Νομικό Συμβούλιο του Κράτους 180/01

ΝΣΚ 180/2001


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Νομικό Συμβούλιο του Κράτους 180/2001 (28-03-2001)

 

Αριθμός ερωτήματος: Υπ' αριθμόν πρωτοκόλλου Δ7Β/101/28-02-2001 έγγραφο της Διεύθυνσης Εγγειοβελτιωτικών Έργων (Δ7) της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Έργων του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων.

 

Περίληψη ερωτήματος: Ερωτάται (κατ' εκτίμηση του εγγράφου και σύμπτυξη των επιμέρους εννιά ερωτημάτων)

 

1. Αν νομιμοποιείται στην υποβολή ενστάσεως, κατά πράξεων της επιβλέπουσας την εκπόνηση της μελέτης υπηρεσίας, ο αναπληρωτής νόμιμος εκπρόσωπος των Συμπραττόντων Γραφείων Μελετών (ΣΓΜ) ΕΨΙΛΟΝ ΑΕ, ΓΡΑΦΕΙΟ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ ΕΠΕ, ΚΙΜΩΝΑ ΔΑΝΙΗΛΙΔΗ και ΠΟΛΥΛΑΪΝ ΑΕ, αναδόχων της Μελέτης Αντιπλημμυρικών Έργων σε περιοχές της Βορείου Ελλάδας, στην περίπτωση που η κατ' αρχήν νόμιμη εκπρόσωπος των Συμπραττόντων Γραφείων Μελετών, δηλώνει με παρέμβασή της προς την αρχή στην οποία υποβλήθηκε η ένσταση ότι δεν συμφωνεί με το περιεχόμενο της και ότι η ένσταση δεν εκφράζει τα λοιπά Συμπράττοντα Γραφεία.

 

2. Αν κατόπιν της ως άνω ενστάσεως υποχρεούται η υπηρεσία να απαντήσει ή πρέπει να την αγνοήσει.

 

3. Αν μπορεί να ζητήσει η Υπηρεσία την αντικατάσταση του αναπληρωτή εκπροσώπου, επειδή δεν υπάρχει δυνατότητα συνεννόησης και συνεργασίας.

 

4. Αν νόμιμα συνεχίζει το Γραφείο μελετών ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ ΕΠΕ, ως συμπράττων Γραφείο την εκπόνηση της μελέτης, ενώ ήδη από της 06-08-1998 έληξε η ισχύς του πτυχίου του και επιστράφηκαν από την Διεύθυνση Μητρώων και Τεχνικών Επαγγελμάτων (Δ15) της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Έργων του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων τα ατομικά πτυχία των μελών της.

 

5. Πως θα προστατευθεί η υπηρεσία από αστήρικτες καταγγελίες στην πολιτική ηγεσία του υπουργείου και στις εισαγγελικές αρχές.

 

Επί των ερωτημάτων αυτών το Τμήμα γνωμοδότησε τα ακόλουθα:

 

Α. I. Στο άρθρο 2 του νόμου 716/1977 περί μητρώου Μελετητών και αναθέσεως και εκπονήσεως μελετών ορίζονται τα εξής:

 

{Στον παρόντα νόμο νοούνται ως:

 

1 ...

 

2 ...

 

3 ...

 

4. Γραφείον Μελετών: Ενιαία μονάς εκπονήσεως μελετών, συγκροτούμενη εξ ενός ή περισσοτέρων μελετητών υπό οιανδήποτε εταιρική μορφή με αποκλειστικό σκοπό την εκπόνηση μελετών και την επίβλεψη έργων, της αυτής ή περισσοτέρων ειδικοτήτων, αντιστοίχων προς τις κατηγορίες των αναλαμβανομένων μελετών. Άπαντες οι συμμετέχοντες στις ως άνω εταιρείας δέον όπως κατέχουν πτυχίον μελετητή και δεν δύνανται να αναλαμβάνουν ατομικώς μελέτες.

