Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
Αριθμός 2247/1990
Το Συμβούλιο της Επικρατείας
Ολομέλεια
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 16-03-1990, με την εξής σύνθεση: Β. Μποτόπουλος, Πρόεδρος, Π. Αθανασοπούλου, Σ. Σπηλιωτόπουλος, Τ. Κούνδουρος, Κ. Γ. Χαλαζωνίτης, Γ. Κοσμάς, Ν. Παπαδημητρίου, Μ. Βροντάκης, Σ. Χαραλαμπίδης, Γ. Παναγιωτόπουλος, Φ. Στεργιόπουλος, Ν. Ντούβας, Γ. Σταυρόπουλος, Σύμβουλοι, Π. Κοτσώνης, Α. Χριστοφορίδου, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Φ. Καμπάνης.
Για να δικάσει την από 03-05-1985 αίτηση, η οποία παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της 1931/1989 αποφάσεως του Δ' Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, για να επιλύσει το εις την απόφαση αυτή αναφερόμενο ζήτημα:
του __________, κατοίκου Αθηνών (__________), ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Μιχάλη Κυριλλόπουλο (Αριθμός Μητρώου 193/1990), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά των Υπουργών: 1) Οικονομικών και 2) Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, οι οποίοι παρέστησαν με τον Σωτήρη Παπαγεωργακόπουλο, Πάρεδρο της Διοικήσεως.
Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθεί το Ε1/5121/1985 έγγραφο του Νομάρχη Αχαΐας και κάθε άλλη συναφής πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου, Μ. Βροντάκη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αιτούντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο των Υπουργών, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως ακυρώσεως έχουν καταβληθεί τα νόμιμα τέλη και το παράβολο (5080060 και 5080061/1985 διπλότυπα εισπράξεως του Ταμείου Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών, 298425 και 370126/1985 γραμμάτια παραβόλου).
2. Επειδή με την αίτηση αυτή, ζητείται η ακύρωση:
α) της παραλείψεως των Υπουργών Οικονομικών και Υγείας και Πρόνοιας να προβούν, κατόπιν της από 09-01-1985 αιτήσεως του αιτούντος (πρωτοκολληθείσης αντιστοίχως στο Υπουργείο Οικονομικών υπ' αριθμόν Α/446/13/1985 και στο Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας υπ' αριθμόν 110/1985), στην άρση αναγκαστικής απαλλοτριώσεως ακινήτου του, στη θέση Γλαύκος της πόλεως Πατρών, κηρυχθείσης δια της αποφάσεως Τ3980/7469/1973 των Υπουργών Οικονομικών και Κοινωνικών Υπηρεσιών περί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως κτημάτων προς τον σκοπόν της στεγάσεως αθίγγανων του Συνοικισμού Αγίας Αικατερίνης Πατρών (ΦΕΚ 265/Δ/1973), και
β) της πράξεως Ε1/5121/1985 του Νομάρχη Αχαΐας, με την οποία εδόθη αρνητική απάντηση στο υποβληθέν δια της ανωτέρω αιτήσεως του αιτούντος αίτημα άρσεως της ρηθείσης αναγκαστικής απαλλοτριώσεως.
Το αίτημα τούτο είχε ως επαλλήλους βάσεις ότι:
1) Ναι μεν η δια της αποφάσεως 1739/1974 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών προσωρινώς ορισθείσα αποζημίωση για την επίδικη απαλλοτρίωση παρακατατέθηκε εντός της νομίμου προθεσμίας, δεν συνέβη όμως τούτο και προκειμένου περί της οριστικώς ορισθείσης αποζημιώσεως δια της αποφάσεως 350/1975 του Εφετείου Πατρών, επελθούσης εξ αυτού του λόγου αυτοδίκαιας άρσεως της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, περί του οποίου γεγονότος πρέπει να εκδοθεί διοικητική πράξη, βεβαιούσα τούτο.
