Νομικό Συμβούλιο του Κράτους 1032/83

ΝΣΚ 1032/1983


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Νομικό Συμβούλιο του Κράτους 1032/1983 (16-12-1983)

 

Αριθμός ερωτήματος: Με αριθμούς 39284/7837/1983 και 67126/14836/1983 έγγραφα της Διεύθυνσης Γ4 του Υπουργείου Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος.

 

Περίληψη Ερωτήματος: Ερωτάται 1) Εάν σε περίπτωση αυτοδίκαιης ανάκλησης της απαλλοτρίωσης, που επιβλήθηκε με προεδρικό διάταγμα περί εγκρίσεως της επέκτασης ή τροποποίησης του σχεδίου πόλης, κατ' εφαρμογή της παραγράφου 1 ή 2 του άρθρου 11 του νομοθετικού διατάγματος 797/1971, η Διοίκηση υποχρεούται να τροποποιήσει το σχέδιο πόλης ανακαλώντας και τυπικά την απαλλοτρίωση αυτή και εάν προ της τροποποίησης αυτής υποχρεούται να χορηγεί οικοδομικές άδειες για οικόπεδα, στα οποία είχε επιβληθεί η αναγκαστική απαλλοτρίωση και με ποιους όρους δομήσεως. 2) Εάν στην παραπάνω περίπτωση της αυτοδίκαιης ανάκλησης της απαλλοτρίωσης η αρμόδια Πολεοδομική Υπηρεσία μπορεί να αρνείται την χορήγηση οικοδομικών αδειών εφόσον έχει ζητήσει την επανεπιβολή της ανακληθείσης απαλλοτρίωσης.

 

Η Συνέλευση των Προϊσταμένων των Νομικών Διευθύνσεων έχει την ακόλουθη γνώμη για το παραπάνω ερώτημα:

 

Ι. Κατά την παράγραφο 4 του άρθρου 17 του ισχύοντος Συντάγματος και την παράγραφο 1 του άρθρου 11 του νομοθετικού διατάγματος 797/1971 Περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων, αναγκαστική απαλλοτρίωση που δεν έχει συντελεσθεί μέσα σε ένα και μισό χρόνο από την έκδοση της δικαστικής απόφασης, που προσδιορίστηκε οριστικά ή προσωρινά την αποζημίωση, θεωρείται ότι ανακλήθηκε αυτοδικαίως, σύμφωνα δε με την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του νόμου [Ν] 212/1975, θεωρείται σαν αυτοδικαίως ανακληθείσα η αναγκαστική απαλλοτρίωση προς εφαρμογή του σχεδίου πόλης, εφόσον μέσα σε οκτώ έτη από την κήρυξη αυτής δεν καθορισθεί δικαστικώς ή εξωδίκως γι' αυτήν η προσωρινή ή οριστική αποζημίωση. Ήδη κατά το άρθρο 36 παράγραφοι 1 και 3 του νόμου 1337/1983 η τελευταία αυτή παράγραφος εφαρμόζεται μόνο για τις απαλλοτριώσεις που δεν είχαν αυτοδικαίως ανακληθεί μέχρι την έναρξη ισχύος αυτού. Εξάλλου κατά την παράγραφο 4 του άρθρου 36 του νόμου 1337/1983 οι διατάξεις των άρθρων 1 έως και 5 του νόμου 5269/1931, που προέβλεπαν τις προϋποθέσεις και την διαδικασία χορήγησης οικοδομικής αδείας για την επισκευή ρυμοτομούμενων κτιρίων, ή ανοικοδόμηση πάνω σε ρυμοτομούμενα οικόπεδα, ισχύουν μόνον για την επισκευή κτιρίων που βρίσκονται μέσα σε ρυμοτομούμενα από ήδη υπάρχοντα σχέδια πόλης οικόπεδα και όχι για προσθήκες σε υπάρχοντα κτίρια ή ανέγερση νέων στα οικόπεδα αυτά.

 

ΙΙ. Κατά την γνώμη της πλειοψηφίας των μελών της συνέλευσης, που απαρτίστηκε από τους νομικούς συμβούλους Ε. Κουρτικάκη, Β. Ρεγκάκο, Δ. Παπανικολάου, Γ. Σγουρίτσα, Ε. Σαρακηνό, Α. Καμπίτση, Β. Ρεντζεπέρη, Στ. Κωσταρόπουλο, Α. Παπαντωνόπουλο, Ν. Τριανταφύλλου, Λ. Παπίδα, Ε. Κορουγένη, Δ. Διαμαντόπουλο, Π. Κυριαζή, Π. Γεωργίου, Κ. Παπακώστα, Δ. Ράπτη, Β. Κολοβό και Ρ. Αντωνακόπουλο, από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι μετά την αυτοδίκαιη ανάκληση της απαλλοτρίωσης, που προκειμένου για την εφαρμογή του σχεδίου πόλης κηρύσσεται κατά το άρθρο 30 του από 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος Περί σχεδίων πόλεων κ.λ.π. με το προεδρικό διάταγμα που εγκρίνει την επέκταση ή τροποποίηση του σχεδίου, το τελευταίο τούτο προεδρικό διάταγμα αποδυναμώνεται και παύει να παράγει έννομες συνέπειες, τα δε ρυμοτομούμενα οικόπεδα απαλλάσσονται από το απαλλοτριωτικό βάρος.