 

5. Συμπράττοντα Γραφεία: Συνεργαζόμενα Γραφεία Μελετών τα οποία εκουσίως από κοινού αναλαμβάνουν και εκπονούν μελέτες, Η ως άνω συνεργασία πραγματοποιείται κατά την εκδήλωση ενδιαφέροντος. ...}

 

II. Στο άρθρο 4 του ίδιου νόμου ορίζεται:

 

{1. Γραφείον μελετών προκειμένου να αναλάβει μελέτη δια λογαριασμό των κατά το άρθρο 1 του παρόντος προσώπων, υποχρεούται να είναι εγγεγραμμένο εις το Μητρώον Γραφείων μελετών και να είναι κάτοχος αντίστοιχου πτυχίου, χορηγουμένου αρμοδίως.

 

2. Ως δυναμικόν του Γραφείου μελετών κατά κατηγορία μελέτης υπολογίζεται το άθροισμα των δυναμικών των εις την αυτήν κατηγορία ν εντεταγμένων μελετητών μελών αυτού.}

 

IΙΙ. Στην διάταξη του άρθρου 14 παράγραφος 1 του ως άνω νόμου ορίζεται ότι:

 

{Απαγορεύεται εις τον ανάδοχο να εκχωρήσει εις τρίτον την εκπόνηση μέρους ή του συνόλου της μελέτης. Εις εξαιρετικές περιπτώσεις δύναται να εγκριθεί υπό του εργοδότου εκχώρησις μετά αιτιολογημένη γνώμη του αρμοδίου εκάστοτε Συμβουλίου. Ο ανάδοχος της μελέτης ευθύνεται εις ολόκληρον μετά του προς ον εγκρίνεται η εκχώρησις έναντι του εργοδότου και των τρίτων.}

 

Κατά την υπ' αριθμόν 3/1990 γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους στο Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, σε εξαιρετικές περιπτώσεις είναι δυνατή η αντικατάσταση μέλους συμπραττόντων Γραφείων Μελετών με απόφαση του Εργοδότη, ύστερα από αιτιολογημένη γνώμη του αρμοδίου τεχνικού Συμβουλίου, με την προϋπόθεση ότι ο υποκατάστατος έχει τα προσόντα που απαιτήθηκαν νια τον ανάδοχο προς εκπόνηση της μελέτης.

 

IV. Εξ άλλου στη διάταξη του άρθρου 3 του προεδρικού διατάγματος 923/1978 (ΦΕΚ 224/Α/1978) περί συγκροτήσεως των Γραφείων Μελετών, των υποχρεώσεων τούτων και της συμπράξεως αυτών ορίζεται ότι:

 

{Πάσα μεταβολή των εταίρων ή υπαλλήλων, των απαρτιζόντων το Γραφείο Μελετών, διαρκούσης της εκπονήσεως αναληφθείσης υπό τούτου μελέτης, δέον όπως ανακοινώνεται εντός 15 ημερών εις τον εργοδότη και να τυγχάνει της εγκρίσεως αυτού. Εις περίπτωσιν μη εγκρίσεως, λόγω μειώσεως του δυναμικού του γραφείου κάτω του συμβατικώς απαιτουμένου δια την μελέτη ελαχίστου τοιούτου, ο Εργοδότης δικαιούται να κηρύξει το Ανάδοχο Γραφείον Μελετών έκπτωτο και να προβεί μονομερώς εις την λύση της μετά τούτου συμβάσεως, κατά της διατάξεις του νόμου 716/1977.}

 

Πρέπει να σημειωθεί ότι η ως άνω διάταξη κρίθηκε, με την απόφαση του ΣτΕ 388/1980, ως ευρισκόμενη μέσα στα όρια της εξουσιοδότησης του άρθρου 24 παραγράφους 1 του νόμου 716/1977.

 

Τέλος στην παράγραφο 5 του άρθρου 4 του ως άνω προεδρικού διατάγματος ορίζεται ότι τα συμπράττοντα γραφεία μελετών δεσμεύονται και ευθύνονται έναντι του εργοδότου αλληλέγγυα και εις ολόκληρον έκαστον.

