Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
Αριθμός 1364/2000
Το Συμβούλιο της Επικρατείας
Τμήμα Δ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 02-02-1999 με την εξής σύνθεση: Χρήστος Γεραρής, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Δ' Τμήματος, Μ. Βροντάκης, Φ. Αρναούτογλου, Δ. Πετρούλιας, Ε. Δανδουλάκη, Σύμβουλοι, Δ. Γρατσίας, Ο. Ζύγουρα, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Τριάδη, Γραμματέας του Δ' Τμήματος.
Για να δικάσει την από 25-11-1991 αίτηση:
των 1) __________, ... 36 __________,
κατά των: 1) Υπουργού Οικονομικών και 2) Υπουργού Εθνικής Άμυνας, οι οποίοι παρέστησαν με την Νίκη Μαριόλη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί η άρνηση των Υπουργών Οικονομικών και Εθνικής Άμυνας, να άρουν την απαλλοτρίωση εδαφικής εκτάσεως στο Διόνυσο Αττικής, που εκδηλώθηκε 1) με το 1078263/5549/0010/1991 έγγραφο του Υπουργού Οικονομικών και 2) με το Φ.900/166/637814/Σ.2680/1991 έγγραφο του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας (Γενικό Επιτελείο Στρατού).
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Δ. Πετρούλια.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των αιτούντων που παρέστησαν, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την αντιπρόσωπο των Υπουργών, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Είδε τα σχετικά έγγραφα και
σκέφθηκε κατά το νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως έχουν κατατεθεί τα νόμιμα τέλη και το παράβολο (8828745-6/1991 γραμμάτια είσπραξης της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών - 1113805 και 4487630/1991 ειδικά έντυπα παραβόλου).
2. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η ακύρωση της αρνήσεως των Υπουργών Εθνικής Άμυνας και Οικονομικών, η οποία εκδηλώθηκε με τα Φ.900/166/637814/Σ.2680/1991 και 1078263/5549/0010/1991 έγγραφα αντιστοίχως, να προβούν στην άρση, ύστερα από αίτηση των αιτούντων, συντελεσμένης απαλλοτρίωσης τμήματος, (εμβαδού 30 περίπου στρεμμάτων) ευρύτερης έκτασης 127.983 m2 στο Διόνυσο Πεντέλης Αττικής. Η έκταση αυτή είχε απαλλοτριωθεί υπέρ και με δαπάνη του Ταμείου Εθνικής Αμύνης με την Ε.9177/6303/1972 κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Άμυνας και Οικονομικών (ΦΕΚ 285/Δ/1972), για την κάλυψη στρατιωτικών αναγκών του 505 ΤΠ/Ν πεδίου βολής και η απαλλοτρίωση συντελέσθηκε με την παρακατάθεση της δικαστικώς καθορισθείσης αποζημίωσης (της προσωρινής, στη συνέχεια δε και της οριστικής) και τη δημοσίευση των σχετικών ειδοποιήσεων στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (αριθμοί 913-3/22/133/5708/1974 - (ΦΕΚ 180/Δ/1974) και 913.3/22/133/6651/1975 - (ΦΕΚ 169/Δ/1975)).
3. Επειδή, το δικόγραφο της αιτήσεως υπογράφεται από δικηγόρο, ως πληρεξούσιο των αιτούντων. Κατά τη συζήτηση όμως της υποθέσεως, από τους αιτούντες οι __________, δεν παρέστησαν με πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε νομιμοποίησαν τον υπογράφοντα το δικόγραφο δικηγόρο με έναν από τους νόμιμους τρόπους. Ως εκ τούτου, η κρινόμενη αίτηση πρέπει ως προς αυτούς, να απορριφθεί ως απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 27 του προεδρικού διατάγματος 18/1989, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 παράγραφος 2 του νόμου [Ν] 2479/1997. Όσον δε αφορά τους λοιπούς αιτούντες, ο δικηγόρος, ο οποίος υπογράφει το δικόγραφο και παρέστη κατά τη συζήτηση της υποθέσεως ως πληρεξούσιος αυτών, ζήτησε και έλαβε από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου προθεσμία έως τις 02-03-1999 για τη νομιμοποίησή του. Εντός όμως της προθεσμίας αυτής, δεν προσκομίσθηκε στο Δικαστήριο συμβολαιογραφική πράξη διορισμού του ως πληρεξουσίου από τους __________. Επομένως και ως προς αυτούς η αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 27 του προεδρικού διατάγματος 18/1989, όπως ισχύει. Η κρινόμενη όμως αίτηση ασκείται με έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς από τους λοιπούς αιτούντες, οι οποίοι φέρονται πρώην ιδιοκτήτες οικοπέδων, που απαλλοτριώθηκαν με την προαναφερόμενη κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Άμυνας και Οικονομικών, της οποίας επιδιώκουν την ανάκληση, κατά το μέρος που τους αφορά.