2) Παρ' όλον ότι προ της κηρύξεως της επιδίκου απαλλοτριώσεως η Διοίκηση είχε θεωρήσει τον αιτούντα ως κύριο του απαλλοτριωθέντος ακινήτου, τον οποίον και κάλεσε δια του εγγράφου Ε5120/1972 του Νομάρχη Αχαΐας προς συζήτηση με αντικείμενο την αγορά του ακινήτου τούτου, δια της απαλλοτριωτικής πράξεως θεώρησε το εν λόγω ακίνητο φερόμενο ως ανήκον στο Δημόσιο. Συγχρόνως δε προς την παρακατάθεση της δικαστικώς ορισθείσης αποζημιώσεως, προέβαλε ανύπαρκτα δικαιώματα του Δημοσίου επί του μεγίστου μέρους του απαλλοτριωθέντος ακινήτου, και τοιουτοτρόπως παρεμπόδισε την ακώλυτη ανάληψη της παρακατατεθείσης αποζημιώσεως, που κατέστη δυνατή για τον αιτούντα κατόπιν διεξαγωγής μακρού δικαστικού αγώνος, μετά πάροδο δεκαετίας, με αποτέλεσμα η εισπραχθείσα αποζημίωση, λόγω του μεγάλη πληθωρισμού κατά τον διαδραμόντα χρόνο, να μην είναι πλέον πλήρης.
3) Ο σκοπός της κηρυχθείσης αναγκαστικής απαλλοτριώσεως δεν είναι νόμιμος και δεν πραγματοποιήθηκε ούτε μπορεί να πραγματοποιηθεί κατά νόμιμο τρόπο. Δια της κρινομένης αιτήσεως, όπως ρητώς εκτίθεται σ' αυτήν, προσβάλλεται η άρνηση της Διοικήσεως προς άρση της επιδίκου απαλλοτριώσεως εν σχέσει μόνον προς τη δεύτερη και την τρίτη των επαλλήλων βάσεων του ανωτέρω αιτήματος.
3. Επειδή επί της ενδίκου αιτήσεως εξεδόθη η απόφαση 1931/1989 του Δ' Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, δια της οποίας εκρίθη ότι α) η εκδίκαση της αιτήσεως αυτής ανήκει στο Συμβούλιο της Επικρατείας, μη συντρέχοντος δι' αυτήν απαραδέκτου και ειδικότερα παράλληλη προσφυγή κατά το άρθρο 11 παράγραφος 4 του νομοθετικού διατάγματος 797/1971 (ΦΕΚ 1/Α/1971), εφ' όσον τέτοια προσφυγή προβλέπεται μόνον επί προσβολής αρνήσεως της Διοικήσεως προς έκδοση πράξεως που βεβαιώνει αυτοδικαίως επελθούσα άρση αναγκαστικής απαλλοτριώσεως για τους οριζόμενους στις παραγράφους 1 και 2 του ως άνω άρθρου λόγους, περίπτωση όμως που δεν τίθεται προς κρίση δια της ενδίκου αιτήσεως, και β) η ως άνω πράξη του Νομάρχη Αχαΐας, που προέρχεται από όργανο στερούμενο αρμοδιότητος (κατ' άρθρο 1 του νομοθετικού διατάγματος 797/1971), προς κήρυξη και αντιστοίχως προς άρση της επιδίκου αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, και με την οποία εκφράζεται η γνώμη τούτου επί του μνησθέντος αιτήματος του αιτούντος, στερείται εκτελεστού χαρακτήρα και προσβάλλεται απαραδέκτως με την κρινόμενη αίτηση. Περαιτέρω δε, παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας προς επίλυση, λόγω μείζονος σπουδαιότητος, το τιθέμενο εν προκειμένω ζήτημα αν, συντελεσθείσης της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως δια της παρακαταθέσεως της δικαστικώς ορισθείσης αποζημιώσεως εντός της συνταγματικώς προβλεπομένης προθεσμίας, ασκεί επιρροή το τυχόν γεγονός της, μέχρι του χρόνου εισπράξεως της παρακατατεθείσης αποζημιώσεως παρά του δικαστικώς αναγνωρισθέντος ως δικαιούχου αυτής ή ως κυρίου του απαλλοτριωθέντος ακινήτου κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, επελθούσης οιασδήποτε μεταβολής της αξίας του απαλλοτριωθέντος ακινήτου, συνεπεία υποτιμήσεως του νομίσματος.
