Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
Αριθμός 2235/1990
Το Συμβούλιο της Επικρατείας
Τμήμα Α
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 02-10-1989 με την εξής σύνθεση: Δ. Μαργαρίτης, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Α' Τμήματος, Α. Φαρμάκης, Λ. Οικονόμου, Γ. Παναγιωτόπουλος, Ν. Ντούβας, Σύμβουλοι, Β. Παπαευαγγέλου, Δ. Μαρινάκης, Πάρεδροι, Γραμματέας η Ειρήνη Καλλιούλη, Γραμματέας του Α' Τμήματος.
Για να δικάσει την από 26-05-1988 αίτηση:
του Υπουργού Εθνικής Άμυνας, ο οποίος παρέστη με τον Δ. Γριμάνη, Πάρεδρο της Διοικήσεως,
κατά της Ανώνυμης Τεχνικής Εταιρείας, με την επωνυμία __________, που εδρεύει στα Ιωάννινα, οδός __________, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Ιωάννη Βλαχογιάννη (Αριθμός Μητρώου 5442/1989), που τον διόρισε με πληρεξούσιο.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Υπουργός επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμόν 1123/1988 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Α. Φαρμάκη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος Υπουργού, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο της αναιρεσίβλητης εταιρείας, που ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη και,
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή δια την άσκηση της υπό κρίσιν αιτήσεως, η οποία εισάγεται προς συζήτησιν ενώπιον του Τμήματος υπό επταμελή σύνθεση λόγω σπουδαιότητος κατόπιν της υπ' αριθμόν 1297/1989 παραπεμπτικής αποφάσεως του αυτού Τμήματος υπό πενταμελή σύνθεση (άρθρο 16 παράγραφος 5 του νόμου [Ν] 702/1977, ως αντικαταστάθηκε δια του άρθρου 1 παράγραφος 6 του νόμου [Ν] 1470/1984), δεν απαιτείται η καταβολή τελών και παραβόλου.
2. Επειδή δια της αιτήσεως ταύτης ζητείται η αναίρεσις της υπ' αριθμόν 1123/1988 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, δια της οποίας, γενομένης εν μέρει δεκτής της από 01-04-1987 προσφυγής της αναιρεσίβλητου εταιρείας, εργολάβου του δημοσίου έργου Κατασκευή θωρακίσεως εκ των κυμάτων της θαλάσσης του διαδρόμου αεροδρομίου Σκύρου, Σ-10, εκρίθη ότι το Δημόσιον όφειλε:
α) να καταβάλει στην αναιρεσίβλητη εταιρεία ως υπόλοιπον εργολαβικού ανταλλάγματος, ποσόν δραχμών 30.090.081 εντόκως προς 25% από 18-12-1982 δια το ποσόν των δραχμών 11.590.000 και από 14-09-1984 δια το ποσόν των δραχμών 18.500.081 και
β) να επιστρέψει δύο εγγυητικές επιστολές υπέρ της αναιρεσίβλητου εταιρείας δια συνολικόν ποσόν δραχμών 1.800.000, τις οποίας ουχί νομίμως παρακρατεί.
3. Επειδή τοιούτον αντικείμενον έχουσα η υπό κρίσιν αίτησις, ήτοι στρεφόμενη κατ' αποφάσεως Διοικητικού Εφετείου αποφανθείσης επί διαφοράς που ανέκυψε κατά την εκτέλεσιν έργου του δημοσίου ανατεθέντος εις την αναιρεσίβλητη εταιρεία κατά τις διατάξεις του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1266/1972 (ΦΕΚ 198/Α/1972) και του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 475/1976 (ΦΕΚ 172/Α/1976), αφορώσης δε εις τον τρόπον υπολογισμού και την φύσιν των εκτελεσθεισών εργασιών και εντεύθεν του ύψους του οφειλομένου υπό του Δημοσίου εργολαβικού ανταλλάγματος, ασκείται παραδεκτώς από της απόψεως ταύτης συμφώνως προς τα άρθρα 1 παράγραφος 2 εδάφιο ι', 7 παράγραφος 1, 9 παράγραφος 1 εδάφιο γ' και 10 του νόμου [Ν] 1406/1983 (ΦΕΚ 182/Α/1983), το άρθρο 9 παράγραφος 4 του νόμου [Ν] 1649/1986 (ΦΕΚ 149/Α/1986) και το άρθρο 17 παράγραφοι 1 και 3 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1266/1972 (ΦΕΚ 198/Α/1972). (βλέπε και Ολομέλεια ΣτΕ 2655/1987).
4. Επειδή ως προς την προθεσμία ασκήσεως υπό της διαδίκου Διοικητικής Αρχής ή Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου του ενδίκου μέσου της αιτήσεως αναιρέσεως κατά των αποφάσεων των Τριμελών Διοικητικών Εφετείων, των εκδιδομένων κατά πρώτον και τελευταίον βαθμό κατ' εφαρμογήν του άρθρου 7 του νόμου [Ν] 1406/1983 επί διαφορών εκ διοικητικών συμβάσεων, εφ' όσον δεν έχει ορισθεί άλλως, εφαρμογήν έχει η διάταξις του άρθρου 53 παράγραφος 1 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 170/1973 Περί του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΦΕΚ 229/Α/1973), καθ' ην η προθεσμία αυτή των εξήντα ημερών άρχεται από της δημοσιεύσεως της καθ' ης η αναίρεσις αποφάσεως, μη εχούσης επί των περιπτώσεων τούτων εφαρμογήν της διατάξεως του άρθρου 184 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας (νόμος [Ν] 4125/1960), ως αυτή ισχύει αντικατασταθείσα δια του άρθρου 4 του νόμου [Ν] 221/1975 (ΦΕΚ 263/Α/1975), η οποία ορίζει ως αφετήριο της προθεσμίας γεγονός δια την άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως υπό του Δημοσίου την κοινοποίηση της αποφάσεως προς τούτο.
5. Επειδή, εν προκειμένω, η υπό κρίσιν αίτησις, κατατεθείσα εις την γραμματεία του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών την 31-05-1988, ήτοι την 61η ημέραν από της δημοσιεύσεως της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, γενομένης την 31-03-1988, ασκείται εμπροθέσμως, καθ' όσον η εξηκοστή ημέρα (30-05-1988) ήταν κατά νόμον εξαιρετέα (εορτή του Αγίου Πνεύματος - Δευτέρα της Πεντηκοστής). (Βλέπε τις παραγράφους 11 εδάφιο α' και 12 του άρθρου 1 της δια του νόμου [Ν] 1157/1981 (ΦΕΚ 126/Α/1981) - κυρωθείσης Πράξεως Νομοθετικού Περιεχομένου) συντρεχουσών δε και των λοιπών νομίμων προϋποθέσεων του τύποις παραδεκτού αυτής είναι εξεταστέα κατ' ουσίαν.
6. Επειδή το άρθρον 12 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1266/1972 Περί εκτελέσεως των Δημοσίων Έργων (ΦΕΚ 198/Α/1972) ορίζει μεταξύ άλλων ότι:
{1. Εάν η αρτιότης του έργου επιβάλλει την αύξηση εργασιών εις ποσότητας ανωτέρας των εν τη αρχική συμβάσει οριζομένων, εκτελούνται αυτές υποχρεωτικώς υπό του αναδόχου με τις συμβατικές τιμάς μονάδος, εφ' όσον η επερχόμενη αύξησις της δαπάνης δι' εκάστην ομάδα ομοειδών, κατά την περί τούτου δια του συμβατικού προϋπολογισμού διάκριση εργασιών δεν υπερβαίνει το εν τέταρτον (1/4) της αντιστοίχου, υπό του αρχικού προϋπολογισμού της συμβάσεως, προβλεπομένης δαπάνης. Δια την περίπτωσιν συμβάσεων συνομολογηθεισών κατά την στο εδάφιο β' της παραγράφου 6 του άρθρου 3 του παρόντος μέθοδο, το ποσοστόν τούτο υπολογίζεται επί του συνολικού χρηματικού αντικειμένου της συμβάσεως. Εάν η αύξησις των εργασιών συνεπάγεται αύξηση της δαπάνης πέραν του ως άνω ορίου, δικαιούται ο ανάδοχος του έργου να αρνηθεί την εκτέλεσιν των επί πλέον εργασιών, εκτός αν προ της εκτελέσεως αυτών χωρήσει ιδιαιτέρα συμφωνία μετά του κυρίου του έργου, ως προς τις τιμές μονάδος των υπέρ το όριο τούτο ποσοτήτων, συναπτόμενη κατόπιν συμφώνου γνώμης του Τεχνικού Συμβουλίου.
2. Εάν παραστεί ανάγκη εκτελέσεως νέων εργασιών μη προβλεπομένων υπό της συμβάσεως, ο ανάδοχος του έργου υποχρεούται να εκτελέσει αυτές αμειβόμενος δια κανονιζόμενων τιμών μονάδων αντιστοίχων προς τις νέες εργασίες, εφ' όσον η συνολική δαπάνη δια την εκτέλεσιν των νέων εργασιών δεν υπερβαίνει το εν τέταρτον (1/4) της συνολικής τοιαύτης του συμβατικού προϋπολογισμού. Εν περιπτώσει υπάρξεως παρεμφερών μονάδων εργασίας, ως νέες εργασίες δια τον υπολογισμό του ποσοστού τούτου νοούνται μόνον οι επί πλέον ή έλαττον εργασίες από της εγγύτερης συμβατικώς τιμολογηθείσας τοιαύτης, αθροιστικώς λαμβανόμενες. Πέραν του ως άνω ποσοστού εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της προηγουμένης παραγράφου.
3. Εν περιπτώσει καθ' ην παρίσταται ανάγκη εκτελέσεως εργασιών εις ποσότητας ανωτέρας των δια των προηγουμένων παραγράφων προσδιοριζομένων ορίων και δεν ήθελε χωρήσει συμφωνία μεταξύ κυρίου του έργου και αναδόχου δια την εκτέλεσιν των υπερσυμβατικών τούτων εργασιών, δικαιούται ο κύριος του έργου να περιορίσει το αντικείμενον της συμβάσεως κατά τα υπό της επομένης παραγράφου οριζόμενα ή και να διαλύσει ταύτη, πάντως δε να εκτελέσει τα λοιπά έργα δι' ετέρου αναδόχου ή καθ' οιονδήποτε άλλον πρόσφορο τρόπον, περιλαμβανομένης και της εκτελέσεως των εργασιών απολογιστικά δια του αναδόχου ή δι' υπεργολαβιών υποχρεωτικών δια τον ανάδοχο.
4. ...
5. ...
6. Τα του τρόπου συντάξεως και εγκρίσεως του κατά τροποποίηση προϋπολογισμού, τα του κανονισμού και εγκρίσεως τιμών μονάδος νέων εργασιών, τα της συμφωνίας κατά την παράγραφο 1 του παρόντος προς εκτέλεσιν υπό του αναδόχου εργασιών καθ' υπέρβαση του υποχρεωτικού δια τούτον ορίου, τα της συμβάσεως των υπεργολαβιών, τα της επί υπεργολαβιών ευθύνης και του τυχόν ποσοστού γενικών εξόδων και οφέλους υπέρ του αναδόχου του έργου και πάσα άλλη δια την εφαρμογήν του παρόντος άρθρου λεπτομέρεια καθορίζονται δια βασιλικού διατάγματος.}
Εξ άλλου, το προεδρικό διάταγμα [ΠΔ] 475/1976 (ΦΕΚ 172/Α/1976) εις εκτέλεσιν της ως άνω εξουσιοδοτήσεως όρισε, εις το άρθρον 2, ότι:
{1. Οι δημοπρασίες διενεργούνται βάσει εγκεκριμένης μελέτης κατά τα εν τη σχετική διακηρύξει οριζόμενα.
2. Η ως άνω μελέτη περιλαμβάνει πλην των τεχνικού περιεχομένου στοιχείων (διαγραμμάτων, τεχνικών υπολογισμών, τεχνικών προδιαγραφών κ.λ.π.) και του σχεδίου της διακηρύξεως και τα ακόλουθα τεύχη δημοπρατήσεως εν όλω ή εν μέρει αναλόγως προς το σύστημα δημοπρατήσεως.
α) Τεχνική περιγραφή.
β) Τιμολόγιον μελέτης.
γ) Προϋπολογισμό μελέτης.
δ) Συγγραφές υποχρεώσεων.
3. ...
4. Το τιμολόγιον περιέχει πλήρη περιγραφή εκάστου είδους εργασίας και τις τιμάς μονάδος των εργασιών ως και τυχόν τεχνικούς όρους αφορώντας εις την εφαρμογήν των τιμών, εάν αυτοί δεν περιλαμβάνονται εις την συγγραφή υποχρεώσεων...
