Απόφαση Συμβουλίου της Επικρατείας 2676/90

ΣτΕ 2676/1990


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Αριθμός 2676/1990

 

Το Συμβούλιο της Επικρατείας

 

Τμήμα Δ

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 12-06-1990, με την εξής σύνθεση: Μ. Μουζουράκης, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Δ'. Τμήματος, Κ. Γ. Χαλαζωνίτης, Σ. Χαραλαμπίδης, Σύμβουλοι, Φ. Αρναούτογλου, Δ. Αλεξανδρής, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Παπαδοπούλου.

 

Για να δικάσει την από 29-09-1988 αίτηση:

 

του __________, κατοίκου Θρακομακεδόνων Αττικής (οδός Γρεβενών __________), ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Δημήτριο Μαντά (αριθμός μητρώου 3975/1990), που τον διόρισε στο ακροατήριο, κατά του Υπουργού Γεωργίας, ο οποίος παρέστη με τον Δ. Παπαγεωργόπουλο, Πάρεδρο της Διοικήσεως.

 

Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ' αριθμόν 2744/01-08-1988 πράξη του Δασάρχου Καπανδριτίου.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Παρέδρου Φ. Αρναούτογλου.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αιτούντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, που ζήτησε την απόρριψή της.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη και

 

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

 

Σκέφθηκε κατά το Νόμο

 

1. Επειδή για την κρινόμενη αίτηση έχουν κατατεθεί τα νόμιμα τέλη (διπλότυπα 6991074, 6991075/1988 του Ταμείου Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών) και το παράβολο (ειδικά έντυπα 987697, 1894298).

 

2. Επειδή με την αίτηση αυτή ζητείται εμπρόθεσμα η ακύρωση της πράξεως 2744/01-08-1988 του Δασάρχη Καπανδριτίου περί ανακλήσεως της όμοιας 20/15-02-1982, με την οποία έκταση που φέρεται να ανήκει στον αιτούντα είχε χαρακτηρισθεί ως αγρός.

 

3. Επειδή το άρθρο 12 του νόμου 998/1979 Περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας (ΦΕΚ 289/Α/1979) προβλέπει την χαρτογράφηση των δασών και των δασικών εκτάσεων της χώρας και τη σύνταξη δασικού χάρτη, ο οποίος, μετά την τήρηση ορισμένης διαδικασίας, κυρώνεται με απόφαση του Υπουργού Γεωργίας. Το άρθρο 13 του ίδιου νόμου ορίζει ότι στην Κεντρική Δασική Υπηρεσία καταρτίζεται και τηρείται δασολόγιο, στο οποίο καταχωρίζονται κατά νομούς τα δάση και οι δασικές εκτάσεις που εμφανίζονται στους δασικούς χάρτες. Τέλος το άρθρο 14 ορίζει τα εξής:

 

{1. Εάν δεν έχει καταρτισθεί εισέτι δασολόγιο, ο χαρακτηρισμός περιοχής τινός ή τμήματος της επιφανείας της γης ως δάσους ή δασικής εκτάσεως και ο καθορισμός των ορίων τούτων δια την εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος νόμου, ως και ο προσδιορισμός της κατηγορίας εις ην ανήκει δάσος ή δασική έκτασις κατά τις στο άρθρο 4 διακρίσεις, ενεργείται κατ' αίτηση οιουδήποτε έχοντος έννομο συμφέρον ή και αυτεπαγγέλτως δια πράξεως του κατά τόπον αρμοδίου δασάρχου.

 

2. Η κατά την προηγουμένη παράγραφο πράξις, ερειδόμενη επί σχετικής εισηγήσεως αρμοδίου δασολόγου και των τυχόν υφισταμένων στοιχείων φωτογραφήσεως και χαρτογραφήσεως της περιοχής ή παντός ετέρου σχετικού στοιχείου, δέον να είναι προσηκόντως αιτιολογημένη δι' αναφοράς εις την μορφολογία του εδάφους, το είδος, την σύνθεση, την έκταση της βλαστήσεως και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτής, τις τυχόν επελθούσας προσφάτους αλλοιώσεις ή καταστροφές, ως και εις παν έτερον χρήσιμο στοιχείον προς χαρακτηρισμό της εκτάσεως. Η πράξις αυτή κοινοποιείται εις τον υποβαλόντα την σχετική αίτηση ιδιώτη ή νομικό πρόσωπον ή δημοσία υπηρεσία, αποστέλλεται δε εις τον οικείον δήμο ή κοινότητα και εκτίθεται επί ένα μήνα με μέριμνα του δημάρχου ή προέδρου της κοινότητας εις το δημοτικόν ή κοινοτικό κατάστημα. Ανακοίνωσις περί της συντάξεως της ως άνω πράξεως και της αποστολής αυτής εις τον οικείον δήμο ή κοινότητα, μετά περιλήψεως του περιεχομένου της δημοσιεύεται εις δύο τουλάχιστον τοπικές εφημερίδες ή εις μίαν τοπική και μίαν εφημερίδα των Αθηνών ή της Θεσσαλονίκης.

