Νομικό Συμβούλιο του Κράτους 789/92

ΝΣΚ 789/1992


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Νομικό Συμβούλιο του Κράτους 789/1992 (07-12-1992)

 

Αριθμός ερωτήματος: Υπ' αριθμόν Δ1Α/Δ/27-11-1992 έγγραφο της Διεύθυνσης Οδικών Έργων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Έργων.

 

Περίληψη Ερωτήματος: Τίθενται διάφορα ερωτήματα που αφορούν στις προϋποθέσεις καταβολής και τον τρόπο υπολογισμού πρόσθετης αποζημίωσης (πριμ) σε εργολήπτες δημοσίων έργων, για την ταχύτερη περαίωση των έργων που κατασκευάζουν.

 

Ειδικότερα ερωτάται:

 

α) Ποια θεωρείται ως προϋπολογιζόμενη δαπάνη του έργου στις εργολαβίες στις οποίες υπάρχει, στην οικεία διακήρυξη, ρήτρα που δίνει διαφορετικό περιεχόμενο, από αυτό που δίνει ο νόμος.

 

β) Είναι δυνατή, η καταβολή πριμ, σε περίπτωση περαιώσεως των εργασιών, που προβλέπονται στο συμβατικό προϋπολογισμό μελέτης, σε χρόνους μικρότερους των συμβατικών, χωρίς όμως, να έχει ολοκληρωθεί, το τεχνικό αντικείμενο της εργολαβίας, όπως έχει διαμορφωθεί με εγκεκριμένους Συγκριτικούς Πίνακες (ΣΠ).

 

γ) Αν ολοκληρωθούν και οι πρόσθετες εργασίες που εγκρίθηκαν με Συγκριτικούς Πίνακες, πριν τη συμπλήρωση του συμβατικού χρόνου κατασκευής του έργου, δικαιούται ο ανάδοχος καταβολής πριμ και επί της αξίας των εργασιών αυτών και σε καταφατική περίπτωση, αυτό υπολογίζεται με τιμές μονάδας της μελέτης δημοπρατήσεως του έργου ή της προσφοράς του αναδόχου.

 

δ) Σε περίπτωση, που για τις πρόσθετες εργασίες, εγκρίνεται αντίστοιχη παράταση της προθεσμίας, μπορεί να καταβληθεί πριμ, αν ο Ανάδοχος περαιώσει ενωρίτερα, από τη χορηγηθείσα παράταση, τις εργασίες αυτές.

 

ε) Για τις εργολαβίες στις οποίες εφαρμόζεται το προεδρικό διάταγμα 487/1991, για τον προσδιορισμό της υπολειπόμενης συμβατικής δαπάνης του έργου θα λαμβάνεται υπόψη η ημερομηνία υποβολής σχετικής αιτήσεως από τον Ανάδοχο, ή εκδόσεως της αποφάσεως του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων.

 

στ) Ως υπολειπόμενη συμβατική δαπάνη του έργου, θεωρείται και η αύξηση του τεχνικού και οικονομικού αντικειμένου της εργολαβίας που έγινε ύστερα από αίτηση του Αναδόχου και

 

ζ) Στη διαμόρφωσή της, θα λαμβάνονται υπόψη και οι δαπάνες αναθεωρήσεως, υλικών χορηγουμένων από το Δημόσιο και τυχόν αμοιβών μελετών.

 

Επί των ερωτημάτων αυτών το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους γνωμοδότησε ως κατωτέρω:

 

1. Επί του πρώτου ερωτήματος.

 

α) Στο άρθρο 5 παράγραφος 5 του νόμου 1418/1984 αναφέρεται ότι, είναι δυνατή, η συνομολόγηση ρήτρας πρόσθετης καταβολής (πριμ), σε αναδόχους δημοσίων έργων, για τη γρηγορότερη, από τη συμβατική προθεσμία, περαίωση των έργων ή μέρους αυτών και παρέχεται εξουσιοδότηση για τη ρύθμιση των σχετικών λεπτομερειών με προεδρικό διάταγμα.