 

V. Στις διατάξεις του άρθρου 18 του προεδρικού διατάγματος 194/1979 ορίζονται τα εξής:

 

{1 ...

 

2 ...

 

3. Τα συμπράττοντα γραφεία ευθύνονται έναντι του εργοδότου εις ολόκληρον δια πάσαν συνέπειαν απορρέουσα εκ της συμβάσεως και του νόμου.

 

4. Τα συμπράττοντα γραφεία οφείλουν κατά την κατάρτιση και υπογραφή της συμβάσεως να καταθέσουν συμβολαιογραφική πράξη διορισμού υπό πάντων κοινού εκπροσώπου αυτών έναντι του κυρίου του έργου και των υπηρεσιών. Δια της αυτής πράξεως ορίζεται υποχρεωτικώς και αναπληρωτής του εκπροσώπου. Ο αναπληρωτής εκπροσωπεί τα συμπράττοντα γραφεία εις πάσαν περίπτωσιν απουσίας ή κωλύματος του εκπροσώπου, ως και εις περιπτώσεις θανάτου ή ανικανότητος τούτου. Ο εκπρόσωπος και ο αναπληρωτής αυτού δέον να είναι φυσικό πρόσωπον εκ των νομίμως εκπροσωπούντων τα συμπράττοντα γραφεία ... Επιφυλασσομένων των διατάξεων της επομένης παραγράφου ο διορισμός του εκπροσώπου και του αναπληρωτού και η υπό τούτων αποδοχή είναι ανέκκλητοι και διαρκούν καθ' όλην τη διάρκειαν εκπονήσεως της μελέτης και μέχρι της πλήρους εκκαθαρίσεως των εκ τούτου μετά του εργοδότου σχέσεων.... Αντικατάστασις του εκπροσώπου ή του αναπληρωτού αυτού ή και αμφοτέρων ... γίνεται μόνον από κοινού υπό πάντων των συμπραττόντων γραφείων.

 

6. Εις περίπτωσιν θανάτου τινός των μετεχόντων εις τα συμπράττοντα γραφεία η σύμβασις συνεχίζεται υπό των λοιπών, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά αναλόγως των διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου 17 του παρόντος ...

 

7. Εις περίπτωσιν πτωχεύσεως τινός των μετεχόντων εις τα συμπράττοντα γραφεία ή τινός των συμπραττόντων γραφείων εφαρμόζονται αναλόγως οι παράγραφοι 3 και 5 του άρθρου 17 του παρόντος.}

 

Η παράγραφος 3 του άρθρου 17 του προεδρικού διατάγματος 194/1979 στην οποία παραπέμπουν οι πιο πάνω διατάξεις ορίζει ότι:

 

{εις περίπτωσιν θανάτου ενός εκ των περισσοτέρων μελετητών του αναλαβόντος την εκπόνηση της μελέτης Γραφείου Μελετών, συνεχίζεται υπό των λοιπών μετεχόντων του γραφείου τούτου, εις ολόκληρον ευθυνόμενων η εκπόνησις του αρξάμενου σταδίου μελέτης ... Ο εργοδότης δύναται πάντοτε εις την περίπτωσιν αυτήν προς άρτια εκπόνηση της μελέτης να ζητήσει την σύμπραξη μεθ' ετέρων γραφείων μελετών ή να κηρύξει διαλυμένη την σύμβαση ή να δεχθεί την συνέχιση της εκπονήσεως της μελέτης και δια τα επόμενα αυτής στάδια, εάν πεισθεί ότι υφίστανται οι προς τούτο δυνατότητες.}

 

Β. Από το έγγραφο της ερωτώσας υπηρεσίας καθώς και τα συνημμένα σ' αυτό κρίσιμα έγγραφα του φακέλλου προκύπτουν τα εξής:

 

