Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
1. Το Συμβούλιο Διοίκησης είναι πενταμελές, αποτελούμενο από τον Πρόεδρο και 4 ακόμη τακτικά μέλη. Μόνο ο Πρόεδρος της Αρχής είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης. Στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου Διοίκησης συμμετέχει ο Διοικητής της Αρχής ως εκ της ιδιότητάς του, χωρίς δικαίωμα ψήφου.
2. (α) Η επιλογή των μελών του Συμβουλίου Διοίκησης, γίνεται με ανοικτό διαγωνισμό. Με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται η διαδικασία προκήρυξης του ανοικτού διαγωνισμού, η γραμματειακή υποστήριξη της Επιτροπής της επόμενης παραγράφου, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.
(β) Η επιλογή των μελών του Συμβουλίου Διοίκησης γίνεται από ανεξάρτητη Επιτροπή Επιλογής, η οποία θα απαρτίζεται από:
(α)α) τον Πρόεδρο του Ανώτατου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού ή 1 Αντιπρόεδρο ως αναπληρωτή του υποδεικνυόμενο από αυτόν, ως Πρόεδρο της Επιτροπής,
(β)β) 2 Αντιπροέδρους ή Συμβούλους του Ανώτατου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού υποδεικνυόμενους από τον Πρόεδρό του,
(γ)γ) 1 Αντιπρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, υποδεικνυόμενο από τον Πρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
(δ)δ) τον Γενικό Γραμματέα αρμόδιο για θέματα προσωπικού Δημόσιας Διοίκησης.
(γ) Η Επιτροπή Επιλογής καταρτίζει κατάλογο των επικρατέστερων υποψηφίων, με βάση προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια, ο οποίος αποτελείται από διπλάσιο αριθμό υποψηφίων από τον αριθμό των σχετικών θέσεων και υποβάλλεται στο Υπουργικό Συμβούλιο. Σε περίπτωση που οι υποψήφιοι είναι λιγότεροι από το διπλάσιο αριθμό των θέσεων, περιλαμβάνονται όλοι οι υποψήφιοι στον εν λόγω κατάλογο.
(δ) To Υπουργικό Συμβούλιο επιλέγει από τον ανωτέρω κατάλογο, ισάριθμους με τις προς πλήρωση θέσεις επικρατέστερους υποψηφίους, και υποβάλλει προς έγκριση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής κάθε έναν από αυτούς ξεχωριστά, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στον Κανονισμό της Βουλής. Σε περίπτωση που η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας δεν εγκρίνει έναν ή περισσότερους από τους προταθέντες υποψηφίους, το Υπουργικό Συμβούλιο προτείνει νέους υποψηφίους από τον κατάλογο των επικρατέστερων υποψηφίων της προηγούμενης παραγράφου.
3. Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης της Αρχής διορίζονται με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
4. H θητεία των μελών του Συμβουλίου Διοίκησης ορίζεται πενταετής και μπορεί να ανανεωθεί μόνο 1 φορά. Κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος, 2 από τα 4 μέλη κληρώνονται αμέσως μετά από τη λήψη της απόφασης επιλογής τους και διορίζονται για θητεία 3 ετών, άλλα 2 για θητεία 5 ετών. Στην κλήρωση αυτή δεν περιλαμβάνεται ο Πρόεδρος της Αρχής, που διορίζεται για θητεία 5 ετών. Αν ανανεωθεί η θητεία μέλους που σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο διορίστηκε για περιορισμένη θητεία, η ανανέωση χωρεί για πλήρη θητεία 5 ετών.
5. Η θητεία των μελών παρατείνεται αυτοδίκαια μέχρι τον διορισμό νέων. Ο χρόνος παράτασης της θητείας δεν μπορεί να υπερβεί σε κάθε περίπτωση τους 6 μήνες.
Το Συμβούλιο Διοίκησης μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί, εάν κάποια από τα μέλη της εκλείψουν ή αποχωρήσουν για οποιονδήποτε λόγο, εφόσον τα λοιπά τακτικά μέλη επαρκούν για τον σχηματισμό απαρτίας.
