Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
Αριθμός 2247/1990
Το Συμβούλιο της Επικρατείας
Τμήμα Α
Συγκείμενο εκ των μελών αυτού Δ. Μαργαρίτη, Αντιπροέδρου, Προέδρου του Α' Τμήματος, Φ. Κατζούρου, Α,δ. Τσαμπάση, Π. Ζ. Φλώρου, Γ. Παναγιωτοπούλου, Συμβούλων της Επικρατείας, Διονυσίου Μαρινάκη και Ν. Στάθη, Παρέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Συνεδρίασε δημοσία εν τω ακροατηρίω του τη 05-03-1990, παρούσης και της Γραμματέως του Α' Τμήματος Ειρήνη Καλλιούλη, δια να δικάσει την κατωτέρω εκτιθέμενη, υπόθεση επί τη από 06-12-1987 αιτήσει:
της εν Καισαριανή Αττικής (__________) εδρευούσης Ανωνύμου Εταιρείας υπό την επωνυμία __________, παραστάσης δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Κωνσταντίνου Μαρινάκη (4823), δυνάμει πληρεξουσίου,
κατά του εν Αθήναις εδρεύοντος Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων, παραστάντος δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Α. Δημητροπούλου (Αριθμός Μητρώου 1323), δυνάμει αποσπάσματος Πρακτικού του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού,
περί αναιρέσεως της υπ' αριθμόν 3030/1987 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Άκουσε τον εισηγητή, Συμβούλου της Επικρατείας Γ. Παναγιωτοπούλου, αναγνόντος και αναπτύξαντος την έκθεση αυτού.
Άκουσε τον πληρεξούσιο της αναιρεσειούσης, αναφερθέντος εις την εισήγηση και του πληρεξουσίου του αναιρεσίβλητου Οργανισμού, αιτησάμενου την απόρριψη της υπό κρίσιν αιτήσεως.
Είδε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, δια της υπό κρίσιν αιτήσεως, δια την άσκηση της οποίας κατεβλήθησαν τα νόμιμα τέλη, εκδοθέντων των υπ' αριθμών 929845 και 929846 του έτους 1987 διπλοτύπων εισπράξεως του Ταμείου Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών και το κατά νόμον παράβολον (υπ' αριθμούς 1524328 και 1524329 του έτους 1987 ειδικά έντυπα παραβόλου), ζητείται η αναίρεσις της υπ' αριθμόν 3030/1987 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Δια της αποφάσεως ταύτης απερρίφθη προσφυγή της αναιρεσειούσης εταιρείας, η οποία δια της από 24-11-1983 συμβάσεως, συναφθείσης μεταξύ αυτής και του Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων, αποτελούντος, κατά τον νόμο (άρθρο 1 παράγραφος 1 του αναγκαστικού νόμου [Ν] 627/1968 (ΦΕΚ 266/Α/1968)) νομικό πρόσωπον δημοσίου δικαίου, είχε αναλάβει την εκτέλεσιν του έργου οικοδομικές εργασίες και Η/Μ εγκαταστάσεις του 16ου Δημοτικού Σχολείου Νέας Ιωνίας. Δια της προσφυγής αυτής η εν λόγω εταιρεία είχε ζητήσει α) την ακύρωση της σιωπηρής απορρίψεως εκ μέρους του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων της από 03-06-1986 αιτήσεως θεραπείας, στρεφόμενης κατά της υπ' αριθμόν Φ.473.2/5719/1986 αποφάσεως του Διευθυντού - Συντονιστού του Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων, δια της οποίας το μεν είχε απορριφθεί ένστασις της εταιρείας ταύτης κατά αποφάσεως του Προϊσταμένου της Διευθύνσεως Κατασκευών του Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων περί κηρύξεως της εν λόγω εταιρείας ως εκπτώτου εκ της εκτελέσεως του ανωτέρω έργου, το δε είχε κληθεί αυτή όπως εντός τακτής προθεσμίας απομακρύνει τα υλικά της εκ του εργοταξίου και β) όπως αναγνωρισθεί ότι η επικυρωθείσα δια της μνησθείσης, υπ' αριθμ. Φ.473.2/5719/1986, αποφάσεως του Διευθυντού - Συντονιστού του Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων απόφασις περί κηρύξεως της εκπτώσεως της εταιρείας ταύτης είναι παράνομος και άκυρος ή, άλλως, ότι η εν λόγω εταιρεία δεν υπόκειται εις τις οικονομικές και ηθικές συνεπείας της εκ του ανωτέρω έργου εκπτώσεώς της.