5. Ο προϋπολογισμός μελέτης ελέγχεται πάντοτε υπό της υπηρεσίας προ της εγκρίσεως διεξαγωγής της δημοπρασίας, αναθεωρούμενος ή μη κατά την κρίσιν ταύτης, δέον δε να είναι απαλλαγμένος λογιστικών λαθών. Εάν παρά τούτο υφίστανται τοιαύτα λογιστικά λάθη εις τα γινόμενα των ποσοτήτων επί τις αντιστοίχους τιμάς ή εις τα αθροίσματα των δαπανών και τον υπολογισμό ή άθροιση του ποσοστού γενικών εξόδων, ο συμμετέχων εις την δημοπρασία εργολήπτης υποχρεούται να διορθώσει τα λογιστικά ταύτα λάθη του προϋπολογισμού μελέτης. Εις ανάλογη διόρθωση προβαίνουν και οι επιτροπές διαγωνισμών, ενεργούσες περαιτέρω επί του ούτω διορθωθέντος προϋπολογισμού της μελέτης. Ο προϋπολογισμός μελέτης περιλαμβάνει: α) Τις εκτελεστέας εργασίας, ως ακριβώς αυτές περιγράφονται στο τιμολόγιο κατ' είδος καταχωρούμενες κατά κατηγορίας εργασιών, τους αριθμούς των αντιστοίχων άρθρων του τιμολογίου, το είδος μονάδος και την ποσότητα εκάστου είδους εργασίας, την τιμήν μονάδος εκάστου είδους εργασίας, τις εξ αυτού προκύπτουσας κατά την μελέτη δαπάνες κατ' είδος εργασίας, και το άθροισμα των δαπανών κατά κατηγορία, εργασιών, συμβολιζόμενο δια του συμβόλου Σ. με δείκτη τον της αντιστοίχου κατηγορίας ως και το γενικόν άθροισμα του συνόλου των δαπανών συμβολιζόμενο δια του συμβόλου Σ. σ. Οι ως άνω κατηγορίες εις ας διαχωρίζεται ο προϋπολογισμός κατά την σύνταξιν και έγκριση των προς δημοπράτηση του έργου τευχών περιλαμβάνουν τις συγγενείς ή αποτελούσας την αυτήν ενότητα εργασίας προς εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 10 και της παραγράφου 4 του άρθρου 11 του παρόντος και δεν ταυτίζονται υποχρεωτικώς προς τις κατηγορίας και κεφάλαια των διατάξεων περί αναθεωρήσεως της συμβατικής αξίας των έργων. Εκάστη εκ των άνω κατηγοριών δύναται να διαχωρίζεται εις ομάδας ομοειδών εργασιών προς εφαρμογήν των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1266/1972. Ο διαχωρισμός εις ομάδας δέον να είναι σαφής εντός εκάστης Κατηγορίας. Δια να χαρακτηρισθεί το σύνολον κατηγορίας τινός ως ομάς δέον τούτο να αναγράφεται ρητώς δια της ενδείξεως Κατηγορία και ομάς. Εις Κατηγορία μη διαχωριζόμενη εις ομάδας ή μη χαρακτηριζόμενη κατά τα άνω ως μία ομάς, έκαστον κονδύλιον ταύτης αποτελεί ιδίαν ομάδα...}
Εις το άρθρον 31 ότι:
{1. Εάν κατά την κατασκευήν των έργων παραστεί ανάγκη εκτελέσεως νέας εργασίας, μη προβλεπομένης υπό του τιμολογίου της συμβάσεως, κανονίζεται δια ταύτη αντίστοιχος τιμή μονάδος. Ο κανονισμός των τιμών μονάδος νέων εργασιών γίνεται κατόπιν σχετικής αιτήσεως του αναδόχου περιλαμβάνουσας την αιτιολογία της αναγκαιότητας εκτελέσεως της νέας εργασίας, την εκ των πραγμάτων εκτιμώμενη έκταση αυτής εις φυσικές μονάδες και τον προσδιορισμό της αιτουμένης τιμής. Εφ' όλων των σημείων της κατά τα ανωτέρω αιτήσεως εισηγείται εγγράφως ο επιβλέπων, όστις επίσης δύναται να ζητήσει και οίκοθεν τον κανονισμόν τιμών μονάδος δια νέας εργασίας. Η τιμή κανονίζεται δια πρωτοκόλλου συντασσομένου υπό του Προϊσταμένου της διευθυνούσης Υπηρεσίας κατ' αντιπαράσταση του αναδόχου ή και εν απουσία αυτού, εάν ούτος κληθείς αρμοδίως δεν εμφανισθεί.
2. ...
3. ...
4. ...
5. ...
6. ...
7. Εάν ο ανάδοχος αρνηθεί την σύμπραξη δια την κατάρτιση του πρωτοκόλλου, τούτο κοινοποιείται εις αυτόν κατά τα υπό του άρθρου 19 οριζόμενα. Εις την περίπτωσιν ταύτη ως και εις την περίπτωσιν καθ' ην υπογράψει μετ' επιφυλάξεως το πρωτόκολλον, δικαιούται εις την υποβολή ενστάσεως κατά τις διατάξεις του άρθρου 16 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1266/1972.
8. Το πρωτόκολλον υποβάλλεται προς έγκριση παραχρήμα μεν εάν εγένετο ανεπιφυλάκτως αποδεκτό υπό του αναδόχου, μετά δε την υποβολή ενστάσεως ή την παρέλευσιν απράκτου της προς τούτο προθεσμίας εις πάσαν άλλη περίπτωσιν. Μετά του πρωτοκόλλου υποβάλλεται πάντοτε έκθεσις του προϊσταμένου της διευθυνούσης Υπηρεσίας, εις ην αιτιολογείται η ανάγκη της εκτελέσεως νέων εργασιών, ο τρόπος τιμολογήσεως αυτών, η επιλογή των προτεινομένων νέων μονάδων εργασιών και παν έτερον χρήσιμο στοιχείον. Εις πάσας τις περιπτώσεις κανονισμού τιμών μονάδος νέων εργασιών συντάσσεται μετά του πρωτοκόλλου απαραιτήτως και συγκριτικός πίνακας δια την ανάλογη τροποποίηση του προϋπολογισμού.
9. Οι κανονιζόμενες τιμές μονάδος υπόκεινται εις την έγκριση της προϊσταμένης αρχής αποφαινομένης μετά γνώμη του αρμοδίου τεχνικού συμβουλίου ...}
Εις το άρθρον 32 ότι:
{1. Εάν κατά την εκτέλεσιν των έργων παραστεί ανάγκη μεταβολής των κατά τον προϋπολογισμό της συμβάσεως ποσοτήτων εργασιών ή προσθήκης νέων εργασιών, συντάσσεται συγκριτικός πίνακας προσδιορίζων τις αναγκαίες μεταβολές των κονδυλίων και της αντιστοίχου δαπάνης. Εάν εις τον συγκριτικό πίνακα περιλαμβάνονται και εργασίες δια τις οποίας δεν υφίστανται τιμές μονάδος, συνοδεύεται ούτος και υπό πρωτοκόλλου κανονισμού τιμών μονάδος νέων εργασιών κατά το άρθρο 31 του παρόντος. Ο συγκριτικός πίνακας συντάσσεται υπό του προϊσταμένου της διευθυνούσης Υπηρεσίας κατ' αντιπαράσταση του αναδόχου ή και εν απουσία αυτού, εάν ούτος κληθείς δεν ενεφανίσθη. Οι δια του συγκριτικού πίνακα καθοριζόμενες εργασίες θα εκτελεσθούν με τις αυτές τιμές και τους αυτούς όρους της αρχικής συμβάσεως, εξαιρέσει των συμβατικών προθεσμιών, δι' ας εφαρμόζεται το άρθρον 36 του παρόντος.
2. Ο συγκριτικός πίνακας φέρει τις απαραίτητες στήλες που περιλαμβάνουν εν αντιστοιχία τα μεγέθη των ποσοτήτων και της δαπάνης α) του αρχικού προϋπολογισμού, β) του ισχύοντος προϋπολογισμού βάσει του εγκριθέντος προηγουμένου συγκριτικού πίνακα και γ) του προτεινομένου προϋπολογισμού βάσει του ήδη συντασσομένου συγκριτικού πίνακα. Ο συγκριτικός πίνακας φέρει επίσης στήλες που περιλαμβάνουν, α) ενδείξεις περί του είδους των εργασιών δια συνοπτικής περιγραφής αυτών, β) τις τιμάς μονάδος μετ' ενδείξεων του οικείου άρθρου του τιμολογίου της συμβάσεως ή των πρωτοκόλλων κανονισμού τιμών μονάδος νέων εργασιών και γ) τις εκ της συγκρίσεως των κονδυλίων του πρότερον ισχύοντος προϋπολογισμού και του προτεινομένου τοιούτου προκύπτουσας διαφοράς δαπάνης.
3. ...
4. ...
5. Οι διατάξεις των παραγράφων 7, 8 και 9 του προηγουμένου άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως και δια τις περιπτώσεις τροποποιήσεως του προϋπολογισμού κατά το παρόν άρθρον.
6. Δια του Συγκριτικού Πίνακα απαγορεύεται η επέκτασις των εργασιών εκτός του συμβατικού αυτών αντικειμένου ως και η αύξησις του συνολικού ποσού της συμβάσεως πέραν του 50%, μη συνυπολογιζομένης της αναθεωρήσεως...}
Εις δε το άρθρον 33 ορίζει ότι:
{1. Εάν η μεταβολή των ποσοτήτων του προϋπολογισμού συνεπάγεται αύξηση της δαπάνης του έργου μείζονα των στο άρθρο 12 παράγραφοι 1 και 2 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1266/1972 ορίων (υπερσυμβατικές εργασίες), ο ανάδοχος νοείται αποδεχθείς την εκτέλεσιν των υπερσυμβατικών εργασιών με τις ισχύουσες τιμές, παραιτούμενος πάσης αξιώσεως δια τις υπό τα ως όρια ποσότητας, εάν υπογράψει τον περιλαμβάνοντα τις εργασίας αυτές συγκριτικό πίνακα ανεπιφυλάκτως και δια τις σε αυτό ποσότητες.
2. Εάν ο ανάδοχος αρνιέται την εκτέλεσιν των υπέρ τα όρια της προηγουμένης παραγράφου εργασιών, υπογράφει τον συγκριτικό πίνακα μετ' επιφυλάξεως και δηλοί ρητώς τούτο δια της κατά του συγκριτικού πίνακα ενστάσεως. Ο ανάδοχος εις την ένστασή του δύναται να περιλάβει και πρόταση περί των αξιούμενων υπ' αυτού νέων τιμών δια την εκτέλεσιν των υπέρ τα υποχρεωτικά όρια ποσοτήτων.
3. Ο καθορισμός των υπό του αναδόχου υποχρεωτικώς εκτελεστέων ποσοτήτων εργασιών (όρια και ποσότητες) εκάστης μονάδος εντός του πλαισίου των υποχρεωτικών δια τον ανάδοχο ορίων αυξήσεως της παραγράφου 1 του άρθρου 12) του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1266/1972, γίνεται, εν περιπτώσει μη αποδεκτών υπό του αναδόχου υπερβάσεων των ορίων τούτων, μετ' εισήγηση της διευθυνούσης Υπηρεσίας υπό της προϊσταμένης Αρχής.
4. Επί υποβληθεισών κατά τις διατάξεις της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου προτάσεων του αναδόχου δια νέας τιμάς προς εκτέλεσιν των υπερσυμβατικών εργασιών, αποφαίνεται η προϊσταμένη Αρχή, ενδεχομένως μετά προηγούμενες διαπραγματεύσεις και πάντως μετά γνώμη του αρμοδίου τεχνικού συμβουλίου. Δια της εγκριτικής του σχετικού συγκριτικού πίνακα αποφάσεως καθορίζονται οι δι' εκάστην εργασίαν νέες τιμές και οι κατά τις διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου αντίστοιχοι όρια και ποσότητες πέραν των οποίων εφαρμόζονται αυτές, επιφερόμενων εις τον συγκριτικό πίνακα των σχετικών διορθώσεων.
5. Εν περιπτώσει απορρίψεως των προτάσεων του αναδόχου επί των νέων τιμών δια τις υπερσυμβατικές ποσότητες ή εν αρνήσει του αναδόχου προς εκτέλεσιν υπερσυμβατικών ποσοτήτων η προϊσταμένη Αρχή κατά την έγκριση του συγκριτικού πίνακα περιορίζει τις στο συγκριτικό πίνακα ποσότητας εντός των υποχρεωτικών δια τον ανάδοχο ορίων ή και διατάσσει την διάλυση της εργολαβίας, εάν διατηρούμενης ταύτης εν ενεργεία κρίνεται απρόσφορος η εκτέλεσις των λοιπών εργασιών. ...
