Νομικό Συμβούλιο του Κράτους 689/01

ΝΣΚ 689/2001


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Νομικό Συμβούλιο του Κράτους 689/2001 (20-11-2001)

 

Αριθμός ερωτήματος: Το υπ' αριθμόν πρωτοκόλλου οίκοθεν ΔΥ6Α/2233/06-07-2001 έγγραφο της Γενικής Διευθύνσεως Διοικητικής Υποστήριξης και Τεχνικών Υποδομών - Διευθύνσεως Προμηθειών - του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας.

 

Περίληψη ερωτήματος: Ερωτάται, εάν είναι δυνατή, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία η απευθείας ανάθεση στον ανάδοχο του έργου Σύμβαση Συμβούλου Ελέγχου Προσαρμογής με το Πρόβλημα 2000 - στη θεματική περιοχή: Υγεία, Πρόνοια και Κοινωνική Ασφάλιση (Σύμβαση υπ' αριθμόν οίκοθεν Δ4Γ/15030/15/11-1999) νέων εργασιών, οι οποίες αποτελούν συνέχεια των εργασιών που είχε εκτελέσει κατά τη διάρκεια του αρχικού έργου, το νομικό πλαίσιο που εφαρμόζεται και το χρηματικό όριο μιας τέτοιας αναθέσεως.

 

Επί του ως άνω ερωτήματος η Τριμελής Επιτροπή του Γραφείου Νομικού Συμβούλου του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας γνωμοδότησε ως εξής:

 

I. Με την υπ' αριθμόν 448/2001 γνωμοδότηση του Δ' τμήματος του (εισήγηση Χρήστου Αυγερινού), το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους δέχθηκε ότι, μετά τη λήξη του συμβατικού χρόνου ισχύος της συμβάσεως Δ4Γ/15030/15-11-1999, περί παροχής υπηρεσιών Συμβούλου Ελέγχου Προσαρμογής με το Πρόβλημα 2000 στη θεματική περιοχή της Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικής Ασφαλίσεις και την οριστική παραλαβή του αντικειμένου της, δεν είναι νόμιμη η τροποποίηση ή επέκταση της συμβάσεως αυτής.

 

Σε συνέχεια και συμπληρωματικά με την ως άνω γνωμοδότηση τίθεται το νέο ως άνω ερώτημα περί της υπάρξεως ή μη νομικού πλαισίου απ' ευθείας αναθέσεως νέων εργασιών, ως προς τα ερωτήματα του οποίου επαγόμεθα τα κατωτέρω:

 

II. Στις διατάξεις του προεδρικού διατάγματος 346/1998 (ΦΕΚ 230/A/1998), περί προσαρμογής της Ελληνικής Νομοθεσίας για τις δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών προς τις διατάξεις της Οδηγίας 1992/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 18-06-1992 για το συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών (EEL 209/24/1992), όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα με το προεδρικό διάταγμα 18/2000 (ΦΕΚ 15/Α/2000), που εκδόθηκε σε ' συμμόρφωση προς την οδηγία 1997/52/ΕΚ, που τροποποίησε, μεταξύ άλλων, την οδηγία 1992/50/ΕΟΚ, ορίζεται ότι:

 

{Άρθρο 2: Για την εφαρμογή του παρόντος διατάγματος οι παρακάτω όροι έχουν την εξής σημασία:

 

1. Δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών είναι οι συμβάσεις εξ επαχθούς αιτίας που συνάπτονται εγγράφως μεταξύ ενός παρέχοντος υπηρεσίες και μιας αναθέτουσας αρχής, όπως αυτή ορίζεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

 

Από τις ανωτέρω συμβάσεις εξαιρούνται:

 

...

 

2. Αναθέτουσα Αρχή (εργοδότης). Ως αναθέτουσες αρχές θεωρούνται το κράτος, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ...

 

5. Ανοικτές διαδικασίες ...

 

6. Κλειστές διαδικασίες ...

 

7. Διαδικασίες με διαπραγμάτευση είναι οι διαδικασίες στα πλαίσια των οποίων η αναθέτουσα αρχή προβαίνει σε διαβουλεύσεις με παρέχοντες της επιλογής της και διαπραγματεύεται τους όρους της σύμβασης με έναν ή περισσότερους από αυτούς.