2. Επειδή, νομίμως εχώρησε η επ' ακροατηρίου συζήτησις της παρούσης υποθέσεως ενώπιον του Α' Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας υπό επταμελή σύνθεση κατόπιν της από 07-07-1988, ειδικής προς τούτο, πράξεως του Προέδρου του Τμήματος τούτου.
3. Επειδή, η υπό κρίσιν αίτησις, νομοτύπως και εμπροθέσμως ασκηθείσα, τυγχάνει τύποις δεκτή και περαιτέρω ερευνητέα.
4. Επειδή, το νομοθετικό διάταγμα [Ν] 1266/1972 (ΦΕΚ 198/Α/1972), υπό των διατάξεων του οποίου διέπεται η ανωτέρω μεταξύ της αναιρεσειούσης εταιρείας και του Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων συναφθείσα σύμβασις, εις το άρθρο 16 ορίζει ότι:
{1. Κατά πάσης πράξεως της Διευθυνούσης Υπηρεσίας, κρινομένης υπό του αναδόχου του έργου ως βλαπτικής εννόμου συμφέροντος αυτού, χωρεί ένστασις. Εκτός αν άλλως ορίζεται εις ειδικές περιπτώσεις υπό του παρόντος Νομοθετικού Διατάγματος ή των εις εκτέλεσιν αυτού εκδιδομένων Βασιλικών Διαταγμάτων, η ένστασις ασκείται εντός ανατρεπτικής προθεσμίας 15 ημερών από της καθ' οιονδήποτε τρόπον επιδόσεως στον ανάδοχο της πράξεως, δια καταθέσεως εις το Γραφείον της Διευθυνούσης Υπηρεσίας.
2. Εκτός αν άλλως ορίζεται εις συγκεκριμένες περιπτώσεις, η ένστασις απευθύνεται εις την ιεραρχικώς προϊσταμένη της Διευθυνούσης Υπηρεσίας αρχήν. Η αρμοδία αρχή υποχρεούται όπως αποφανθεί επί της ενστάσεως εντός δύο μηνών από της καταθέσεως ταύτης.
3. Εν περιπτώσει διαφωνίας του ενισταμένου προς την κατά την προηγούμενη παράγραφο απόφαση ή εν περιπτώσει παρελεύσεως απράκτου της κατά την αυτήν παράγραφο διμήνου προθεσμίας, ο ανάδοχος του έργου ασκεί εντός ανατρεπτικής προθεσμίας τριών μηνών από της κοινοποιήσεως σε αυτόν της επί της ενστάσεώς του αποφάσεως ή της απράκτου παρελεύσεως της διμήνου προθεσμίας αίτηση θεραπείας. Αίτησις θεραπείας ασκείται επίσης, χωρίς να απαιτείται...
7. Επί πάσης αιτήσεως θεραπείας αποφαίνεται ο Υπουργός Δημοσίων Έργων μετά γνώμη του Τεχνικού Συμβουλίου εντός προθεσμίας τριών μηνών από της εις αυτόν επιδόσεως της αιτήσεως θεραπείας.
8. ...
