οδούς Λένορμαν, Θεμισκύρας και Λεβιδίου των Αθηνών. Στο ένα από αυτά, επί των οδών Λένορμαν και Θεμισκύρας, ανήγειρε, δυνάμει των υπ' αριθμών 734/1957 και 8604/1958 οικοδομικών αδειών του Πολεοδομικού Γραφείου Αθηνών, διώροφη οικοδομή, με το υπ' αριθμόν δε 11067/1961 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Ευάγγελου Σπυρόπουλου μεταβίβασε από αυτήν οριζόντιες ιδιοκτησίες με ποσοστό εξ αδιαιρέτου επί του όλου οικοπέδου σε τρίτους. Το έτος 1963 έλαβε από το Γραφείο Πολεοδομίας Αθηνών την υπ' αριθμόν Δ734/1963 νέα άδεια οικοδομής προς μετατροπή και επέκταση της παλαιάς, παρουσίασε δε, για την λήψη της αδείας αυτής ως ενιαίο οικόπεδο τα δύο οικόπεδα, εκ των οποίων το ένα θα αποτελούσε τον κατά νόμο υποχρεωτικώς αφετέο αναγκαίο χώρο της οικοδομής. Το κατά τα ανωτέρω υποδειχθέν ως ακάλυπτος χώρος οικόπεδο μεταβιβάσθηκε, με το υπ' αριθμόν 37/1974 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Σοφίας Βελέντζα, σε τρίτον, με τον τρόπο δε αυτόν μειώθηκε ο ακάλυπτος χώρος της οικοδομής κάτω των νομίμων ορίων. Επί του τελευταίου αυτού οικοπέδου ανεγέρθη, δυνάμει της υπ' αριθμόν 1238/1975 αδείας της Υπηρεσίας Πολεοδομίας Αθηνών, οικοδομή, η οποία, με το υπ' αριθμόν 951/1983 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Βύρωνος Ζαχαρόπουλου, μεταβιβάσθηκε σε τρίτο, ενώ οι απομείνασες από την αρχική οικοδομή αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες μετά του αναλογούντος ποσοστού του οικοπέδου μεταβιβάσθηκαν, με το υπ' αριθμόν 3442/1985 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Β. Αργυριάδου, από τον κληρονόμο του εν τω μεταξύ αποβιώσαντος __________, στην αιτούσα ομόρρυθμη εταιρεία.
Η αιτούσα εζήτησε την 19-02-1987 άδεια αλλαγής χρήσεως και οικοδομικών εργασιών (διαρρυθμίσεων) για τα περιελθόντα σ' αυτήν τμήματα της αρχικής οικοδομής, και, όταν η διοίκηση αρνήθηκε την χορήγηση της αδείας αυτής λόγω του ότι η οικοδομή, ως εκ της διαπιστωθείσης απώλειας του ακαλύπτου της χώρου, είχε καταστεί, κατά την άποψη της αρχής, αυθαίρετη, εζήτησε, με την από 27-03-1987 αίτηση, την ανάκληση της οικοδομικής αδείας του νεωτέρου κτίσματος και την κατεδάφισή του, προκειμένου να αποκατασταθεί ο ακάλυπτος χώρος της οικοδομής της.
Εις απάντηση, εξεδόθη η υπ' αριθμόν πρωτοκόλλου 9556/1244/1987 απόφαση της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Αθηνών, με την οποία διαπιστώνεται ότι είναι αυτοδικαίως άκυρες τόσο η μεταβίβαση του ακαλύπτου χώρου που έγινε με το ανωτέρω υπ' αριθμόν 37/1974 συμβόλαιο, όσο και η μεταγενέστερη δικαιοπραξία που έγινε επί του οικοπέδου αυτού (υπ' αριθμόν 951/1983 συμβόλαιο), αλλά και η προς την αιτούσα μεταβίβαση των υπολοίπων ποσοστών της αρχικής οικοδομής (υπ' αριθμόν 3442/1985 συμβόλαιο).
Με την κρινομένη αίτηση, η αιτούσα ζητεί, μετ' εννόμου συμφέροντος, την ακύρωση της πράξεως αυτής. Την αυτή ημέρα εξεδόθη και η υπ' αριθμόν πρωτοκόλλου οίκοθεν 16783/2390/1987 απόφαση της αυτής αρχής, με την οποία ανεκλήθη η υπ' αριθμόν 1238/1975 οικοδομική άδεια για το επί του υποδειχθέντος αρχικώς ως ακαλύπτου χώρου ανεγερθέν κτίσμα.