 

Άρθρο 3: Κατά την υπ' αυτών σύναψη δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών ... οι αναθέτουσες αργές εφαρμόζουν διαδικασίες προσαρμοσμένες στις διατάξεις του παρόντος διατάγματος

 

2. ...

 

(παράβλεπε ομοίου περιεχομένου άρθρο 3 παράγραφος 1 της οδηγίας 1992/50/ΕΟΚ).

 

Άρθρο 7: 1. α. Οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται:

 

α)α) Οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται:

 

Στις δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1, στις δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών που αφορούν τις υπηρεσίες που αριθμούνται στο παράρτημα ΙΒ, στις υπηρεσίες της κατηγορίας 8 του παραρτήματος ΙΑ και στις υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών της κατηγορίας 5 του παραρτήματος ΙΑ, με αριθμό αναφοράς CPC 7524, 7525 & 7526 (Κανονισμός 3693/1993 L 342/1993). οι οποίες συνάπτονται από τις αναφερόμενες στο άρθρο 2 παράγραφος 2 αναθέτουσες αρχές, όταν η προϋπολογιζόμενη αξία τους εκτός φόρου προστιθέμενης αξία είναι ίση ή ανώτερη των 200.000 μονάδων Ευρώ ...

 

β) Η αντίστοιχη αξία των κατωτάτων ορίων σε Ευρώ και σε εθνικά νομίσματα που ορίζονται στο στοιχείο (α), αναθεωρείται κατ' αρχήν ανά διετία, αρχής γενομένης από την 01-01-1996. Η εν λόγω αντίστοιχη αξία υπολογίζεται με βάση τη μέση ημερήσια τιμή των νομισμάτων αυτών, εκφραζόμενη σε Ευρώ και αυτή σε ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα κατά τη διάρκεια της εικοσιτετράμηνης χρονικής περιόδου που λήγει την τελευταία ημέρα του Αυγούστου και η οποία προηγείται της αναθεώρησης της 1ης Ιανουαρίου.

 

γ) Τα κατώτατα όρια που ορίζονται στο στοιχείο (α), καθώς και τα αντίστοιχα ποσά των ορίων αυτών σε Ευρώ και σε εθνικά νομίσματα δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην αρχή του μηνός Νοεμβρίου που ακολουθεί την αναθεώρηση η οποία προβλέπεται στο στοιχείο (β).

 

Για την αντίστοιχη αξία σε δραχμές του ανωτέρω ποσού των Ευρώ, καθώς και τα αντίστοιχα ποσά των ορίων αυτής σε εθνικά νομίσματα, όπου αναφέρεται στις διατάξεις του παρόντος, τη χρονική διάρκεια ισχύος της, καθώς και για κάθε μεταβολή της από τα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα ενημερώνονται οι αναθέτουσες αρχές από την υπηρεσία του άρθρου 35 του παρόντος προεδρικού διατάγματος.

 

(Η παράγραφος 1 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 3 του προεδρικού διατάγματος 18/2000 (ΦΕΚ 15/Α/2000))

 

2. Κατά τον υπολογισμό του προϋπολογιζόμενου ύψους μιας σύμβασης, η αναθέτουσα αρχή συμπεριλαμβάνει τη προϋπολογιζόμενη συνολική αμοιβή του παρέχοντος την υπηρεσία, λαμβανομένων υπόψη των επομένων παραγράφων.

 

3. Η επιλογή της μεθόδου αποτίμησης μιας σύμβασης δεν μπορεί να γίνει με την πρόθεση να παρακαμφθεί, όσον αφορά την εν λόγω σύμβαση, η εφαρμογή του παρόντος προεδρικού διατάγματος και κανένα σχέδιο αγοράς συγκεκριμένης ποσότητας υπηρεσιών δεν μπορεί να κατατμηθεί, με σκοπό να αποφευχθεί η επ' αυτού εφαρμογή του παρόντος άρθρου...

 

4. Κατά τον υπολογισμό του προϋπολογιζόμενου ύψους των συμβάσεων για τα ακόλουθα είδη υπηρεσιών λαμβάνονται κατά περίπτωση, υπόψη:...

 

5. Όταν πρόκειται για συμβάσεις που δεν αναφέρουν συνολική τιμή, ως βάση υπολογισμού του προϋπολογιζόμενου ύψους των συμβάσεων, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ...