9. Εάν αυτός που άσκησε την αίτηση δεν αποδέχεται την απόφαση του Υπουργού Δημοσίων Έργων ή εάν ο Υπουργός δεν αποφανθεί εντός τριμήνου από της επιδόσεως εις αυτόν της αιτήσεως θεραπείας, δικαιούται αυτός που άσκησε την αίτηση να προσφύγει εις την διαδικασίαν του επομένου άρθρου 10. ...}
Περαιτέρω, εις την παράγραφο 4 του επομένου περί δικαστικής επιλύσεως των διαφορών άρθρου 17 του αυτού νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1266/1972 προβλέπεται ότι:
{Εν διαφωνία του αναδόχου προς τον κύριον του έργου ή εν διαφωνία του κυρίου του έργου προς τις αποφάσεις της Εποπτευούσης Αρχής, οσάκις ούτος δεν είναι το Δημόσιον, αλλά έτερον νομικό πρόσωπον, υπαγόμενο εις το παρόν, προηγείται υποχρεωτικώς της ενώπιον του Εφετείου ασκήσεως της προσφυγής και επί ποινή απαραδέκτου αυτής αίτησις θεραπείας, κατά τις διατάξεις του προηγουμένου άρθρου. Η εις το Εφετείον προσφυγή ασκείται...}
Τέλος, κατά την περί εκπτώσεως του αναδόχου διάταξη του άρθρου 44 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 475/1976 Περί εκτελέσεως του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1266/1972 περί εκτελέσεως των δημοσίων έργων (ΦΕΚ 172/Α/1976), ως η διάταξις αυτή τροποποιήθηκε δια του άρθρου 12 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 724/1979 (ΦΕΚ 217/Α/1979):
{1. Ο ανάδοχος του έργου, ο οποίος δεν εκπληροί προσηκόντως τις εκ της συμβάσεως υποχρεώσεις του ή δεν συμμορφώνεται προς τις, συμφώνως προς την σύμβαση, εγγράφους εντολές της Διευθυνούσης Υπηρεσίας, δύναται να κηρυχθεί έκπτωτος της εργολαβίας δι' αποφάσεως του Προϊσταμένου της Διευθυνούσης Υπηρεσίας.
2. Της εκπτώσεως προηγείται κοινοποίησις εις τον ανάδοχο ειδικής προσκλήσεως του προϊσταμένου της Διευθυνούσης Υπηρεσίας, ήτις μνημονεύει απαραιτήτως τις διατάξεις του παρόντος άρθρου και περιλαμβάνει συγκεκριμένη διατύπωση των αξιούμενων προς εκτέλεσιν υπό του αναδόχου ως και την προς τούτο προθεσμία. Η προθεσμία δέον να είναι εύλογος, εν σχέσει προς τα αξιούμενα προς εκτέλεσιν, πάντως δε ουχί μικροτέρα των 10 ημερών. Εις περίπτωσιν καθ' ην αξιώνεται η λήψις ...
3. Η ειδική πρόσκλησις και οι δια ταύτης τιθέμενες προθεσμίες δεν ανατρέπουν τις εκ της συμβάσεως υποχρεώσεις του αναδόχου δια την εμπρόθεσμο εκτέλεσιν των έργων ή τμημάτων αυτών και τις εκ της υπερβάσεως των προθεσμιών συνεπείας.
4. Η περί εκπτώσεως απόφασις εκδίδεται μετά την εκπνοή της εν τη ειδική προσκλήσει προθεσμίας, εφ' όσον ο ανάδοχος δεν συνεμορφώθη προς τα υπό ταύτης διατασσόμενα. Η απόφασις εκδίδεται εντός ανατρεπτικής προθεσμίας δύο μηνών από της εκπνοής της ανωτέρω εν τη ειδική προσκλήσει προθεσμίας. Από της κοινοποιήσεως της περί εκπτώσεως αποφάσεως διακόπτεται πάσα εργασία του εκπτώτου εργολάβου. Δια της αποφάσεως καλείται ο ανάδοχος ίνα, ... Η περί εκπτώσεως του αναδόχου απόφασις κοινοποιείται πάντοτε προς την Προϊσταμένη Αρχήν.