α) Την εκπόνηση της Μελέτης Αντιπλημμυρικών Έργων σε περιοχές της Βορείου Ελλάδας, ανέλαβαν δυνάμει της από 26-02-1998 σχετικής συμβάσεως τα Συμπράττοντα Γραφεία Μελετών ΕΨΙΛΟΝ ΑΕ, ΓΡΑΦΕΙΟ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ ΕΠΕ, ΚΙΜΩΝΑ ΔΑΝΙΗΛΙΔΗ και ΠΟΛΥΛΑΙΝ ΑΕ, τα οποία με κοινή δήλωση τους, περιεχόμενη στο υπ' αριθμόν 8525/25-02-1998 συμβολαιογραφικό Ειδικό Πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Πειραιώς Μαρίας Νάκου, όρισαν ως εκπρόσωπο τους, κατά το άρθρο 18 παράγραφος 4 του προεδρικού διατάγματος 194/1979 την κ. Δέσποινα Καλλιδρομίτου, πρόεδρο και Διευθύνουσα Σύμβουλο του πρώτου εκ των Συμπραττόντων Γραφείων Μελετών, ενώ ο Θ. Κωνσταντινίδης, νόμιμος εκπρόσωπος του δεύτερου των Συμπραττόντων Γραφείων Μελετών, ορίσθηκε αναπληρωτής νόμιμος εκπρόσωπος. Στο ίδιο ως άνω πληρεξούσιο ορίζεται ότι οι ως άνω εκπρόσωποι θα μπορούν να ενεργούν και μεμονωμένα οποιοσδήποτε εξ αυτών, στον καθένα από τους οποίους παρέχουν την εντολή, την πληρεξουσιότητα και το δικαίωμα όπως, εξ ονόματος των για λογαριασμό των γραφείων που εκπροσωπούν, εκπροσωπεί αυτούς σε όλα τα θέματα που έχουν σχέση με την εκπόνηση της μελέτης ... Ειδικότερα παρέχεται το δικαίωμα υπογραφής της σύμβασης ανάθεσης της μελέτης κάθε εγγράφου που αφορά η μελέτη αυτή, όπως ενδεικτικά η αλληλογραφία, τα Πρωτόκολλα Κανονισμού Τιμών Μονάδος Νέων Εργασιών κ.λ.π. Ο εκάστοτε αναπληρωτής εκπροσωπεί τα συμπράττοντα γραφεία σε κάθε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος του εκπροσώπου όπως και σε περίπτωση θανάτου ή ανικανότητας ...

 

β) Ο αναπληρωτής εκπρόσωπος Θ. Κωνσταντινίδης, χωρίς να συντρέχουν οι λόγοι και προϋποθέσεις αναπλήρωσης που ορίζονται στο νόμο (απουσία, κώλυμα, θάνατος, ανικανότητα της νόμιμης εκπροσώπου) υποβάλει αιτήματα, ενστάσεις κ.λ.π. σε αντίθεση μάλιστα πολλές φορές με την εκφρασμένη βούληση της εκπροσώπου των Συμπραττόντων Γραφείων Μελετών.

 

γ) Η ισχύς του πτυχίου του Γραφείου Κωνσταντινίδη ΕΠΕ έληξε στις 06-08-1998, χωρίς να ανανεωθεί, ενώ επιστράφηκαν και τα ατομικά πτυχία των μελών της, όπως προκύπτει από το υπ' αριθμόν πρωτοκόλλου Δ15/1295/31-01-2001 έγγραφο της αρμόδιας υπηρεσίας (Δ15).

 

Γ. Με βάση τις διατάξεις που προπαρατέθηκαν και το ιστορικό της υπόθεσης, προκύπτουν τα ακόλουθα συμπεράσματα:

 

Στις διατάξεις του νόμου δεν ορίζεται δεσμευτικά για τον κύριο του έργου η συμπεριφορά του σε περίπτωση μειώσεως του δυναμικού του Γραφείου Μελετών, δίνεται όμως το δικαίωμα (διακριτική ευχέρεια) σ' αυτόν, αφού εκτιμήσει προφανώς και τις υπόλοιπες παραμέτρους (το συμφέρον του, την πραγματική δυνατότητα ανταπόκρισης του αναδόχου στις ανειλημμένες υποχρεώσεις του κ.ο.κ.) να κηρύξει το γραφείο έκπτωτο (άρθρο 3 του προεδρικού διατάγματος 923/1978).