 

6. Στην περίπτωση τακτικά επαναλαμβανόμενων συμβάσεων ή συμβάσεων που πρόκειται να ανανεωθούν μέσα σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, πρέπει να λαμβάνεται ως βάση: - είτε η συνολική πραγματική αξία παρόμοιων συμβάσεων, για την ίδια κατηγορία υπηρεσιών, οι οποίες συνήφθησαν κατά το προηγηθέν οικονομικό έτος ή δωδεκάμηνο, αναπροσαρμοσμένη ει δυνατόν, προκειμένου να ληφθούν υπόψη ενδεχόμενες μεταβολές από ποσότητες ή στην αξία κατά τους δώδεκα μήνες που έπονται της αρχικής σύμβασης, -είτε η προϋπολογιζόμενη συνολική αξία συμβάσεων κατά το δωδεκάμηνο που έπεται της πρώτης παροχής ή για όλη τη διάρκεια της σύμβασης, εφόσον αυτή υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες ...

 

Άρθρο 8: 1. Οι συμβάσεις που έχουν ως αντικείμενο τις υπηρεσίες που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΑ συνάπτονται σύμφωνα με τις διατάξεις των κεφαλαίων Β και Γ του παρόντος.

 

2. ... (παράβλεπε όμοια διάταξη άρθρου 8 της οδηγίας 1992/50/ΕΟΚ).

 

Άρθρο 9: (Το οποίο εντάσσεται στο κεφάλαιο Β' Επιλογή Διαδικασιών Ανάθεσης - παράβλεπε ομοίου περιεχομένου άρθρο 11 της οδηγίας 1992/50/ΕΟΚ παράγραφος 1): Για τους σκοπούς του παρόντος προκειμένου να συναφθεί δημόσια σύμβαση υπηρεσιών, η αναθέτουσα αρχή χρησιμοποιεί την ανοικτή διαδικασία, την κλειστή διαδικασία, ή την διαδικασία με διαπραγμάτευση και αποφασίζει ποια από τις διαδικασίες αυτές θα χρησιμοποιήσει σύμφωνα με τις κατωτέρω παραγράφους.

 

Παράγραφος 2: Διαδικασία με διαπραγμάτευση: Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να συνάπτουν συμβάσεις με τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης αφού έχει προηγηθεί δημοσίευση σχετικής προκήρυξης στις ακόλουθες περιπτώσεις ...

 

Παράγραφος 3: Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να συνάπτουν δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών μέσω διαδικασίας με διαπραγμάτευση, και χωρίς να προηγηθεί δημοσίευση σχετικής προκήρυξης στις ακόλουθες περιπτώσεις:

 

α) όταν δεν έχει υποβληθεί καμία προσφορά, ή καμία κατάλληλη προσφορά σε προκηρυχθέντα διαγωνισμό κλειστής ή ανοικτής διαδικασίας, εφόσον οι αρχικοί όροι της σύμβασης δεν έχουν τροποποιηθεί ουσιωδώς, με την προϋπόθεση ότι διαβιβάζεται σχετική έκθεση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μετά από αίτημά της.

 

β) όταν για λόγους τεχνικούς, καλλιτεχνικούς ή σχετικούς με την προστασία αποκλειστικών δικαιωμάτων, η εκτέλεση των υπηρεσιών μπορεί να ανατεθεί μόνο σε συγκεκριμένο πρόσωπο,

 

γ) όταν η σύμβαση αποτελεί συνέχεια ενός διαγωνισμού μελετών και σύμφωνα με τους εφαρμοζόμενους κανόνες της εθνικής νομοθεσίας πρέπει να ανατεθεί στον βραβευθέντα ή σε έναν από τους βραβευθέντες του διαγωνισμού αυτού. Στην τελευταία αυτή περίπτωση όλοι οι βραβευθέντες του διαγωνισμού πρέπει να κληθούν να συμμετάσχουν στις διαπραγματεύσεις.

 

δ) στο βαθμό που είναι απολύτως αναγκαίο, όταν η επιτακτικά επείγουσα ανάγκη που προκύπτει από γεγονότα απρόβλεπτα για τις ενδιαφερόμενες αναθέτουσες αρχές, δεν συμβιβάζεται με τις προθεσμίες που προβλέπονται για τις ανοικτές, κλειστές ή με διαπραγμάτευση διαδικασίες που αναφέρονται στο παρόν προεδρικό διάταγμα. Οι περιστάσεις που επικαλούνται οι αναθέτουσες αρχές για την αιτιολόγηση της επιτακτικά επείγουσας ανάγκης δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να απορρέουν από δική τους ευθύνη.

