Απόφαση Συμβουλίου της Επικρατείας 2056/14

ΣτΕ 2056/2014


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Αριθμός 2056/2014

 

Το Συμβούλιο της Επικρατείας

 

Τμήμα Ε

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 18-02-2009, με την εξής σύνθεση: Κ. Μενουδάκος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Ε' Τμήματος, Αικατερίνη Σακελλαροπούλου, Μ. Γκορτζολίδου, Σύμβουλοι, Θ. Αραβάνης, Χρήστος Λιάκουρας, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ε. Κουμεντέρη, Γραμματέας του Ε' Τμήματος.

 

Για να δικάσει την από 31-03-2003 αίτηση:

 

των: 1) ... και 2) ... οι οποίοι παρέστησαν με τον δικηγόρο Παναγιώτη Λαζαράτο (Αριθμός Μητρώου 14350), που τον διόρισαν στο ακροατήριο, κατά του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, ο οποίος παρέστη με την Χριστίνα Διβάνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

 

Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί η υπ' αριθμόν 1608/2003 απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (ΦΕΚ 79/Δ/2003) για την τροποποίηση του από 25-04-1989 Προεδρικού Διατάγματος Έγκριση πολεοδομικής μελέτης τμημάτων των πολεοδομικών ενοτήτων Ασπίδα, Πέντε δρόμοι, Γεφύρια και Θεάτρου του Δήμου Άργους (νομού Αργολίδας).

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Θ. Αραβάνη.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των αιτούντων, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

 

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

 

Σκέφθηκε κατά το Νόμο

 

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (852063, 500974/2003 γραμμάτια παραβόλου).

 

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή οι αιτούντες, φερόμενοι ως κύριοι ακινήτου 8.000 m2 περίπου στο οικοδομικό τετράγωνο Γ364 του σχεδίου πόλεως του Άργους, ζητούν, παραδεκτώς, την ακύρωση της αποφάσεως 1608/2003 της Υφυπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (ΦΕΚ 79/Δ/2003), με την οποία τροποποιήθηκε η πολεοδομική μελέτη τμημάτων τεσσάρων πολεοδομικών ενοτήτων του Άργους (από 25-04-1989 προεδρικό διάταγμα (ΦΕΚ 264/Δ/1989)), μεταξύ άλλων, με τον επανακαθορισμό των ορίων των πυκνοδομημένων τμημάτων των πολεοδομικών αυτών ενοτήτων. Η ακύρωση ζητείται καθ' ο μέρος το ακίνητο των αιτούντων εντάσσεται μόνο εν μέρει στην πυκνοδομημένη ζώνη (δηλαδή ως προς τμήμα 400 m2 πέριξ υπάρχοντος κτίσματος), ενώ το υπόλοιπο τμήμα του ακινήτου εντάσσεται στην αραιοδομημένη ζώνη.

 

3. Επειδή, οι αιτούντες με έννομο συμφέρον ασκούν την κρινόμενη αίτηση ως ιδιοκτήτες του ακινήτου, το οποίο αφορά η πληττόμενη ρύθμιση της ανωτέρω αποφάσεως.

 

4. Επειδή, το άρθρο 24 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρηση του 2001, ορίζει τα εξής:

 

{1. ...

 

2. Η χωροταξική αναδιάρθρωση της Χώρας, η διαμόρφωση, η ανάπτυξη, η πολεοδόμηση και η επέκταση των πόλεων και των οικιστικών γενικά περιοχών υπάγεται στη ρυθμιστική αρμοδιότητα και τον έλεγχο του Κράτους, με σκοπό να εξυπηρετείται η λειτουργικότητα και η ανάπτυξη των οικισμών και να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβίωσης. Οι σχετικές τεχνικές επιλογές και σταθμίσεις γίνονται κατά τους κανόνες της επιστήμης. (...)

 

3. Για να αναγνωριστεί μία περιοχή ως οικιστική και για να ενεργοποιηθεί πολεοδομικά, οι ιδιοκτησίες που περιλαμβάνονται σε αυτή συμμετέχουν υποχρεωτικά, χωρίς αποζημίωση από τον οικείο φορέα, στη διάθεση των εκτάσεων που είναι απαραίτητες για να δημιουργηθούν δρόμοι, πλατείες και χώροι για κοινωφελείς γενικά χρήσεις και σκοπούς, καθώς και στις δαπάνες για την εκτέλεση των βασικών κοινόχρηστων πολεοδομικών έργων, όπως νόμος ορίζει.

 

4. ...

 

5. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται και στην αναμόρφωση των οικιστικών περιοχών που ήδη υπάρχουν. Οι ελεύθερες εκτάσεις, που προκύπτουν από την αναμόρφωση, διατίθενται για τη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων ή εκποιούνται για να καλυφθούν οι δαπάνες της πολεοδομικής αναμόρφωσης, όπως νόμος ορίζει.}

 

Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι ο χωροταξικός σχεδιασμός της Χώρας και η πολεοδομική διαμόρφωση των οικιστικών περιοχών αποτελούν υποχρέωση της Πολιτείας. Η ρυθμιστική αυτή αρμοδιότητα του Κράτους εκδηλώνεται με τη θέσπιση κανόνων που αποβλέπουν, μεταξύ άλλων, στην ορθολογική διάταξη των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στο χώρο και στη διασφάλιση της λειτουργικότητας και αισθητικής των οικιστικών περιοχών, εν όψει και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών καθεμιάς από αυτές, κατά τρόπο ώστε να δημιουργούνται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβιώσεως. Περαιτέρω, ο συνταγματικός νομοθέτης, μεριμνώντας για την εξασφάλιση της δυνατότητας εφαρμογής των πολεοδομικών σχεδίων σε σύντομο χρόνο μετά την έγκρισή τους, ώστε να εξυπηρετούνται κατά τρόπο αποτελεσματικό και οι προαναφερόμενοι σκοποί, προέβλεψε με το ίδιο άρθρο την υποχρέωση όλων, αδιακρίτως, των ιδιοκτητών ακινήτων που βρίσκονται είτε σε περιοχή, η οποία χαρακτηρίζεται για πρώτη φορά ως οικιστική, εντασσόμενη σε πολεοδομικό σχέδιο, είτε σε υφιστάμενη οικιστική περιοχή, της οποίας το πολεοδομικό σχέδιο αναμορφώνεται, αφ' ενός να διαθέσουν χωρίς αντάλλαγμα τμήμα της ιδιοκτησίας τους και αφ' ετέρου να καταβάλουν ορισμένο χρηματικό ποσό προκειμένου να εξασφαλιστούν οι εκτάσεις που απαιτούνται για τους προβλεπόμενους από το πολεοδομικό σχέδιο κοινόχρηστους χώρους και χώρους κοινωφελών χρήσεων και να εξοικονομηθούν χρηματικά μέσα για την αντιμετώπιση των δαπανών εκτέλεσης των βασικών κοινόχρηστων πολεοδομικών έργων. Ανατίθεται δε από το Σύνταγμα στον κοινό νομοθέτη η εξειδίκευση της επιβαλλόμενης από αυτό υποχρεώσεως και, ιδίως, ο ορισμός του μεγέθους των εδαφικών εκτάσεων και του ύψους του χρηματικού ποσού που οφείλουν να διαθέτουν οι ιδιοκτήτες, καθώς και του τρόπου υπολογισμού των υποχρεώσεών τους αυτών, με την αυτονόητη προϋπόθεση ότι οι σχετικές ρυθμίσεις δεν πρέπει να έρχονται σε αντίθεση προς την, επίσης κατοχυρούμενη από το Σύνταγμα (άρθρο 4), αρχή της ισότητας, δεδομένου ότι με τις προαναφερόμενες ειδικές διατάξεις του άρθρου 24 ο συνταγματικός νομοθέτης δεν επέτρεψε αποκλίσεις από τη βασική αυτή αρχή (ΣΕ 2057/1994, 2058/1994 Ολομέλεια, 3766/2007, 2951/1998).