6. ...
7. ...}
7. Επειδή εκ του συνδυασμού των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει:
1) ότι τα δημόσια έργα εκτελούνται επί τη βάσει εγκεκριμένης μελέτης, που περιλαμβάνει, πλην άλλων στοιχείων τεχνική περιγραφή του έργου, δια της οποίας προσδιορίζεται η φύσις, ο χαρακτήρ, η θέσις και η έκτασις του έργου, τιμολόγιον μελέτης, περιέχον πλήρη περιγραφή και την τιμήν μονάδος εκάστου είδους εργασίας, προϋπολογισμό μελέτης, εις τον οποίον καταχωρούνται οι εκτελεστέες εργασίες κατ' είδος, ποσότητα και κατηγορίας, το άθροισμα των δαπανών κατά κατηγορία εργασιών και το άθροισμα του συνόλου των δαπανών κατασκευής του έργου υπολογιζόμενα επί τη βάσει της ποσότητος των εκτελεστέων εργασιών και των τιμών του τιμολογίου, και συγγραφές υποχρεώσεων, εις τις οποίας περιλαμβάνονται οι γενικοί ή ειδικοί (οικονομικοί και κατασκευαστικοί) όροι εκτελέσεως του έργου, ως πάντα ταύτα διαμορφώνονται τελικώς δια της συμβάσεως κατασκευής του έργου,
2) ότι οσάκις η αρτιότης του εκτελούμενου έργου επιβάλλει την εκτέλεσιν εργασιών πέραν των προβλεπομένων υπό της συμβάσεως κατασκευής ποσοτήτων (αυξημένες εργασίες) ή νέων τοιούτων μη προβλεπομένων υπό της συμβάσεως ταύτης (νέες εργασίες), ο ανάδοχος του έργου υποχρεούται να εκτελέσει τις μεν αυξημένες εργασίες μέχρι ποσού ίσου προς το 1/4 της αξίας της αντιστοίχου προς την συμβατικώς προβλεπομένη εργασίαν ή ομάδα (ομοειδών) εργασιών αμειβόμενος βάσει των συμβατικών τιμών μονάδος, τις δε νέας εργασίας μέχρι ποσού ίσου προς το 1/4 της συνολικής δαπάνης του συμβατικού προϋπολογισμού αμειβόμενος εις την περίπτωσιν ταύτη βάσει κανονιζόμενων τιμών μονάδος,
3) ότι οσάκις παρίσταται ανάγκη εκτελέσεως εργασιών είτε της πρώτης είτε της δευτέρας κατηγορίας πέραν του ως άνω ορίου (1/4) η αξία αυτών εξευρίσκεται επί τη βάσει κανονιζόμενων νέων τιμών μονάδος,
4) ότι ο ως άνω κανονισμός τιμών μονάδος ενεργείται δια πρωτοκόλλου συντασσομένου είτε τη αιτήσει του αναδόχου είτε οίκοθεν υπό του προϊσταμένου της διευθυνούσης το έργον υπηρεσίας και εγκρινομένου υπό της προϊσταμένης αυτής αρχής μετά γνώμη του αρμοδίου τεχνικού συμβουλίου,
5) ότι μετά του ως άνω πρωτοκόλλου κανονισμού νέων τιμών μονάδος συντάσσεται υπό της διευθυνούσης το έργον υπηρεσίας συγκριτικός πίνακας, ο οποίος περιλαμβάνει τα μεγέθη των ποσοτήτων και της δαπάνης α) του αρχικού προϋπολογισμού, β) του ισχύοντος προϋπολογισμού βάσει του εγκριθέντος (τυχόν) προηγουμένου συγκριτικού πίνακα και γ) του προτεινομένου ήδη υπό του συγκριτικού τούτου πίνακα προϋπολογισμού, εγκρίνεται δε ομοίως υπό της προϊσταμένης της διευθυνούσης το έργον υπηρεσίας αρχής,
6) ότι ο ανάδοχος του έργου καλείται να παραστεί κατά την σύνταξιν του πρωτοκόλλου κανονισμού νέων τιμών μονάδος και του αντιστοίχου συγκριτικού πίνακα δικαιούμενος να ασκήσει σχετική ένσταση ενώπιον της προϊσταμένης της διευθυνούσης το έργον υπηρεσίας αρχής, εις την οποίαν να περιλάβει και πρόταση περί των αξιούμενων υπ' αυτού νέων τιμών δια την εκτέλεσιν των υπέρ τα υποχρεωτικά όρια ποσοτήτων και
7) ότι ο ανάδοχος υποχρεούται να εκτελέσει τις υπερσυμβατικές εργασίες (αμφοτέρων των ως άνω κατηγοριών) επί τη βάσει του συνταχθέντος δι' αυτές πρωτοκόλλου κανονισμού νέων τιμών μονάδος και του αντιστοίχου συγκριτικού πίνακα μόνον εάν αποδεχθεί τον κανονισμόν των τιμών ρητώς ή υπογράψει ανεπιφυλάκτως το πρωτόκολλον και τον συγκριτικό πίνακα.
Εκ των ανωτέρω παρέπεται ότι μετά την έγκριση υπό της προϊσταμένης της διευθυνούσης το έργον υπηρεσίας αρχής του συνταχθέντος και γενομένου αποδεκτού, ως άνω, πρωτοκόλλου κανονισμού νέων τιμών μονάδος και του αντιστοίχου συγκριτικού πίνακα δεν είναι δυνατή η αμφισβήτησις ουδέ πολλώ δε μάλλον η μονομερής μεταβολή των δεδομένων τούτων εκ μέρους του κυρίου του έργου ούτε εις περίπτωσιν εμφανίσεως ανάγκης εκτελέσεως περαιτέρω υπερσυμβατικών εργασιών και συντάξεως ετέρου πρωτοκόλλου κανονισμού νέων τιμών μονάδος και νέου συγκριτικού πίνακα, άνευ της συναινέσεως του αναδόχου, εφ' όσον τα δεδομένα ταύτα, διαμορφωθέντα τη συναινέσει αμφοτέρων των μερών, ανάγονται εις το συμβατικό μέρος της κατά τις διατάξεις του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1266/1972 και του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 475/1976 καταρτιζόμενης εργολαβικής σχέσεως, αποτελούν δε εν τοις πράγμασι στοιχεία καθοριστικά της περαιτέρω συναλλακτικής συμπεριφοράς εκατέρου των συμβαλλομένων κατά την εξέλιξη της σχέσεως ταύτης.
8. Επειδή, εξ άλλου, το άρθρον 14 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1266/1972 (ΦΕΚ 198/Α/1972) ορίζει ότι:
{1. Το κατασκευασθέν έργον παραλαμβάνεται προσωρινώς και οριστικώς. Η παραλαβή συντελείται δια της εγκρίσεως του σχετικού πρωτοκόλλου.
2. Δια της προσωρινής παραλαβής ελέγχονται ποσοτικώς και ποιοτικώς οι εκτελεσθείσες εργασίες.
3. Η οριστική παραλαβή διενεργείται μετά την προσωρινή παραλαβή και την παρέλευσιν του χρόνου εγγυήσεως, ελέγχεται δε εκ νέου κατά ταύτη η καλή κατάστασις των εκτελεσθεισών εργασιών.
4. Η προσωρινή παραλαβή διενεργείται εντός του κατά κατηγορία έργων δια βασιλικού διατάγματος καθοριζομένου χρόνου, αρχομένου από της βεβαιωμένης περατώσεως του έργου. Δια την διενέργειαν ταύτης απαιτείται η σύνταξις της τελικής επιμετρήσεως των εργασιών. Ταύτη συντάσσει ο ανάδοχος του έργου και υποβάλλει προς έλεγχο εντός των δια βασιλικών διαταγμάτων καθοριζομένων προθεσμιών. Υπέρβασις των προθεσμιών τούτων συνεπάγεται αντίστοιχο παράτασιν του χρόνου διενέργειας της προσωρινής παραλαβής.
5. Παρελθούσης απράκτου της κατά την προηγουμένη παράγραφο προθεσμίας προς διενέργειαν της προσωρινής παραλαβής, αυτή θεωρείται ως αυτοδικαίως συντελεσθείσα μετά πάροδο μηνός από της, μετά την εκπνοή της προθεσμίας, ειδικής περί τούτου οχλήσεως του αναδόχου προς διενέργειαν ταύτης.
6. Η οριστική παραλαβή θεωρείται αυτοδικαίως συντελεσθείσα εάν δεν διενεργηθεί εντός διμήνου από της λήξεως του χρόνου εγγυήσεως του έργου και μετά πάροδο 30 ημερών από της μετά ταύτα ειδικής οχλήσεως του αναδόχου δια την διενέργειαν αυτής.
7. Εφ' όσον προβλέπεται εις την σύμβαση ή αιτήσει του αναδόχου και εγκρίσει του κυρίου του έργου, δύναται να διενεργηθεί παραλαβή και αποπερατωθέντος τμήματος του έργου δεκτικού αυτοτελούς χρήσεως.
8. Η συντέλεσις της οριστικής παραλαβής αποτελεί την αφετηρία της κατά τις κείμενες διατάξεις παραγραφής των εκ της εργολαβικής συμβάσεως απαιτήσεων του αναδόχου και του κυρίου του έργου. Διαφορές εις τις ποσότητας των εκτελεσθεισών εργασιών, διαπιστούμενες εκ παραλαβής διενεργούμενης μετά την κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου αυτοδίκαιη συντέλεση αυτής, παρέχουν εις τον κύριον του έργου το δικαίωμα αναζητήσεως του δια αυτές τυχόν καταβληθέντος εργολαβικού ανταλλάγματος.}
Περαιτέρω, το προεδρικό διάταγμα [ΠΔ] 475/1976 (ΦΕΚ 172/Α/1976), εις το άρθρον 40 παράγραφοι 1 και 2, ορίζει ότι:
{Άμα τη λήξει των προθεσμιών περαιώσεως του συνόλου ή τμημάτων του έργου, ο επιβλέπων διενεργεί κατ' αίτηση του αναδόχου ή και οίκοθεν έλεγχο των έργων προς διαπίστωσιν του ότι ταύτα έχουν περαιωθεί και υποστεί ικανοποιητικά πάσαν κατά την σύμβαση δοκιμασία και υποβάλλει προς την διευθύνουσα Υπηρεσία σχετική έκθεση. ...
2. Ο προϊστάμενος της διευθυνούσης Υπηρεσίας εκδίδει βεβαίωση περί της εμπροθέσμου περαιώσεως, δυνάμενος προς τούτο να διενεργήσει επιθεώρηση. Η βεβαίωσις περί της εμπροθέσμου εκτελέσεως δεν εξομοιώνεται προς παραλαβή των έργων, ήτις διενεργείται πάντοτε συμφώνως προς τις οικείας διατάξεις του παρόντος.
3. ...}
Εις το άρθρον 49 ορίζει ότι:
{1. ...
2. ...
3. ...
4. ...
5. ...
6. ...
7. Ο ανάδοχος υποχρεούται όπως, εντός μηνός από της εκδόσεως της κατά τις διατάξεις του άρθρου 40 του παρόντος βεβαιώσεως περαιώσεως του συνόλου των έργων, υποβάλει ομού μετά των τυχόν ελλειπουσών τελικών επιμετρήσεων και τελικό συνοπτικό επιμετρητικό πίνακα, που ανακεφαλαιώνει τις ποσότητας εργασιών πασών των τμηματικών τελικών επιμετρήσεων του έργου.
8. ...
9. ...
10. Η διευθύνουσα Υπηρεσία υποχρεούται όπως, εντός διμήνου προθεσμίας από της υποβολής υπό του αναδόχου του τελικού συνοπτικού επιμετρητικού πίνακα, προβεί εις τον έλεγχο και την τυχόν διόρθωση αυτού. Η προθεσμία αυτή δεν λήγει προ της εκπνοής της κατά την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου προθεσμίας προς έλεγχο και διόρθωση της τελευταίας των επί μέρους τελικών επιμετρήσεων, εφ' ων στηρίζονται οι εγγραφές του τελικού συνοπτικού επιμετρητικού πίνακα.}
Εις το άρθρον 53 ορίζει ότι:
{1. Προς διενέργειαν της προσωρινής παραλαβής συνιστάται τριμελής επιτροπή εκ τεχνικών υπαλλήλων...
2. ...
3. Ο κατά την παράγραφο 4 του άρθρου 14 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1266/1972 χρόνος εντός του οποίου δέον να διενεργηθεί η προσωρινή παραλαβή ορίζεται δι' άπαντα τα έργα εις εν έτος από της βεβαιωμένης περαιώσεως του έργου.