 

ε) για τις συμπληρωματικές υπηρεσίες που δεν περιλαμβάνονται στο αρχικά προβλεπόμενο σχέδιο (πρόγραμμα) ούτε στην πρώτη συναφθείσα σύμβαση και οι οποίες κατέστησαν αναγκαίες λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας της αρχικής σύμβασης, υπό την προϋπόθεση ότι η σύναψη γίνεται στο πρόσωπο το οποίο εκτελεί την εν λόγω υπηρεσία:

 

όταν αυτές οι συμπληρωματικές υπηρεσίες δεν μπορούν, από τεχνική ή οικονομική άποψη, να διαχωριστούν από την κύρια σύμβαση χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα για τις αναθέτουσες αρχές ή
όταν αυτές οι υπηρεσίες, παρ' ότι μπορούν να διαχωρισθούν από την εκτέλεση της αρχικής σύμβασης είναι απόλυτα αναγκαίες για την τελειοποίησή της.

 

Ωστόσο η προϋπολογιζόμενη συνολική αξία των συμβάσεων που ανατίθενται για συμπληρωματικές υπηρεσίες δεν μπορεί να υπερβαίνει το 50% της αξίας της κυρίας σύμβασης.

 

στ) για νέες υπηρεσίες που συνίστανται στην επανάληψη άλλων παρόμοιων υπηρεσιών που ανατέθηκαν στον ίδιο παρέχοντα υπηρεσίες ανάδοχο μιας πρώτης σύμβασης που συνήφθη με την ίδια αναθέτουσα αργή, υπό την προϋπόθεση ότι οι νέες υπηρεσίες είναι σύμφωνες με ένα βασικό σχέδιο που έχει αποτελέσει το αντικείμενο μιας πρώτης σύμβασης n οποία συνήφθη μέσω της ανοικτής ή της κλειστής διαδικασίας. Η δυνατότητα προσφυγής στη διαδικασία με διαπραγμάτευση πρέπει να επισημαίνεται ήδη κατά την πρώτη προκήρυξη. Το προβλεπόμενο συνολικό ύψος των νέων υπηρεσιών λαμβάνεται υπόψη από τις αναθέτουσες αργές για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 7 του παρόντος. Προσφυγή στη διαδικασία αυτή μπορεί να γίνει μόνο επί μια τριετία από τη σύναψη της αρχικής σύμβασης.

 

4. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, οι αναθέτουσες αρχές συνάπτουν τις συμβάσεις τους μέσω της ανοικτής ή της κλειστής διαδικασίας.

 

- Εξάλλου οι ως άνω (κοινοτικές) διατάξεις εφαρμόζονται στις δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών που αφορούν υπηρεσίες που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΑ, όπου περιλαμβάνονται και οι υπηρεσίες πληροφορικής και συναφείς υπηρεσίες-.

 

Άρθρο 37. Από της δημοσιεύσεως του παρόντος προεδρικού διατάγματος καταργούνται κατά το μέρος που αντιβαίνουν προς τις διατάξεις του, οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου έκτου του νόμου [Ν] 1747/1988 (ΦΕΚ 6/Α/1988), και του άρθρου 10 του νόμου [Ν] 2120/1993 (ΦΕΚ 24/Α/1993) καθώς και πάσα άλλη αντίθετη διάταξη της κείμενης νομοθεσίας.

 

2. Για τις δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών το προϋπολογιζόμενο ύψος των οποίων, εκτός Φόρου Προστιθέμενης Αξίας είναι κατώτερο του ορίου που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 του παρόντος προεδρικού διατάγματος, εφαρμόζονται, ελλείψει ειδικών διατάξεων, το άρθρο 83 του νόμου 2362/1995 (ΦΕΚ 247/Α/1995) και οι διατάξεις του νόμου 716/1977 (ΦΕΚ 295/Α/1977) για τις υπηρεσίες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του.}

 

Περαιτέρω, στο άρθρο 11 του ως άνω προεδρικού διατάγματος 18/2000, ορίζεται ότι:

 

{Το παράρτημα III του άρθρου 38 του προεδρικού διατάγματος 346/1998 αντικαθίσταται ως εξής:

 

Παράρτημα ΙΙΙ: Υποδείγματα προκηρύξεων και ανακοινώσεων για τις συμβάσεις υπηρεσιών

 

Α. ...