4. Επειδή, στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 12 του νομοθετικού διατάγματος 797/1971 (ΦΕΚ 1/Α/1971), όπως αυτές ίσχυαν μετά την αντικατάστασή τους με τα άρθρα 1 και 2 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 395/1974 και πριν αντικατασταθούν με το άρθρο 6 παράγραφος 19 του νόμου 2160/1993 (ΦΕΚ 118/Α/1993), ορίζονται τα εξής:
{1. Συντελεσμένη αναγκαστική απαλλοτρίωσις είναι δυνατόν ν' ανακληθεί, εν όλω ή εν μέρει, οσάκις κατά την κρίσιν των αρμοδίων υπουργών θεωρείται ως μη αναγκαία προς εκπλήρωση είτε του αρχικού αυτής σκοπού, είτε ετέρου σκοπού δημοσίας ωφελείας και αποδέχεται την ανάκληση ο ιδιοκτήτης καθ' ου η απαλλοτρίωσις.
2. Συντελεσμένη αναγκαστική απαλλοτρίωσις, κηρυχθείσα υπέρ νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου ή ιδιωτών, ανακαλείται υποχρεωτικώς τη αιτήσει του καθ' ου αυτή ιδιοκτήτου, υποβαλλομένη υπ' αυτού εντός ανατρεπτικής προθεσμίας εξ μηνών από της παρελεύσεως πενταετίας από της συντελέσεως ταύτης, εφ' όσον εντός της προθεσμίας ταύτης το απαλλοτριωθέν δεν έχει χρησιμοποιηθεί προς εκπλήρωση του αρχικού αυτών σκοπού ή τουλάχιστον δεν έχει εκτελεσθεί μέρος των προς τούτο απαραιτήτων εργασιών, υπερβαίνον κατ' αξίαν το εν τρίτον των εργασιών τούτων. Το προηγούμενον εδάφιον δεν ισχύει επί απαλλοτριώσεων κηρυχθεισών ή που θα κηρυχθούν υπέρ Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών Κοινής Ωφελείας.}
5. Επειδή, από τις διατάξεις, που έχουν παρατεθεί στην προηγούμενη σκέψη, προκύπτει ότι η ανάκληση συντελεσμένης απαλλοτρίωσης, η οποία έχει κηρυχθεί υπέρ του Δημοσίου, νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου, δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών κοινής ωφελείας, έχει αφεθεί στη διακριτική ευχέρεια των αρμόδιων υπουργών, οι οποίοι δεν υποχρεούνται, εάν υποβληθεί σχετικό αίτημα του πρώην ιδιοκτήτη του απαλλοτριωθέντος ακινήτου, να κινήσουν τη διαδικασία ανάκλησης της συντελεσμένης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, ασχέτως, κατ' αρχήν, του χρονικού διαστήματος το οποίο έχει παρέλθει από τη συντέλεσή της. Οι διατάξεις όμως αυτές δεν απαλλάσσουν τη Διοίκηση από την υποχρέωση να ανακαλέσει συντελεσμένη απαλλοτρίωση υπέρ του Δημοσίου, νομικού προσώπου δημόσιου δικαίου, δημόσιας επιχείρησης ή οργανισμού κοινής ωφέλειας, όταν εκδηλωθεί σαφώς και ανενδοίαστα η βούληση να μη χρησιμοποιηθεί το ακίνητο για το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε ή για άλλο σκοπό δημόσιας ωφέλειας καθώς και όταν, εν όψει του επιδιωχθέντος με την απαλλοτρίωση σκοπού, παρήλθε πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα και το Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο, από τα προαναφερόμενα, υπέρ του οποίου έγινε η απαλλοτρίωση, αδράνησε αδικαιολόγητα για την πραγματοποίηση του αρχικού σκοπού της απαλλοτρίωσης ή άλλου σκοπού δημόσιας ωφέλειας. Εν πάση όμως περιπτώσει, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, η Διοίκηση δεν υποχρεούται να προβεί στην ανάκληση συντελεσμένης απαλλοτρίωσης, υπέρ του Δημοσίου και των προαναφερόμενων λοιπών κρατικών νομικών προσώπων, όταν το ακίνητο χρησιμοποιήθηκε για το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε και μεταγενεστέρως έπαυσε τούτο να είναι αναγκαίο για τον αρχικό σκοπό ή άλλο σκοπό δημόσιας ωφέλειας.