6. Τον Πρόεδρο της Αρχής, όταν κωλύεται, απουσιάζει ή ελλείπει, αναπληρώνει 1 από τα υπόλοιπα τακτικά μέλη, που έχει ορισθεί προς τούτο με απόφαση του Προέδρου της Αρχής, που λαμβάνεται εντός 3 μηνών από τον διορισμό του Συμβουλίου Διοίκησης της Αρχής.
7. α) Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, έχουν υποχρέωση να τηρούν τις αρχές της αντικειμενικότητας, της αμεροληψίας και της ακεραιότητας, να υπηρετούν με συνέπεια τους σκοπούς της Αρχής και να ασκούν τις αρμοδιότητες που τους ανατίθενται από τον παρόντα νόμο και από την εκάστοτε κείμενη νομοθεσία, με γνώμονα την επίτευξη των στόχων και την αποτελεσματική και αποδοτική λειτουργία και δράση της Αρχής.
β) Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης, υποχρεούνται σε δήλωση και έλεγχο της περιουσιακής τους κατάστασης, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις τόσο κατά τη διάρκεια της θητείας τους όσο και για 2 έτη μετά από τη λήξη της θητείας τους και υπόκεινται σε κατά προτεραιότητα έλεγχο από τη Γ' Μονάδα Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες.
γ) Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης πρέπει να παρέχουν εγγυήσεις αμερόληπτης κρίσης κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους. Ιδιαίτερα οφείλουν να απέχουν από κάθε ενέργεια ή διαδικασία που συνιστά συμμετοχή σε λήψη απόφασης ή διατύπωση γνώμης ή πρότασης εφόσον:
α)α) η ικανοποίηση προσωπικού συμφέροντός τους συνδέεται με την έκβαση της υπόθεσης, ή
β)β) είναι σύζυγοι ή συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, κατ' ευθεία μεν γραμμή απεριορίστως, εκ πλαγίου δε, έως και δευτέρου βαθμού, με κάποιον από τους ενδιαφερομένους, ή
γ)γ) έχουν ιδιαίτερο δεσμό, ιδιάζουσα σχέση ή εχθρότητα με τους ενδιαφερομένους.
Τα ανωτέρω πρόσωπα οφείλουν να υπογράψουν σύμφωνο εμπιστευτικότητας και δήλωση για τη μη ύπαρξη σύγκρουσης συμφερόντων προτού αναλάβουν τα καθήκοντά τους. Όταν οποιοδήποτε θέμα που άπτεται των συμφερόντων του Προέδρου ή άλλου μέλους του Συμβουλίου Διοίκησης τεθεί ενώπιον του Συμβουλίου Διοίκησης, το μέλος αυτό υποχρεούται να προβεί σε δήλωση σχετικά με τον λόγο που επιβάλλει την αποχή του κατά την έναρξη της συζήτησης, να μη συμμετάσχει στη συζήτηση και στη σχετική απόφαση και δεν προσμετράται για τον υπολογισμό απαρτίας.
Σε περίπτωση κωλύματος συμμετοχής περισσότερων του 1 μελών λόγω σύγκρουσης συμφερόντων, το Συμβούλιο Διοίκησης βρίσκεται σε απαρτία και αποφασίζει νόμιμα με τα λοιπά, μη κωλυόμενα, μέλη. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 7 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (νόμος 2690/1999 (ΦΕΚ 45/Α/1999)).
Με τον Κανονισμό Λειτουργίας της Αρχής καθορίζονται ειδικότερες λεπτομέρειες σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος άρθρου για τη σύγκρουση συμφερόντων του Προέδρου και των μελών του Συμβουλίου Διοίκησης. Η παράβαση των διατάξεων του παρόντος άρθρου και των σχετικών διατάξεων του Κανονισμού Λειτουργίας της Αρχής συνιστά σοβαρό πειθαρχικό παράπτωμα.