 

B. ...

 

Γ. ...

 

Δ. Διαδικασία με διαπραγμάτευση

 

Ε. Ανακοίνωση συμβάσεων

 

1. ...

 

2. Επιλεγείς τρόπος ανάθεσης στην περίπτωση της διαδικασίας με διαπραγμάτευση χωρίς να προηγηθεί δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού, αιτιολόγηση της επιλογής αυτής (άρθρο 11 παράγραφος 3).}

 

Εξ άλλου, στις μεν διατάξεις του άρθρου 82 του νόμου 2362/1995 (ΦΕΚ 247/Α/1995), περί Δημοσίου Λογιστικού - Ελέγχου Δαπανών κ.λ.π., ορίζονται τα των διαδικασιών συνάψεως συμβάσεων, μεταξύ των οποίων ορίζεται ότι, κατ' εξαίρεση επιτρέπεται η σύναψη συμβάσεων προμήθειας προϊόντων, παροχής υπηρεσιών ή εκτέλεσης έργων με συνοπτική διαδικασία ή διαπραγμάτευση (παράγραφος 1 εδάφιο β'), στις δε διατάξεις του άρθρου 83 του ιδίου νόμου και υπό τον τίτλο Διαγωνισμός - Εξαιρέσεις προβλέπεται ότι:

 

{1. Επιτρέπεται η με απευθείας ανάθεση σύναψη σύμβασης προμήθειας προϊόντων, παροχής υπηρεσιών ή εκτέλεσης έργων για ετήσια δαπάνη μέχρι ποσού 1.500.000 δραχμών ...

 

3. Επιτρέπεται με έγκριση του αρμόδιου οργάνου η σύναψη σύμβασης παροχής υπηρεσιών με διαπραγμάτευση χωρίς δημοσίευση σχετικής προκήρυξης:

 

α) στην περίπτωση που δεν έχει υποβληθεί καμιά Προσφορά ή καμία κατάλληλη προσφορά σε διαγωνισμό ανοικτό ή κλειστό,

 

β) στην περίπτωση που για λόγους τεχνικούς, καλλιτεχνικούς ή σχετικούς με την προστασία αποκλειστικών δικαιωμάτων, η εκτέλεση των υπηρεσιών μπορεί να ανατεθεί μόνο σε συγκεκριμένο πρόσωπο,

 

γ) στην περίπτωση που η σύμβαση αποτελεί συνέχεια ενός διαγωνισμού μελετών και σύμφωνα με τους εφαρμοζόμενους κανόνες θα πρέπει να ανατεθεί αυτή στο νικητή του διαγωνισμού ή σ' έναν από αυτούς,

 

δ) στην περίπτωση που η έκτακτη και φανερά κατεπείγουσα ανάγκη, πλήρως αιτιολογημένη από την αρμόδια υπηρεσία, καθιστά αδύνατη την τήρηση των διατάξεων που αφορούν τη διενέργεια διαγωνισμού με την προϋπόθεση ότι το επείγον δεν θα απορρέει από δική της ευθύνη,

 

ε) στην περίπτωση, συμπληρωματικών υπηρεσιών δεν περιλαμβάνονται στην πρώτη σύμβαση, αναγκαίων όμως λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας της αρχικής σύμβασης, - όταν αυτές δεν μπορούν να διαχωριστούν από την κύρια σύμβαση ή - όταν μπορούν να διαχωριστούν, είναι όμως απόλυτα αναγκαίες για την τελειοποίησή της.

 

Οι συμπληρωματικές αυτές υπηρεσίες δεν μπορούν να υπερβαίνουν το 50% της αξίας της κύριας σύμβασης.

 

στ) Στην περίπτωση νέων υπηρεσιών που συνιστούν επανάληψη παρόμοιων υπηρεσιών που είχαν ανατεθεί με τακτικό διαγωνισμό στον αρχικό ανάδοχο και αποτελούν συνέχεια ή συμπλήρωση της αρχικής σύμβασης, με την προϋπόθεση ότι δεν έχει παρέλθει τριετία από αυτή και εξασφαλίζονται οι ίδιοι όροι και προϋποθέσεις με δυνατότητα τιμαριθμικής αναπροσαρμογής

 

4. ...