6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως αναφέρεται στα έγγραφα, με τα οποία εκδηλώθηκε η άρνηση ικανοποίησης του αιτήματος των αιτούντων για την ανάκληση της επίδικης απαλλοτρίωσης και προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, τα απαλλοτριωθέντα το έτος 1972 οικόπεδα των οποίων φέρονται ιδιοκτήτες, χρησιμοποιήθηκαν για το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκαν, δηλαδή για την κάλυψη στρατιωτικών αναγκών. Συγκεκριμένα το έτος 1960 απαλλοτριώθηκε, με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Αμύνης και Οικονομικών (Ε.5738/2595/1960 - (ΦΕΚ 69/Δ/1960)), στο Διόνυσο Πεντέλης νομού Αττικής έκταση 342.680 m2 υπέρ του Δημοσίου και με δαπάνη του Ταμείου Εθνικής Αμύνης για την εξυπηρέτηση στρατιωτικών αναγκών. Η έκταση αυτή απετέλεσε αρχικά το Στρατόπεδο Ντούνη και είχε χωρισθεί στον περιφραγμένο χώρο του Στρατοπέδου με τις κύριες εγκαταστάσεις του, στο στίβο μάχης και το Πεδίο Βολής, σύμφωνα με την από 31-05-1969 Τεχνική Έκθεση της Α' Μοίρας Κτηματογραφήσεων. Στο Στρατόπεδο αυτό είχαν εγκατασταθεί, όπως προκύπτει από την παραπάνω τεχνική έκθεση, η 2α Μοίρα Αλεξιπτωτιστών και το Τάγμα Πεζοναυτών.
Η επίδικη απαλλοτρίωση, το έτος 1972, επιβλήθηκε, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, για την επέκταση του ήδη υπάρχοντος Στρατοπέδου Ντούνη, προς την πλευρά του Πεδίου Βολής, ως ζώνη ασφαλείας για να εξαλειφθεί ο κίνδυνος από την εκτέλεση των βολών. Η διαδικασία δε της απαλλοτρίωσης αυτής άρχισε ύστερα από αίτημα του Οικοδομικού Συνεταιρισμού ΝΕΑ ΑΙΟΛΙΣ (του οποίου οι αιτούντες φέρονται μέλη) προς το Αρχηγείο Στρατού, το έτος 1969, προκειμένου αυτό να μεριμνήσει για την άρση του κινδύνου από τις εκτελούμενες βολές ή άλλως να προβεί στην κατά νόμο απαλλοτρίωση της περιοχής, λύση, που κατά τον Συνεταιρισμό, θα ήταν ορθότερη (βλέπε το 865/1969 έγγραφο του Συνεταιρισμού προς το Αρχηγείο Στρατού καθώς και σχετικές δηλώσεις μελών του Συνεταιρισμού).
Η Διοίκηση προχώρησε στην απαλλοτρίωση, διότι η ύπαρξη του Πεδίου Βολής κρίθηκε αναγκαία για την ικανοποίηση των αναγκών των Μονάδων του 32ου Συντάγματος Πεζοναυτών και της 2ης Μοίρας Αλεξιπτωτιστών. Στο Στρατόπεδο Ντούνη, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλλου, είχαν κατά καιρούς, εγκατασταθεί το 505 Τάγμα Πεζοναυτών, η 2η Μοίρα Αλεξιπτωτιστών και στη συνέχεια η Στρατιωτική Σχολή Σωματικής Αγωγής του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας (βλέπε τις από 30-01-1980 και από 27-05-1986 Τεχνικές Εκθέσεις της Μοίρας Κτηματογραφήσεων της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού στις οποίες αναφέρεται ως ενοικούσα στο Στρατόπεδο, τις χρονολογίες αυτές, μονάδα η εν λόγω Στρατιωτική Σχολή).