 

ε εφαρμογή της εξουσιοδοτήσεως αυτής με το άρθρο 37 παράγραφοι 1, 2 και 3 του προεδρικού διατάγματος 609/1985 ορίστηκε κατά λέξη ότι:

 

{1. Όταν η ταχύτερη εκτέλεση του έργου έχει ιδιαίτερη σημασία, μπορεί η σύμβαση να προβλέπει την καταβολή πρόσθετης παροχής για την ταχύτερη από τον ανάδοχο περάτωση του έργου ή του τμήματος που έχει την κρίσιμη σημασία.

 

2. Το συνολικό ύψος της πρόσθετης καταβολής δεν μπορεί να υπερβαίνει το 5% της προϋπολογιζόμενης δαπάνης του έργου και η σύμβαση μπορεί να προβλέπει την κατανομή των σχετικών ποσών κατά χρονική μονάδα ταχύτερης παράδοσης του έργου ή του κρίσιμου τμήματος, όπως και κάθε θέμα που σχετίζεται με την αναγνώριση των προϋποθέσεων για την πραγματοποίηση της πρόσθετης καταβολής.

 

Η πρόσθετη καταβολή θεωρείται συμπληρωματικό εργολαβικό αντάλλαγμα και περιλαμβάνεται στις σχετικές πιστοποιήσεις του έργου.

 

3. Στις περιπτώσεις που προβλέπει η σύμβαση πρόσθετη καταβολή για ταχύτερη περάτωση του έργου, οι αποφάσεις για παρατάσεις προθεσμιών ρυθμίζουν πάντοτε κάθε θέμα που σχετίζεται με την πρόσθετη αυτή καταβολή και ιδιαίτερα αν μετατίθεται μερικά ή ολικά ο κρίσιμος, για την πρόσθετη καταβολή, χρόνος.}

 

β) Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 3 του προεδρικού διατάγματος 609/1985 ο προϋπολογισμός της υπηρεσίας, αποτελεί ένδειξη της προεκτίμησης του κόστους του έργου και κατά συνέπεια, πρέπει να περιλαμβάνει όλους τους επιμέρους παράγοντες οι οποίοι αθροιζόμενοι μας δίνουν την εικόνα της δαπάνης κατασκευής του έργου, σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία στην υπηρεσία, κατά τη δημοπράτησή του.

 

Στην προεκτίμηση του κόστους του έργου συμμετέχουν, η αξία των εργασιών, το προβλεπόμενο ποσό της αναθεωρήσεως, τα γενικά έξοδα και το όφελος εργολάβου, το κονδύλιο που αφορά στις απρόβλεπτες δαπάνες, αλλά και η δαπάνη για την αγορά των υλικών που το Δημόσιο χορηγεί στον εργολάβο, και το ποσό του φόρου προστιθέμενης αξίας, δοθέντος ότι και η δαπάνη αυτή επιβαρύνει τον κύριο του έργου, σύμφωνα με το νόμο 1647/1986.

 

Κατά συνέπεια όλα τα ανωτέρω ποσά μας δίνουν την προϋπολογιζόμενη δαπάνη του έργου, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, επί της οποίας υπολογίζεται το ύψος του πριμ.

 

γ) Στις περιπτώσεις όμως, οι οποίες μας ενδιαφέρουν, στο άρθρο 23 παράγραφος 2 της διακηρύξεως αναγράφεται μεν αρχικά ότι, το συνολικό ύψος της πρόσθετης παροχής, δεν μπορεί να υπερβεί το 5% της προϋπολογιζόμενης δαπάνης του έργου, πλην όμως, στη συνέχεια ρητά αναφέρεται ότι, για τον υπολογισμό του πριμ, δεν θα λαμβάνεται υπόψη, η αξία των χορηγουμένων από το Δημόσιο υλικών στον Ανάδοχο και ο φόρος προστιθέμενης αξίας.

 

Ο περιορισμός αυτός είναι σύννομος, γιατί η νομοθεσία ορίζει μόνο το ανώτερο επιτρεπόμενο ποσό πριμ, αλλά δεν υπάρχει αντίστοιχος περιορισμός ως προς το κατώτερο όριο και ως εκ τούτου, νομίμως ορίσθηκε με τη διακήρυξη - η οποία κατά το σημείο αυτό παραδεκτώς συμπληρώνει και εξειδικεύει το ισχύον νομικό πλαίσιο - ποσό κατώτερο, από το επιτρεπόμενο ανώτερο όριο.