 

Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τη δομή και το σκοπό των παραπάνω διατάξεων, που αποβλέπουν αποκλειστικά στη προστασία των συμφερόντων των κυρίων των απαλλοτριούμενων ακινήτων, των οποίων την νομική και οικονομική απόφαση αλλοιώνει σε βάρος του ιδιοκτήτη η απαλλοτρίωση (Άρειος Πάγος 1001/1982 Νομικό Βήμα 31), τα ως άνω αποτελέσματα επέρχονται σαν αυτόθροη συνέπεια της παρόδου των προθεσμιών του άρθρου 11 του νομοθετικού διατάγματος 797/1971, χωρίς να είναι απαραίτητη η έκδοση σχετικής διοικητικής πράξης που θα ανακαλεί και τυπικά την απαλλοτρίωση, τροποποιώντας το σχέδιο πόλης.

 

Με την αντίθετη εκδοχή το αποτέλεσμα της ανάκλησης της απαλλοτρίωσης θα εξαρτάτο από την θέληση της Διοίκησης, πράγμα που θα αλλοίωνε την λειτουργία του θεσμού της ανάκλησης της απαλλοτρίωσης, για την οποία εκδηλώνει έντονο ενδιαφέρον και ο συνταγματικός νομοθέτης (άρθρο 17 παράγραφος 4 του Συντάγματος). Και είναι αληθές ότι μετά την αυτοδίκαιη αυτή ανάκληση της απαλλοτρίωσης η Διοίκηση υποχρεούται να τροποποιήσει το σχέδιο πόλεως, ανακαλώντας και τυπικά την απαλλοτρίωση που επιβλήθηκε με αυτό, για την άρση κάθε αμφισβήτησης ως προς την νομική κατάσταση των ρυμοτομηθέντων ακινήτων. (ΣτΕ 2223/1977, 3511/1977 κ.α.), αλλά η ενέργεια αυτή της Διοίκησης έχει καθαρώς διαπιστωτικό χαρακτήρα και δεν επηρεάζει το επελθόν αποτέλεσμα από την αυτοδίκαιη ανάκληση της απαλλοτρίωσης. Έτσι η Διοίκηση μετά την αυτοδίκαιη ανάκληση της απαλλοτρίωσης, που επιβλήθηκε για την εφαρμογή του σχεδίου πόλης, οφείλει να χορηγεί οικοδομικές άδειες για οικόπεδα των οποίων ανακλήθηκε η απαλλοτρίωση και πριν από την κατά τα ανωτέρω τυπική βεβαίωση της ανάκλησης αυτής, όπως εάν δεν είχε επιβληθεί η απαλλοτρίωση, δίχως να απαιτείται η τήρηση των διατάξεων των άρθρων 1 έως και 5 του νόμου 5269/1931, σε όσες περιπτώσεις κατά τα εκτεθέντα εφαρμόζονται αυτές κατά το άρθρο 36 παράγραφος 4 του νόμου 1337/1983 (ΝΣΚ 564/1977).

 

Προς την ανωτέρω γνώμη δεν είναι αντίθετο το με υπ' αριθμόν 42/1983 πρακτικό επεξεργασίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, στο οποίο κατά πλειοψηφία διατυπώνεται η γνώμη ότι η αυτοδίκαιη ανάκληση της απαλλοτρίωσης κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 11 του νομοθετικού διατάγματος 797/1971 δεν συνεπάγεται και την αυτόθροη παύση της τυπικής ισχύος της οικείας διοικητικής πράξεως, η οποία απλώς αποδυναμώνεται, μη δυναμένη πλέον να εφαρμοσθεί (βλέπε και Πρακτικά Επεξεργασίας 292/1983, 457/1983, 505/1983 και 531/1983). Γιατί ακριβώς λόγω της αποδυνάμωσης αυτής του εγκρίνοντος το σχέδιο πόλεως διατάγματος, το οποίο παύει να παράγει έννομες συνέπειες, δεν υφίσταται κώλυμα για την χορήγηση αδειών οικοδομήσεως σε οικόπεδα τα οποία είχαν με το διάταγμα αυτό απαλλοτριωθεί, ολικώς ή μερικώς, για την δημιουργία κοινοχρήστων χώρων.