3. Επειδή, με τις διατάξεις των παραγράφων 2 έως 4 του άρθρου 2 του νομοθετικού διατάγματος 690/1948, κατ' επίκληση των οποίων εξεδόθη η προσβαλλόμενη πράξη, ορίζεται ότι:
{2. Οσάκις εκ των κειμένων περί σχεδίων πόλεων διατάξεων ... η τήρησις ορισμένων ακαλύπτων αποστάσεων μεταξύ των ορίων του οικοπέδου και της οικοδομής ή ποσοστού του οικοπέδου ακαλύπτου υπό οικοδομής, απαγορεύεται ή μετά την ανέγερση της οικοδομής καθ' οιονδήποτε τρόπον μεταβίβασις της κυριότητος μέρους του οικοπέδου κατά τρόπον καθιστώντα το εφ' ου η οικοδομή οικόπεδον μη άρτιο ή μειώνοντας τις ακάλυπτες αποστάσεις ή το ακάλυπτο ποσοστόν κάτω του επιβεβλημένου ελαχίστου ορίου.
3. Πάσα δικαιοπραξία εν ζωή η αιτία θανάτου έχουσα αντικείμενον απαγορευόμενη κατά τις προηγούμενες παραγράφους μεταβίβαση κυριότητος είναι αυτοδικαίως και εξ υπαρχής απολύτως άκυρος.
4. Αποκλειστικώς αρμοδία ν' αποφαίνεται εις τις περιπτώσεις της παραγράφου 2 εάν πρόκειται περί απαγορευόμενης μεταβιβάσεως εν εκάστη περιπτώσει, είναι η πολεοδομική υπηρεσία, εν περιπτώσει δ' ενστάσεων κατά της αποφάσεως αυτής, ο Υπουργός των Δημοσίων Έργων.}
Κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, οι δυνάμενοι αυτών εκδιδόμενες πράξεις με τις οποίες η διοίκηση διαπιστώνει την συνδρομή των πραγματικών προϋποθέσεων επελεύσεως της προβλεπομένης από τον νόμο έννομης συνέπειας της ακυρότητας των σχετικών δικαιοπραξιών -επιφυλασσομένης βεβαίως πάντοτε της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων να αποφανθούν τελικώς επί της διαφοράς -είναι εκτελεστές διοικητικές πράξεις υποκείμενες σε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. (παράβαλε ΣτΕ 182/1974, 2367/1952).
Περαιτέρω, η προβλεπομένη από τις ως άνω διατάξεις προσφυγή ενώπιον του Υπουργού Δημοσίων Έργων, μη περικλειόμενη από προθεσμία, δεν συνιστά ενδικοφανή προσφυγή και, επομένως, η μη άσκησή της δεν κωλύει την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση, στρεφόμενη κατά πράξεως της πολεοδομικής υπηρεσίας εκδοθείσης δυνάμει των ως άνω διατάξεων, ασκουμένη και κατά τα λοιπά παραδεκτώς, είναι εξεταστέα κατ' ουσίαν.
4. Επειδή, τόσο κατά το άρθρο 4 παράγραφος 1 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού του 1955 (από 09-08-1955 βασιλικό διάταγμα (ΦΕΚ 226/Α/1955)), όσο και κατά το άρθρο 4 παράγραφος 1 του προϊσχύσαντος Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού του 1973 (νομοθετικό διάταγμα 8/1973, (ΦΕΚ 124/Α/1973)) και το άρθρο 2 παράγραφοι 12 και 13 του ισχύσαντος Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού (νόμος 1577/1985 (ΦΕΚ 210/Α/1985)), προκειμένου να θεωρηθεί ότι συνεχόμενη έκταση εδάφους αποτελεί, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, ένα οικόπεδο, πρέπει αυτή να συνιστά ενιαία ιδιοκτησία, υπό την έννοια ότι, σε περίπτωση περισσότερων συνιδιοκτητών ολόκληρη η έκταση ανήκει σε όλους εξ αδιαιρέτου και μάλιστα κατά το αυτό ποσοστό στον καθένα (παράβαλε ΣτΕ 46/1990, 4895/1988, 2469/1982 κ.α.).