4. Επειδή κατά το άρθρο 17 του Συντάγματος του 1952, όπως συμπληρώθηκε δια του άρθρου 4 της Συντακτικής Πράξεως της 1/1974 (ΦΕΚ 213/Α/1974) που επανέθεσε τούτο σε ισχύ και υπό το κράτος του οποίου εξεδόθη η ορίσασα προσωρινώς την αποζημίωση για την επίδικη αναγκαστική απαλλοτρίωση απόφαση 1739/1974 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, η υπό του Δικαστηρίου οριζόμενη για κηρυχθείσα αναγκαστική απαλλοτρίωση αποζημίωση, η οποία σε επείγουσα περίπτωση μπορεί να ορισθεί και προσωρινώς, καταβάλλεται υποχρεωτικώς εντός έτους από της εκδόσεως της δικαστικής αποφάσεως, άλλως η απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως. Κατά δε το άρθρο 17 του ισχύοντος Συντάγματος του 1975, υπό το κράτος του οποίου εξεδόθη η ορίσασα οριστικώς την αποζημίωση για την επίδικη αναγκαστική απαλλοτρίωση απόφαση 350/1975 του Εφετείου Πατρών, η δικαστικώς οριζόμενη για κηρυχθείσα αναγκαστική απαλλοτρίωση αποζημίωση, που μπορεί να ορισθεί και προσωρινώς, πρέπει ν' ανταποκρίνεται:
{προς την αξίαν του απαλλοτριούμενου κατά τον χρόνον της ενώπιον του δικαστηρίου συζητήσεως περί προσωρινού προσδιορισμού της αποζημιώσεως. Επί απ' ευθείας αιτήσεως περί οριστικού προσδιορισμού της αποζημιώσεως λαμβάνεται υπ' όψιν η αξία κατά τον χρόνον της περί τούτου συζητήσεως ενώπιον του δικαστηρίου} (παράγραφος 2).
Περαιτέρω δε εις το αυτό άρθρο ορίζεται ότι:
{η ορισθείσα αποζημίωσις καταβάλλεται υποχρεωτικώς το βραδύτερο εντός ενός και ημίσεως έτους από της δημοσιεύσεως της αποφάσεως περί προσωρινού προσδιορισμού της αποζημιώσεως, επί απ' ευθείας δε αιτήσεως περί οριστικού προσδιορισμού της αποζημιώσεως, από της δημοσιεύσεως της περί τούτου αποφάσεως του δικαστηρίου, άλλως η απαλλοτρίωσις αίρεται αυτοδικαίως} (παράγραφος 4 εδάφιο γ').
Εξάλλου υπό του άρθρου 11 παράγραφος 1 του νομοθετικού διατάγματος 797/1971 ορίζεται ότι:
{Αναγκαστική απαλλοτρίωσις, μη συντελεσθείσα, κατά τα εν άρθρο 7 παράγραφος 1 του παρόντος οριζόμενα, εντός ενός και ημίσεως έτους από της εκδόσεως της δικαστικής αποφάσεως που προσδιορίζει προσωρινώς ή οριστικώς την αποζημίωση, θεωρείται ως αυτοδικαίως ανακληθείσα...}
Υπό δε του άρθρου 7 παράγραφος 1 του νομοθετικού διατάγματος τούτου ορίζεται ότι:
{Συντέλεσις της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως ακινήτου, επιφέρουσα κτήση της κυριότητος... παρά του υπέρ ου η τοιαύτη απαλλοτρίωσις, επέρχεται από της εις τον δικαιούχο καταβολής της προσδιορισθείσης προσωρινώς ή οριστικώς αποζημιώσεως, κατά τα άρθρα 18 και επόμενα του παρόντος, ή από της δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως δημοσιεύσεως της γενομένης εις το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, κατά το άρθρο 8 του παρόντος καταθέσεως της αποζημιώσεως ταύτης...}
Τέλος, υπό του άρθρου 27 του ιδίου νομοθετικού διατάγματος ρυθμίζονται τα της δικαστικής αναγνωρίσεως των δικαιούχων της αποζημιώσεως, δικαιουμένων εις είσπραξή της επί παρακαταθέσεως αυτής, κατά δε την παράγραφο 4 του άρθρου τούτου:
{Το δικαστήριον απέχει του να εκδώσει απόφαση περί αναγνωρίσεως ενός ή περισσότερων δικαιούχων της αποζημιώσεως:
α) Εάν εκ της διαδικασίας, ιδία μετά σχετική δήλωση του Δημοσίου, γενομένη επ' ακροατηρίω προκύπτει ότι πιθανολογούνται σφόδρα κυριότης ή έτερον εμπράγματο δικαίωμα τούτου επί του απαλλοτριωθέντος. Εν τοιαύτη περιπτώσει, τα εμπράγματα ταύτα δικαιώματα κρίνονται δικαστικώς κατά την τακτική διαδικασίαν, βάσει των οικείων διατάξεων του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, κατόπιν επί τούτο αγωγής του Δημοσίου ή παντός αξιούντος να αναγνωρισθεί δικαιούχος της αποζημιώσεως.