 

5. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ισχύουν από τη δημοσίευση του νόμου αυτού.}

 

Με το άρθρο 22 του νόμου 2730/1999 ορίζεται ότι:

 

{Συμβάσεις προμήθειας προϊόντων ή παροχής υπηρεσιών φορέων του δημόσιου τομέα, αναγκαίες για την αντιμετώπιση του προβλήματος που θα παρουσιάσουν τα πληροφοριακά συστήματα το έτος 2000, συνάπτονται μέχρι του ύψους 25.000.000 δραχμών σύμφωνα με τη διάταξη του β' εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 83 του νόμου 2362/1995 (ΦΕΚ 247/Α/1995), μέχρι του ύψους δε των 40.000.000 δραχμών, με διαπραγμάτευση ύστερα από δημοσίευση σχετικής προκήρυξης. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται εφόσον οι σχετικές συμβάσεις συνομολογηθούν μέχρι 31-12-1999.}

 

Τέλος, με τις διατάξεις της παραγράφου 12 του άρθρου 11 του νόμου [Ν] 1881/1990 (ΦΕΚ 42/Α/1990) κυρώθηκε η υπ' αριθμόν 2043748/519/0026/1989 (ΦΕΚ 388/Β/1989) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, περί ρυθμίσεως διαδικασιών συμβάσεων ανάθεσης εκτέλεσης εργασιών από το Δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, στην παράγραφο 1 της οποίας ορίζεται ότι, οι διατάξεις του νόμου 1797/1988 Προμήθειες του δημόσιου τομέα και ρυθμίσεις συναφών θεμάτων εφαρμόζονται αναλογικά και για τις αναθέσεις εκτέλεσης εργασιών, (υπηρεσιών) που γίνονται σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού και των Προϋπολογισμών των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.

 

III. Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων προκύπτουν τα εξής:

 

Ως προς τις συμβάσεις εξ επαχθούς αιτίας που συνάπτονται εγγράφως μεταξύ ενός παρέχοντος υπηρεσίας και μιας αναθέτουσας αρχής, το αντικείμενο των οποίων (προϋπολογιζόμενο ύψος εκτός φόρου προστιθέμενης αξίας) είναι ίσο ή υπερβαίνει το αντίστοιχο των 200.000 Ευρωπαϊκών Νομισματικών Μονάδων, κατά τα αναλυτικότερα αναφερόμενα στο προπαρατεθέν άρθρο 7 του προεδρικού διατάγματος 346/1998, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και αυτές που αφορούν υπηρεσίες πληροφορικής και συναφείς υπηρεσίες, εφαρμόζονται οι διατάξεις του προεδρικού διατάγματος 346/1998, περί προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 1992/50/ΕΟΚ, όπως τροποποιηθέν, με τις διατάξεις του προεδρικού διατάγματος 18/2000, ισχύει. Για όσα μόνο θέματα της αναθέσεως και εκτελέσεως τέτοιου είδους υπηρεσιών δεν ρυθμίζονται από το ανωτέρω διάταγμα εφαρμόζονται οι διατάξεις του ως άνω άρθρου 11 παράγραφος 12 του νόμου [Ν] 1881/1990, με το οποίο κυρώθηκε η 2043748/519/0026/1989 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ 388/Β/1989) και του νόμου 2286/1995 Προμήθειες του δημοσίου τομέα και ρυθμίσεις συναφών θεμάτων (ΦΕΚ 19/Α/1995), αντί του καταργηθέντος νόμου 1797/1988, στον οποίον παρέπεμπε η ως άνω υπουργική απόφαση (βλέπε Πράξεις IV Τμήματος ΕΣ 121/1996, 9 και 32/1999 κ.α.). Ο τελευταίος, όμως, νόμος περί προμηθειών εφαρμόζεται στις συμβάσεις αναθέσεως υπηρεσιών αναλογικά, με συνέπεια από τις διατάξεις του νόμου αυτού να μην εφαρμόζονται οι διατάξεις εκείνες, το περιεχόμενο και οι ρυθμίσεις των οποίων δεν συνάδουν με τη φύση και την οργάνωση της αναθέσεως και της εκτελέσεως των συμβάσεων υπηρεσιών (βλέπε Πράξη IV Τμήματος του ΕΣ 61/1999 κ.α.).