 

5. Επειδή, η εναρμόνιση της πολεοδομικής νομοθεσίας με τις ανωτέρω συνταγματικές επιταγές επιχειρήθηκε αρχικά με το νόμο 947/1979 Περί οικιστικών περιοχών (ΦΕΚ 169/Α/1979). Κατά το νόμο αυτόν η πολεοδομική ανάπτυξη ή αναμόρφωση μιας περιοχής προϋποθέτει την αναγνώρισή της ως οικιστικής με προεδρικό διάταγμα (άρθρο 14 παράγραφος 1) και χωρεί με έναν από τους τρόπους που προβλέπονται στο άρθρο 6 του ίδιου νόμου (άσκηση ενεργού πολεοδομίας ή διενέργεια αστικού αναδασμού ή θέσπιση γενικών όρων σχηματισμού οικοπέδων και δομήσεως), ενεργείται δε με πολεοδομική μελέτη, η οποία περιέχει τη ρυμοτομική διαρρύθμιση και τους όρους δομήσεως της περιοχής και εγκρίνεται με προεδρικό διάταγμα (άρθρα 32 παράγραφος 2, 44 παράγραφος 2 και 52 παράγραφος 2 του νόμου). Η αναγνώριση περιοχής ως οικιστικής συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, την υποχρέωση εισφοράς γης (άρθρα 16 παράγραφος 1 ε' και 17 - 19), σε ποσοστό 30% ή 40%, κατά τις διακρίσεις του άρθρου 18 παράγραφος 1, για τη διαμόρφωση των κοινόχρηστων χώρων του οικισμού, και εισφοράς σε χρήμα ως συμμετοχή στη δαπάνη κατασκευής βασικών κοινόχρηστων έργων (άρθρο 21). Εξ άλλου, στο άρθρο 62 παράγραφος 2 ορίσθηκε, μεταξύ άλλων, ότι επεκτάσεις υφισταμένων ρυμοτομικών σχεδίων ενεργούνται κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού, πλην εκκρεμών διαδικασιών για τις οποίες είχε ληφθεί θετική γνωμοδότηση του συμβουλίου δημοσίων έργων (ΣΔΕ), οι οποίες δύναται να ολοκληρωθούν κατά τις διατάξεις του από 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος, εφαρμοζομένων πάντως αναλογικώς των άρθρων 17 - 21 του νόμου 947/1979 περί εισφοράς σε γη και σε χρήμα. Το σύστημα της πολεοδομικής διαρρύθμισης που καθιέρωσε ο νόμος αυτός δεν εφαρμόσθηκε διότι δεν εκδόθηκαν τα προεδρικά διατάγματα που θα έπρεπε να καθορίσουν την διαδικασία εφαρμογής, σύμφωνα με τις εξουσιοδοτικές διατάξεις των άρθρων 32 παράγραφος 6, 44 παράγραφος 5 και 52 παράγραφος 5 του ως ίδιου νόμου (ΣτΕ 2149/1986 Ολομέλεια, 812/1995, 2831/1993).

 

6. Επειδή, στη συνέχεια, με το άρθρο 10 του νόμου 1221/1981 Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεις του νόμου 960/1979 κ.λ.π. (ΦΕΚ 292/Α/1981) επιχειρήθηκε η διευκόλυνση της εντάξεως σε σχέδιο πόλεως πυκνοδομημένων περιοχών (δηλαδή περιοχών με αυθαίρετη κυρίως δόμηση) πέριξ των πόλεων, με την εξαίρεσή τους από την υποχρέωση αυξημένης εισφοράς σε γη των άρθρων 17 - 19 του νόμου 947/1979, την υπαγωγή τους στις διατάξεις του από 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος αλλά και την επιβολή υποχρέωσης καταβολής εισφοράς σε χρήμα. Ειδικότερα, το άρθρο αυτό ορίζει τα εξής:

 

{Εις το τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 62 του νόμου 947/1979 προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια:

 

{Αρξάμενες διαδικασίες επεκτάσεως εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων ή εγκρίσεως νέων τοιούτων, εφ' ων μέχρι της ενάρξεως ισχύος του παρόντος έχει ληφθεί θετική γνωμοδότησις του Συμβουλίου Δημοσίων Έργων ή έχει ληφθεί απόφασις και έχει υποβληθεί σχετικά πλήρης, κατά τα οριζόμενα υπό του νομοθετικού διατάγματος της 17-07-1923 περί σχεδίων πόλεων κ.λ.π., πρότασις του οικείου Δημοτικού ή κοινοτικού Συμβουλίου, δύναται να συνεχισθούν και ολοκληρωθούν δια το σύνολον ή μέρος της προτεινομένης περιοχής κατά την διαδικασίαν του ως άνω νομοθετικού διατάγματος της 17-07-1923 και υπό τους περιορισμούς όρους και υποχρεώσεις της ισχυούσης νομοθεσίας κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος.

 

Οι ως άνω διαδικασίες εφαρμόζονται αποκλειστικώς και μόνον υπό την προϋπόθεση ότι πρόκειται περί πυκνοδομημένων περιοχών κυρίας κατοικίας και υπό την προϋπόθεση ότι εναρμονίζονται απολύτως προς τα βασικά σημεία, τους στόχους και τις κατευθύνσεις των περί αυτών εγκεκριμένων ρυθμιστικών και χωροταξικών σχεδίων ή τις σχετικές αποφάσεις του Εθνικού Συμβουλίου Χωροταξίας και Περιβάλλοντος, κατά την περί των προϋποθέσεων τούτων απόφαση του Υπουργού Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος εκδιδόμενη μετά γνώμη του Συμβουλίου Δημοσίων Έργων.

 

Εις τις κατά τις διατάξεις των προστιθεμένων εδαφίων εντασσόμενες εις το σχέδιον περιοχές επιβάλλεται χρηματική εισφορά κατά τις ακολούθους διακρίσεις:

 

Δια το τμήμα ιδιοκτησίας εμβαδού μέχρι και 200 m2 1% επί της αξίας αυτών.

Δια το τμήμα ιδιοκτησίας πλέον των 200 m2 έως και 1.000 m2 15% της αξίας αυτών.