 

Κατά συνέπεια, κατά την ομόφωνη γνώμη του Τμήματος, ως προϋπολογιζόμενη δαπάνη του έργου, για τον υπολογισμό της πρόσθετης καταβολής, (πριμ), στις εργολαβίες, στη διακήρυξη των οποίων, υπάρχει, η ρήτρα, ότι, δεν συμπεριλαμβάνεται η αξία των χορηγουμένων από το Δημόσιο στον εργολάβο υλικών και ο φόρος προστιθέμενης αξίας, θεωρείται το άθροισμα του κόστους των συμβατικά προβλεπομένων εργασιών, το (προβλεπόμενο) ποσό της αναθεωρήσεως, το αναλογούν ποσό γενικών εξόδων και οφέλους του εργολάβου και το κονδύλιο των απρόβλεπτων δαπανών.

 

2. Επί του δευτέρου ερωτήματος.

 

α) Σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3 του νόμου 1418/1984 η ανάθεση κατασκευής των δημοσίων έργων γίνεται με βάση σχετική μελέτη, που έχει συνταχθεί από ιδιώτες μελετητές που έχουν τα οριζόμενα από τη νομοθεσία προσόντα, (ή από υπηρεσιακούς παράγοντες αναλόγου εμπειρίας), και εγκριθεί από την αρμόδια υπηρεσία του Δημοσίου και κατά συνέπεια θα αναμενόταν, ότι η κατασκευή των έργων θα στηριζόταν επακριβώς και θα επαλήθευε τις προβλέψεις της μελέτης.

 

Παρά ταύτα όμως, είναι πολύ σύνηθες το φαινόμενο αποκλίσεων και μάλιστα σημαντικών σε κάποιες περιπτώσεις, ποσοτικών και ποιοτικών, μεταξύ των προβλέψεων της μελέτης και της εφαρμογής τους, στη διάρκεια της κατασκευής του έργου και επέρχονται οι αναγκαίες τροποποιήσεις, σύμφωνα με τα άρθρα 8 του νόμου 1418/1984 και 43 και 44 του προεδρικού διατάγματος 609/1985. Ανακύπτει λοιπόν το ερώτημα του δικαιώματος του Αναδόχου να ζητήσει την καταβολή του συμβατικά προβλεπομένου πριμ, σε περίπτωση περαιώσεως έγκαιρα, των εργασιών που προβλέπονται στο συμβατικό προϋπολογισμό της μελέτης δημοπρατήσεως του έργου, χωρίς όμως να έχει ολοκληρωθεί το τεχνικό αντικείμενο της εργολαβίας, όπως έχει διαμορφωθεί, με εγκεκριμένους Συγκριτικούς Πίνακες, επί του θέματος δε αυτού προστίθενται τα κατωτέρω.

 

β) Όπως προκύπτει από το άρθρο 37 του προεδρικού διατάγματος 609/1985 του οποίου το κείμενο έχει κατά λέξη παρατεθεί, το πριμ χορηγείται για την ταχύτερη περαίωση του έργου ή του τμήματος, που έχει την κρίσιμη σημασία. Η χορήγηση του πριμ δηλαδή, γίνεται, όταν υπάρχει ένα συγκεκριμένο πρακτικό αποτέλεσμα, στο οποίο αποβλέπει ο κύριος του έργου και όχι όταν απλώς υπάρχει μία ικανοποιητική απορρόφηση των πιστώσεων από τον Ανάδοχο.

 

Βεβαίως, είναι ενδεχόμενο ο εργολάβος, παρά το γεγονός ότι έχει εντατικοποιήσει τον τρόπο εργασίας του, να μην κατορθώσει να ολοκληρώσει μέσα στην αρχική συμβατική πρόβλεψη, την κατασκευή ολόκληρου ή του κρίσιμου τμήματος του έργου, χωρίς δική του υπαιτιότητα, έχοντας ενδεχομένως κατασκευάσει έργο ισοδύναμο, με το συμβατικά προβλεπόμενο για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα ή και υπολειπόμενο αυτού, αλλά για λόγους μη αναγόμενους σε υπαιτιότητά του.