 

Εξ άλλου, όπως προαναφέρθηκε, προκειμένου περί Συμπραττόντων Γραφείων Μελετών ο εργοδότης έχει την ευχέρεια, εφόσον συντρέχει εξαιρετική περίπτωση, να αποφασίσει, κατόπιν αιτιολογημένης γνώμης του αρμόδιου Τεχνικού Συμβουλίου, την αντικατάσταση μέλους των συμπραττόντων γραφείων, με άλλο που έχει τα ίδια προσόντα (βλέπε την υπ' αριθμόν 3/1990 γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους στο Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων).

 

Επίσης, όπως προκύπτει από την γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με αριθμό 726/1986 (Επιθεώρηση Δικαιοσύνης του Δημοσίου 1986, 135), είναι δυνατή η υποκατάσταση μέλους κοινοπραξίας που έχει αναλάβει την εκτέλεση δημόσιου έργου από τα λοιπά μέλη της κοινοπραξίας, σε περίπτωση που το μέλος αυτό βρίσκεται σε προφανή αδυναμία να ανταποκριθεί στις συμβατικές του υποχρεώσεις. Η αιτιολογία της ως άνω γνωμοδότησης του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (περί υποκατάστασης από τα ίδια τα μέλη της κοινοπραξίας και όχι από κάποιο τρίτο, παρότι η ευχέρεια αυτή δεν προβλέπεται ρητά στο νόμο), είναι ότι και με τον τρόπο αυτό θεραπεύεται επαρκώς ο πρωταρχικός σκοπός του νομοθέτη, για την όσο το δυνατό καλύτερη εκτέλεση του έργου, ασφαλώς δε ο νομοθέτης δεν θέλησε να αποκλείσει το ενδεχόμενο αυτό, αν ήθελε κριθεί από τα αρμόδια όργανα ταυ κυρίου του έργου, ότι η λύση αυτή μπορεί να αποδειχθεί πλέον χρήσιμη για την καλή εκτέλεση του έργου.

 

Το ως άνω συμπέρασμα μπορεί ασφαλώς να χρησιμοποιηθεί και στην περίπτωση της εκπόνησης μελέτης, όπου αντί για κοινοπραξία υφίστανται Συμπράττοντα Γραφεία Μελετών, δεδομένου ότι είναι περίπου ταυτόσημες οι διατάξεις του άρθρου 14 του νόμου 716/1977, περί εκχώρησης της μελέτης και του άρθρου 51 του προεδρικού διατάγματος 609/1985 περί εκχώρησης της μελέτης, σε συνδυασμό με τις επίσης ταυτόσημες σχεδόν διατάξεις των άρθρων 17 του προεδρικού διατάγματος 194/1979, περί διακανονισμού κατόπιν θανάτου ή πτωχεύσεως του αναδόχου της μελέτης και 51 του προεδρικού διατάγματος 609/1985 (υποκατάσταση, θάνατος, πτώχευση του αναδόχου του έργου).

 

Συμπερασματικά στα πιο πάνω, η απάντηση στο ερώτημα με τον αριθμό 4 είναι ότι η ερωτώσα υπηρεσία μπορεί να κηρύξει έκπτωτο το Γραφείο Μελετών Κωνσταντινίδη ΕΠΕ, λόγω της ολοσχερούς απώλειας του δυναμικού του και στη συνέχεια είτε να ορίσει ως υποκατάστατο τρίτο γραφείο μελετών, έχον τα ίδια προσόντα, είτε να ορίσει ως υποκατάστατα τα απομένοντα Συμπράττοντα Γραφεία Μελετών που θα αναλάβουν να διεκπεραιώσουν τη μελέτη.