Δια το τμήμα ιδιοκτησία πλέον των 1.000 m2 έως και 5.000 m2 20% της αξίας αυτών.

Δια το τμήμα ιδιοκτησίας πλέον των 5.000 m2 25% της αξίας αυτών.

 

Δια τον προσδιορισμό της αξίας των ιδιοκτησιών εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 21 του παρόντος. Ως ιδιοκτησία δια την εφαρμογήν των προστιθεμένων εδαφίων νοείται το σύνολον των ιδιοκτησιών εκάστου ιδιοκτήτου οι οποίες περιλαμβάνονται εντός του εγκρινομένου κατά τα άνω σχεδίου.

 

Η ως άνω εισφορά καταβάλλεται προς τους Δήμους ή τις Κοινότητας εις 12 τριμηνιαίες δόσεις και διατίθεται δι' έργα και απαλλοτριώσεις υπέρ της εισερχόμενης εις το σχέδιον περιοχής.

 

Δια προεδρικού διατάγματος, εκδιδομένου με πρόταση του Υπουργού Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος μετά γνώμη του Συμβουλίου Δημοσίων Έργων, καθορίζονται τα κριτήρια χαρακτηρισμού περιοχής τινός ως πυκνοδομημένης. ...}

 

Όπως προκύπτει από τις σχετικές προπαρασκευαστικές εργασίες, το άρθρο αυτό, το οποίο προστέθηκε από την Κοινοβουλευτική Επιτροπή κατά την επεξεργασία νομοσχεδίου περί επιβολής υποχρεώσεως δημιουργίας χώρων σταθμεύσεως και διαμορφώθηκε σταδιακά κατά τις σχετικές συζητήσεις στη Βουλή (βλέπε τροπολογίες Υπουργείου Δημοσίων Έργων 6800/1981 και 8040/1981 και συζητήσεις Ολομέλεια Βουλής, συνεδρίαση ΛΘ'/11-09-1981, σελίδες 1129-1132, 1150, Μ'/14-09-1981, σελίδα 1188), απέβλεψε αφ' ενός στην ολοκλήρωση, για λόγους ισότητας, επεκτάσεων που είχαν αρχίσει υπό το καθεστώς και με τις προϋποθέσεις του από 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος και είχαν προχωρήσει σε σημαντικό βαθμό, πλην κατελήφθησαν από τις διατάξεις του νόμου 947/1979, οι οποίες προέβλεπαν αυξημένη σε σχέση με το προηγούμενο καθεστώς εισφορά σε γη και σε χρήμα (βλέπε εισηγητή πλειοψηφίας, συνεδρίαση Ολομέλειας Βουλής ΡΜΣΤ'/08-06-1981, σελίδα 6865, Υπουργείο Δημοσίων Έργων, συνεδρίαση Μ'/14-09-1981, σελίδα 1161), αφ' ετέρου στην επίλυση, για πολεοδομικούς και κοινωνικούς λόγους, χρόνιου προβλήματος, το οποίο συνίστατο στην ύπαρξη, πέριξ των πόλεων, διαμορφωμένων πυκνοδομημένων συνοικισμών, αποτελουμένων κυρίως από αυθαίρετα κτίσματα πρώτης κατοικίας, ανεγερθέντα από οικονομικώς ασθενέστερες κοινωνικές ομάδες, όπως εργαζόμενοι, συνταξιούχοι κ.λ.π., σε μικρά οικόπεδα, χωρίς κανένα πολεοδομικό σχεδιασμό, με αποτέλεσμα οι περιοχές αυτές να στερούνται βασικών υποδομών και εξυπηρετήσεων. Ως εκ τούτου επιδιώχθηκε η ένταξη των περιοχών αυτών σε σχέδιο πόλεως υπό σχετικώς ευνοϊκούς όρους, δηλαδή, ιδίως, με την απαλλαγή τους από την αυξημένη εισφορά σε γη του νόμου 947/1979, την επιβολή εισφοράς σε χρήμα και την κλιμάκωση της χρηματικής εισφοράς ανάλογα με το μέγεθος της ιδιοκτησίας, ώστε η συμμετοχή κάθε ιδιοκτησίας να βαρύνει αναλογικά λιγότερο τις μικρές ιδιοκτησίες και περισσότερο τις μεγάλες, με σκοπό αφ' ενός την πολεοδομική αναβάθμιση των εν λόγω περιοχών και την απόκτηση νόμιμης κύριας κατοικίας από πολίτες με μειωμένες οικονομικές δυνατότητες (βλέπε αγορεύσεις βουλευτών στις συνεδριάσεις Ολομέλειας ΡΜΗ'/10-06-1981, σελίδα 6961, ΛΘ'/11-09-1981 σελίδες 1127-9, 1132, 1136, Μ'/14-09-1981, σελίδες 1153, 1155-6, 1158 και επόμενα, 1181) και αφ' ετέρου τον αποκλεισμό της κερδοσκοπίας από την ένταξη στο σχέδιο μεγάλων ιδιοκτησιών χωρίς την καταβολή εισφοράς γης (συνεδρίαση Ολομέλειας ΡΜΗ'/10-06-1981 σελίδα 6961, ΛΘ'/11-09-1981 σελίδες 1136-7, Μ'/14-09-1981 σελίδα 1154 κ.λ.π.).

 

7. Επειδή, ακολούθως, ο νόμος 1337/1983 (ΦΕΚ 33/Α/1983) καθιέρωσε νέο σύστημα για την πολεοδόμηση ορισμένης περιοχής. Το σύστημα αυτό χαρακτηρίζεται από τρία στάδια, από τα οποία διέρχεται η πολεοδόμηση της περιοχής, δηλαδή το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο, την πολεοδομική μελέτη και την εφαρμογή της. Το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο αποτελεί την γενική πρόταση πολεοδομικής οργανώσεως των πολεοδομικών ενοτήτων, που διατυπώνεται μετά από εκτίμηση των οικιστικών αναγκών και των προβλεπόμενων επιπτώσεων της πολεοδομικής ρυθμίσεως στο φυσικό και οικιστικό περιβάλλον. Συγκεκριμένα, το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο περιλαμβάνει κατ' αρχήν γενικούς ορισμούς και κατευθύνσεις ως προς τα θέματα του πολεοδομικού σχεδιασμού, δημογραφικά, οικονομικά, ενεργειακά, κυκλοφοριακά κ.λ.π. (άρθρο 2 του νόμου 1337/1983). Η πολεοδομική μελέτη αποτελεί εξειδίκευση των προτάσεων και προγραμμάτων του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου. Η έγκρισή της έχει τις συνέπειες εγκρίσεως σχεδίου πόλεως κατά τις διατάξεις του από 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος. Κύρια χαρακτηριστικά της αποτελούν η ρυμοτομική διαρρύθμιση μιας περιοχής και ο καθορισμός των όρων και περιορισμών δομήσεως (άρθρο 6 του νόμου 1337/1983). Το τρίτο στάδιο της εφαρμογής περιλαμβάνει όλες τις ενέργειες που απαιτούνται για την πραγμάτωση της πολεοδομικής μελέτης (καθορισμό τμημάτων που αφαιρούνται για εισφορά γης, τμημάτων που ρυμοτομούνται για κοινόχρηστους χώρους.