5. Η ένστασις κατά της αποφάσεως εκπτώσεως ασκείται ειδικώς εντός ανατρεπτικής προθεσμίας 10 ημερών από της κοινοποιήσεως της αποφάσεως. Η εμπροθέσμως ασκηθείσα ένστασις αναστέλλει κατά πάντα την απόφαση εκπτώσεως μέχρις εκδόσεως της επί της ενστάσεως αποφάσεως. Επί της ενστάσεως αποφαίνεται η Προϊσταμένη Αρχή, μετά γνώμη του αρμοδίου τεχνικού συμβουλίου εντός ανατρεπτικής προθεσμίας δύο μηνών από της καταθέσεως της ενστάσεως. Εκ της παρελεύσεως της προθεσμίας ταύτης απράκτου τεκμαίρεται ματαίωσις της εκπτώσεως.
6. ...}
5. Επειδή, δια της τελευταίας των εις την προηγουμένη σκέψη παρατεθεισών διατάξεων συνάγεται ότι η έκπτωσις του αναδόχου εκ της εργολαβίας, κηρυσσόμενη δι' αποφάσεως του Προϊσταμένου της Διευθυνούσης Υπηρεσίας, δύναται να χωρέσει λόγω είτε μη προσηκούσης εκπληρώσεως εκ μέρους του αναδόχου των εκ της συμβάσεως απορρεουσών υποχρεώσεών του, είτε μη συμμορφώσεως τούτου προς τις σύμφωνους προς τους όρους της συμβάσεως εγγράφους εντολές της Διευθυνούσης Υπηρεσίας. Προ της εκδόσεως της περί εκπτώσεως του αναδόχου αποφάσεως και δια το έγκυρο ταύτης, απαιτείται η προς τούτον κοινοποίησις ειδικής προσκλήσεως του Προϊσταμένου της Διευθυνούσης Υπηρεσίας, περιλαμβάνουσας απαραιτήτως, μεταξύ άλλων, τόσον τις αξιούμενες προς εκτέλεσιν εργασίας, όσον και την εύλογον προς εκτέλεσιν αυτών προθεσμία, η οποία δεν δύναται, κατ' αρχήν, να είναι μικροτέρα των 10 ημερών. Της τοιαύτης ειδικής προσκλήσεως ακολουθεί η έκδοσις της περί εκπτώσεως αποφάσεως, μόνον εάν ο ανάδοχος, μέχρι της εκπνοής της υπό της ειδικής προσκλήσεως ταχθείσης προς αυτόν προθεσμίας, η οποία, κατά τα εκτεθέντα, πρέπει να είναι εύλογος, δεν συνεμορφώθη προς τα υπό της εδικής προσκλήσεως ταύτης αξιούμενα και εφ' όσον η μη συμμόρφωσις τούτου οφείλεται εις αποκλειστική υπαιτιότητα αυτού και, συνεπώς, δεν συντρέχει η προϋπόθεσις αυτή, εάν η μη συμμόρφωσις τούτου οφείλεται εις συνυπαιτιότητα του κυρίου του έργου. Εκδοθείσης της περί εκπτώσεως του αναδόχου εκ της εργολαβίας αποφάσεως, ήτις συνεπάγεται την διακοπή πάσης εργασίας εκ μέρους του εκπτώτου εργολήπτη, ούτος δύναται να ασκήσει κατά της αποφάσεως αυτής εντός αποκλειστικής προθεσμίας 10 ημερών, αρχομένης από της προς αυτόν κοινοποιήσεως της αποφάσεως ταύτης, ένσταση, επί της οποίας αποφαίνεται εντός ανατρεπτικής προθεσμίας 2 μηνών από της καταθέσεως της ενστάσεως η Προϊσταμένη Αρχή και δια της οποίας δύναται να προβληθεί οιαδήποτε πλημμέλεια της εκπτώσεως, η διαδικασία της οποίας ήρξατο δια της εκδόσεως της ειδικής προσκλήσεως και έληξε δια της εκδόσεως και κοινοποιήσεως της περί εκπτώσεως αποφάσεως.