 

Και στην περίπτωση όμως αυτή, ο εργολάβος δεν δικαιούται να ζητήσει την καταβολή πριμ, από μόνο το λόγο ότι εργάσθηκε με ικανοποιητικούς ρυθμούς, αλλά μπορεί να ζητήσει ανάλογη παράταση των συμβατικών προθεσμιών, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 37 του προεδρικού διατάγματος 609/1985 και μόνο μετά την έγκαιρη ολοκλήρωση του τεχνικού αντικειμένου της εργολαβίας, όπως έχει διαμορφωθεί με εγκεκριμένους Συγκριτικούς Πίνακες μπορεί να ζητήσει την καταβολή του πριμ.

 

γ) Ειδικά όμως, για τις εργολαβίες οι οποίες έδωσαν την αφορμή υποβολής του παρόντος ερωτήματος, στο άρθρο 23 παράγραφος 2 περίπτωση 2 της διακηρύξεως αναγράφεται κατά λέξη ότι:

 

{για την εφαρμογή της ρήτρας πρόσθετης καταβολής (πριμ) οι συμβατικές προθεσμίες, (συνολική και 3η αποκλειστική), θα επιμηκύνονται, σε περίπτωση χορήγησης παράτασής τους το πολύ μέχρι 30 ημερολογιακές μέρες, για την καταβολή της πλήρους ημερήσιας πρόσθετης παροχής (0,5/1000) και το πολύ μέχρι 60 ημερολογιακές ημέρες, για την καταβολή του ημίσεως της ημερήσιας πρόσθετης παροχής (δηλαδή 0,25/1000), ασχέτως εάν οι χορηγούμενες παρατάσεις είναι μεγαλύτερες.}

 

δ) Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι, αν η κατασκευή του έργου καθυστερήσει πέραν των τριάντα ή εξήντα ημερών, έστω και για λόγους μη αναγόμενους σε υπαιτιότητα του Αναδόχου, δεν καταβάλλεται πριμ. Η πρόβλεψη αυτή, δικαιολογείται από της πλευράς του κυρίου του έργου, προφανώς με το σκεπτικό, ότι, αν δεν επιτύχει, για οποιοδήποτε λόγο, την ολοκλήρωση του έργου ή του κρισίμου τμήματός του, εντός της συγκεκριμένης προθεσμίας, δεν έχει λόγους να επείγεται στην περαίωσή του, ενδεχομένως όμως δημιούργησε πρόσθετες οικονομικές επιβαρύνσεις, στον Ανάδοχο, στην, (απρόσφορη χωρίς υπαιτιότητά του), προσπάθεια που κατέβαλε για την ταχύτερη κατασκευή του έργου και (ενδεχομένως) θα μπορούσε να ζητήσει αποζημίωση για τις επιπλέον αυτές δαπάνες, αλλά επί του θέματος αυτού δεν κρίνεται σκόπιμη η επέκταση, διότι το ερώτημα αφορά μόνο στην καταβολή του πριμ. Σε περίπτωση βέβαια, που ήθελε κριθεί, ότι ο κύριος του έργου, εναντίον των αρχών της καλής πίστης, παρακώλυσε την πλήρωση της αίρεσης, (έγκαιρη ολοκλήρωση του έργου ή του κρισίμου τμήματός του), για να αποφύγει την καταβολή του πριμ, διακόπτοντας π.χ., χωρίς να υπάρχει κανένας άλλος λόγος, την πρόοδο των εργασιών, τότε η αίρεση θεωρείται ως πληρωθείσα, σύμφωνα με το άρθρο 207 παράγραφος 1 του Αστικού Κώδικα και το Δημόσιο, πρέπει να καταβάλει, το συμφωνημένο πριμ, από τα στοιχεία όμως του φακέλου δεν προκύπτει τέτοια συμπεριφορά.

 

Κατά συνέπεια, κατά την ομόφωνη γνώμη του Τμήματος δεν είναι δυνατή, η καταβολή πριμ, σε περίπτωση περαιώσεως των εργασιών, που προβλέπονται στο συμβατικό προϋπολογισμό μελέτης, σε χρόνους μικρότερους των συμβατικών, χωρίς όμως, να έχει ολοκληρωθεί, το τεχνικό αντικείμενο της εργολαβίας, όπως έχει διαμορφωθεί με εγκεκριμένους Συγκριτικούς Πίνακες.

 

3. Επί του τρίτου και τετάρτου ερωτήματος.