 

Ειδικότερα, το άρθρο 1 παράγραφος 3 του νόμου 1337/1983 ορίζει ότι οι επεκτάσεις εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων και οικισμών κατά το νόμο αυτόν γίνονται κυρίως σε πυκνοδομημένες περιοχές καθώς και στις αραιοδομημένες ή αδόμητες που μαζί με τις πυκνοδομημένες ολοκληρώνουν μία ή περισσότερες πολεοδομικές ενότητες (γειτονιές) οργανικά συνδεδεμένες με τον υπάρχοντα πολεοδομικό ιστό της πόλης ή του οικισμού. Το άρθρο 2 παράγραφος 4 του ίδιου νόμου ορίζει ότι:

 

{4. Στο γενικό πολεοδομικό σχέδιο γίνεται ο προσδιορισμός των πυκνοδομημένων περιοχών σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από το τρίτο εδάφιο του άρθρου 10 του νόμου 1221/1981.}

 

Περαιτέρω, το άρθρο 8 του ίδιου νόμου, με τίτλο Εισφορά σε γη ορίζει ότι:

 

{1. Οι ιδιοκτησίες που βρίσκονται σε ζώνες πυκνοδομημένες και οι οποίες εντάσσονται σε πολεοδομικό σχέδιο ή στις οποίες επεκτείνεται το πολεοδομικό σχέδιο με τις διατάξεις του νόμου αυτού, υποχρεούνται να συμμετάσχουν στη δημιουργία των κοινοχρήστων χώρων που προβλέπονται από την πολεοδομική μελέτη. Για το ποσοστό της συμμετοχής, τη διαδικασία προσδιορισμού και τον τρόπο βεβαίωσης εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 32-39 του από 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος περί σχεδίων πόλεων κ.λ.π., του άρθρου 6 του νόμου 5269/1931 και των εκτελεστικών τους διαταγμάτων, όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν σήμερα.

 

2. (όπως η παράγραφος αυτή συμπληρώθηκε με το άρθρο 98 παράγραφος 2 του νόμου 1892/1990 (ΦΕΚ 101/Α/1990)). Στις ίδιες πυκνοδομημένες ζώνες, αν ιδιοκτησία εμβαδού 500 m2 και πάνω βαρύνεται, λόγω της εφαρμογής των κατά την προηγούμενη παράγραφο διατάξεων, με εισφορά σε γη για αυταποζημίωση ή λόγω υποχρέωσης αποζημίωσης τρίτων, με εμβαδόν λιγότερο από το εμβαδόν που προκύπτει από την εφαρμογή των ποσοστών που καθορίζονται στην παράγραφο 4 του άρθρου αυτού, υποχρεούται να εισφέρει επιπλέον έκταση μέχρι να συμπληρωθεί το ποσοστό αυτό της παραγράφου 4. Η παράγραφος αυτή εφαρμόζεται για όλες τις πυκνοδομημένες ζώνες, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι αναφερόμενες στο άρθρο 10 του νόμου 1221/1981 περιοχές.

 

3. Οι ιδιοκτησίες που εντάσσονται στο πολεοδομικό σχέδιο ή στις οποίες επεκτείνεται το πολεοδομικό σχέδιο σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού και βρίσκονται σε ζώνες αραιοδομημένες ή αδόμητες, υποχρεούνται να συμμετάσχουν με εισφορά γης στη δημιουργία των απαραίτητων κοινόχρηστων χώρων και γενικά στην ικανοποίηση κοινωφελών χρήσεων και σκοπών κατά τις επόμενες διατάξεις ...

 

4. (όπως η παράγραφος αυτή, αντικατασταθείσα με το άρθρο 43 παράγραφος 1 του νόμου 2145/1993 (ΦΕΚ 88/Α/1993), επαναφέρθηκε σε ισχύ με το άρθρο 2 παράγραφος 14 του νόμου 2242/1994 (ΦΕΚ 162/Α/1994) και συμπληρώθηκε με το άρθρο 23 παράγραφος 3 περίπτωση β του νόμου 2300/1995 (ΦΕΚ 69/Α/1995)). Η εισφορά σε γη κατά την προηγούμενη παράγραφο αποτελείται από ποσοστό επιφάνειας κάθε ιδιοκτησίας πριν από την πολεοδόμησή της, το οποίο υπολογίζεται κατά τον ακόλουθο τρόπο:

 

α. Για τμήμα ιδιοκτησίας μέχρι 250 m2 ποσοστό 10%.

β. Για τμήμα ιδιοκτησίας πάνω από 250 μέχρι 500 m2 ποσοστό 20%.

γ. Για τμήμα ιδιοκτησίας πάνω από 500 μέχρι 1.000 m2 ποσοστό 30%.

δ. Για τμήμα ιδιοκτησίας πάνω από 1.000 μέχρι 2.000 m2 ποσοστό 40%.

ε. Με την επιφύλαξη της περίπτωσης (στ), για τμήμα ιδιοκτησίας πάνω από 2.000 m2 ποσοστό 50%.

στ. Για αυτοτελείς ιδιοκτησίες μεγαλύτερες των 10.000 m2 που ανήκουν σ' έναν ιδιοκτήτη, για το Τμήμα τους πάνω από 10.000 m2 ποσοστό 60%. Τα ανωτέρω εφαρμόζονται και σε ιδιοκτησίες εξ αδιαιρέτου κατά το ποσοστό συνιδιοκτησίας που αντιστοιχεί σε έκταση γης μεγαλύτερη από 10.000 m2.

ζ) ...

 

5. (όπως η παράγραφος αυτή συμπληρώθηκε με τα άρθρα 7 παράγραφος 1 του νόμου 3127/2003 (ΦΕΚ 67/Α/2003) και 27 παράγραφος 6 και 7 του νόμου 2831/2000 (ΦΕΚ 140/Α/2000)). Ως εμβαδά ιδιοκτησιών για τον υπολογισμό της συμμετοχής σε γη λαμβάνονται τα εμβαδά που είχαν οι ιδιοκτησίες στις 10-03-1982. Για την εφαρμογή της παραγράφου 4 ως ιδιοκτησία νοείται το άθροισμα των ιδιοκτησιών γης ενός και του αυτού ιδιοκτήτη που περιλαμβάνονται στα όρια της προς ένταξη περιοχής η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη της πολεοδομικής ενότητας. Σε περίπτωση εξ αδιαιρέτου συνιδιοκτησίας τα ποσοστά εισφοράς γης εφαρμόζονται στο εμβαδόν που αντιστοιχεί στο ιδανικό μερίδιο κάθε συνιδιοκτήτη όπως έχει διαμορφωθεί μέχρι την 10-03-1982.