Η προς άσκηση δε της ενστάσεως ταύτης προθεσμία, ως και η εμπρόθεσμος άσκησις της ενστάσεως αυτής αναστέλλει, ως προς πάσας τις συνεπείας της, την περί εκπτώσεως απόφαση μέχρις εκδόσεως αποφάσεως επί της εν λόγω ενστάσεως ή μέχρι της απράκτου παρόδου της ανωτέρω διμήνου προθεσμίας. Εκ τούτων παρέπεται ότι εις ένσταση υπόκειται μόνον η περί εκπτώσεως του αναδόχου εκ της εργολαβίας απόφασις, όχι δε και η ειδική πρόσκλησις, τις πλημμέλειας της οποίας δύναται ο ανάδοχος να προβάλει δια της ενστάσεώς του κατά της περί εκπτώσεώς του αποφάσεως. Τούτο είναι σύμφωνον όχι μόνον προς την γραμματική διατύπωση του ανωτέρω άρθρου 44 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 475/1976, το οποίον ρητώς προβλέπει και εξαντλητικά ρυθμίζει την ένσταση μόνον κατά της περί εκπτώσεως του αναδόχου εκ της εργολαβίας αποφάσεως, αλλά και προς τον σκοπόν του νόμου, επιδιώκοντας την, κατά το δυνατόν, ταχύτερη επίλυσιν των σχετικών προς την κήρυξη της εκπτώσεως του αναδόχου εκ της εργολαβίας διαφορών, δι' ον λόγον και η τελευταία αυτή διάταξις καθορίζει ειδικώς βραχύτερη προθεσμία ασκήσεως της ενστάσεως ταύτης, εν σχέσει προς την προθεσμία ασκήσεως ενστάσεως, την προβλεπόμενη υπό της παγίας ρυθμίσεως της προπαρατεθείσης παραγράφου 1 του άρθρου 16 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1266/1972, του σκοπού τούτου μη επιτυγχανόμενου μέσω πολύπλοκων και χρονοβόρων διοικητικών διαδικασιών.
Και ναι μεν δια της αυτής παραγράφου 1 του άρθρου 16 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1266/1972 προβλέπεται η άσκησις ενστάσεως κατά πάσης βλαπτικής των εννόμων συμφερόντων του αναδόχου πράξεως της Διευθυνούσης Υπηρεσίας, πλην εκ της διατάξεως ταύτης ουδόλως συνάγεται ότι κατ' εφαρμογήν αυτής η ειδική πρόσκλησις του ως άνω άρθρου 44 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 475/1976 υπόκειται εις ένσταση, διότι η εν λόγω ειδική πρόσκλησις, αυτή καθ' εαυτήν, δεν αποτελεί βλαπτική των εννόμων συμφερόντων του αναδόχου πράξη της Διευθυνούσης Υπηρεσίας, εφ' όσον μόνη η κοινοποίησις της ειδικής προσκλήσεως ταύτης δεν αρκεί, κατά τον νόμον, δια να επακολουθήσει, κατά πάσαν περίπτωσιν, η έκδοσις της περί εκπτώσεως αποφάσεως, δοθέντος ότι, κατά τα εκτεθέντα, της κοινοποιήσεως της ειδικής προσκλήσεως επακολουθεί η κήρυξις της εκπτώσεως του αναδόχου, όχι εις πάσαν περίπτωσιν, αλλά μόνον εάν ούτος εντός της υπό της ειδικής προσκλήσεως ταύτης ταχθείσης προθεσμίας, η οποία πρέπει να είναι εύλογος, δεν συμμορφωθεί προς τα υπό της ειδικής προσκλήσεως αξιούμενα και εφ' όσον η μη συμμόρφωσις τούτου