 

3. Κατά της πράξεως του δασάρχου περί ης οι προηγούμενες παράγραφοι, επιτρέπονται αντιρρήσεις του νομάρχου, ως και παντός έχοντος έννομο συμφέρον φυσικού ή νομικού προσώπου, εντός δύο μηνών από της κατά τα ανωτέρω προς αυτό κοινοποιήσεως, η εφ' όσον δεν συντρέχει περίπτωσις κοινοποιήσεως, από της τελευταίας των κατά την προηγουμένη παράγραφο δημοσιεύσεων, ενώπιον της κατά το άρθρον 10 παράγραφος 3 επιτροπής του νομού, εις ον ευρίσκεται η υπό αμφισβήτηση έκτασις ή το μεγαλύτερο τμήμα αυτής. Η επιτροπή, ως και η δευτεροβάθμιος τοιαύτη, λαμβάνουσα υπ' όψιν τον σχετικό φάκελλο και τις προτάσεις του ενδιαφερομένου ως άνω ιδιώτη, νομικού προσώπου ή δημοσίας υπηρεσίας, δυναμένη δε και να διενεργήσει αυτοψία προς μόρφωση ασφαλέστερης γνώμης περί της υφισταμένης εν τη περιοχή καταστάσεως, αποφαίνεται αιτιολογημένα εντός τριμήνου προθεσμίας από της υποβολής των αντιρρήσεων.

 

4. Οι κατά την προηγουμένη παράγραφο αποφάσεις των επιτροπών, δι' ων χαρακτηρίζονται περιοχές τινές ή τμήματα αυτών ως δάση ή δασικές εκτάσεις, λαμβάνονται υποχρεωτικώς υπ' όψιν κατά την μεταγενεστέρα χαρτογράφηση και την σύνταξιν του δασολογίου της περιοχής ή κατά την συμπλήρωση αυτού, συμφώνως προς τα στα άρθρα 12 και 13 οριζόμενα.}

 

4. Επειδή οι προαναφερόμενες διατάξεις θεσπίζουν για πρώτη φορά ειδική ενδικοφανή διαδικασία για το χαρακτηρισμό μιας εκτάσεως ως δασικής ή μη, προς το σκοπό της επιλύσεως του σχετικού ζητήματος κατά τρόπο δεσμευτικό τόσο για τη Διοίκηση όσο και για τους ενδιαφερόμενους ιδιώτες. Η διαδικασία κινείται είτε αυτεπαγγέλτως από τον αρμόδιο δασάρχη είτε κατόπιν αιτήσεως από τον ενδιαφερόμενο ιδιώτη είτε κατόπιν παραπομπής του ζητήματος από δημόσια αρχή, σε κάθε όμως περίπτωση ο δασάρχης υποχρεούται να ακολουθήσει τη διαδικασία του νόμου και δεν έχει την ευχέρεια να διατυπώσει απλώς προσωπική αντίληψη πληροφοριακού χαρακτήρα.

 

Έτσι ο δασάρχης οφείλει να εκδώσει προσηκόντως αιτιολογημένη απόφαση, σύμφωνα με τα κριτήρια του νόμου, περαιτέρω δε υποχρεούται να κοινοποιήσει την απόφασή του στον υποβαλόντα τη σχετική αίτηση ιδιώτη ή δημόσια αρχή και να τηρήσει τις διατυπώσεις δημοσιότητας που προβλέπονται στο νόμο. Η απόφαση του δασάρχη τελειώνει ως διοικητική πράξη, από της εκδόσεως και αποστολής της στον ενδιαφερόμενο ιδιώτη ή τον οικείο οργανισμό τοπικής αυτοδιοικήσεως, μετά δε την κατά τον τρόπο αυτό τελείωση της πράξεως, δεν δικαιούται πλέον ο δασάρχης να επανέλθει επί της υποθέσεως ανακαλώντας ή τροποποιώντας την απόφασή του, η οποία υπόκειται μόνο εις ακύρωση ή μεταρρύθμιση από τις αρμόδιες επιτροπές κατά τη θεσπιζόμενη από το νόμο ενδικοφανή διαδικασία.