 

6. Η εισφορά γης πραγματοποιείται με την πράξη εφαρμογής του άρθρου 12 του νόμου αυτού...}

 

Τέλος, το άρθρο 9 του ίδιου νόμου, με τίτλο Εισφορά σε χρήμα, ορίζει τα εξής:

 

{1. Οι ιδιοκτήτες των ακινήτων που περιλαμβάνονται σε περιοχές ένταξης και επέκτασης κατά το άρθρο 1 του νόμου αυτού και διατηρούνται ή διαμορφώνονται σε νέα ακίνητα, συμμετέχουν με καταβολή χρηματικής εισφοράς στην αντιμετώπιση της δαπάνης για την κατασκευή των βασικών κοινόχρηστων πολεοδομικών έργων. (...)

 

2. Η εισφορά ορίζεται για τις ιδιοκτησίες που περιλαμβάνονται σε ζώνες πυκνοδομημένες, αραιοδομημένες ή αδόμητες, ίση με την αναφερόμενη στις διατάξεις του τρίτου εδαφίου του άρθρου 10 του νόμου 1221/1981.

 

3. (όπως η παράγραφος αυτή αριθμήθηκε και τροποποιήθηκε με το άρθρο 25 παράγραφος 4 περίπτωση α' του νόμου 2508/1997 (ΦΕΚ 124/Α/1997) και ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο). Η εισφορά σε χρήμα υπολογίζεται στο εμβαδόν της ιδιοκτησίας, όπως αυτή διαμορφώνεται με την πράξη εφαρμογής και στην οικοπεδική αξία που έχει κάθε ιδιοκτησία κατά το χρόνο κύρωσης της πράξης εφαρμογής (...).}

 

Όπως προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του νόμου 1337/1983, με τις ανωτέρω διατάξεις επιδιώχθηκε, με την επίκληση πολεοδομικών και κοινωνικών κριτηρίων, η ριζική αντιμετώπιση του προβλήματος της υπάρξεως γύρω από τις πόλεις εκτεταμένων περιοχών αυθαιρέτων οι οποίες στερούντο βασικών υποδομών. Με τις διατάξεις αυτές επιχειρήθηκε η ένταξη στο σχέδιο, πέραν των εκκρεμών κατά την έναρξη ισχύος του νόμου 947/1979 περιπτώσεων, για τις οποίες προνοούσε το άρθρο 10 του νόμου 1221/1981, όλων των μέχρι τότε υφισταμένων πυκνοδομημένων περιοχών αυθαιρέτων με χρήση προεχόντως κύριας κατοικίας, καθώς και των μη πυκνοδομημένων περιοχών που αποτελούν οργανική ενότητα με εκείνες και η υπαγωγή των εν λόγω πυκνοδομημένων περιοχών στις διατάξεις των άρθρων 32-39 του από 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος και 6 του νόμου 5269/1931 (οι οποίες, πάντως, συνεπάγονται, περιορισμένη έστω, εισφορά σε γη χωρίς αντάλλαγμα, σύμφωνα με την προαναφερθείσα συνταγματική επιταγή, καθ' ο μέτρο προβλέπουν αυταποζημίωση του ιδιοκτήτη για τμήμα της ρυμοτομούμενης ιδιοκτησίας βλέπε εισηγητική έκθεση του νόμου 1337/1983, σελίδα 5) και η υποχρέωση καταβολής εισφοράς σε χρήμα, η οποία, αντιθέτως προς το σύστημα του νόμου 947/1979, που προέβλεπε ενιαίο ποσοστό εισφοράς για όλες τις ιδιοκτησίες, ανεξαρτήτως μεγέθους (βλέπε άρθρο 21 αυτού), κλιμακώνεται ανάλογα με το μέγεθος της ιδιοκτησίας, ώστε να βαρύνει λιγότερο τις μικρές ιδιοκτησίες και περισσότερο τις μεγάλες, με στόχο την πολεοδομική αναβάθμιση των πυκνοδομημένων περιοχών, την απόκτηση στέγης από κοινωνικά στρώματα με χαμηλά εισοδήματα και τον αποκλεισμό της κερδοσκοπικής εκμετάλλευσης της περιαστικής γης (βλέπε εισηγητική έκθεση του νόμου 1337/1983, σελίδες 1 και 5, και συνεδρίαση Ολομέλειας Βουλής, συνεδρίαση ΞΣΤ'/31-01-1983 σελίδες 3355, 3357-3358, 3361, 3364-5, 3389, ΞΗ'/02-02-1983 σελίδες 3473, 3476-77, 3492, 3495, 3499, ΞΘ'/03-02-1983 σελίδες 3536 και επόμενες, ιδίως 3540, 3546). Οι διατάξεις δε αυτές, κατά το μέρος που προβλέπουν την εφαρμογή στις πυκνοδομημένες περιοχές των άρθρων 32-39 του από 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος και 6 του νόμου 5269/1931, είναι στενώς ερμηνευτέες ως εισάγουσες απόκλιση από την συνταγματική υποχρέωση εισφοράς γης εκ μέρους όλων κατ' αρχήν των ιδιοκτησιών που εντάσσονται σε σχέδιο πόλεως.

 

8. Επειδή, κατ' επίκληση του άρθρου 62 παράγραφος 2 του νόμου 947/1979, όπως αυτό συμπληρώθηκε με το άρθρο 10 του νόμου 1221/1981, εκδόθηκε το από 24-08-1983 προεδρικό διάταγμα (ΦΕΚ 409/Δ/1983), οι ρυθμίσεις του οποίου είχαν κατά βάση εξαγγελθεί από τον Υπουργό Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος κατά τη συζήτηση του νόμου 1337/1983 στη Βουλή (βλέπε συνεδρίαση ΞΗ'/02-02-1983, σελίδα 3499). Το προεδρικό διάταγμα αυτό στο άρθρο 1 παράγραφοι 1-4 (ήδη άρθρο 42 παράγραφοι 2-5 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας), που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του από 14-07-1999 προεδρικού διατάγματος ορίζει ότι:

 

{1. Χαρακτηρίζεται πυκνοδομημένη μία περιοχή, όταν συντρέχουν αθροιστικά τα εξής:

 

α) Ποσοστό τουλάχιστον 50% των ιδιοκτησιών της περιοχής είναι δομημένες.

β) Ποσοστό τουλάχιστον 70% των κτιρίων των δομημένων ιδιοκτησιών είναι κτίρια κύριας κατοικίας.

γ) Στην περιοχή να υπάρχουν 50 τουλάχιστον κτίρια εμβαδού τουλάχιστον 40 m2 το καθ' ένα.

 

2. Για την εφαρμογή της παραπάνω παραγράφου:

 

α) Ως μια ιδιοκτησία θεωρείται, κάθε ιδιοκτησία που έχει εμβαδόν μέχρι 500 m2. Ιδιοκτησία που έχει εμβαδόν μεγαλύτερο των 500 m2 θεωρείται για την εφαρμογή του παρόντος περισσότερες ιδιοκτησίες και συγκεκριμένα τόσες όσος είναι ο λόγος του εμβαδού της προς τα 500 m2.

 

β) Δομημένη ιδιοκτησία θεωρείται εκείνη που έχει κτίριο εμβαδού τουλάχιστον 40 m2.