 

Πέρα απ' αυτό η παραπάνω κρίση του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι όλως ειδική και αναφέρεται σε άσχετο με το προκείμενο θέμα της εφαρμογής του άρθρου 62 του νόμου 947/1979, έγινε δε ενόψει των συνθηκών της περιπτώσεως εκείνης, για να θεμελιωθεί η άποψη ότι οι διατάξεις του από 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος εφαρμόζονται και για την επέκταση του ρυμοτομικού σχεδίου σε περιοχή στην οποία είχε επεκταθεί προηγουμένως το ίδιο σχέδιο, του οποίου όμως οι διατάξεις, καθό μέτρο επέβαλαν αναγκαστική απαλλοτρίωση, είχαν ατονήσει, λόγω της αυτοδίκαιης ανάκλησης της απαλλοτρίωσης αυτής.

 

ΙΙΙ. Ως προς τους όρους δόμησης, οι οποίοι ισχύουν για την παραπάνω περίπτωση της χορηγήσεως οικοδομικής αδείας μετά την αυτοδίκαιη ανάκληση της απαλλοτριώσεως, πρέπει να γίνει δεκτό σύμφωνα με την παραπάνω πλειοψηφήσασα γνώμη της συνέλευσης, ότι κατ' αρχήν οι όροι αυτοί που αποτελούν το κανονιστικό τμήμα του προεδρικού διατάγματος που εγκρίνει το σχέδιο πόλης (αν τούτο περιέχει και αυτούς), τελούν σε εννοιολογική εξάρτηση και είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι με την ατομική διοικητική πράξη γενικού περιεχομένου, που αφορά στην επέκταση ή τροποποίηση του σχεδίου πόλης (ΣτΕ 2387/1982, Πρακτικό Επεξεργασίας 1011/1976, 42/1983 κ.α.). Συνεπώς, εφόσον από το συγκεκριμένο προεδρικό διάταγμα δεν προκύπτει το αντίθετο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι σε περίπτωση που οι απαλλοτριώσεις που επιβάλλονται λόγω ρυμοτομίας, από το προεδρικό διάταγμα περί εγκρίσεως του σχεδίου πόλης έχουν ανακληθεί αυτοδικαίως, δεν ισχύουν οι όροι δόμησης, που προβλέπονται από το ίδιο προεδρικό διάταγμα, αλλά θα ισχύσουν οι όροι δόμησης που θα εφαρμόζονταν, κατά τις περιστάσεις, αν δεν είχε εκδοθεί το παραπάνω προεδρικό διάταγμα, ήτοι θα πρέπει, με την επιφύλαξη ειδικότερων λύσεων που θα μπορούσαν να προκύψουν σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, να εφαρμοσθούν στην μεν περίπτωση της επέκτασης του σχεδίου οι όροι δόμησης που ρυθμίζουν την δόμηση στις εκτός σχεδίου περιοχές, στη δε περίπτωση της τροποποίησης του σχεδίου πόλης οι όροι δόμησης που τέθηκαν με το προεδρικό διάταγμα που ενέκρινε το τροποποιηθέν σχέδιο πόλης.

 

Η άποψη ότι στις παραπάνω περιπτώσεις, αυτοδίκαιης ανάκλησης της απαλλοτρίωσης πρέπει να εφαρμοσθεί αναλόγως το άρθρο 5 του νόμου 5269/1931, κατά το οποίο κατά την ανοικοδόμηση επί ρυμοτομούμενου οικοπέδου κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται όλοι οι για τα λοιπά μη ρυμοτομούμενα ακίνητα ισχύοντες νόμιμοι περιορισμοί υγιεινής ασφαλείας κ.λ.π., δεν ευσταθεί, γιατί, ανεξάρτητα από το ότι ήδη οι διατάξεις των άρθρων 1 έως και 5 του νόμου 5269/1931 αυτού δεν εφαρμόζονται για την ανοικοδόμηση επί του ρυμοτομούμενου οικοπέδου, πάντως το άρθρο τούτο προϋποθέτει υφισταμένη αναγκαστική απαλλοτρίωση, ενώ στην προκειμένη περίπτωση η αναγκαστική απαλλοτρίωση έχει αυτοδικαίως ανακληθεί και περαιτέρω το παραπάνω άρθρο ρυθμίζει την χορήγηση οικοδομικής αδείας για μεμονωμένα οικόπεδα, ενώ στην περίπτωση της αυτοδίκαιης ανάκλησης της απαλλοτρίωσης συνήθως ατονεί το σχέδιο πόλης στο σύνολο του ή σε εκτεταμένα τμήματα της περιοχής του.