οφείλεται εις αποκλειστική υπαιτιότητα αυτού. Αν και, κατά την γνώμη ενός των μετ' αποφασιστικής ψήφου μελών του δικαστηρίου και ενός των Παρέδρων, εφ' όσον, κατά το άρθρο 44 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 476/1976, η κοινοποίησις της ειδικής προσκλήσεως του Προϊσταμένου της Διευθυνούσης Υπηρεσίας δύναται, επί τη συνδρομή των αυτόθι οριζομένων ειδικότερων προϋποθέσεων, να ανάγει εις κήρυξη της εκπτώσεως του αναδόχου, η ειδική πρόσκλησις αυτή συνιστά, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 16 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1266/1972, προβλέπουσα την άσκηση ενστάσεως κατά πάσης βλαπτικής των εννόμων συμφερόντων του αναδόχου πράξεως της Διευθυνούσης Υπηρεσίας, βλαπτική των εννόμων συμφερόντων του αναδόχου πράξη της Διευθυνούσης Υπηρεσίας και, ως τοιαύτης, η ειδική πρόσκλησις υπόκειται, κατ' εφαρμογήν της τελευταίας ταύτης διατάξεως, εις ένσταση, η οποία είναι διάφορη της, κατ' άρθρο 44 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 475/1976, στρεφόμενης κατά της κηρύττουσας την έκπτωση εκ της εργολαβίας αποφάσεως ενστάσεως. Επομένως, κατά την γνώμη ταύτη, οι πλημμέλειες της εδικής προσκλήσεως δύνανται να προβληθούν μόνον δια της κατ' αυτής στρεφόμενης ενστάσεως και δεν δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενον της ενστάσεως κατά της αποφάσεως περί κηρύξεως της εκπτώσεως του αναδόχου.
6. Επειδή, εν προκειμένω, δια της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως γίνονταν, ειδικότερα, δεκτά τα εξής:
Δια της προμνησθείσης, μεταξύ της αναιρεσειούσης εταιρείας και του Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων, συμβάσεως περί εκτελέσεως του ανωτέρω έργου είχε συμφωνηθεί προθεσμία, εντός της οποίας έπρεπε να εκτελεσθεί το έργον τούτο, 540 ημερολογιακών ημερών από της εγκαταστάσεως του αναδόχου εις το έργον. Δεδομένου δε ότι η εγκατάστασις αυτή έλαβε χώραν την 30-01-1984, η εν λόγω προθεσμία έληξε την 25-07-1985. Η προθεσμία όμως αυτή παρετάθη δια της υπ' αριθμ. Φ.475.3/19376/1985 αποφάσεως του Διευθυντού-Συντονισμού του Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων κατά 91 ημερολογιακές ημέρες, της συνολικής προθεσμίας εκτελέσεως του εν λόγω έργου ανελθούσης, τοιουτοτρόπως, εις 631 ημερολογιακές ημέρες από της εγκαταστάσεως. Μετά την εκπνοή της ως άνω, κατά παράτασιν, προθεσμίας και ενώ η κατασκευή του ρηθέντος έργου ευρίσκετο εν εξελίξει, ο Προϊστάμενος της Διευθύνσεως Κατασκευών του Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων εξέδωσε την κατ' άρθρο 44 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 475/1976 ειδική πρόσκληση, η οποία κοινοποιήθηκε προς την αναιρεσείουσα εταιρεία την 07-11-1985. Δια της ειδικής προσκλήσεως ταύτης η αναιρεσείουσα εταιρεία καλείτο να εκτελέσει τις εξής κατηγορίες εργασιών:
1) Ολοκλήρωσις των υπολειπομένων εργασιών εις τα εσωτερικά και εξωτερικά επιχρίσματα,
2) ολοκλήρωσις της μονώσεως των δωμάτων των κτιρίων,
3) ολοκλήρωσις της επιστρώσεως των κλιμακοστασίων,
4) ολοκλήρωσις του τριψίματος των μωσαϊκών,
5) ολοκλήρωσις της υπόβασης και του δαπέδου των αποχωρητηρίων, ως και
6) ολοκλήρωσις δικτύου σωληνώσεων ΚΘ
Και δια μεν τις υπ' αριθμούς 1, 2 και 5 ως άνω κατηγορίες εργασιών ετάχθη επ' απειλή κηρύξεως εκπτώσεως εκ της εργολαβίας προθεσμία 20 ημερών από της κοινοποιήσεως της ειδικής προσκλήσεως, δια δε τις λοιπές κατηγορίες εργασιών προθεσμία 30 ημερών. Δοθέντος όμως ότι η αναιρεσιούσα εταιρεία δεν ολοκλήρωσε εντός των ως άνω προθεσμιών τις εν λόγω κατηγορίας εργασιών, ο Προϊστάμενος της Διευθύνσεως Κατασκευών του Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων εξέδωσε απόφαση περί κηρύξεως της εκπτώσεως της αναιρεσειούσης εταιρείας, την οποίαν κάλεσε να απομακρύνει εντός τακτής προθεσμίας εκ του εργοταξίου τα υλικά της. Κατά της αποφάσεως ταύτης, κοινοποιηθείσης προς την αναιρεσείουσα εταιρεία την 24-01-1986, αυτή άσκησε ένσταση, απορριφθείσα δια της υπ' αριθμόν Φ.473.2/5719/1986 αποφάσεως του Διευθυντού - Συντονιστού του Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων.
Κατά της τελευταίας ταύτης αποφάσεως η αναιρεσείουσα εταιρεία άσκησε ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων αίτηση θεραπείας, την λόγω απράκτου παρόδου τριμήνου απόρριψη της οποίας προσέβαλε δια της από 25-07-1986 προσφυγής της ενώπιον του δικάσαντος δικαστηρίου. Δια του δικογράφου της προσφυγής ταύτης η αναιρεσείουσα εταιρεία είχε ειδικώς ισχυρισθεί (υπ' αριθμόν 5, φύλλον 13, δευτέρα σελίδα και από 04-06-1987 δικόγραφο προτάσεων, υπ' αριθμόν ΙΙΙ, φύλλον 5, δευτέρα σελίδα) ότι οι εις ταύτη ταχθείσες δια της μνησθείσης ειδικής προσκλήσεως προθεσμίες δεν ήσαν ως απαιτεί η παράγραφος 2 του ανωτέρω άρθρου 44 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 475/1976, εύλογοι, εν σχέσει προς τα δια της ειδικής προσκλήσεως αυτής αξιούμενα.
Το δικάσαν Διοικητικό Εφετείον δια της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεώς του απέρριψε τον ανωτέρω ισχυρισμό, καθ' όσον ούτος δεν είχε προβληθεί δι' ενστάσεως, στρεφόμενης κατά της ειδικής προσκλήσεως, την οποίαν η αναιρεσείουσα εταιρεία θεώρησε ως πράξη βλαπτική του εννόμου συμφέροντός της.