 

γ) Ως κτίριο κύριας κατοικίας θεωρείται και κτίσμα που χρησιμοποιείται και για άλλες χρήσεις, εφόσον αυτές δεν είναι αντίθετες στην κατά προορισμό λειτουργία του κτιρίου της ως κατοικίας.

 

3. Για την κατ' αρχήν αναγνώριση πυκνοδομημένης περιοχής το κάθε κτίριο πρέπει να απέχει από ένα τουλάχιστο κτίριο άλλης ιδιοκτησίας το πολύ 40 m.

 

4. Ο χαρακτηρισμός περιοχής σαν πυκνοδομημένης και το όριό της καθορίζεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση με απόφαση του Υπουργού Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος, η οποία συνοδεύεται και από σχετικό διάγραμμα.}

 

9. Επειδή, από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων του από 24-08-1983 προεδρικού διατάγματος, ερμηνευομένων εν όψει του όλου πνεύματος του νόμου 1337/1983, ο χαρακτηρισμός των πυκνοδομημένων περιοχών, που προσδιορίζει την έκταση των δυνατών παρεμβάσεων κατά την πολεοδόμηση, τη διαδικασία θέσπισης αυτών και κυρίως την υποχρέωση και τον τρόπο υπολογισμού της εισφοράς σε γη, αποτελεί προϋπόθεση των ρυθμίσεων που γίνονται με την πολεοδομική μελέτη, δεδομένου ότι οι διατάξεις του νόμου 1337/1983 εφαρμόζονται κατ' αρχήν στα αραιοδομημένα και αδόμητα τμήματα των πολεοδομικών ενοτήτων (άρθρο 1 παράγραφος 4 του νόμου αυτού) και η υποχρέωση εισφοράς σε γη, όπως ρυθμίζεται στο άρθρο 8 παράγραφος 4 του ίδιου νόμου, επιβάλλεται μόνον στις ιδιοκτησίες που βρίσκονται σε αραιοδομημένες ή αδόμητες περιοχές. Ο χαρακτηρισμός των πυκνοδομημένων περιοχών γίνεται, κατά τις ισχύουσες διατάξεις, είτε με το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο (άρθρο 2 παράγραφος 4 του νόμου 1337/1983) είτε με υπουργική απόφαση που εκδίδεται κατά το άρθρο 1 παράγραφος 4 του από 24-08-1983 προεδρικού διατάγματος. Η υπουργική αυτή απόφαση πρέπει να εξειδικεύει τη συνδρομή των κριτηρίων που θεσπίζονται με το ως άνω προεδρικό διάταγμα, τα οποία ανάγονται στη διαπίστωση ορισμένου βαθμού οικιστικής πυκνότητας, του χαρακτήρα και του προορισμού της δόμησης στην περιοχή. Εξ άλλου, μετά τον αρχικό καθορισμό των ορίων μιας πυκνοδομημένης περιοχής, ο επανακαθορισμός τους επιτρέπεται αν από συγκεκριμένα στοιχεία προκύπτει πλάνη της Διοικήσεως περί τα πράγματα στα οποία στηρίζεται η κρίση για τη συνδρομή των ως άνω κριτηρίων (ΣτΕ 5448/1995 επταμελές, 6190/1996, ΠΕ 334/2002).

 

10. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής:

 

Με την απόφαση 64972/2843/1985 του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (ΦΕΚ 734/Δ/1985) εγκρίθηκε το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο των οικισμών Άργους και Νέας Κίου νομού Αργολίδας, το οποίο προέβλεψε, μεταξύ άλλων, την επέκταση του σχεδίου του Άργους σε πυκνοδομημένες και αραιοδομημένες εκτάσεις εμβαδού 2.000 στρεμμάτων και τη δημιουργία τεσσάρων πολεοδομικών ενοτήτων, ήτοι Ασπίδα, Πέντε δρόμοι, Γεφύρια και Θεάτρου.

 

Στη συνέχεια, με το από 25-04-1989 προεδρικό διάταγμα (ΦΕΚ 264/Δ/1989) εγκρίθηκε η πολεοδομική μελέτη τμημάτων των ανωτέρω πολεοδομικών ενοτήτων. Ειδικότερα, με το άρθρο 1 του διατάγματος αυτού εγκρίθηκε κατά τις διατάξεις του από 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος το πολεοδομικό σχέδιο μέρους των τμημάτων αυτών, το οποίο περιλαμβανόταν σε οικισμό προ του 1923 και είχε χαρακτηρισθεί με την απόφαση 74420/4119/1988 του Αναπληρωτή Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων ως πυκνοδομημένο (περίπτωση Ι), το υπόλοιπο δε τμήμα της εκτάσεως, το οποίο ήταν αραιοδομημένο, εντάχθηκε στο σχέδιο κατά τις διατάξεις του νόμου 1337/1983 (περίπτωση ΙΙ). Αίτηση ακυρώσεως κατοίκων του Άργους κατά του ανωτέρω προεδρικού διατάγματος και της προηγηθείσας αποφάσεως του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων απερρίφθη με την απόφαση ΣτΕ 5448/1995 επταμελές του Τμήματος. Ακολούθως, μετά από αιτήματα ιδιοκτητών, οι οποίοι επεδίωκαν την ένταξη των ακινήτων τους στις πυκνοδομημένες περιοχές, εκδόθηκαν οι αποφάσεις 58754/2320/1994 και 67360/3741/96/1995 του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, με τις οποίες διευρύνθηκαν τα όρια των υφισταμένων πυκνοδομημένων περιοχών, κατόπιν δε τούτου, με τα προεδρικά διατάγματα της από 23-08-1994 ((ΦΕΚ 934/Δ/1994) και (ΦΕΚ 1029/Δ/1994)) και της 29-08-1996 (ΦΕΚ 1160/Δ/1996), αντιστοίχως, τροποποιήθηκε η πολεοδομική μελέτη του 1989.

 

Με την από 28-04-1994 αίτησή τους προς τον Δήμο Άργους οι ... και οι Δημήτριος και ... (αιτούντες), ιδιοκτήτες ακίνητης ιδιοκτησίας στα οικοδομικά τετράγωνα Γ364 και Γ366, η οποία ενέπιπτε σε αραιοδομημένη περιοχή, ζήτησαν την υπαγωγή της ιδιοκτησίας τους στην πυκνοδομημένη ζώνη. Με τις αποφάσεις 240/1994 και 356/1994 το Δημοτικό Συμβούλιο Άργους γνωμοδότησε θετικά επί του αιτήματος και πρότεινε την τροποποίηση της πολεοδομικής μελέτης του 1989, όμως το επιληφθέν στη συνέχεια Συμβούλιο Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος νομού Αργολίδας, με το πρακτικό 26/συνεδρίαση 8/05-07-1995, τάχθηκε κατά της τροποποιήσεως για το λόγο ότι δεν διαπιστώθηκε σφάλμα κατά την αρχική οριοθέτηση της πυκνοδομημένης περιοχής ως προς την ιδιοκτησία ..., ως προς την οποία δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του από 24-08-1983 προεδρικού διατάγματος.