Επίσης το Πεδίο Βολής χρησιμοποιήθηκε και από τις Μονάδες της ΙΙΙ ΜΕΔ, που διατηρούσαν στο Στρατόπεδο Ντούνη δύο αποθήκες με πυρομαχικά (βλέπε το Φ. 913.4/1/1338/Σ.113/1981 έγγραφο της ΣΔΑ/4ο Επιτελικό Γραφείο και αναλυτικά το Φ.914.2/4/64/9055/Σ.1193/1998 έγγραφο του Ταμείου Εθνικής Αμύνης προς το Δικαστήριο και τα στοιχεία που το συνοδεύουν).
Τέλος με την κοινή απόφαση 1114124/8306/Α0010/1991 των Υπουργών Εθνικής Αμύνης και Οικονομικών αποφασίσθηκε, βάσει του άρθρου 11 του νόμου [Ν] 1989/1991, να παραχωρηθεί η απαλλοτριωθείσα έκταση στο Υπουργείο Οικονομικών προκειμένου να εκποιηθεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου 973/1979, διότι είχε παύσει να είναι αναγκαία για το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε.
Εν όψει αυτού, δηλαδή της χρησιμοποίησης της απαλλοτριωθείσης το έτος 1972 έκτασης των 127.983 m2 (στην οποία περιλαμβάνονται και τα ακίνητα των αιτούντων) για το σκοπό για τον οποίο αυτή απαλλοτριώθηκε, δηλαδή για την επέκταση του πεδίου βολής, προς εξυπηρέτηση, επί ικανό μάλιστα μετά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης χρόνο, των αναγκών των διαφόρων στρατιωτικών μονάδων, που προαναφέρθηκαν, η Διοίκηση δεν όφειλε, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, να προβεί στην άρση της απαλλοτρίωσης αυτής. Το γεγονός δε ότι μεταγενεστέρως τα απαλλοτριωθέντα ακίνητα έπαυσαν να είναι αναγκαία για τον αρχικό σκοπό ή για άλλο σκοπό δημόσιας ωφέλειας, τούτο δεν ασκεί καμία, από την άποψη αυτή, επιρροή και συνεπώς ο αντίθετος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος. Αορίστως δε και αναπόδεικτα οι αιτούντες ισχυρίζονται ότι, τα απαλλοτριωθέντα ακίνητά τους δεν χρησιμοποιήθηκαν για το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκαν. Δεν προκύπτει δε, ούτε οι αιτούντες αποδεικνύουν, ότι η περιεχόμενη στα έγγραφα, με τα οποία εκδηλώθηκε η άρνηση της Διοικήσεως να ανακαλέσει την επίδικη απαλλοτρίωση, αιτιολογία, που συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου, είναι προϊόν πλάνης. Απαραδέκτως πάντως οι αιτούντες, για την απόδειξη του παραπάνω ισχυρισμού τους, επικαλούνται αποδεικτικά στοιχεία με το από 26-02-1999 υπόμνημα, που κατατέθηκε στο Δικαστήριο μετά τη συζήτηση της υποθέσεως, εντός της ταχθείσης κατά το άρθρο 25 παράγραφος 2 του προεδρικού διατάγματος 18/1989 προθεσμίας και μάλιστα με παραπομπή σε δικόγραφα (υπομνήματα) άλλης δίκης με άλλον αιτούντα (τον Οικοδομικό Συνεταιρισμό ΝΕΑ ΑΙΟΛΙΣ, που τελεί υπό εκκαθάριση).
7. Επειδή, κατόπιν αυτών, η υπό κρίση αίτηση είναι ως προς όλους τους αιτούντες απορριπτέα.
Δια ταύτα
Απορρίπτει την αίτηση.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.
Επιβάλλει στους αιτούντες τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, που ανέρχεται στο ποσό των 14.000 δραχμών.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 30-09-1999 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 04-04-2000.