Περαιτέρω, κατά την έννοια των αυτών διατάξεων, ερμηνευόμενων σε συνδυασμό προς τις διατάξεις του νομοθετικού διατάγματος 690/1948 που μνημονεύθηκαν στην προηγουμένη σκέψη, σε περίπτωση που χορηγείται οικοδομική άδεια για οικόπεδο, το οποίο εμφανίζεται από τον αιτούμενο την άδεια ως ενιαίο, ενώ τούτο, κατά τους σχετικούς τίτλους ιδιοκτησίας είναι πράγματι διηρημένο και ανήκει κατά το ένα μεν τμήμα του εις περισσότερους εξ αδιαιρέτου, κατά το δε έτερο τμήμα του καθ' ολοκληρίαν σε ένα εκ των συνιδιοκτητών τούτων χρησιμεύον ως ακάλυπτος χώρος της οικοδομής, και εν συνεχεία, το τελευταίο τούτο τμήμα μεταβιβάζεται ως αυτοτελές οικόπεδο και ανεγείρεται επ' αυτού, δυνάμει άλλης οικοδομικής αδείας, νέα οικοδομή, τότε, συνέπεια των πράξεων τούτων είναι ότι η οικοδομική άδεια που χορηγήθηκε για το εμφανισθέν ως ενιαίο, αποτελούμενο δε πράγματι από δύο αυτοτελή, οικόπεδο είναι μη νόμιμη και ανακλητέα, όχι δε και ότι η μεταβίβαση του αυτοτελούς αυτού οικοπέδου ή του οικοπέδου επί του οποίου έχει ανεγερθεί αρχική οικοδομή είναι αυτοδικαίως άκυρες. Τούτο, διότι οι ως άνω διατάξεις του νομοθετικού διατάγματος 690/1948 εφαρμόζονται, κατά το γράμμα των, μόνον επί μη νομίμου, υπό την ως άνω έννοια, κατατμήσεως ενιαίου οικοπέδου, όχι δε και επί μεταβιβάσεως αυτοτελούς μεν κατά τον Γενικό Οικοδομικό Κανονισμό οικοπέδου, εμφανισθέντος δε απλώς ως ενιαίου οικοπέδου, δεδομένου, άλλωστε ότι η κρίση της Διοικήσεως περί του ενιαίου του οικοπέδου χωρεί αντικειμενικώς, επί τη βάσει των προσαγομένων τίτλων ιδιοκτησίας, και δεν εξαρτάται από τις δηλώσεις και τις ενέργειες των ενδιαφερομένων.
5. Επειδή, εν προκειμένω, με την προσβαλλόμενη πράξη έγινε δεκτό ότι, υπό τα προεκτεθέντα πραγματικά περιστατικά, συνέτρεχε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 2 του νομοθετικού διατάγματος 690/1948 και αυτοδίκαιας ακυρότητας των σχετικών δικαιοπραξιών κατατμήσεως και μεταβιβάσεως των τμημάτων που απετέλεσαν το παρουσιασθέν αρχικώς ως ενιαίο οικόπεδο. Η κρίση όμως αυτή είναι μη νόμιμη διότι, εν όψει των ανωτέρω γενομένων δεκτών περί της έννοιας των σχετικών διατάξεων, οι ως άνω μεταβιβάσεις δεν ήσαν αυτοδικαίως άκυρες, ήταν όμως μη νόμιμη και ανακλητέα η επί τη βάσει ανακριβούς παραστάσεως περί του χαρακτήρος του οικοπέδου ως ενιαίου εκδοθείσα υπ' αριθμόν Δ734/1963 οικοδομική άδεια.
Συνεπώς, η κρινομένη αίτηση, κατά τα βασίμως με αυτήν προβαλλόμενα ως προς την έλλειψη ακυρότητας των μεταβιβαστικών συμβολαίων, πρέπει να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη.
Δια Ταύτα
Δέχεται την κρινομένη αίτηση.
Ακυρώνει την υπ' αριθμόν πρωτοκόλλου 9556/1244/1987 απόφαση της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Αθηνών, κατά το σκεπτικό.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου.
Επιβάλλει εις βάρος του Δημοσίου την δικαστική δαπάνη της αιτούσης, η οποία ανέρχεται στο ποσό των 28.000 δραχμών.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 02-07-1992 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 23-02-1993.