 

Το ανωτέρω αίτημα, που αφορούσε την ιδιοκτησία ..., μαζί με σωρεία παρόμοιων αιτημάτων, για τα οποία είχε γνωμοδοτήσει θετικά το Δημοτικό Συμβούλιο Άργους, διαβιβάσθηκε μετά από παρέμβαση του Γραφείου Υπουργού στο Κεντρικό Συμβούλιο Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος, το οποίο, με το πρακτικό 49/συνεδρίαση 5/09-04-1998, έκανε δεκτά ορισμένα αιτήματα, ενώ απέρριψε άλλα, μεταξύ των οποίων και το αφορών την ιδιοκτησία ..., με την αιτιολογία ότι Πρόκειται για αδόμητη ιδιοκτησία ανάμεσα σε πυκνοδομημένες περιοχές και ότι δεν πρόκειται για λάθος κατά την αρχική οριοθέτηση των πυκνοδομημένων περιοχών.

 

Κατόπιν τούτου με την απόφαση 28080/1998 του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων τροποποιήθηκε εκ νέου το όριο των πυκνοδομημένων περιοχών του Άργους, πλην σχέδιο διατάγματος περί αντίστοιχης τροποποιήσεως της πολεοδομικής μελέτης κρίθηκε μη νόμιμο με το ΠΕ 634/1998, για τον λόγο ότι ούτε από την ανωτέρω απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων ούτε από την εισήγηση προς το Κεντρικό Συμβούλιο Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος προέκυπτε κατά τρόπο εξειδικευμένο και τεκμηριωμένο η συνδρομή των κριτηρίων του από 24-08-1983 προεδρικού διατάγματος ή πλάνη περί τα πράγματα, ώστε να δικαιολογείται η διεύρυνση των ορίων της πυκνοδομημένης ζώνης της εν λόγω περιοχής.

 

Στη συνέχεια, εν όψει επανεξετάσεως του θέματος των ορίων της πυκνοδομημένης περιοχής του Άργους, η Διεύθυνση Πολεοδομικού Σχεδιασμού του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων ζήτησε τη συμπλήρωση του φακέλου με συγκεκριμένα στοιχεία για κάθε περίπτωση. Μετά τη συγκέντρωση των σχετικών στοιχείων το Κεντρικό Συμβούλιο Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος, με το πρακτικό 149/08-06-2000 θεώρησε, κατ' αποδοχή σχετικής υπηρεσιακής εισηγήσεως, όσον αφορά την ιδιοκτησία ... (σελίδες 8-9 και 13-14), ότι εμφιλοχώρησε πλάνη περί τα πράγματα κατά την αρχική οριοθέτηση της πυκνοδομημένης περιοχής, διότι η εν λόγω ιδιοκτησία εξαιρέθηκε ολόκληρη από την πυκνοδομημένη ζώνη, αν και στο τμήμα αυτής που εμπίπτει στο οικοδομικό τετράγωνο Γ364 υπήρχε κτίσμα 45 περίπου m2, το οποίο συγκέντρωνε και τις λοιπές προϋποθέσεις του από 24-08-1983 προεδρικού διατάγματος, και το οποίο εκ παραδρομής δεν ελήφθη υπ' όψη κατά την οριοθέτηση με την υπουργική απόφαση του 1988 προφανώς διότι το υφιστάμενο κτίσμα επικαλύπτεται από δέντρα και δεν ελέγχθηκε το εμβαδόν του, εν όψει δε τούτου έκρινε ότι συντρέχει λόγος τροποποιήσεως της εν λόγω υπουργικής αποφάσεως, ώστε τμήμα της ιδιοκτησίας ... πέριξ του υφισταμένου κτίσματος να περιληφθεί στην πυκνοδομημένη περιοχή.

 

Περαιτέρω, το Κεντρικό Συμβούλιο Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος έκρινε ότι για την οριοθέτηση των πυκνοδομημένων περιοχών πρέπει να ληφθούν υπ' όψη οι εξής αρχές (κριτήρια):

 

{α) Στις περιπτώσεις μεγάλων ιδιοκτησιών δομημένων εν μέρει, στα πυκνοδομημένα εντάσσεται μόνον το τμήμα της ιδιοκτησίας περί τα υπάρχοντα κτίρια.

 

β) Το τμήμα αυτό πρέπει να έχει επιφάνεια τουλάχιστον αρτίου οικοπέδου. Επίσης, επιφάνεια αρτίου οικοπέδου πρέπει να έχει και το εναπομένον τμήμα της ιδιοκτησίας.

 

γ) Τα όρια του εντασσομένου τμήματος να απέχουν από τα υπάρχοντα κτίσματα απόσταση τουλάχιστον Δ.}

 

Κατόπιν υποβολής συμπληρωματικών στοιχείων από τους ενδιαφερομένους, μεταξύ των οποίων δεν ήσαν οι αιτούντες, το Κεντρικό Συμβούλιο Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος με το πρακτικό 85/2001, κατ' αποδοχή σχετικής υπηρεσιακής εισηγήσεως, γνωμοδότησε υπέρ της τροποποιήσεως του ορίου των πυκνοδομημένων περιοχών ως προς πέντε ιδιοκτησίες, μεταξύ των οποίων η ιδιοκτησία ..., για την οποία κρίθηκε ότι, προκειμένου να πληρούνται τα κριτήρια που ετέθησαν με το πρακτικό 149/2000, το προτεινόμενο όριο τίθεται σε απόσταση τουλάχιστον Δ από το υπάρχον κτίσμα και περιλαμβάνει τμήμα του οικοπέδου με εμβαδόν 400 m2, έκταση που αντιστοιχεί στο όριο αρτιότητας οικοπέδου που εγκρίθηκε με την Πολεοδομική Μελέτη.

 

Εν όψει τούτων, με την απόφαση 20883/5113/2001 του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων τροποποιήθηκε το όριο των πυκνοδομημένων τμημάτων των ανωτέρω πολεοδομικών ενοτήτων του Δήμου Άργους, κατόπιν δε αυτού με την προσβαλλόμενη απόφαση τροποποιήθηκε η Πολεοδομική Μελέτη της περιοχής.

 

11. Επειδή, όπως προαναφέρθηκε, οι κρίσιμες διατάξεις, που αφορούν την ένταξη σε σχέδιο πόλεως των πυκνοδομημένων περιοχών, αποβλέπουν στην τακτοποίηση, για πολεοδομικούς και κοινωνικούς λόγους, μικρών ιδιοκτησιών, ευρισκομένων σε περιοχές με πυκνή δόμηση και δεν παρέχουν τη δυνατότητα υπαγωγής στις ίδιες ρυθμίσεις μεγάλων, αδόμητων εκτάσεων και απαλλαγής τους από τις εισφορές σε γη και χρήμα του άρθρου 8 του νόμου 1337/1983.