 

Λαμβανομένου όμως υπόψη του δεσμευτικού χαρακτήρα της αποφάσεως και της ανάγκης προστασίας των δασών, οι έννομες συνέπειες, ως προς το χαρακτηρισμό εκτάσεως ως δασικής ή μη, επέρχονται, κατά την ορθή έννοια και το σκοπό του νόμου, μόνον από της τηρήσεως όλων των διατυπώσεων δημοσιότητας, οπότε γίνεται ευρύτερα γνωστή η εξενεχθείσα κρίση και καθίσταται δυνατή η αμφισβήτησή της από τον οικείο Νομάρχη και τους τρίτους ενώπιον των αρμόδιων επιτροπών.

 

Έτσι η απόφαση του δασάρχη προσβάλλεται από τον ενδιαφερόμενο ιδιώτη στην πρωτοβάθμια Επιτροπή μέσα σε δύο μήνες από την κοινοποίησή της σε αυτόν, ενώ δεν δύναται να χρησιμοποιηθεί ενώπιον άλλης δημόσιας αρχής, όπου ανακύπτει ως προκριματικό το ζήτημα του χαρακτήρα της εκτάσεως, πριν από την τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας. Προς τούτο ο ενδιαφερόμενος ιδιώτης οφείλει να προσκομίσει ενώπιον της οικείας δημόσιας αρχής, όπου επικαλείται την απόφαση του δασάρχη, τα οικεία αποδεικτικά στοιχεία της τοιχοκολλήσεως και δημοσιεύσεως (βεβαίωση δημοτικής ή κοινοτικής αρχής, φύλλο Εφημερίδας), δυνάμενος και να επισπεύσει ο ίδιος τις διατυπώσεις δημοσιότητας σε περίπτωση αμέλειας του δασάρχη.

 

Οίκοθεν νοείται ότι, σε περίπτωση ανατροπής της αποφάσεως του δασάρχη από την πρωτοβάθμια ή δευτεροβάθμια επιτροπή, η τυχόν εκδοθείσα διοικητική πράξη από άλλη δημόσια αρχή επί τη βάσει της ακυρωθείσης ή τροποποιηθείσης αποφάσεως του δασάρχη, υπόκειται υποχρεωτικώς εις ανάκληση (ΣτΕ 1038/1988 - Ολομέλεια, παράβαλε και ΣτΕ 1330/1989, 1118/1990, 1119/1990).

 

Αν και κατά τη γνώμη ενός μέλους του Δικαστηρίου με αποφασιστική ψήφο, η τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας που διαγράφει το πιο πάνω άρθρο 14 παράγραφος 2 αποτελεί συστατικό στοιχείο για την υπόσταση της πράξεως του δασάρχη που αναγνωρίζει τον χαρακτήρα μιας εκτάσεως σαν δασικής ή μη (παράβαλε ΣτΕ 1803/1963, 2310/1978, 3414/1975, 2191/1982, 3456/1983, 3463/1985 κ.α.).

 