4. Περί της παραλαβής συντάσσεται πρωτόκολλον όπερ υπογράφεται υπό πάντων των μελών της επιτροπής, του παρισταμένου κατά την διενέργειαν ταύτης τελευταίου επιβλέψαντος και του παραδίδοντος το έργον αναδόχου.
5. ...
6. Όλες οι παραλαβές διενεργούνται παρουσία και του αναδόχου ή και εν απουσία αυτού, εάν ούτος αρμοδίως κληθείς δεν παραστεί. Εις την τελευταία ταύτη περίπτωσιν ως και εάν ο ανάδοχος αρνηθεί την υπογραφή του πρωτοκόλλου, τούτο κοινοποιείται εις αυτόν κατά το άρθρον 19 του παρόντος. Το πρωτόκολλον επέχει θέσιν πράξεως της διευθυνούσης το έργον Υπηρεσίας, η δε κατ' αυτού ένστασις ασκείται εντός της κατά νόμον προθεσμίας από της μετ' επιφυλάξεως υπογραφής τούτου ή από της εις τον ανάδοχο κοινοποιήσεως. Το πρωτόκολλον παραλαβής μετά του φακέλλου της τελικής επιμετρήσεως υποβάλλονται υπό της διευθυνούσης Υπηρεσίας αμέσως εις την προϊσταμένη Αρχήν. Εν περιπτώσει ενστάσεων του αναδόχου δύναται η προϊσταμένη Αρχή να ζητήσει τις επί της ενστάσεως απόψεις του προέδρου της επιτροπής παραλαβής.
7. Οι επιτροπές παραλαβής συγκροτούνται υπό της προϊσταμένης Αρχής. Η προσωρινή παραλαβή συντελείται δια της εγκρίσεως του σχετικού πρωτοκόλλου, διενεργούμενης επίσης υπό της προϊσταμένης Αρχής.
8. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου έχουν ανάλογο εφαρμογήν και δια τις περιπτώσεις τμηματικών παραλαβών περαιωθέντων έργων δεκτικών αυτοτελούς χρήσεως.}
Εις το άρθρον 54 παράγραφος 1 ορίζει ότι:
{1. Ο χρόνος εγγυήσεως, μετά την πάροδο του οποίου ενεργείται η οριστική παραλαβή, μετρείται πάντοτε από της βεβαιωμένης περαιώσεως του έργου. Ο χρόνος ούτος ορίζεται εις 15 μήνες. Δια της συμβάσεως, εις όλως ειδικές περιπτώσεις, δύναται να καθορίζεται μείζων χρόνος εγγυήσεως, όστις δεν δύναται να είναι μεγαλύτερος των τριών (3) ετών. Δι' έργα προϋπολογισμού υπηρεσίας μέχρι του ορίου καθ' ο γίνεται δεκτός εργολάβος Β' τάξεως δύναται δια της συμβάσεως να καθορίζεται χρόνος μικρότερος των 15 μηνών εφ' όσον η φύσις των εργασιών επιτρέπει τούτο.
2. ...}
Εις δε το άρθρον 55 ορίζει ότι:
{1. Επί της οριστικής παραλαβής εφαρμόζονται οι δια την προσωρινή παραλαβή διατάξεις των παραγράφων 1, 4, 6, 7 και 8 του άρθρου 53 του παρόντος.
2. Προς σύστασιν της επιτροπής οριστικής παραλαβής η διευθύνουσα Υπηρεσία αναφέρει, πλέον των υπό της παραγράφου 2 του άρθρου 53 στοιχείων, και την ημερομηνία λήξεως του χρόνου εγγυήσεως.
3. Η οριστική παραλαβή διενεργείται εντός της κατά την παράγραφο 6 του άρθρου 14 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1266/1972 προθεσμίας. Εάν η προσωρινή παραλαβή δεν έχει διενεργηθεί μέχρι της διενέργειας της οριστικής τοιαύτης, διενεργείται ταυτοχρόνως προσωρινή και οριστική παραλαβή.
4. Παραλαβή διενεργούμενη μετά την κατ' άρθρον 14 παράγραφος 6 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1266/1972 αυτοδίκαιη συντέλεση της οριστικής τοιαύτης, έχει δια τον ανάδοχο τις συνεπείας του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 8 και του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 8 του άρθρου 14 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1266/1972.}
9. Επειδή εκ του συνδυασμού των εις την προηγουμένη σκέψη παρατεθεισών διατάξεων προκύπτει:
1) ότι τόσον η προσωρινή όσον και η οριστική παραλαβή του έργου συντελείται, κατ' αρχήν, από και δια της εγκρίσεως των αντιστοίχων πρωτοκόλλων,
2) ότι το πρωτόκολλον προσωρινής παραλαβής συντάσσεται υπό της οικείας Επιτροπής εντός έτους από της βεβαιωμένης περατώσεως του έργου, το δε πρωτόκολλον οριστικής παραλαβής συντάσσεται μετά την πάροδο του χρόνου εγγυήσεως του έργου, ήτοι δέκα πέντε μήνας από της βεβαιωμένης περατώσεως του έργου, εκτός εάν καθορισθεί δια της συμβάσεως αναθέσεως του έργου χρόνος εγγυήσεως ελάσσων των 15 μηνών ή, εις όλως ειδικές περιπτώσεις, μείζων, ο οποίος όμως δεν δύναται να υπερβεί τα 3 έτη,
3) ότι υπό των διατάξεων τούτων δεν τάσσεται προθεσμία εις την προϊσταμένη αρχήν προς έγκριση των ειρημένων πρωτοκόλλων, αλλά τούτο δεν σημαίνει ότι η τοιαύτη έγκρισις ή η άρνησις εγκρίσεως είναι απρόθεσμος, τουναντίον εκ του γεγονότος ότι επιβάλλεται η άμεση υποβολή των πρωτοκόλλων τούτων εις την προϊσταμένη αρχήν προς έγκριση, οι δε κατ' αυτών ενστάσεις του αναδόχου πρέπει να ασκηθούν εντός δεκαπενθημέρου προθεσμίας, ως και του γεγονότος ότι δια τις προπαρασκευαστικές της συντάξεως των πρωτοκόλλων τούτων πράξεις (σύνταξις επιμετρητικών τευχών, σύνταξις τελικού συνοπτικού επιμετρητικού πίνακα) προβλέπονται σύντομοι προθεσμίες (βλέπε άρθρον 49 παράγραφοι 2 και 7 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 475/1976), συνάγεται ότι και η έγκρισις αυτή πρέπει να ενεργείται εντός ευλόγου χρόνου, θεωρουμένου ως τοιούτου του τριμήνου από της υποβολής του οικείου πρωτοκόλλου εις την προϊσταμένη αρχήν,
4) ότι μετά την πάροδο απράκτου του ως άνω τριμήνου το υποβληθέν πρωτόκολλον θεωρείται αυτοδικαίως εγκριθέν και
5) ότι, επομένως, τυχόν μετά την πάροδο απράκτου της ως άνω τριμήνου προθεσμίας γενομένη έγκρισις του πρωτοκόλλου είναι τυπική, επιβεβαιούσα απλώς την δια της απράκτου παρόδου του κατά τ' ανωτέρω τριμήνου γενομένη έγκριση, της Προϊσταμένης αρχής, εφ' όσον κατέλιπε άπρακτο το ανωτέρω τρίμηνον, μη δυναμένης πλέον να τροποποιήσει δια της απλώς επιβεβαιωτικής εγκριτικής πράξεώς της το ήδη αυτοδικαίως ως εκ της απράκτου παρόδου του τριμήνου εγκριθέν πρωτόκολλον.
10. Επειδή, εν προκειμένω, το εκδόν την προσβαλλόμενη απόφαση Διοικητικό Εφετείον εδέχθη τα ακόλουθα:
Δια της υπ' αριθμόν Φ.440/Σ-10/564743/1977 αποφάσεως του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας / Κλάδος Γ' / Δ / Διεύθυνση Στρατιωτικών Έργων / Τμήμα 3Α ενεκρίθη η μελέτη του έργου κατασκευή θωρακίσεως εκ των κυμάτων της θαλάσσης του διαδρόμου αεροδρομίου Σκύρου (έργον Σ-10) προϋπολογισμού δαπάνης δραχμών 112.000.000 δια το Βορειοανατολικό Τμήμα και δραχμών 23.000.000 δια το Δυτικό Τμήμα, ορίσθηκε δε περαιτέρω όπως η Διεύθυνσις Στρατιωτικών Έργων του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας προβεί επί τη βάσει των διατάξεων του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1266/1972 και του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 475/1976, ως και των όρων της μελέτης, εις την εκτέλεσιν μόνον του Βορειανατολικού Τμήματος του έργου κατόπιν διεξαγωγής δημοπρασίας δια συμπληρώσεως τιμολογίου, αποφασίσει δε την εκτέλεσιν ή μη του Δυτικού Τμήματος εντός του έτους 1978, δίδουσα σχετική εντολήν εις τον ανάδοχο.
Δια της υπ' αριθμόν Φ.440/Σ-10/546165/1999/1978 αποφάσεως του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας / Κλάδος Γ' / Διεύθυνση Στρατιωτικών Έργων/Τμήμα 6 ανετέθη απ' ευθείας εις την αναιρεσίβλητο Εταιρεία, λόγω αποτυχίας δύο δημοπρασιών, η εκτέλεσις του Βορειανατολικού Τμήματος του έργου εκ των πιστώσεων του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων επί τη βάσει των διατάξεων του άρθρου 3 παράγραφος 2 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1266/1972 και των όρων της Γενικής Συγγραφής Υποχρεώσεων (1977), της Ειδικής Συγγραφής Υποχρεώσεων (Σεπτέμβριος 1977), της Τεχνικής Περιγραφής του Έργου (Οκτώβριος 1977), του Προϋπολογισμού μελέτης (Δεκέμβριος 1977) και της από 09-02-1978 προσφοράς της αναδόχου, της υπηρεσίας διατηρησάσης δια της ειδικής συγγραφής υποχρεώσεων το δικαίωμα αναθέσεως της εκτελέσεως και του δυτικού τμήματος του έργου υπό τους αυτούς όρους υφ' ους ανετέθη και το βορειανατολικό, εφ' όσον αυτή γνωστοποιήσει εις την ανάδοχο την βούλησή της εντός του έτους 1978.
Μετά την ως άνω απόφαση συνήφθη μεταξύ της αναδόχου και του Ελληνικού Δημοσίου η από 07-03-1978 σύμβασις, δια της οποίας, μεταξύ άλλων, συμφωνήθηκε:
α) ότι η ανάδοχος υποχρεούται να αποπερατώσει το όλον έργον εντός προθεσμίας 24 μηνών από της ημέρας εγκαταστάσεώς της εις το έργον,
β) ότι ο χρόνος εγγυήσεως ορίζεται εις 15 μήνας, μετά την πάροδο των οποίων οφείλει να γίνει η οριστική παραλαβή του έργου,
γ) ότι ως ημερομηνία εγκαταστάσεως της αναδόχου ορίζεται η 17-03-1978 και
δ) ότι η ανάδοχος, που είχε καταθέσει ήδη εγγυητική επιστολή της Τραπέζης Πίστεως (Δ. 19081/17891/1978) ύψους 5.102.140 ως εγγύηση καλής εκτελέσεως και διατελούσα σε πλήρη γνώση των συνθηκών του έργου, αποδέχεται ανεπιφυλάκτως την κατασκευήν των έργων.
Την 17-03-1978 η ανάδοχος εγκαταστάθηκε εις το έργον και άρχισε την εκτέλεσιν των εργασιών. Κατά την πρόοδο των εργασιών αποφασίσθηκε υπό της Διευθύνσεως Στρατιωτικών Έργων του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας η κατασκευή των ειδικών τεχνητών ογκολίθων (τετράποδα) δια φυσικών αδρανών, αντί σκυροδέματος, ως προβλέπετο υπό της αρχικής μελέτης, και ο καθορισμός δι' αυτούς νέας τιμής. Ούτω συντάχθηκε υπό της διευθυνούσης το έργον υπηρεσίας το 1ο πρωτόκολλον κανονισμού νέας τιμής μονάδος ως προς τους ειδικούς τεχνητούς ογκολίθους και ο 1ο Συγκριτικός Πίνακας, όστις εμφάνισε μείωσιν της συνολικής δαπάνης του έργου κατά 2.235.500. Το ανωτέρω πρωτόκολλον κανονισμού νέων τιμών μονάδος και ο συγκριτικός πίνακας ενεκρίθησαν υπό της προϊσταμένης της διευθυνούσης το έργον υπηρεσίας αρχής.