 

Εν όψει τούτου, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, σε περίπτωση μείζονος ιδιοκτησίας εν μέρει δομημένης, θεμιτώς εντάσσεται στην πυκνοδομημένη ζώνη μόνο το δομημένο τμήμα της ιδιοκτησίας, εμβαδού κατ' ανώτατο όριο 500 m2, ενώ το υπόλοιπο τμήμα εντάσσεται, ανάλογα με τον χαρακτήρα του και τον χαρακτήρα των όμορων περιοχών, σε αραιοδομημένη ή αδόμητη ζώνη (βλέπε ΣτΕ 5448/1995 επταμελές). Περαιτέρω, εν όψει του εκτεθέντος σκοπού του νόμου και της διατυπώσεως του άρθρου 1 παράγραφος 2 περίπτωση α' του από 24-08-1983 προεδρικού διατάγματος, ήδη άρθρο 42 παράγραφος 3 περίπτωση α' του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας (.. ιδιοκτησία μέχρι 500 m2), το εντασσόμενο στην πυκνοδομημένη περιοχή τμήμα της ιδιοκτησίας δύναται να είναι και έλασσον των 500 m2 και πάντως δεν μπορεί να υπερβαίνει το κατά τον κανόνα όριο αρτιότητας των οικοπέδων που εντάσσονται στο σχέδιο πόλεως με τις διατάξεις του νόμου 1337/1983, διότι άλλως θα θεσπιζόταν αδικαιολόγητη διακριτική μεταχείριση μεταξύ ίσου εμβαδού ιδιοκτησιών των δύο κατηγοριών.

 

Προς την ανωτέρω ερμηνεία είναι σύμφωνα και τα αντίστοιχα κριτήρια που υιοθέτησε το πρακτικό 149/2000 του Κεντρικού Συμβουλίου Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος (υπό στοιχεία α' και β'). Συνεπώς, στην προκειμένη περίπτωση, νομίμως με την προσβαλλόμενη απόφαση από το όλο ακίνητο των αιτούντων εντάχθηκε στην πυκνοδομημένη ζώνη, όπως δεν αμφισβητείται, μόνο το δομημένο τμήμα αυτού, εμβαδού 400 m2, το οποίο (εμβαδόν) αντιστοιχεί στο κατά τον κανόνα ελάχιστο όριο αρτιότητας των εντασσομένων στο σχέδιο οικοπέδων της περιοχής, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 του από 25-04-1989 προεδρικού διατάγματος περί εγκρίσεως της οικείας πολεοδομικής μελέτης.

 

Κατ' ακολουθίαν, οι λόγοι ακυρώσεως με τους οποίους προβάλλονται τα αντίθετα, και ειδικότερα ότι κατά τις κρίσιμες διατάξεις οι ιδιοκτησίες πρέπει να λαμβάνονται ενιαίως προκειμένης της εντάξεώς τους ή μη στις πυκνοδομημένες περιοχές, ότι παρανόμως με την προσβαλλόμενη πράξη εντάχθηκε στην πυκνοδομημένη ζώνη μόνο τμήμα 400 m2 της επίδικης ιδιοκτησίας και όχι ολόκληρη την ιδιοκτησία, και ότι η απόφαση 28080/1998 του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων περί οριοθετήσεως των πυκνοδομημένων περιοχών και η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση εφήρμοσαν διαφορετικά κριτήρια από αυτά του άρθρου 42 παράγραφος 3 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας (άρθρο 1 παράγραφος 2 του από 24-08-1983 προεδρικού διατάγματος) και, εξ αυτού του λόγου, αντίκεινται στο άρθρο 43 παράγραφος 2 του Συντάγματος, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.

 

Κατά τη γνώμη όμως του Παρέδρου Θ. Αραβάνη, το τεθέν με την προσβαλλόμενη πράξη όριο των 400 m2 δεν είναι νόμιμο διότι, κατά την έννοια των κρίσιμων διατάξεων, επί μεγάλων ιδιοκτησιών, στην πυκνοδομημένη ζώνη εντάσσεται τμήμα εμβαδού αντίστοιχου προς το όριο αρτιότητας των οικοπέδων όχι της αδόμητης ή της αραιοδομημένης ζώνης, αλλά της πυκνοδομημένης ζώνης (εν προκειμένω 150 ή 80 m2, κατά περίπτωση, βλέπε άρθρο 6 παράγραφος 2 περίπτωση γ' της Πολεοδομικής Μελέτης του 1989), διότι άλλως θεσπίζεται αδικαιολόγητη εξομοίωση μεταξύ αφ' ενός μεγάλων και μικρών ιδιοκτησιών εντός της πυκνοδομημένης ζώνης και αφ' ετέρου μεταξύ ίσου μεγέθους ιδιοκτησιών διαφορετικών ζωνών, πλην οι αιτούντες στερούνται εννόμου συμφέροντος προβολής της εν λόγω πλημμέλειας, διότι δεν υφίστανται βλάβη αλλά ωφελούνται από την εφαρμογή της.

 

12. Επειδή, τέλος, απαραδέκτως αμφισβητείται με την κρινόμενη αίτηση η νομιμότητα του υπό στοιχείο γ' κριτηρίου που υιοθέτησε το Κεντρικό Συμβούλιο Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος, σύμφωνα με το οποίο πρέπει Τα όρια του εντασσομένου τμήματος να απέχουν από τα υπάρχοντα κτίσματα απόσταση τουλάχιστον Δ, προεχόντως διότι οι αιτούντες δεν διευκρινίζουν αν και ποια βλάβη υπέστησαν από την εφαρμογή του κριτηρίου αυτού στη συγκεκριμένη περίπτωση, και ειδικότερα αν η εφαρμογή του είχε ως συνέπεια την υπαγωγή στην πυκνοδομημένη ζώνη τμήματος της ιδιοκτησίας τους μικρότερου από εκείνο που θα εντασσόταν χωρίς την εφαρμογή του εν λόγω κριτηρίου. Τούτο δε ανεξαρτήτως της βασιμότητας του σχετικού ισχυρισμού, εν όψει των οριζομένων στο άρθρο 9 παράγραφος 2 του ισχύοντος Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού 1985 (νόμος 1577/1985 (ΦΕΚ 210/Α/1985)), όπως η παράγραφος αυτή συμπληρώθηκε με το άρθρο 7 παράγραφος 2 του νόμου 2831/2000 (ΦΕΚ 140/Α/2000), ως προς την τηρητέα απόσταση των κτιρίων από τα όρια του οικοπέδου σε περίπτωση εγκρίσεως ή επεκτάσεως σχεδίου πόλεως.

 

13. Επειδή, οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που περιλαμβάνονται στο από 25-02-2009 υπόμνημα, το οποίο κατατέθηκε μετά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, προεχόντως διότι το υπόμνημα αυτό κατατέθηκε μετά την πάροδο της σχετικής προθεσμίας (23-02-2009) που χορήγησε ο Πρόεδρος κατά τη συζήτηση της υποθέσεως προς το σκοπό αυτό, κατ' άρθρο 25 παράγραφος 2 εδάφιο δεύτερο του προεδρικού διατάγματος 18/1989 (ΦΕΚ 8/Α/1989).

 

Δια ταύτα

 

Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση, Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου και Επιβάλλει στους αιτούντες την δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, που ανέρχεται σε 460 €.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 16-11-2010 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 04-06-2014.

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.