Πράγματι η πράξη αυτή, που αναφέρεται σ' ένα συνταγματικά προστατευόμενο αγαθό, αποτελεί την προϋπόθεση εκδόσεως κανονιστικών αποφάσεων, των δασικών αστυνομικών διατάξεων που προβλέπουν τα άρθρα 66 και 105 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 86/1969 και την πραγματική βάση για την εφαρμογή διατάξεων του ποινικού δικαίου, του άρθρου 71 του νόμου 998/1979 που προβλέπει ποινικές κυρώσεις (φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών) για την παράνομη εκχέρσωση δασικών εκτάσεων. Μόνο μετά την τήρηση των διατυπώσεων αυτών, που είναι συνυφασμένες με την υπόσταση της πράξεως, δεν μπορεί αυτή ν' ανακληθεί ή τροποποιηθεί από το δασάρχη, αλλά υπόκειται σε αμφισβήτηση στις Επιτροπές του άρθρου 10 παράγραφος 3 του πιο πάνω νόμου από τον Νομάρχη και κάθε τρίτο που έχει συμφέρον. Γιατί η αναγνώριση του δασικού χαρακτήρα μιας εκτάσεως δεν είναι υπόθεση που αφορά μόνο την Διοίκηση και τον ενδιαφερόμενο ιδιώτη, αλλά το κοινωνικό σύνολο και μάλιστα όχι μόνο την γενιά που υπάρχει αλλά και την επερχόμενη. Έτσι οι έννομες συνέπειες της πράξεως αυτής επέρχονται μετά την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας των αντιρρήσεων ή, εφ' όσον υποβλήθηκαν αντιρρήσεις, από την απόφαση της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων. Τόσο η ανάγκη προστασίας των δασών, όσο και η ασφάλεια του δικαίου, επιβάλλουν την επέλευση των εννόμων συνεπειών του χαρακτηρισμού μιας εκτάσεως ως δασικής ή μη από την έκδοση της τελευταίας αυτής αποφάσεως, δεδομένου ότι, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 14 του νόμου αυτού, οι αποφάσεις των εν λόγω Επιτροπών λαμβάνονται υποχρεωτικά υπ' όψιν κατά την μεταγενέστερη χαρτογράφηση και την σύνταξη του δασολογίου της περιοχής. Η ερμηνεία αυτή διασφαλίζει τον σκοπό του νομοθέτη και αποτρέπει τη δημιουργία από ενδιαφερόμενους ιδιώτες πραγματικών καταστάσεων που η ανατροπή τους θα είναι δυσχερής ή και ανέφικτη, όταν θα εκδοθεί η απόφαση της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής.

 

5. Επειδή, ενόψει της παραπάνω γνώμης που επικράτησε, το Δικαστήριο κρίνει ότι, μετά την κοινοποίηση της αποφάσεως του δασάρχη στον ενδιαφερόμενο ιδιώτη, δεν επιτρέπεται ανάκληση αυτής από το δασάρχη ακόμη και για τυπικούς λόγους νομιμότητας, παρά μόνον προσφυγή από τον οικείο Νομάρχη στην πρωτοβάθμια επιτροπή μετά την τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας. Αν και, κατά τη γνώμη του ως άνω μειοψηφούντος μέλους του Δικαστηρίου, δεν αποκλείεται η ανάκληση της αποφάσεως του δασάρχη για οποιοδήποτε νόμιμο λόγο.

 

6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, ο Δασάρχης Καπανδριτίου με την υπ' αριθμόν 20/15-02-1982 πράξη του, που απηύθυνε στον αιτούντα, του γνώρισε, σε απάντηση αιτήσεώς του, ότι, όπως διαπιστώθηκε κατόπιν αυτοψίας και φωτοερμηνείας, έκταση 5.000 m2 στην θέση Πρωί-Σάλεση Βαρνάβα (που φέρεται να του ανήκει) δεν αποτελεί δάσος ή δασική έκταση κατά την έννοια του άρθρου 3 του νόμου 998/1979, παρά αγρό. Η πράξη αυτή, εκδοθείσα υπό την ισχύ του άρθρου 14 του νόμου 998/1979, δεν δύναται να χαρακτηρισθεί ως απλό πληροφοριακό έγγραφο που εκφράζει τις προσωπικές απόψεις του δασάρχη, αλλά είναι απόφαση που επιλύει αμφισβήτηση περί τον δασικό χαρακτήρα της εκτάσεως κατ' εφαρμογήν της διατάξεως αυτής. Και ναι μεν η προαναφερόμενη απόφαση δεν φέρεται να έχει τοιχοκολληθεί και δημοσιευθεί, κατά τις διατυπώσεις του νόμου, οπότε δεν επάγεται έννομες συνέπειες, πλην μετά την κοινοποίησή της στον αιτούντα δεν υπέκειτο εις ανάκληση από το δασάρχη, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Επομένως, δεν είναι νόμιμη η ανάκληση της αποφάσεως αυτής με την προσβαλλόμενη απόφαση του Δασάρχη.

 

7. Επειδή, για τον λόγο αυτό, που βάσιμα προβάλλεται, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, παρέλκει δε ως αλυσιτελής η έρευνα των λοιπών προβαλλομένων λόγων ακυρώσεως.

 

Δια ταύτα

 

Δέχεται την αίτηση.

 

Ακυρώνει την απόφαση 2744/01-08-1988 του Δασάρχη Καπανδριτίου, κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό.

 

Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου, και Επιβάλλει στο Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη του αιτούντος, που ανέρχεται σε 28.000 δραχμές.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 13-06-1990 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 17-07-1990.

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.