Δια της υπ' αριθμόν Φ.440/2Γ/562359/10138/1978 αποφάσεως του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας / Κλάδος Γ' / Διεύθυνσις Στρατιωτικών Έργων/Τμήμα 2 αποφασίσθηκε αφ' ενός μεν τροποποίησις της εγκεκριμένης μελέτης του εκτελούμενου Βορειανατολικού Τμήματος του έργου και ούτω αυξήθηκαν οι ποσότητες των αναγκαίων ποσοτήτων λιθορριπών και φυσικών ογκολίθων, αφ' ετέρου δε η σύνταξις υπό της διευθυνούσης το έργον υπηρεσίας συγκριτικού πίνακα περιλαμβάνοντος τις ανωτέρω ποσότητες, προϋπολογισθείσας εις δραχμές 6.000.000, δια δε της υπ' αριθμόν Φ.440/Σ-10/562527/1978 του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας / Κλάδος Γ' / Διεύθυνσις Στρατιωτικών Έργων / Τμήμα 4Β αποφασίσθηκε η ανάθεσις και του Δυτικού Τμήματος του έργου εις την αυτήν ανάδοχο υπό τους αυτούς όρους, υπό τους οποίους είχε ανατεθεί και το Βορειανατολικό Τμήμα κατ' επέκτασιν της αρχικής εργολαβίας και εκλήθη η διευθύνουσα το έργον υπηρεσία να συντάξει συγκριτικό πίνακα εις τον οποίον να περιλάβει και τις εργασίας του Τμήματος τούτου υπό ίδιον κεφάλαιον.
Ούτω συντάχθηκε υπό της διευθυνούσης το έργον υπηρεσίας την 18-04-1979 ο 2ος Συγκριτικός πίνακας, όστις, εγκριθείς υπό της προϊσταμένης αυτής αρχής δια της υπ' αριθμόν 368403/1979 αποφάσεώς της, εμφάνισε συνολική δαπάνη του έργου ύψους δραχμών 131.426.794 (ήτοι 102.042.794 δραχμές δια το βορειανατολικό τμήμα του έργου και δραχμές 6.000.000 δια προσθέτους ποσότητας λιθορριπών και ογκολίθων και δραχμές 23.370.000 δια το δυτικό τμήμα), ενώ δια της υπ' αριθμόν Φ.440/Σ-10/371272/1980 αποφάσεως της προϊσταμένης της διευθυνούσης το έργον υπηρεσίας αρχής απεφασίσθει η παράτασις της προθεσμίας περατώσεως του έργου μέχρι της 30-11-1980.
Εις τις 16, 17, 20 και 21-10-1979 λόγω σφοδρής θαλασσοταραχής παρασύρθηκε μέρος του κατασκευασμένου βορειανατολικού τμήματος του έργου και ούτω παρέστη ανάγκη εκτελέσεως νέων εργασιών εις το τμήμα τούτο. Δια τις εργασίες αυτές συντάχθηκε την 02-07-1980, κατόπιν της από 18-06-1980 αιτήσεως του αναδόχου και σχετικών διαπραγματεύσεων το 2ο Πρωτόκολλον κανονισμού νέων τιμών μονάδος και ο 3ος Συγκριτικός Πίνακας, συμφώνως προς τον οποίον η συνολική δαπάνη του έργου εν όψει και των νέων εργασιών έπρεπε να ανέλθει εις δραχμές 165.000.000. Το ανωτέρω πρωτόκολλον (2ο) και το Συγκριτικός Πίνακας (3ος) ενεκρίθησαν δια της υπ' αριθμόν Φ./Σ-10/400/381.0003/Σ.5387/1980 αποφάσεως του ΓΕΑ/Κλάδος Γ' / Διεύθυνσις Έργων ΓΔ/4.
Μετά ταύτα εξεδόθη η υπ' αριθμόν Φ.440/Σ-10/37.698/656/1981 απόφασις του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας / Κλάδος Γ' / Διεύθυνσις 15 / 4Δ, δια της οποίας παρετάθη η προθεσμία περατώσεως του έργου μέχρι 30-10-1981 και ορίσθηκε ότι κατόπιν της αποφάσεως αυτής έπαυσε να ισχύει η από 26-06-1980 δήλωσις του αναδόχου περί μη συνεχίσεως των εργασιών του έργου πέραν της 31-12-1980. Εκτελεσθεισών των εργασιών του αρχικού προϋπολογισμού ως και του 2ου και 3ου Συγκριτικού Πίνακα, διεπιστώθη ότι χάριν της αρτιότητας του έργου υφίστατο ανάγκη κατασκευής και άλλων ποσοτήτων ειδικών τεχνητών ογκολίθων, την οποίαν η ανάδοχος ανέλαβε να εκτελέσει κατόπιν ιδιαιτέρας συμφωνίας εις την τιμήν των 2755,50 δραχμών κατά m3. Ούτω συντάχθηκε το 3ο Πρωτόκολλον κανονισμού νέων τιμών μονάδος δια την ως άνω εργασίαν ως και ο 4ος Συγκριτικός Πίνακας, συμφώνως προς τον οποίον το σύνολον της δαπάνης του έργου προσδιορίσθηκε εις το ύψος των δραχμών 183.000.000. Το ανωτέρω Πρωτόκολλον κανονισμού νέων τιμών μονάδος και ο Συγκριτικός Πίνακας ενεκρίθησαν δια της υπ' αριθμόν 382635/1981 αποφάσεως της Προϊσταμένης της διευθυνούσης το έργον υπηρεσίας αρχής.
Κατά το μεταξύ της ως άνω εγκρίσεως και της συντάξεως του 3ου Πρωτοκόλλου κανονισμού νέων τιμών μονάδος και του 4ου Συγκριτικού Πίνακα χρονικόν διάστημα συντάχθηκε 5ος Συγκριτικός Πίνακας δια να περιλάβει την κατασκευήν περαιτέρω ποσότητος (2.980 m3), ειδικών τεχνητών ογκολίθων επί της ορισθείσης δια του 3ου πρωτοκόλλου τιμή μονάδος (2755,50 δραχμές), ως και ενός σηπτικού και δύο απορροφητικών βόθρων συνολικής δαπάνης 300.000 δραχμών, εν συνεχεία ενεκρίθη η τροποποίησις της μελέτης του έργου προϋπολογισμού δαπάνης δραχμών 10.000.000 δια της υπ' αριθμόν Φ.2Γ/440/3131/380675/4854/1981 αποφάσεως του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας / Κλάδος Γ' / Διεύθυνσις Γ5/2, την δε 07-09-1981 παρελήφθη υπό της αρμοδίας επιτροπής μέρος αφανών εκσκαφών εκ του Βορειανατολικού Τμήματος του έργου συνταχθέντος του 1ου Πρωτοκόλλου παραλαβής εργασιών.
Βραδύτερα, κριθείσης αναγκαίας της κατασκευής νέων ποσοτήτων φυσικών ογκολίθων συντάχθηκε την 08-12-1981, κατόπιν ιδιαιτέρας συμφωνίας μεταξύ της αναδόχου και της διευθυνούσης το έργον υπηρεσίας, 4ο Πρωτόκολλον κανονισμού νέας τιμής μονάδος δια την ως άνω εργασίαν, και 6ος Συγκριτικός Πίνακας, συμφώνως προς τον οποίον το σύνολον της δαπάνης του έργου έπρεπε να ανέλθει εις το ύψος των δραχμών 185.000.000 και ο οποίος ενεκρίθη μετά του ανωτέρω πρωτοκόλλου κανονισμού νέων τιμών δια της υπ' αριθμόν Φ.440/Σ-10/379465/4196/1982 αποφάσεως του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας / Κλάδος Γ' / Διεύθυνσις Στρατιωτικών Έργων / Τμήμα Γ5/4Δ, αφού κατά το μεσολαβήσαν χρονικόν διάστημα μεταξύ της συντάξεως του 4ου Πρωτοκόλλου κανονισμού νέας τιμής μονάδος και του 6ου Συγκριτικού Πίνακα αφ' ενός και της εγκρίσεως τούτων αφ' ετέρου και δη την 31-03-1982 συντάχθηκε ο τελικός συνοπτικός επιμετρητικός πίνακας εργασιών.
Την 06-07-1982 συντάχθηκε υπό της αρμοδίας Επιτροπής πρωτόκολλον προσωρινής παραλαβής του έργου εκ του οποίου προκύπτει ότι το έργον περατώθηκε εμπροθέσμως την 20-12-1981 και ότι παρεδόθησαν όλες οι εργασίες οι αναφερόμενες εις τον τελικό συνοπτικό επιμετρητικό πίνακα και τινές άλλες πλέον τούτων τη αιτήσει της αναδόχου. Το πρωτόκολλον τούτο υπεβλήθη προς έγκριση, εις την προϊσταμένη της διευθυνούσης το έργον υπηρεσίας αρχήν δια του υπ' αριθμόν Σ-10/6213/1982 εγγράφου του Γραφείου Εκτελέσεως Έργων Σκύρου.
Την 01-10-1982 συντάχθηκε υπό του επιβλέποντος το έργον μηχανικού Γ. Σπανού παρουσία εκπροσώπου της αναδόχου 5ο Πρωτόκολλον κανονισμού νέων τιμών μονάδος, δια του οποίου καθορίσθηκε το ποσόν απομείωσης της τιμής λιθοδέματος ανωδομής κατά m3 και την 02-10-1982 συντάχθηκε υπό του ιδίου παρουσία εκπροσώπου της αναδόχου 6ο Πρωτόκολλον κανονισμού νέων τιμών μονάδος, δια του οποίου καθορίσθηκε η τιμή των 350.000 δραχμών δια την κατασκευήν ενός σηπτικού και τριών απορροφητικών βόθρων, απαραιτήτων δια την αποπεράτωση του έργου. Την αυτήν ημερομηνία (02-10-1982) συντάχθηκε ο 7ος Συγκριτικός Πίνακας, ο οποίος υπεβλήθη προς έγκριση δια του υπ' αριθμόν Φ.440/Σ-10/ΛΔ 6250/1982 εγγράφου του Γραφείου Εκτελέσεως Έργων Σκύρου και συμφώνως προς τον οποίον το σύνολον της δαπάνης του έργου όφειλε να ανέλθει εις το ύψος των δραχμών 188.325.698.
Επί τη βάσει του πίνακα τούτου συντάχθηκαν την 17-11-1982 η 52α και 53η πιστοποίησις πληρωμής εκτελεσθεισών εργασιών και την 18-11-1982 οι αντίστοιχες 52α και 53η εντολές πληρωμής εις την ανάδοχο δια ποσόν δρχ. 4.900.000 και 6.900.000 αντιστοίχως.
Την 02-06-1983 συντάχθηκε υπό της αρμοδίας Επιτροπής το πρωτόκολλον οριστικής παραλαβής του έργου, όπερ υπεβλήθη προς έγκριση εις την προϊσταμένη της διευθυνούσης το έργον υπηρεσίας αρχήν δια του υπ' αριθμόν Σ-10/7056/1983 εγγράφου του γραφείου Εκτελέσεως Έργων Σκύρου. Εν συνεχεία ανασυντάχθηκε ο 7ος Συγκριτικός Πίνακας προκειμένου να περιληφθούν εργασίες, δια τις οποίες είχε εγερθεί ένδικος αμφισβήτησις υπό της αναδόχου και είχαν εκδοθεί οι υπ' αριθμούς 8764/1983 και 9076/1983 αποφάσεις του τότε αρμοδίου Εφετείου Αθηνών. Ο ανασυνταχθείς Συγκριτικός Πίνακας, ο οποίος προσδιόρισε το σύνολον της δαπάνης του έργου εις το ποσόν των δραχμών 196.525.336 υπεβλήθη προς έγκριση εις την Προϊσταμένη της διευθυνούσης το έργον υπηρεσίας αρχήν δια του υπ' αριθμόν Σ-10/7327/1984 εγγράφου του Γραφείου Εκτελέσεως Έργων Σκύρου.
Επί τη βάσει του ως άνω ανασυνταχθέντος 7ου Συγκριτικού Πίνακα ανασυντάχθησαν την 28-05-1984 οι 52α και 53η πιστοποιήσεις εκτελεσθεισών εργασιών δια ποσόν 13.825.926 και 16.254.155 δραχμών αντιστοίχως. Η προϊσταμένη της διευθυνούσης το έργον υπηρεσίας αρχή, επιληφθείσα της εγκρίσεως των ως άνω υποβληθεισών αυτή πράξεων, εξέδωσε την υπ' αριθμόν Φ.440/Σ-10/378468/3492/1985 και εν συνεχεία την υπ' αριθμόν Φ.440/Σ-10/378589/3553/1985 πράξεις αυτής.