 

α) Αναφέρθηκε ήδη, ότι σύμφωνα με το άρθρο 37 του προεδρικού διατάγματος 609/1985, η συμβατικά προβλεπόμενη πρόσθετη παροχή (πριμ), είναι ποσοστό της προϋπολογιζόμενης δαπάνης του έργου.

 

Το ύψος του πριμ δηλαδή, είναι εξαρχής γνωστό, διότι προσδιορίζεται από γνωστούς παράγοντες και σχετίζεται με μεγέθη γνωστά κατά τη δημοπράτηση του έργου και δεν αφορά σε εργασίες που εκτελούνται συνεπεία τροποποίησης του αρχικού συμβατικού αντικειμένου, η εμπρόθεσμη εκτέλεση των οποίων παρέχει την δυνατότητα στον Ανάδοχο να ζητήσει την καταβολή του συμβατικά προβλεπόμενου πριμ, αλλά δεν μπορεί να ζητήσει πριμ και για την εμπρόθεσμη εκτέλεση των υπερσυμβατικών εργασιών. Κατά συνέπεια, κατά την ομόφωνη γνώμη του Τμήματος ο Ανάδοχος δεν δικαιούται πρόσθετης καταβολής (πριμ), επί της αξίας των υπερσυμβατικών εργασιών, αλλά η έγκαιρη εκτέλεση και των εργασιών αυτών, αποτελεί προϋπόθεση για την καταβολή του συμβατικά προβλεπόμενου πριμ.

 

4. Επί του πέμπτου ερωτήματος.

 

α) Για την ταχύτερη απορρόφηση των διατιθεμένων για την κατασκευή των δημοσίων έργων, πιστώσεων, τα οποία χρηματοδοτούνται και από τα Κοινοτικά Ταμεία και την επίσπευση περαιώσεώς τους, με το άρθρο 1 του προεδρικού διατάγματος 487/1991 (ΦΕΚ 177/Α/1991), του οποίου η ισχύς, σύμφωνα με το άρθρο 2, αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, προστέθηκε παράγραφος 4 στο άρθρο 37 του προεδρικού διατάγματος 609/1985, με την οποία προβλέφθηκε η δυνατότητα καταβολής πριμ, με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου Δημοσίων Έργων και για τις εργολαβίες που βρισκόντουσαν σε εξέλιξη, κατά την έναρξη ισχύος του ανωτέρω διατάγματος.

 

β) Ειδικότερα στο προεδρικό διάταγμα 487/1991 ορίζεται κατά λέξη ότι:

 

{Για την επίσπευση περαίωσης των εκτελούμενων έργων που συγχρηματοδοτούνται από τα Κοινοτικά Ταμεία μπορεί να χορηγείται πρόσθετη καταβολή (πριμ). Η πρόσθετη αυτή καταβολή (πριμ), χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων μετά από γνώμη του Συμβουλίου Δημοσίων Έργων. Με την απόφαση αυτή καθορίζονται το ποσό που δεν μπορεί να υπερβαίνει το 5% της υπολειπόμενης συμβατικής δαπάνης του έργου, ο χρόνος επίσπευσης και οι σχετικές λεπτομέρειες.}

 

γ) Από την προπαρατεθείσα διάταξη προκύπτει ότι, η απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, με την οποία χορηγείται, υπό τις αναφερόμενες σ' αυτή προϋποθέσεις και εντός των πλαισίων της νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, πριμ για την επίσπευση περαιώσεως του εκτελούμενου έργου, εκδίδεται χωρίς την υποβολή αιτήσεως από τον Ανάδοχο και μόνον από και δια της εκδόσεώς της, εξωτερικεύεται η βούληση του κυρίου του έργου, να χορηγήσει πριμ, οπότε και το πληροφορείται επίσημα ο Ανάδοχος του έργου και μπορεί, αν κρίνει ότι εξυπηρετεί και τα δικά του συμφέροντα, να αναπροσαρμόσει κατάλληλα το πρόγραμμα κατασκευής του έργου, για να επιτύχει την ταχύτερη περαίωσή του.