 

Πάντως η Διοίκηση, ασκώντας τις από την κείμενη νομοθεσία προκύπτουσες αρμοδιότητες για τροποποίηση ή επέκταση του σχεδίου πόλης, μπορεί σε κάθε περίπτωση αυτοδίκαιης ανάκλησης της απαλλοτρίωσης, εκτιμώντας τις συγκεκριμένες συνθήκες και ειδικότερα την τυχόν δημιουργηθείσα πραγματική κατάσταση, να επεκτείνει και πάλι το ρυμοτομικό σχέδιο στην περιοχή στην οποία είχε επιβληθεί η αυτοδικαίως ανακληθείσα απαλλοτρίωση (βλέπε όμοιες περιπτώσεις Πρακτικά Επεξεργασίας ΣτΕ 42/1983, 292/1983, 457/1983, 505/1983, 531/1983) και να προβεί εν γένει με την τήρηση της νόμιμης διαδικασίας στη δέουσα πολεοδομική ρύθμιση της περιοχής, ύστερα από πλήρως αιτιολογημένη κρίση της, χωρίς πλέον, μετά την αντικατάσταση της παραγράφου 6 του άρθρου 11 του νομοθετικού διατάγματος 797/1971 από το άρθρο 36 παράγραφος 2 του νόμου 1337/1983, να υποχρεούται να αναμείνει την πάροδο διετίας από την αυτοδίκαιη ανάκληση της απαλλοτρίωσης.

 

ΙV. Σχετικά με το ερώτημα αν η αρμόδια πολεοδομική αρχή μπορεί να αρνείται την χορήγηση οικοδομικών αδειών, εφόσον έχει ζητήσει την επανεπιβολή της ανακληθείσης απαλλοτρίωσης, η προκύπτουσα απάντηση, κατά την γνώμη της πλειοψηφίας των μελών της συνέλευσης, είναι ότι, η άρνηση αυτή δεν μπορεί φυσικά να θεμελιωθεί κατά νόμο στο γεγονός και μόνο ότι ζητήθηκε η επανεπιβολή της απαλλοτρίωσης αυτής, αλλά απαιτείται να συντρέχουν οι όροι και προϋποθέσεις ειδικών περί τούτου διατάξεις νόμου, όπως του άρθρου 8 του από 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος, που προβλέπει την αναστολή των οικοδομικών εργασιών ενόψει της ενάρξεως των εργασιών για την εκπόνηση του σχεδίου πόλης.

 

VΙ. Κατά την γνώμη όμως της μειοψηφίας των μελών της συνέλευσης, που απαρτίσθηκε από τους νομικούς συμβούλους Β. Κωτσαρίδη, Π. Γιαννακούρο, Ι. Ιακωβάκη και Λ. Βουδούρη κατά την έννοια των παραπάνω ερμηνευόμενων διατάξεων του άρθρου 17 του Συντάγματος και του άρθρου 11 του νομοθετικού διατάγματος 797/1971, με την πάροδο των προθεσμιών των διατάξεων αυτών ανακαλείται μεν αυτοδικαίως η προς εφαρμογή του σχεδίου πόλης επιβληθείσα αναγκαστική απαλλοτρίωση, τούτο όμως δεν επάγεται και την αυτόθροη παύση της τυπικής ισχύος της οικείας διοικητικής πράξης, με την οποία εγκρίθηκε το σχέδιο (Πρακτικά Επεξεργασίας ΣτΕ 42/1983, 292/1983, 457/1983, 505/1983, 531/1983), αλλά δημιουργείται υποχρέωση της Διοίκησης να ανακαλέσει και τυπικώς την απαλλοτρίωση, τροποποιώντας την παραπάνω διοικητική πράξη.

 

Μέχρι την τροποποίηση αυτή η Διοίκηση δεν υποχρεούται να χορηγεί οικοδομικές άδειες σε ρυμοτομούμενα ακίνητα κατά παράβαση του σχεδίου πόλης, το οποίο τυπικά εξακολουθεί να υπάρχει, σαν εκδήλωση της πολιτειακής βούλησης για την πολεοδομική διαμόρφωση της συγκεκριμένης περιοχής. Με την αντίθετη εκδοχή θα διαταρασσόταν η πολεοδομική τάξη, ιδιαίτερα σε περίπτωση μερικής ανάκλησης της απαλλοτρίωσης, που επιβλήθηκε με το σχέδιο πράγμα που δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι γίνεται αποδεκτό από τον νομοθέτη, ενόψει μάλιστα της διάταξης του άρθρου 24 παράγραφος 2 του Συντάγματος, κατά το οποίο η πολεοδόμηση και η επέκταση των πόλεων και των οικιστικών περιοχών βρίσκεται κάτω από την ρυθμιστική αρμοδιότητα και τον έλεγχο του Κράτους.

 

Θεωρήθηκε,

Αθήνα 21-12-1983

Ο Συντονιστής

Ο Εισηγητής

 



Copyright © 2017 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.