 

2. Ως προς τα ερωτήματα με αριθμούς 1, 2 και 3: Για τον ορισμό και τις εξουσίες εκπροσώπησης του νομίμου εκπροσώπου των Συμπραττόντων Γραφείων Μελετών και του αναπληρωτή του, ο νόμος είναι σαφής και προβλέπει την κατ' αρχήν αποκλειστική εξουσία του νομίμου εκπροσώπου, να εκπροσωπεί τα Συμπράττοντα Γραφεία Μελετών απέναντι στον κύριο της μελέτης, ενώ ο αναπληρωτής αποκτά τέτοια εξουσία μόνο σε περίπτωση απουσίας, κωλύματος, θανάτου ή ανικανότητας του (κατ' αρχήν) εκπροσώπου (βλέπε άρθρο 18 παράγραφος 4 εδάφιο 3 του προεδρικού διατάγματος 194/1979), Την πρόβλεψη αυτή του νομοθέτη δεν μπορεί να καταστήσει ανενεργή η υπάρχουσα στο ειδικό πληρεξούσιο πρόβλεψη ότι π καταρχήν νόμιμη εκπρόσωπος καθώς και ο αναπληρωτής της θα μπορούν να ενεργούν και μεμονωμένα οποιοσδήποτε εξ αυτών, στον καθένα από τους οποίους παρέχουν την εντολή, την πληρεξουσιότητα και το δικαίωμα όπως, εξ ονόματος των για λογαριασμό των γραφείων που εκπροσωπούν, εκπροσωπεί αυτούς σε όλα τα θέματα που έχουν σχέση με την εκπόνηση της μελέτης, διότι αφενός παρακάτω στο ίδιο πληρεξούσιο αναφέρεται διευκρινιστικά ότι ο εκάστοτε αναπληρωτής εκπροσωπεί τα συμπράττοντα γραφεία σε κάθε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος του εκπροσώπου όπως και σε περίπτωση θανάτου ή ανικανότητας..., αφετέρου δε διότι οι εξουσίες του εκπροσώπου καθώς και του αναπληρωτή του ορίζονται από τον ίδιο το νόμο και οι τυχόν αντίθετες ρήτρες του πληρεξουσίου δεν ισχύουν απέναντι στον κύριο της μελέτης, αλλά ενδεχομένως έχουν επιρροή στις μεταξύ των κοινοπρακτούντων εταίρων σχέσεις (ΔΕΑ 1166/1994, ΔΔ 1994, 1368)

 

Συνεπώς στην περίπτωση που δεν συντρέχει νόμιμος λόγος αναπλήρωσης, ο αναπληρωτής δεν έχει Εξουσία εκπροσώπησης των Συμπραττόντων Γραφείων Μελετών. Η έλλειψη των ως άνω προϋποθέσεων είναι αυταπόδεικτη στην παρούσα περίπτωση, κατά την οποία ο ίδιος ο νόμιμος Εκπρόσωπος δηλώνει την αντίθεση του στις πράξεις του αναπληρωτή.

 

Συμπερασματικά, οι ως άνω, άνευ εξουσίας εκπροσωπήσεως. επιχειρούμενες πράξεις, όπως η υποβολή ενστάσεως κατά πράξεων της επιβλέπουσας την εκπόνηση της μελέτης υπηρεσίας, είναι άκυρες ως πράξεις των Συμπραττόντων Γραφείων Μελετών και ως τέτοιες πρέπει να απορρίπτονται. Ως εκ περισσού (και επειδή αναφέρεται στην από 11/2000 παρέμβαση της ΕΨΙΛΟΝ ΑΕ, ότι η προηγηθείσα από 02-11-2000 ένσταση εκφράζει μόνο το Γραφείο Κωνσταντινίδη) σημειώνεται ότι ούτε το γραφείο μελετών ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ ΕΠΕ μπορεί αυτοτελώς να υποβάλει ένσταση, διότι την εκπόνηση της μελέτης ανέλαβαν από κοινού Συμπράττοντα Γραφεία Μελετών, είναι δε αυτονόητο και πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η συμμετοχή σε κοινοπραξία ή σε Συμπράττοντα Γραφεία Μελετών δεν επιτρέπει την για τα καθέκαστα μέλη αυτοτελή εκπροσώπηση στην σύμβαση εκτέλεσης δημοσίου έργου, ούτε και στην εκπόνηση μελέτης, δεδομένου από καμιά νομική διάταξη δεν προβλέπεται τέτοια αυτοτελής εκπροσώπηση, ενώ τουναντίον προβλέπεται η κοινή τους εκπροσώπηση.