 

Κατά συνέπεια, κατά την ομόφωνη γνώμη του τμήματος για τον προσδιορισμό της υπολειπόμενης συμβατικής δαπάνης του έργου, στις εργολαβίες οι οποίες διέπονται από το προεδρικό διάταγμα 487/1991, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, η ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, με την οποία εγκρίνεται η χορήγηση καταβολής πριμ και όχι η ημερομηνία κατά την οποία, τυχόν, υποβλήθηκε, αίτηση από τον Ανάδοχο.

 

5. Επί του έκτου ερωτήματος.

 

Έχει ήδη αναφερθεί, το υπό της παραγράφου 2, του άρθρου 37 του προεδρικού διατάγματος 609/1985 προβλεπόμενο πριμ, προσδιορίζεται ως ποσοστό, της προϋπολογιζόμενης δαπάνης του έργου, σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία και τις εκτιμήσει της υπηρεσίας, κατά το χρόνο της εγκρίσεως των συμβατικών τευχών και της δημοπρατήσεως του έργου και δεν επηρεάζεται από την προσφερθείσα, υπό του Αναδόχου, έκπτωση, την ποιοτική ή ποσοτική διαφοροποίηση του έργου κατά τη φάση της κατασκευής ή και από άλλους παράγοντες που διαψεύδουν τις εκτιμήσεις της υπηρεσίας. Αντιθέτως, το υπό του προεδρικού διατάγματος 487/1991 προβλεπόμενο πριμ υπολογίζεται σε ποσοστό της υπολειπόμενης συμβατικής δαπάνης του έργου και κατά συνέπεια, κατά την ομόφωνη γνώμη του Τμήματος για τον υπολογισμό του, υπό του προεδρικού διατάγματος 487/1991, προβλεπομένου πριμ, θα λαμβάνεται υπόψη και η αύξηση του τεχνικού και οικονομικού αντικειμένου της εργολαβίας, που έχει νόμιμα γίνει, μέχρι την έκδοση της αποφάσεως του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, έστω και ύστερα από αίτηση του Αναδόχου.

 

6. Επί του εβδόμου ερωτήματος.

 

Κατά την εξέταση του πρώτου ερωτήματος, διατυπώθηκε η άποψη, ότι για την εξεύρεση του ύψους της προϋπολογιζόμενης δαπάνης του έργου λαμβάνονται υπόψη, όλοι οι επιμέρους παράγοντες, οι οποίοι αθροιζόμενοι μας δίνουν την εικόνα της δαπάνης κατασκευής του έργου, σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία και τις εκτιμήσεις της υπηρεσίας, κατά τη δημοπράτηση του έργου.

 

Επεκτείνοντας και εφαρμόζοντας αναλογικά το συλλογισμό αυτό και στο υπό έρευνα ερώτημα πρέπει να δεχθούμε ότι για την εξεύρεση της υπολειπόμενης συμβατικής δαπάνης του έργου επί της οποίας υπολογίζεται το ποσοστό του προβλεπομένου υπό του προεδρικού διατάγματος 487/1991 πριμ, θα πρέπει να συνυπολογισθούν, όλες οι επιμέρους δαπάνες, οι οποίες αθροιζόμενες μας δίνουν το κόστος του υπολειπομένου τμήματος του έργου, κατά το χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως του Υπουργού για την καταβολή πριμ. Δοθέντος λοιπόν ότι, το κόστος του υπολειπομένου τμήματος του έργου διαμορφώνεται και από την αξία των υλικών που το Δημόσιο χορηγεί στον Ανάδοχο για την εξυπηρέτηση των αναγκών του τμήματος αυτού του έργου, και των οποίων η χορήγηση γίνεται μετά την έκδοση της αποφάσεως του Υπουργού, αλλά και από τις δαπάνες της αναθεωρήσεως και την αμοιβή μελετών οι οποίες συντάσσονται μετά την έκδοση της ίδιας αποφάσεως, κατά την ομόφωνη γνώμη του Τμήματος, για τον υπολογισμό της, υπό του προεδρικού διατάγματος 487/1991 οριζόμενης συμβατικής δαπάνης του έργου, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και οι δαπάνες της προβλεπόμενης αναθεωρήσεως των χορηγουμένων από το Δημόσιο στον Ανάδοχο υλικών και η τυχόν δαπάνη για αμοιβή μελετών.

 

Θεωρήθηκε

Αθήνα, 08-12-1992

Ο Αντιπρόεδρος

Ο Εισηγητής

 



Copyright © 2017 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.