Δια της πρώτης των πράξεων τούτων ενεκρίθη 1) το από 06-07-1982 πρωτόκολλον προσωρινής παραλαβής του έργου, αφού επηνέχθησαν εις τούτο δύο τροποποιήσεις, ήτοι α) ορίσθηκε ότι δεν θα ισχύσει η δια των προγενεστέρων συγκριτικών πινάκων γενομένη κατανομή των εργασιών εις συμβατικές και υπερσυμβατικές αλλά θα ισχύσει η τοιαύτη του υπό έγκριση ωσαύτως τελούντος 7ου συγκριτικού πίνακα και β) προσετέθησαν και έτερες εργασίες, οι οποίες δεν είχαν περιληφθεί εις το πρωτόκολλον τούτο, και 2) το από 02-06-1983 πρωτόκολλον οριστικής παραλαβής, ως συντάχθηκε υπό της αρμοδίας Επιτροπής.
Δια δε της δευτέρας των πράξεων τούτων ενεκρίθησαν 1) το 5ο και 6ο πρωτόκολλον καθορισμού νέας τιμής μονάδος, όπως υπεβλήθησαν υπό του Γραφείου Εκτελέσεως Έργων Σκύρου και 2) ο 7ος Συγκριτικός πίνακας, ως κατόπιν ελέγχου τροποποιήθηκε υπό της υπηρεσίας, ήτοι αφού α) επηνέχθησαν μεταβολές εις τις ποσότητας των συμβατικών εργασιών και προσετέθησαν νέες τοιαύτες, β) η δαπάνη αποκαταστάσεως των εκ της θεομηνίας ζημιών του έργου δεν υπολογίσθηκε δια την εξεύρεση του ύψους της δαπάνης της κατά το άρθρον 12 παράγραφοι 1 και 2 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1266/1972 υποχρεωτικής δια τον ανάδοχο αυξήσεως των εργασιών, συμφώνως προς το άρθρον 42 παράγραφος 10 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 475/1976 και γ) η αποζημίωσις του αναδόχου δια την δαπάνη αποκαταστάσεως ζημιών, δια τις οποίας δεν ευθύνεται ούτος, καθορίσθηκε, συμφώνως προς το άρθρον 43 παράγραφος 1 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 475/1976, κατ' ανάλογο εφαρμογήν του άρθρου 42 του αυτού προεδρικού διατάγματος.
Κατόπιν των τροποποιήσεων τούτων το συνολικόν κόστος του έργου προσδιορίσθηκε υπό της προϊσταμένης αρχής εις το ποσόν των δραχμών 185.107.754. Κατά των ως άνω αποφάσεων η ανάδοχος άσκησε την από 29-10-1985 αίτηση θεραπείας ενώπιον του Υπουργού Εθνικής Αμύνης, δια της οποίας, πλην άλλων ισχυρισμών αφορώντων εις δευτερεύουσες αξιώσεις αυτής, προέβαλε ότι ουχί νομίμως η Προϊσταμένη Αρχή δια των ανωτέρω εγκριτικών πράξεών της τροποποίησε το πρωτόκολλον προσωρινής παραλαβής του έργου και τον συνταχθέντα υπό της διευθυνούσης το έργον υπηρεσίας 7ο Συγκριτικό Πίνακα.
Ειδικότερα δε ισχυρίσθηκε ότι ουχί νομίμως η Προϊσταμένη Αρχή α) θεώρησε τις εργασίας του βορειανατολικού και του δυτικού τμήματος του έργου ως χωριστές ομάδας εργασίας, ενώ αρχήθεν είχαν αντιμετωπιστεί και υπό των δύο πλευρών ως αποτελούσαν μίαν ομάδα και επί τη βάσει της ανωτέρω αντιλήψεως, ανακατένειμε τις συμβατικές και υπερσυμβατικές εργασίας, β) εδέχθη ότι οι εργασίες αποκαταστάσεως των εκ της θαλασσοταραχής ζημιών ήσαν συμβατικές και ουχί υπερσυμβατικές εκτελεστέες επί τη βάσει νέων τιμών και γ) υπολόγισε διαφόρως το ποσοστόν (25%) των κατά νόμον εκτελεστέων υποχρεωτικώς υπό της αναδόχου υπερσυμβατικών εργασιών, διότι τα θέματα αυτά είχαν καταστεί αντικείμενον ιδιαιτέρων συμφωνιών, συναφθεισών με την πρόοδο του έργου και είχαν αποτελέσει δεδομένα των προηγουμένων συγκριτικών πινάκων, εγκριθέντων υπό της ως άνω αρχής και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσαν να μεταβληθούν μονομερώς εκ των υστέρων επ' ευκαιρία της εγκρίσεως του τελευταίου Συγκριτικού Πίνακα.
Της ανωτέρω αιτήσεως θεραπείας της αναδόχου δεν επελήφθη ο Υπουργός Εθνικής Αμύνης εντός της νομίμου προθεσμίας, δι' ο και άσκησε αυτή την 27-01-1986 προσφυγή κατά της ως εκ της παρόδου της προθεσμίας ταύτης τεκμαιρόμενης απορρίψεως της αιτήσεως θεραπείας της ενώπιον του Εφετείου Αθηνών. Απορριφθείσης τύποις της προσφυγής ταύτης δι' έλλειψη δικαιοδοσίας του Εφετείου ασκήθηκε υπό της αναδόχου νέα τοιαύτη την 02-04-1987 ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών συμφώνως με το άρθρο 9 παράγραφος 4 του νόμου [Ν] 1649/1986 (ΦΕΚ 149/Α/1986). Επί της προσφυγής ταύτης, δια της οποίας επαναλήφθηκαν οι ισχυρισμοί της αιτήσεως θεραπείας της αναδόχου, εξεδόθη η ήδη προσβαλλόμενη απόφασις, δια της οποίας επί του κυρίου θέματος, το οποίον η προσφυγή έθεσε, εγένετο δεκτό ότι δεν ήταν δυνατή η μονομερής μεταβολή του πρακτικού οριστικής παραλαβής του έργου και του 7ου συγκριτικού πίνακα κατά την έγκριση υπό της Προϊσταμένης Αρχής, διότι τα μεταβληθέντα στοιχεία είχαν διαμορφωθεί κατόπιν ιδιαιτέρων συμφωνιών των μερών κατά την σύνταξιν των προηγουμένων συγκριτικών πινάκων, οίτινες είχαν εγκριθεί υπό της προϊσταμένης αρχής, πέραν δε τούτου τα πρωτόκολλα προσωρινής και οριστικής παραλαβής του έργου, υποβληθέντα προς έγκριση εις την προϊσταμένη αρχήν την 20-09-1982 το πρώτον και την 18-10-1983 το δεύτερον, είχαν αυτοδικαίως εγκριθεί την 20-12-1982 και την 18-01-1984 αντιστοίχως, ήτοι μετά πάροδο απράκτου τριμήνου από της υποβολής των και επομένως και εξ αυτού του λόγου δεν ήταν δυνατόν να μεταβληθούν τα δεδομένα αυτών κατά την επακολουθήσασα τυπική πλέον έγκρισή των.
Επί τη βάσει δε των σκέψεων τούτων το δικάσαν Διοικητικό Εφετείον έκρινε περαιτέρω ότι συμφώνως προς τα στοιχεία του πρωτοκόλλου οριστικής παραλαβής του έργου και του 7ου συγκριτικού πίνακα, ως ταύτα είχαν συνταχθεί και υποβληθεί προς έγκριση υπό της διευθυνούσης το έργον υπηρεσίας, το Ελληνικό Δημόσιον όφειλε να καταβάλει εις την ανάδοχο - αναιρεσίβλητο εταιρεία ως υπόλοιπον εργολαβικού ανταλλάγματος ποσόν 30.090.081 δραχμών εντόκως προς 25% από 18-12-1982 δια το ποσόν των δραχμών 11.590.000 και από 14-09-1984 δια το ποσόν των δραχμών 18.500.081, γενομένης δεκτής εν μέρει της προσφυγής αυτής και ακυρωθείσης εν μέρει της υπό του Υπουργού Εθνικής Αμύνης σιωπηρής ως και της επακολουθησάσης ρητής απορρίψεως (απόφασις Φ/Σ-10/374761/1865/1986 του ΓΕΑ/κλάδος Γ'/Διεύθυνσις Γ5/4) της ενώπιόν του ασκηθείσης αιτήσεως θεραπείας κατά των πράξεων της Προϊσταμένης της διευθυνούσης το έργον υπηρεσίας αρχής, δια των οποίων ενεκρίθη μετά των ειρημένων τροποποιήσεων το ως άνω πρωτόκολλον οριστικής παραλαβής του έργου και ο 7ος συγκριτικός πίνακας.
11. Επειδή το δικάσαν Εφετείον δεχθέν ότι δεν ήταν δυνατή η μονομερής μεταβολή των δεδομένων των προγενεστέρων συγκριτικών πινάκων του έργου κατά την έγκριση μεταγενεστέρου αυτών συγκριτικού πίνακα (του 7ου) υπό της Προϊσταμένης της Διευθυνούσης το έργον υπηρεσίας αρχής, ως και των αντιστοίχων προς τα δεδομένα ταύτα μεγεθών των πρωτοκόλλων της προσωρινής και οριστικής παραλαβής του έργου κατά την έγκριση τούτων υπό της αυτής ως άνω αρχής, διότι τα μεταβληθέντα δεδομένα απετέλεσαν αντικείμενον ιδιαιτέρων συμφωνιών μεταξύ αναδόχου και δημοσίας υπηρεσίας εκ δε των διεπουσών το επίμαχο έργον και προπαρατεθεισών ειδικών διατάξεων του άρθρου 12 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1266/1972 και των άρθρων 2, 31, 32, 33 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 475/1976 περί εκτελέσεως δημοσίων έργων συνάγεται ότι δεν συγχωρείται τοιαύτη μεταβολή, νομίμως, κατά τα εκτεθέντα, αιτιολόγησε την κρίσιν του, οι δε λόγοι αναιρέσεως, δια των οποίων προβάλλεται ότι η μεταβολή κατά την έγκριση του 7ου συγκριτικού πίνακα και των πρωτοκόλλων της προσωρινής και οριστικής παραλαβής του έργου ορισμένων δεδομένων των προγενεστέρων συγκριτικών πινάκων, τα οποία δεν ήσαν σύμφωνα προς τον νόμον, συνιστά κατά τούτο ανάκληση παρανόμων διοικητικών πράξεων, η οποία είναι νόμιμος, διότι η διοίκησις δύναται να ανακαλεί τις παρανόμους πράξεις της και ότι τα δεδομένα των προηγουμένων συγκριτικών πινάκων, τα οποία μετεβλήθησαν κατά την έγκριση του τελευταίου, διαμορφώθηκαν εκ παραδρομής και ουσιώδους πλάνης της υπηρεσίας κατά παράβασιν των διατάξεων του άρθρου 12 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1266/1972 και των άρθρων 42 και 43 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 475/1976 και, ως εκ τούτου, ήσαν ακυρώσιμα συμφώνως προς τα άρθρα 140, 141 και 184 του Αστικού Κώδικα, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Διότι, εφ' όσον, ως εξετέθη, εκ των ως άνω ειδικών περί εκτελέσεως δημοσίων έργων διατάξεων συνάγεται ότι δεν συγχωρείται η μεταβολή των δεδομένων των προγενεστέρων συγκριτικών πινάκων του έργου άτινα απετέλεσαν αντικείμενον ιδιαιτέρων συμφωνιών μεταξύ αναδόχου και δημοσίας υπηρεσίας, κατά την έγκριση μεταγενεστέρου τοιούτου πίνακα, δεν έχουν εφαρμογήν εις την περίπτωσιν ταύτη ούτε οι γενικές αρχές περί ανακλήσεως υπό της διοικήσεως των παρανόμων πράξεών της ούτε οι διατάξεις περί ακυρώσεως δηλώσεως λόγω ουσιώδους πλάνης του Αστικού Κώδικα, τις οποίας επικαλείται ο αναιρεσείων.