 

Για όσες, όμως, δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών το προϋπολογιζόμενο ύψος είναι (εκτός φόρου προστιθέμενης αξίας) κατώτερο του αναφερομένου στο προεκτεθέν άρθρο 7 παράγραφος 1 του προεδρικού διατάγματος 346/1998, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 83 του νόμου 2362/1995, κατά τη ρητή διατύπωση της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 37 αυτού (καθώς και οι διατάξεις του νόμου 716/1977, για όσες υπηρεσίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του).

 

Ειδικότερα και ως προς τη διαδικασία συνάψεως δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, ανεξαρτήτως ύψους δαπάνης και στις δύο ως άνω περιπτώσεις, η αναθέτουσα αρχή υποχρεούται να συνάπτει τις συμβάσεις αυτές, κατά κανόνα, με τη διαδικασία του ανοικτού ή κλειστού διαγωνισμού και μόνο, κατ' εξαίρεση, με τη διαδικασία της διαπραγματεύσεως, υπό τις αναφερόμενες προϋποθέσεις στις διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του ανωτέρω άρθρου 9 του προεδρικού διατάγματος 346/1998 ή στις διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 80 του νόμου 2362/1995, αντίστοιχα. Πιο συγκεκριμένα, τις περιπτώσεις και τις προϋποθέσεις συνάψεως συμβάσεων με τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης, όταν έχει προηγηθεί δημοσίευση σχετικής προκηρύξεως, προβλέπουν οι διατάξεις της παραγράφου 2 του ως άνω άρθρου 9 του προεδρικού διατάγματος 346/1998 και τις εξαιρετικές περιπτώσεις και τις προϋποθέσεις συνάψεως τέτοιων συμβάσεων, χωρίς να προηγηθεί δημοσίευση σχετικής προκηρύξεως, αναφέρουν οι ως άνω διατάξεις των περιπτώσεων α, β, γ, δ, ε και στ, της παραγράφου 3 του ιδίου άρθρου (όταν η προϋπολογιζόμενη δαπάνη ισούται ή υπερβαίνει το αντίστοιχο των 200.000 Ευρωπαϊκών Νομισματικών Μονάδων).

 

Ως προς τις προϋποθέσεις συνάψεως τέτοιου είδους συμβάσεως παροχής υπηρεσιών με διαπραγμάτευση, χωρίς να προηγηθεί δημοσίευση προκηρύξεως, για νέες υπηρεσίες, που αφορά το παρόν ερώτημα, είναι αυτές που αναφέρονται αποκλειστικά στις διατάξεις της ως άνω περιπτώσεως στ και οι οποίες θα πρέπει να συντρέχουν αθροιστικά για να γίνει απευθείας ανάθεση νέων εργασιών, ήτοι: Οι νέες υπηρεσίες θα πρέπει να συνίστανται στην επανάληψη άλλων παρόμοιων υπηρεσιών που ανατέθηκαν στον ίδιο τον ανάδοχο, που ήδη παρέχει τις υπηρεσίες του βάσει μιας πρώτης συμβάσεως, που καταρτίσθηκε με την ίδια αναθέτουσα αρχή, υπό την πρόσθετη προϋπόθεση ότι οι νέες υπηρεσίες είναι σύμφωνες με ένα βασικό σχέδιο που έχει αποτελέσει το αντικείμενο της πρώτης συμβάσεως, η οποία συνήφθη μέσω της ανοικτής ή της κλειστής διαδικασίας και ότι αυτή η δυνατότητα(προσφυγή στη διαδικασία με διαπραγμάτευση) πρέπει ήδη να επισημαίνεται στην πρώτη προκήρυξη. Πρέπει, δηλαδή, οι νέες υπηρεσίες να είναι κατά κάποιο τρόπο, παρεμφερείς με αυτές που προβλέφθηκαν στη διακήρυξη και αποτέλεσαν αντικείμενο της πρώτης συμβάσεως και να μην αφορούν αντικείμενο εντελώς άσχετο με αυτό της αρχικής συμβάσεως αλλά και συγχρόνως να έχει γίνει πρόβλεψη τέτοιου είδους προσφυγής στην πρώτη προκήρυξη. Επίσης, θα πρέπει η προσφυγή στη διαδικασία αυτή να γίνει μόνο επί μία τριετία από τη σύναψη της αρχικής συμβάσεως. Στην περίπτωση αυτή, για να εφαρμοσθούν οι ως άνω διατάξεις του άρθρου 9 του προεδρικού διατάγματος 346/1998 θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για την εφαρμογή των ως άνω διατάξεων του άρθρου 7 του ιδίου διατάγματος το προβλεπόμενο συνολικό ύψος των νέων υπηρεσιών. Εάν, επομένως, αυτό ισούται ή υπερβαίνει το αντίστοιχο των 200.000 Ευρωπαϊκών Νομισματικών Μονάδων, τότε μόνον ισχύουν τα ανωτέρω.

