Προεδρικό διάταγμα 323/89 - Άρθρο 170

Άρθρο 170: Πειθαρχική διαδικασία


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

1. Όλες οι πειθαρχικές ποινές επιβάλλονται με αιτιολογημένη απόφαση, αφού προηγηθεί απολογία του εγκαλουμένου ή περάσει η προθεσμία που έχει τάξει ο νομάρχης με γραπτή κλήση στον εγκαλούμενο, χωρίς αυτός να έχει απολογηθεί. Η προθεσμία αυτή δεν μπορεί να είναι μικρότερη από δέκα ημέρες.

 

2. Ειδικότερα, για την επιβολή των ποινών της αργίας και της εκπτώσεως εκτός από την έκπτωση που επέρχεται αυτοδικαίως, απαιτείται σύμφωνη γνώμη συμβουλίου, που αποτελείται από τον πρόεδρο του πρωτοδικείου ή το νόμιμο αναπληρωτή του, ως πρόεδρο, δύο πρωτοδίκες, υπάλληλο του Υπουργείου Εσωτερικών του κλάδου Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης Διοικητικού ή το νόμιμο αναπληρωτή του και έναν αιρετό εκπρόσωπο της τοπικής ενώσεως δήμων και κοινοτήτων, που ορίζεται μαζί με τον αναπληρωτή του από τη διοικούσα επιτροπή της.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 2 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 9 του άρθρου 2 του νόμου 2307/1995 (ΦΕΚ 113/Α/1995).

 

3. Ο εγκαλούμενος μπορεί να εμφανίζεται αυτοπροσώπως καθώς και με πληρεξούσιο δικηγόρο ή να εκπροσωπείται από πληρεξούσιο δικηγόρο στο συμβούλιο και να υπερασπίζεται τον εαυτό του, για ν' αντικρούσει την κατηγορία. Το συμβούλιο συνεδριάζει σε δημόσια συνεδρίαση, για την οποία συντάσσονται πρακτικά, και εξετάζει και μάρτυρες. Η απόφαση εκδίδεται ύστερα από μυστική διάσκεψη, δύο μήνες το αργότερο αφότου το συμβούλιο έλαβε το ερώτημα.

 

4. Εκείνος που τιμωρείται έχει δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή στον Υπουργό Εσωτερικών, κατά της αποφάσεως που επιβάλλει οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή, μέσα σε προθεσμία δέκα ημερών αφότου η απόφαση του κοινοποιήθηκε. Ο Υπουργός μπορεί είτε ν' απορρίψει την προσφυγή είτε να τη δεχτεί και να εξαφανιστεί ή να μειώσει την ποινή, ή να μεταβάλλει επιεικέστερα την ποινή που έχει επιβληθεί.

 

5. Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής και η άσκησή της αναστέλλουν την εκτέλεση της αποφάσεως που έχει επιβάλλει την ποινή.

 

6. Τα δικαστικά μέλη του συμβουλίου της παραγράφου 2 ορίζονται με απόφαση του οργάνου που διευθύνει το δικαστήριο ή τον εισαγγελέα κατά τον κανονισμό των δικαστηρίων ύστερα από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης. Με την ίδια απόφαση ορίζονται και τα αναπληρωματικά μέλη, εφόσον ο αριθμός αυτών, που υπηρετούν είναι επαρκής.

 

7. Το συμβούλιο της παραγράφου 2 συγκροτείται κάθε δύο χρόνια με απόφαση του Περιφερειακού Διευθυντή, και τα καθήκοντα του γραμματέα εκτελεί ένας υπάλληλος της Περιφερειακής Διοίκησης, τον οποίο ορίζει, μαζί με τον αναπληρωτή του, ο Περιφερειακός Διευθυντής.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 7 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 10 του άρθρου 2 του νόμου 2307/1995 (ΦΕΚ 113/Α/1995).

 

8. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί μέσα σε είκοσι ημέρες αφότου η απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, του κοινοποιήθηκε, να προσφύγει κατά της αποφάσεως αυτής στο Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο κρίνει την υπόθεση και κατά την ουσία. Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής αναστέλλει την εκτέλεση της αποφάσεως που επιβάλλει την ποινή. Αν ασκηθεί η προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας, η επιτροπή αναστολών, που προβλέπουν οι σχετικές με το δικαστήριο αυτό διατάξεις, χορηγεί, ύστερα από αίτηση του προσφεύγοντος, αναστολή της ποινής, εκτός αν υπάρχουν σοβαροί λόγοι εθνικού ή δημόσιου συμφέροντος. Όταν υποβληθεί τέτοια αίτηση, η ποινή που έχει επιβληθεί δεν εκτελείται μέχρι να εκδοθεί η απόφαση της επιτροπής αναστολών.

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.