12. Επειδή δια της υπό κρίσιν αιτήσεως προβάλλεται περαιτέρω ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφασις είναι αναιρετέα, διότι το εκδόν ταύτη Διοικητικό Εφετείον εσφαλμένως έκρινε ότι τα πρωτόκολλα προσωρινής και οριστικής παραλαβής του έργου είχαν αυτοδικαίως εγκριθεί μετά την πάροδο απράκτου τριμήνου από της υποβολής αυτών εις την προϊσταμένη αρχήν, ήτοι το μεν πρώτον, υποβληθέν την 20-09-1982, είχε αυτοδικαίως εγκριθεί την 20-12-1982 το δε δεύτερον, υποβληθέν την 18-10-1983, είχε αυτοδικαίως εγκριθεί από της 18-01-1984, και επομένως και εκ του λόγου τούτου δεν ήταν δυνατή η τροποποίησις του πρωτοκόλλου προσωρινής παραλαβής του έργου δια της επακολουθησάσης ρητής εγκρίσεως αμφοτέρων τούτων. Ο λόγος ούτος αναιρέσεως, δια του οποίου υποστηρίζεται ότι ήταν νόμω επιτρεπτή η επενεχθείσα κατά την έγκριση των πρωτοκόλλων παραλαβής του έργου μεταβολή των μεγεθών αυτών και ο οποίος προβάλλεται λυσιτελώς μόνον καθ' ο μέρος αναφέρεται εις επενεχθείσα μεταβολή μεγεθών των πρωτοκόλλων τούτων ασχέτως προς τις επενεχθείσας μεταβολές εις τα δεδομένα των συγκριτικών πινάκων του έργου (δοθέντος ότι καθ' ο μέρος αναφέρεται εις μεταβολή μεγεθών των πρωτοκόλλων παραλαβής επενεχθείσα λόγω της μεταβολής των δεδομένων των συγκριτικών πινάκων, είναι αλυσιτελής, εφ' όσον εκρίθη ήδη ανωτέρω ότι η τοιαύτη μεταβολή οφειλομένη εις την μεταβολή των δεδομένων των συγκριτικών πινάκων ήταν ανεπίτρεπτη πρωτίστως εκ του λόγου ότι η τελευταία αυτή μεταβολή ήταν νόμω απαγορευμένη), είναι πάντως απορριπτέος ως αβάσιμος, εφ' όσον, ως εξετέθη, κατά την έννοια του νόμου τα πρωτόκολλα προσωρινής και οριστικής παραλαβής θεωρούνται ως αυτοδικαίως εγκριθέντα μετά την πάροδο απράκτου τριμήνου από της υποβολής των εις την προϊσταμένη αρχήν, μετά δε την τοιαύτη έγκρισή των δεν δύναται να τροποποιηθούν υπό της τυχόν ρητής εγκριτικής πράξεως που επακολούθησε τούτων.
13. Επειδή ο νόμος [Ν] 1406/1983 (ΦΕΚ 182/Α/1983), εις το άρθρο 1, ορίζει ότι:
{1. Υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας που δεν έχουν μέχρι σήμερα υπαχθεί σ' αυτή.
2. Στις διαφορές αυτές περιλαμβάνονται ιδίως αυτές που αναφύονται κατά την εφαρμογήν της νομοθεσίας που αφορά
α) ...
ι) τις διοικητικές συμβάσεις,
ι)α) ...}
Εις το άρθρον 2 ορίζει ότι:
{1. Οι εκτελεστές ατομικές διοικητικές πράξεις, που εκδίδονται στις περιπτώσεις του προηγουμένου άρθρου, καθώς και οι παραλείψεις κατά τους όρους του άρθρου 19 παράγραφος 2 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 341/1978 (ΦΕΚ 71/Α/1978), των οργάνων του Δημοσίου ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου υπόκεινται σε προσφυγή, και αν αυτό δεν προβλέπεται από τη σχετική νομοθεσία.
2. Στις περιπτώσεις των άρθρων 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα και όπου αλλού το Δημόσιο και τα πρόσωπα που αναφέρονται στην προηγουμένη παράγραφο ενέχονται σε αποζημίωση, εγείρεται από το δικαιούμενο αγωγή.}
Εις το άρθρον 4 ορίζει ότι:
{Με την επιφύλαξη των ειδικότερα οριζομένων στα επόμενα άρθρα 5, 6, 7 και 8 στις διαφορές του άρθρου 1 του νόμου αυτού εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 3 έως 18, 19 (παράγραφοι 2, 3, 4 και 5), 20 (παράγραφοι 1 και 3), 21 (παράγραφοι 1 έως 5), 22 (παράγραφοι 1 και 3), 23 έως 32, 38 έως 48, 50 έως 65 και 77 έως 83 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 341/1978, των άρθρων 82 (παράγραφοι 1 και 2) και 85 (παράγραφοι 1 εδάφιο α') και 2) του Κώδικα φορολογικής δικονομίας, καθώς και των άρθρων 165 έως 170 και 172 έως 175 του ίδιου κώδικα, αν πρόκειται για έφεση κατ' απόφασης που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση προσφυγής και των άρθρων 66 έως 76 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 341/1978, αν πρόκειται για έφεση κατ' απόφασης που εκδόθηκε ύστερα από έγερση αγωγής.}
Εις δε το άρθρον 7 ορίζει ότι:
{1. Στις διαφορές της περίπτωσης ι' της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του νόμου αυτού εφαρμόζονται αναλόγως και οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 17 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1266/1972 (ΦΕΚ 198/Α/1972), εκτός από την τελευταία περίοδό της.
2. Οι διαφορές αυτές δικάζονται, σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, από το τριμελές διοικητικό εφετείο.
3. Κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο είναι εκείνο, στην περιφέρεια του οποίου καταρτίσθηκε η σύμβαση.}
Εξ άλλου, το προεδρικό διάταγμα [ΠΔ] 341/1978, εις το άρθρον 53, ορίζει ότι:
{1. Το δικαστήριον κρίνει περί του κύρους της διοικητικής πράξεως κατά τον νόμον και την ουσίαν.
2. Λόγοι ακυρώσεως της διοικητικής πράξεως είναι: α) αναρμοδιότητα της εκδούσης την πράξη διοικητικής αρχής, β) παράβασις ουσιώδους τύπου διατεταγμένου περί την ενέργεια της πράξεως, γ) παράβασις κατ' ουσίαν διατάξεώς τινός του νόμου, δ) εσφαλμένη ουσιαστική εκτίμησις περί της συνδρομής ή μη πραγματικών περιστατικών, ε) κακή χρήσις της διακριτικής εξουσίας της διοικήσεως και στ) κατάχρησις εξουσίας, οσάκις πράξις τις της διοικήσεως φέρει μεν καθ' εαυτήν πάντα τα στοιχεία της νομιμότητος, γίνεται όμως προς σκοπόν καταδήλως άλλον παρά τον δι' ον νομοθετήθηκε.}
Εις το άρθρον 54 παράγραφος 1 ορίζει ότι:
{1. Συντρέχοντος λόγου ακυρώσεως, το δικαστήριον επί μεν προσφυγής ακυρώνει ή τροποποιεί την διοικητική πράξη επί δε αγωγής επιδικάζει εις τον ενάγοντα την εκ της παρανόμου πράξεως επελθούσα εις αυτόν ζημίαν.}
Εις δε το άρθρον 56 παράγραφος 1 ορίζει ότι:
{1. Η δεχόμενη την προσφυγή απόφασις, απαγγέλλει την ακύρωση ή τροποποίηση της προσβαλλομένης πράξεως και ισχύει έναντι πάντων.}
Εκ του συνδυασμού των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι εις την δικαιοδοσία των διοικητικών εφετείων υπήχθησαν οι αναφυόμενες διαφορές εκ διοικητικών συμβάσεων, εις τις οποίας περιλαμβάνονται και οι τοιαύτες εκ συμβάσεων εκτελέσεως δημοσίων έργων, διεπόμενων υπό των διατάξεων του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1266/1972 και των εκτελεστικών αυτού διαταγμάτων (προεδρικά διατάγματα [ΠΔ] 475/1976, [ΠΔ] 724/1979), ότι οι διαφορές αυτές εισάγονται δια προσφυγής, εκδικαζόμενης κατά την διαδικασίαν την διαγραφόμενη υπό των αναφερομένων εις τα προεκτεθέντα άρθρα 4 και 7 παράγραφος 1 του νόμου [Ν] 1406/1983 διατάξεων του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 341/1978, του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας (νόμος [Ν] 4125/1960) και του άρθρου 17 παράγραφος 3 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1266/1972, αναλόγως εφαρμοζομένων και ότι το Διοικητικό Εφετείο, επιλαμβανόμενο διαφορές εκ διοικητικής συμβάσεως και έχον πλήρη δικαιοδοσία, οφείλει ου μόνον να ακυρώσει ή, κατά περίπτωσιν, να τροποποιήσει την πράξη εκ της οποίας απέρρευσε η διαφορά, αλλά και να προσδιορίσει την τελευταία ταύτη κατά ποσόν και να καταψηφίσει το ποσόν τούτο εις βάρος του υπόχρεου μετά των νομίμων τόκων έτι δε και των τόκων επιδικίας. Ότι τοιούτον είναι το εύρος της δικαιοδοσίας του διοικητικού Εφετείου προκειμένου ειδικώς περί προσφυγής αφορώσης εις διαφορά απορρέουσα εκ διοικητικής συμβάσεως εκτελέσεως δημοσίου έργου, που διέπεται υπό των διατάξεων του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1266/1972, προκύπτει και εκ του άρθρου 17 παράγραφος 1 του νόμου τούτου, το οποίον ορίζει ότι:
{πάσα μεταξύ των συμβαλλομένων μερών διαφορά, προκύπτουσα ιδία είτε εκ της τεχνικής των έργων εκτελέσεως είτε εκ της ερμηνείας και εκτελέσεως της συμβάσεως, ως και των μεταγενεστέρων δια νόμου ή συμφωνίας τροποποιήσεων και συμπληρώσεων αυτής, είτε εκ της καθ' οιονδήποτε τρόπον επερχόμενης λύσεως της συμβάσεως, αφορώσα είτε εις τον καθορισμό της αξίας των εκτελεσθεισών εργασιών ως και την καταβολή αυτής, είτε εις τον καθορισμό και την καταβολή συμβατικών ή νομίμων αποζημιώσεων και γενικώς πάσα διαφορά οιασδήποτε φύσεως, προκύπτουσα εκ συμβάσεως αφορώσης εις την κατασκευήν δημοσίου έργου, κατά την διάρκειαν ή μετά την οπωσδήποτε λύση αυτής, λύεται δια της δικαστικής οδού}
και το οποίον, μη ερχόμενον εις αντίθεσιν προς τα ανωτέρω γενικώς επί προσφυγής ουσίας ισχύοντα, εξακολουθεί ισχύον και μετά τον νόμο [Ν] 1406/1983. Συνεπώς, νομίμως από της απόψεως ταύτης το δικάσαν διοικητικό Εφετείον, επιληφθέν σχετικού αιτήματος της αναιρεσίβλητου εταιρείας, έκρινε ότι οι υπ' αυτού επιδικασθείσες εις βάρος του Δημοσίου αξιώσεις αυτής εκ της εκτελέσεως του ειρημένου δημοσίου έργου έδει να εξοφληθούν εντόκως. Αν και κατά την γνώμη ενός των μετ' αποφασιστικής ψήφου μελών του Δικαστηρίου εφ' όσον η παράγραφος 1 του άρθρου 7 του νόμου [Ν] 1406/1983, η οποία αφορά ειδικώς εις τις περί ων το εδάφιο ι' της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του νόμου αυτού διαφοράς εκ διοικητικών συμβάσεων, παραπέμπει μόνον εις την παράγραφο 3 του άρθρου 17 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1266/1972, εξαιρέσει της τελευταίας περιόδου αυτής, επί των διαφορών τούτων δεν τυγχάνει εφαρμογής η παράγραφος 1 του τελευταίου τούτου άρθρου, η οποία καθορίζει την έκταση της εξουσίας του δικαστηρίου, το οποίον δικάζει τις προσφυγές επί διαφορών εκ διοικητικών συμβάσεων.
Δεδομένου όμως ότι το άρθρο 4 του νόμου [Ν] 1406/1983, το οποίον, υπό τις αυτόθι ειδικότερες διακρίσεις, εφαρμόζεται επί πασών των διαφορών του άρθρου 1 του νόμου τούτου και, επομένως, και επί των διαφορών εκ διοικητικών συμβάσεων, παραπέμπει και εις το άρθρο 54 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 341/1978, η έκτασις της εξουσίας του Διοικητικού Εφετείου, το οποίον δικάζει προσφυγές επί διαφορών εκ διοικητικών συμβάσεων, καθορίζεται υπό της τελευταίας ταύτης διατάξεως, κατά την οποίαν το δικάζον επί προσφυγής διοικητικό δικαστήριον δεν έχει την εξουσία να επιδικάσει τόκους. Συνεπώς, κατά την γνώμη ταύτη, το δικάσαν διοικητικό Εφετείον άνευ δικαιοδοσίας επελήφθη αιτήματος της αναιρεσίβλητου εταιρείας περί επιδικάσεως εις αυτήν των εκ της εκτελέσεως του ειρημένου δημοσίου έργου αξιώσεών της εις βάρος του Δημοσίου μετά των νομίμων τόκων και δια τον λόγον τούτον, αυτεπαγγέλτως ως εκ της φύσεώς του ερευνώμενου, η προσβαλλόμενη απόφασή του είναι κατά το κεφάλαιον τούτο αναιρετέα.