7. Επειδή, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφασις, έχουσα το προεκτεθέν περιεχόμενον, ήτοι δεχθείσα ότι η, κατά το ως άνω άρθρο 44 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 475/1976, ειδική πρόσκλησις, ως πράξις της Διευθυνούσης Υπηρεσίας βλαπτική των εννόμων συμφερόντων του αναδόχου, υπόκειται, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 16 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1266/1972, εις ένσταση, η μη άσκησις της οποίας καθιστά απαράδεκτον, συμφώνως προς την ανωτέρω παράγραφο 4 του άρθρου 17 του αυτού νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1266/1972, την προβολή ενώπιον του οικείου Διοικητικού Εφετείου ισχυρισμού, αφορώντος εις πλημμέλειας της ειδικής προσκλήσεως ταύτης, βάσει δε της σκέψεως αυτής απορρίψασα τον κατά τα ανωτέρω προβληθέντα δια της προσφυγής της αναιρεσειούσης εταιρείας ισχυρισμό, είναι μη νόμιμος. Τούτο δε διότι η ειδική πρόσκλησις του άρθρου 44 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 475/1976 δεν υπόκειται, κατά τα εις τις προηγουμένως σκέψεις, εις ένσταση, οι πλημμέλειες δε της ειδικής προσκλήσεως ταύτης δύνανται να προβληθούν μόνον δια της στρεφόμενης κατά της σχετικής αποφάσεως περί κηρύξεως της εκπτώσεως του αναδόχου εκ της εργολαβίας ενστάσεως, την οποίαν προβλέπει η ανωτέρω παράγραφος 5 του άρθρου 44 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 475/1976. Συνεπώς, ο δια του δικογράφου της υπό κρίσιν αιτήσεως (υπ' αριθμόν ΙΙ, σελίδα 10) προβαλλόμενος σχετικός λόγος αναιρέσεως είναι δεκτός, ως νόμω βάσιμος. Αν και, κατά την μειοψηφήσασα, ως άνω, γνώμη, εφ' όσον η ειδική πρόσκλησις του Προϊσταμένου της Διευθυνούσης Υπηρεσίας υπόκειται εις την υπό της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1266/1972 προβλεπομένη ένσταση, η οποία είναι διάφορος της κατά την παράγραφο 5 του άρθρου 44 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 475/1976 ενστάσεως, της στρεφόμενης κατά της αποφάσεως περί κηρύξεως της εκπτώσεως του αναδόχου εκ της εργολαβίας, η παράλειψις ασκήσεως ενστάσεως κατά της ειδικής προσκλήσεως ταύτης καθιστά απαράδεκτον την προβολή ενώπιον του οικείου Διοικητικού Εφετείου δια της προσφυγής κατά τις περί εκπτώσεως αποφάσεως πλημμελειών, αφορωσών αποκλειστικώς εις την ειδική πρόσκληση. Επομένως, κατά την γνώμη ταύτη, νομίμως το δικάσαν δικαστήριον απέρριψε τον ανωτέρω ισχυρισμό της αναιρεσειούσης εταιρείας, ο δε δια της κρινομένης αιτήσεως προβαλλόμενος περί του αντιθέτου λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος, ως νόμω αβάσιμος.
8. Επειδή, κατά ταύτα, δεκτής καθισταμένης της υπό κρίσιν αιτήσεως δια τον προεκτεθέντα λόγον, δέον όπως η μεν προσβαλλόμενη απόφασις αναιρεθεί εν τω συνόλω της, της έρευνας των λοιπών προβαλλομένων λόγων αναιρέσεως παρελκούσης, ως αλυσιτελούς, η δε υπόθεσις, χρήζουσα διευκρινήσεως, ως προς το πραγματικό αυτής μέρος, παραπεμφθεί, συμφώνως προς την διάταξη της παραγρ. 2 του άρθρου 57 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 170/1973 (ΦΕΚ 229/Α/1973), ενώπιον του δικάσαντος δικαστηρίου προς νέα νόμιμο κρίσιν.
Δια ταύτα
Δέχεται την υπό κρίσιν αίτηση.
Αναιρεί την υπ' αριθμόν 3030/1987 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση εις το Διοικητικό Εφετείον Αθηνών, κατά τα εις το αιτιολογικό.
Διατάσσει την επιστροφήν του κατατεθέντος παραβόλου. Και,
Επιβάλλει εις τον Οργανισμό Σχολικών Κτιρίων την δικαστική δαπάνη της αναιρεσειούσης εταιρείας εκ δραχμών 28.000.
Εκρίθη και αποφασίσθηκε εν Αθήναις τη 08-03-1990, δημοσιεύθηκε δ' αυτόθι εν δημοσία συνεδριάσει τη 25-06-1990.