 

Στην περίπτωση, όμως, που το προϋπολογιζόμενο ύψος των νέων υπηρεσιών είναι κατώτερο του ως άνω ορίου, τότε για την ανάθεση στον ανάδοχο του έργου της αρχικής συμβάσεως υπηρεσιών νέων εργασιών, με προσφυγή στη διαδικασία διαπραγματεύσεων χωρίς προηγούμενη δημοσίευση προκηρύξεως, απαιτείται να συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις των προαναφερθεισών διατάξεων της περιπτώσεως στ, της παραγράφου 3 του άρθρου 83 του νόμου 2362/1995, περί Δημοσίου Λογιστικού. Ήτοι: Οι νέες υπηρεσίες θα πρέπει να συνιστούν επανάληψη παρόμοιων και όχι άσχετων υπηρεσιών που είχαν ανατεθεί με τακτικό διαγωνισμό στον αρχικό ανάδοχο και να αποτελούν συνέχεια ή συμπλήρωση της αρχικής συμβάσεως με την προϋπόθεση και εδώ να μην έχει παρέλθει τριετία από αυτή και να εξασφαλίζονται οι ίδιοι όροι και προϋποθέσεις με δυνατότητα τιμαριθμικής αναπροσαρμογής.

 

Και στις δύο ως άνω περιπτώσεις, η επιλογή της αναθέτουσας αρχής για σύναψη της σύμβασης με την διαδικασία της διαπραγμάτευσης πρέπει να αιτιολογείται δεόντως, με παράθεση των στοιχείων εκείνων που δικαιολογούν ειδικότερα την κατ' εξαίρεση εφαρμογή της. Η επιλογή αυτή εναπόκειται στην ουσιαστική εκτίμηση και κρίση της αρμόδιας υπηρεσίας, υποκείμενη σε κάθε περίπτωση στον δικαστικό έλεγχο, για την επάρκεια και την πληρότητα της αιτιολογίας της. (βλέπε ad hoc τη συνημμένη γνωμοδότηση Δ' Τμήματος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους υπ' αριθμόν 338/2001).

 

III. Ενόψει των ανωτέρω, η Τριμελής Επιτροπή γνωμοδοτεί ότι, είναι μεν δυνατή, κατ' αρχήν, βάσει της υπάρχουσας νομοθεσίας, ως εξαιρετικό μέτρο, η απευθείας ανάθεση στον ανάδοχο του έργου Σύμβαση Συμβούλου Ελέγχου Προσαρμογής με το Πρόβλημα 2000 στη θεματική περιοχή: Υγεία, Πρόνοια και Κοινωνική Ασφάλιση, νέων εργασιών, εφ' όσον, όμως, εκτιμήσει, ουσιαστικά και κρίνει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις προς τούτο η αρμόδια Διεύθυνση του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας και κατόπιν της δέουσας αιτιολογίας από την αναθέτουσα Αρχή (τον Υπουργό Υγείας και Πρόνοιας ή το υπ' αυτού νόμιμα εξουσιοδοτημένο όργανο), με επίκληση και απόδειξη της συνδρομής των προϋποθέσεων είτε της περίπτωσης στ της παραγράφου 3 του άρθρου 9 του προεδρικού διατάγματος 346/1998, όταν το προϋπολογιζόμενο ύψος των νέων υπηρεσιών ισούται ή υπερβαίνει το αντίστοιχο των 200.000 Ευρωπαϊκών Νομισματικών Μονάδων, είτε της περίπτωσης στ, της παραγράφου 3 του άρθρου 83 του νόμου 2362/1995, όταν το προϋπολογιζόμενο ύψος αυτών είναι κατώτερο του ανωτέρω.

 

Ο Νομικός Σύμβουλος του Κράτους

 



Copyright © 2017 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.