14. Επειδή το άρθρον 7 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1266/1972 εις την παράγραφο 1 ορίζει ότι:
{1. Η πληρωμή εις τον ανάδοχο του έργου γίνεται τμηματικώς κατά την διάρκειαν της κατασκευής του έργου βάσει πιστοποιήσεως των εκτελεσθεισών εργασιών. Οι πιστοποιήσεις συντάσσονται παρά του αναδόχου του έργου κατά χρονικά διαστήματα καθοριζόμενα εν τη συμβάσει, οι δε βάσει αυτών πληρωμές ενεργούνται παρά του κυρίου του έργου, μετ' έλεγχο και επισημειωματική έγκριση της διευθυνούσης Υπηρεσίας, εντός μηνός από της υποβολής των. Εάν η πληρωμή καθυστερήσει πέραν του μηνός από της λήξεως της προθεσμίας, καθ' ην όφειλε να πραγματοποιηθεί άνευ υπαιτιότητας του αναδόχου του έργου, ούτος δικαιούται τόκου υπερημερίας επί των καθυστερουμένων ποσών προς 6% ετησίως, από της υποβολής περί τούτου οχλήσεως...}
Ακολούθως, το άρθρο 12 του νόμου 889/1979 Περί της αναθεωρήσεως τιμών κατασκευής των δημοσίων έργων και ετέρων τινών συναφών διατάξεων (ΦΕΚ 77/Α/1979), ούτινος η ισχύς άρχισε συμφώνως προς το άρθρο 16 αυτού από της κατά την 17-04-1979 δημοσιεύσεώς του εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, όρισε ότι:
{1. Δια την καθυστέρηση πληρωμής πιστοποιήσεως δημοσίου έργου άνευ υπαιτιότητας του αναδόχου, πέραν των υπό του άρθρου 7 παράγραφος 1 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1266/1972 προθεσμιών, οφείλεται αυτοδικαίως ο εκάστοτε ισχύων τόκος υπερημερίας μη εφαρμοζόμενης εν προκειμένω πάσης ετέρας ειδικής ή γενικής διατάξεως που προβλέπει μειωμένο τόκο δια το δημόσιον ή οιαδήποτε έτερα πρόσωπα.
2. Η διάταξις της προηγουμένης παραγράφου δεν εφαρμόζεται επί απαιτήσεων του αναδόχου αναγνωριζομένων κατά την διαδικασίαν επιλύσεως διαφορών, επί των οποίων απαιτήσεων ισχύει ο κατά την ανωτέρω παράγραφο 1 του άρθρου 7 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1266/1972 τόκος υπερημερίας.}
Εξ άλλου, το άρθρο 15 του νόμου [Ν] 876/1979 περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων αναφερομένων εις την ανάπτυξη της Κεφαλαιαγοράς (ΦΕΚ 48/Α/1979) εις την παράγραφο 5 όρισε ότι:
{από της δημοσιεύσεως του παρόντος το ποσοστόν του νομίμου και εξ υπερημερίας οφειλομένου τόκου, ως και το ποσοστόν, κατ' ανώτατον όριον, του εκ δικαιοπραξίας τόκου ορίζονται εκάστοτε δια πράξεως του Υπουργικού Συμβουλίου, μετά πρόταση της Νομισματικής Επιτροπής, καταργούμενης πάσης αντιθέτου επί του θέματος τούτου διατάξεως}
επί τη βάσει δε της ανωτέρω εξουσιοδοτήσεως εξεδόθη αρχικώς η υπ' αριθμόν 145/1979 πράξις του Υπουργικού Συμβουλίου, δημοσιευθείσα εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως την 11-10-1979 (ΦΕΚ 233/Α/1979) και εν συνεχεία η υπ' αριθμόν 193/1979 όμοια πράξις, δημοσιευθείσα εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως την 28-12-1979 (ΦΕΚ 287/Α/1979), δια της οποίας ορίσθηκε το ανώτατον όριον του νομίμου και εξ υπερημερίας τόκου εις ποσοστόν 25% ετησίως.
Εκ του συνδυασμού των ανωτέρω παρατεθεισών διατάξεων προκύπτει ότι η πρώτη εκ των διατάξεων τούτων, δια της οποίας ορίζεται ότι δια την καθυστέρηση πληρωμής πιστοποιήσεων εκτελεσθεισών εργασιών πέραν των δύο μηνών από της κατά τα συμπεφωνημένα χρονικά διαστήματα υποβολής των εις την διευθύνουσα το έργον υπηρεσία οφείλεται εις τον ανάδοχο τόκος υπερημερίας επί των καθυστερουμένων ποσών προς 6% ετησίως, εφ' όσον εγένετο υπ' αυτού σχετική όχλησις, προδήλως τροποποιήθηκε υπό της δευτέρας, ορισθέντος ότι δια την καθυστέρηση της πληρωμής των ως άνω πιστοποιήσεων οφείλεται μετά πάροδο δύο μηνών από της υποβολής τούτων αυτοδικαίως, ήτοι άνευ οχλήσεώς τινός, ο εκάστοτε ισχύων τόκος υπερημερίας, όστις ήδη από της 29-12-1979 έχει ορισθεί εις 25% και ότι κατ' εξαίρεση οφείλεται τόκος προς 6% προκειμένου περί απαιτήσεων του αναδόχου αναγνωριζομένων κατά την διαδικασίαν επιλύσεως διαφορών αναφυομένων κατά την εκτέλεσιν του δημοσίου έργου. Η εξαίρεσις όμως των προειρημένων απαιτήσεων του αναδόχου του έργου από του κανόνος της εξοφλήσεως αυτών εντόκως επί το γενικώς θεσπιζόμενο εκάστοτε εν όψει της καταστάσεως της χρηματαγοράς επιτόκιον είναι αντισυνταγματική και ως τοιαύτη ανίσχυρος, διότι παρακωλύει τον ανάδοχο να προσφύγει εις τον δικαστήριον προς αναγνώριση των απαιτήσεών του κατά παράβασιν του άρθρου 20 του ισχύοντος Συντάγματος (1975) δια του οποίου ορίζεται ότι έκαστος δικαιούται εις παροχή εννόμου προστασίας υπό των δικαστηρίων. Αιρόμενης δε, ως αντισυνταγματικής, της ως άνω εξαιρέσεως εφαρμόζεται αδιακρίτως επί πασών των απαιτήσεων του αναδόχου ο κανών της εξοφλήσεως αυτών εντόκως επί το εκάστοτε γενικώς ισχύον επιτόκιον εν περιπτώσει υπερημερίας του οφειλέτου.
15. Επειδή, εξ άλλου, περί της κατά χρόνον ισχύος της ως άνω δια του άρθρου 12 του νόμου 889/1979 εισαχθείσης ρυθμίσεως δεν παρέχει ένδειξη τινά ο νόμος. Συνεπώς, δέον να γίνει δεκτό, συμφώνως προς τα γενικώς ισχύοντα, ότι η ρύθμισις αυτή έχει εφαρμογήν επί πάσης πιστοποιήσεως εκτελεσθεισών εργασιών, εφ' όσον η καθυστέρησις της πληρωμής αυτής συντελείται μετά την κατά την 17-04-1979 δημοσίευση του νόμου τούτου εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αφ' ης κατά το άρθρον 16 αυτού άρχισε η ισχύς του και δη ανεξαρτήτως του χρόνου καθ' ον καταρτίσθηκε η σύμβασις εκτελέσεως του δημοσίου έργου εις ο αναφέρονται οι πιστοποιήσεις αυτές. Διάφορος λύσις δεν δύναται να συνταχθεί εκ του άρθρου 9 του αυτού ως άνω νόμου, διότι οι διατάξεις του άρθρου τούτου ορίζουν αποκλειστικώς περί της κατά χρόνον ισχύος των διατάξεων του ως άνω νόμου οι οποίες αναφέρονται εις θέματα αναθεωρήσεως τιμών των δημοσίων έργων, ουδέ εκ του άρθρου 21 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1266/1972 το οποίον ορίζει περί της κατά χρόνον ισχύος των διατάξεών του και ουχί των δια μεταγενεστέρων νόμων τροποποιήσεων αυτών, οία η δια του άρθρου 12 του νόμου 889/1979 επενεχθείσα. Αν και κατά την γνώμη ενός των μετ' αποφασιστικής ψήφου μελών του Δικαστηρίου η ρύθμισις του άρθρου 12 του νόμου 889/1979, εφ' όσον δεν ορίζει ρητώς ο νόμος ούτος το αντίθετο, δεν καταλαμβάνει απαιτήσεις εκ συμβάσεων εκτελέσεως δημοσίων έργων που καταρτίστηκαν προ της ενάρξεως της ισχύος του, ήτοι προ της 17-04-1979, επί των οποίων έχει εφαρμογήν η κατά τον χρόνον καταρτίσεως των συμβάσεων τούτων ισχύουσα ρύθμισις συμφώνως προς γενική αρχήν συναγόμενη το μεν εκ του άρθρου 24 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα κατά την οποίαν τα της υπερημερίας του οφειλέτου ή του δανειστού (άρα και ο εξ υπερημερίας οφειλόμενος τόκος) διέπονται υπό του ισχύοντος κατά την κατάρτιση της συμβάσεως δικαίου, το δε εκ των διατάξεων της περί εκτελέσεως δημοσίων έργων νομοθεσίας (άρθρον 21 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1266/1972, άρθρο 27 του νόμου 1418/1984), εις τις οποίες διατυπώνεται ο κανών ότι οι συμβάσεις δημοσίων έργων εις περίπτωσιν μεταβολής του νομοθετικού καθεστώτος υπό το οποίον καταρτίστηκαν εξακολουθούν να διέπονται μέχρι της πλήρους εκκαθαρίσεώς των υπό των ισχυουσών κατά τον χρόνον της καταρτίσεώς των διατάξεων.
16. Επειδή, κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, ο λόγος αναιρέσεως δια του οποίου προβάλλεται ότι κατά παράβασιν της διατάξεως του άρθρου 12 παράγραφος 2 του νόμου 889/1979 το δικάσαν διοικητικό Εφετείον δια της προσβαλλομένης αποφάσεώς του έκρινε ότι το Ελληνικό Δημόσιον οφείλει να καταβάλει τα δια της αυτής αποφάσεώς του επιδικασθείσας εις βάρος του τελευταίου τούτου απαιτήσεις της αναιρεσίβλητου εταιρείας εκ της εκτελέσεως του ειρημένου έργου εντόκως προς 25% και ουχί προς 6% ως έδει, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, εφ' όσον, ως εξετέθη, η διάταξις την οποίαν επικαλείται ο αναιρεσείων είναι ανίσχυρος κατά δε την εφαρμοστέα διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του αυτού ως άνω Νόμου ο οφειλόμενος εν περιπτώσει καθυστερήσεως της πληρωμής πιστοποιήσεων εκτελεσθεισών εργασιών υπό του Δημοσίου τόκος εις τον ανάδοχο υπολογίζεται προς 25%. Κατά την γνώμη όμως του ως άνω μειοψηφήσαντος μέλους του Δικαστηρίου ο λόγος ούτος αναιρέσεως είναι βάσιμος, διότι εις την προκειμένη περίπτωσιν καθ' ην η μεταξύ της αναιρεσίβλητου εταιρείας και του Δημοσίου συναφθείσα σύμβασις καταρτίσθηκε την 07-03-1978, ήτοι προ της ενάρξεως της ισχύος του νόμου 889/1979 (17-04-1979), δεν είχε εφαρμογήν το άρθρο 12 του νόμου τούτου, αλλά το άρθρον 7 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1266/1972 συμφώνως προς το οποίον ο οφειλόμενος εις τον ανάδοχο τόκος δια την καθυστέρηση της πληρωμής πιστοποιήσεων εκτελεσθεισών εργασιών έδει να υπολογισθεί προς 6% από της σχετικής οχλήσεως. Όθεν, κατά την γνώμη, ταύτη η προσβαλλόμενη απόφασις είναι αναιρετέα κατά το κεφάλαιον τούτο και η υπόθεσις αναπεμπτέα εις το δικάσαν διοικητικό Εφετείον προς νέα κρίσιν επί τη βάσει της ως άνω εφαρμοστέας διατάξεως του άρθρου 7 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1266/1972.
17. Επειδή, μη προβαλλομένου ετέρου λόγου αναιρέσεως, η υπό κρίσιν αίτησις είναι απορριπτέα εν τω συνόλω της.
Δια ταύτα
Απορρίπτει την υπό κρίσιν αίτηση. Και
Επιβάλλει εις το Δημόσιον την δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητου εταιρείας εκ δραχμών 28.000.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 09-11-1989, στις 03-04-1990 και στις 02-05-1990 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 25-06-1990.