 

Εξ άλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 18 παράγραφοι 4 (εδάφιο τελευταίο) και 5 του προεδρικού διατάγματος 194/1979, ο διορισμός του νομίμου και του αναπληρωτή εκπροσώπου των Συμπραττόντων Γραφείων Μελετών γίνεται ανέκκλητα και για όλη τη διάρκεια της σύμβασης, ενώ η αντικατάσταση γίνεται μόνον από κοινού, υπό πάντων των Συμπραττόντων Γραφείων Μελετών. Άρα δεν είναι δυνατόν να επιβληθεί με απόφαση της επιβλέπουσας την εκπόνηση της μελέτης Υπηρεσίας. Πάντως μετά την έκπτωση της ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ ΕΠΕ (περί της οποίας βλέπε ανωτέρω), τα απομένοντα Συμπράττοντα Γραφεία Μελετών πρέπει να ορίσουν νέο αναπληρωτή εκπρόσωπο.

 

3. Τέλος ως προς το ερώτημα με τον αριθμό 5 (προστασία της υπηρεσίας από αστήρικτες καταγγελίες), τα ερώτημα δεν μπορεί να απαντηθεί ειδικά και συγκεκριμένα, λόγω του αορίστου περιεχομένου του. Εν πάση περιπτώσει όμως, γενικά οι μεν αναφορές στις διοικητικές αρχές, μεταξύ των οποίων είναι και η πολιτική ηγεσία των υπουργείων, αποτελούν συνταγματικό αλλά και νομικό δικαίωμα (άρθρο 10 του Συντάγματος 1975 και άρθρο 27 του νόμου 2690/1999 Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας) του κάθε πολίτη και οι δημόσιες αρχές οφείλουν να απαντούν, εκτός αν ήδη έχει δοθεί απάντηση προηγουμένως σε άλλη αναφορά ή αίτηση (γνωμοδότηση ΝΣΚ 1216/1984), ή ζητείται η ερμηνεία διατάξεων νόμου (γνωμοδότηση ΝΣΚ 950/1986), ή αν ζητούνται πληροφορίες, των οποίων η παροχή δεν προβλέπεται από το νόμο. Επίσης όσον αφορά την προστασία της δημόσιας αρχής και των υπαλλήλων από αξιόποινες πράξεις (π.χ. απλή ή συκοφαντική δυσφήμηση, εξύβριση των υπαλλήλων κ.ο.κ.) που διαπράττονται με την αναφορά, μπορεί να ζητηθεί η ποινική δίωξη του αναφερομένου (άρθρο 7 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 796/1971). κατόπιν αδείας της αρχής προς την οποία απευθύνεται η αναφορά.

 

Τα ίδια περίπου ισχύουν ως προς τις μηνύσεις που υποβάλλονται στις εισαγγελικές αρχές, οπότε οι υπάλληλοι υποχρεούνται από την Ποινική Δικονομία να προσέλθουν, εφόσον κληθούν αρμοδίως, για διευκρινίσεις, μαρτυρία ή απολογία στην αρμόδια ποινική αρχή (ανακριτή, δικαστήριο), ενώ για την προστασία τους μπορούν να καταφύγουν στα μέσα (έγκληση, αναφορά) που προβλέπονται στην Ποινική Δικονομία, εφόσον διαπράττονται αδικήματα (όπως π.χ. ψευδής καταμήνυση.)

 

Συμπερασματικά προς τα παραπάνω και κατά την ομόφωνη γνώμη του τμήματος, στα τεθέντα ερωτήματα αρμόζει η πιο πάνω αναλυτικώς δοθείσα απάντηση.

 

Αθήνα 29-03-2001

 

Ο Εισηγητής

 



Copyright © 2017 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.