β) ...}
Εκ των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι δια της καταβολής ή της παρακαταθέσεως της δικαστικώς ορισθείσης αποζημιώσεως εντός της συνταγματικώς προβλεπομένης προθεσμίας, επέρχεται συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, αδιαφόρως της τυχόν επελθούσης κατά τον μεσολαβήσαντα από της δημοσιεύσεως της δικαστικής αποφάσεως περί καθορισμού της αποζημιώσεως μέχρι της καταβολής ή παρακαταθέσεως της αποζημιώσεως χρόνο μεταβολής της αξίας του απαλλοτριωθέντος ακινήτου (ΣτΕ 1989/1981, 2342/1980, 1895/1980, 3631/1979).
Περαιτέρω, συντελεσθείσης της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως δια της παρακαταθέσεως της δικαστικώς ορισθείσης αποζημιώσεως εντός της συνταγματικώς προβλεπομένης προθεσμίας, και εφ' όσον δεν μεσολάβησαν έκτακτα και εξαιρετικά γεγονότα που να επέφεραν ραγδαία υποτίμηση του νομίσματος και ως εκ τούτου εκμηδένιση της παρακατατεθείσης αποζημιώσεως, ουδεμία επιρροή ασκεί επί της συντελεσμένης απαλλοτριώσεως το τυχόν γεγονός της, μέχρι του χρόνου εισπράξεως της παρακατατεθείσης αποζημιώσεως παρά του δικαστικώς αναγνωρισθέντος ως δικαιούχου αυτής ή ως κυρίου του απαλλοτριωθέντος ακινήτου κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, επελθούσης για οποιοδήποτε λόγο οιασδήποτε μεταβολής της αξίας του απαλλοτριωθέντος ακινήτου, όπως συνεπεία υποτιμήσεως του νομίσματος, μηδάλλως δημιουργούμενης εξ αυτού του λόγου υποχρεώσεως της Διοικήσεως προς άρση της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως.
Κατά την γνώμη όμως ενός μέλους του Δικαστηρίου με αποφασιστική ψήφο και ενός Παρέδρου, οσάκις εξ ενεργειών της Διοικήσεως, κατέστη για τον ιδιοκτήτη του απαλλοτριωθέντος ακινήτου εφικτή η είσπραξη της παρακατατεθείσης αποζημιώσεως μόνον μετά πάροδο μακρού χρόνου, όπως όταν, συνεπεία προβολής υπ' αυτής δικαιωμάτων του Δημοσίου επί του απαλλοτριωθέντος ακινήτου, κατέστη για τον ιδιοκτήτη τούτου δυνατή η είσπραξη της παρακατατεθείσης αποζημιώσεως μόνον μετά διεξαγωγή μακρού δικαστικού αγώνος προς αναγνώριση αυτού ως ιδιοκτήτου του ακινήτου τούτου, κατά τον μεσολαβήσαντα δε χρόνο επήλθε ουσιώδης μεταβολή της αξίας του απαλλοτριωθέντος ακινήτου συνεπεία σημαντικής υποτιμήσεως του νομίσματος, η οποία απέφερε αντιστοίχως ουσιαστική μείωση της αγοραστικής αξίας της παρακατατεθείσης αποζημιώσεως, με επακόλουθο την άνευ οιασδήποτε υπαιτιότητας του εν λόγω ιδιοκτήτου αδυναμία αυτού να εισπράξει την προσήκουσα, κατά την εκτεθείσα συνταγματική διάταξη, αποζημίωση, είναι δυνατόν, εν όψει των σχετικών δεδομένων των αναγομένων στη συμπεριφορά της Διοικήσεως ν' ανακύψει νόμιμη υποχρέωση αυτής προς άρση της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως.
5. Επειδή, επιλυόμενου του παραπεμφθέντος ζητήματος, πρέπει η υπόθεση ν' αναπεμφθεί προς περαιτέρω εκδίκαση στο Δ' Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, συμφώνως προς την παράγραφος 3 του άρθρου 14 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 170/1973 (ΦΕΚ 229/Α/1973), όπως τούτο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 16 του νόμου [Ν] 702/1977 (ΦΕΚ 268/Α/1977).
Δια ταύτα
Επιλύει το παραπεμφθέν ζήτημα, κατά τα εκτιθέμενα στο αιτιολογικό, και
Αναπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο Α' Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 03-05-1990 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 26-06-1990.