8. Κατά παρέκκλιση κάθε ισχύουσας διάταξης, οι κάθε είδους αποδοχές του Προέδρου, τακτικές ή πρόσθετες, για όλο το διάστημα της θητείας του, ορίζονται στο 60% των συνολικών αποδοχών και επιδομάτων, παροχών και αποζημιώσεων του Προέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, όπως αυτές ορίζονται στα άρθρα 32 και 33 του νόμου [Ν] 3205/2003 (ΦΕΚ 297/Α/2003), όπως ισχύουν κάθε φορά. Οι αποδοχές και οι εν γένει πρόσθετες αμοιβές του Προέδρου της Αρχής είτε είναι ιδιώτης είτε δημόσιος υπάλληλος ή λειτουργός ή μισθωτός με σχέση εργασίας δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου σε φορέα του Δημόσιου Τομέα, όπως αυτός οριοθετείται στο άρθρο 51 του νόμου 1892/1990, εξαιρούνται από το ανώτατο όριο αποδοχών της παραγράφου 1 του άρθρου 28 του νόμου 4354/2015 (ΦΕΚ 176/Α/2015). Για τον υπολογισμό του ανώτατου ορίου αποδοχών εφαρμόζεται αναλόγως η περίπτωση α' της παραγράφου 3 του άρθρου 28 του νόμου 4354/2015.
9. Οι αποδοχές των μελών του Συμβουλίου Διοίκησης καθορίζονται στο ποσό των 350 € ανά συνεδρίαση και σε κάθε περίπτωση δεν μπορούν να υπερβαίνουν ετησίως το 40% των αποδοχών Γενικού Γραμματέα Υπουργείου.
Για τον Πρόεδρο και τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης που καλούνται από το εξωτερικό, αναγνωρίζονται έξοδα κίνησης με κάθε μεταφορικό μέσο, ημερήσια αποζημίωση εξωτερικού και έξοδα διανυκτέρευσης εξωτερικού της περίπτωσης β' της κατηγορίας I της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του Κεφαλαίου Α' της υποπαραγράφου Δ9 της παραγράφου Δ του Μέρους Β' του άρθρου 2 του νόμου 4336/2015 (ΦΕΚ 94/Α/2015). Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης εξαιρούνται του ανωτάτου ορίου ημερών εκτός έδρας του άρθρου 3 του Κεφαλαίου Α' της υποπαραγράφου Δ9 της παραγράφου Δ του Μέρους Β' του άρθρου 2 του νόμου 4336/2015. Οι ανωτέρω αποδοχές δύνανται να αναπροσαρμόζονται με σχετική Απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, που εκδίδεται κατόπιν σχετικής εισήγησης του Προέδρου του Συμβουλίου Διοίκησης.
10. Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης είναι πρόσωπα εγνωσμένου κύρους, υψηλής επιστημονικής συγκρότησης και επαγγελματικής εμπειρίας σε τομείς που έχουν σχέση με τις αρμοδιότητες της Αρχής ή/ και του Συμβουλίου Διοίκησης. Οι υποψήφιοι πρέπει να διαθέτουν: α) πτυχίο ή δίπλωμα Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος νομικής ή οικονομικής κατεύθυνσης ή διοίκησης επιχειρήσεων ή θετικών επιστημών ή δημόσιας διοίκησης ή διεθνών σπουδών ή ισότιμο τίτλο σπουδών σχολών της ημεδαπής ή αλλοδαπής αντίστοιχων ειδικοτήτων. Συνεκτιμώμενο προσόν κατά την επιλογή θεωρούνται οι μεταπτυχιακοί ή διδακτορικοί τίτλοι ελληνικού Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος ή αναγνωρισμένου ισότιμου της αλλοδαπής ή η αποφοίτηση από την Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης που αποδεικνύουν την επιστημονική εξειδίκευση σε συναφή προς τους σκοπούς της Αρχής ή/και τις αρμοδιότητες του Συμβουλίου Διοίκησης γνωστικά αντικείμενα, β) επαγγελματική εμπειρία σε συναφή προς τους σκοπούς της Αρχής ή/και τις αρμοδιότητες του Συμβουλίου Διοίκησης αντικείμενα τουλάχιστον 10 ετών, γ) άριστη γνώση τουλάχιστον μιας ξένης γλώσσας και ιδίως της αγγλικής. Η γνώση επιπλέον ξένων γλωσσών θεωρείται επιπρόσθετο προσόν.
11. Οι υποψήφιοι πρέπει να έχουν τα προσόντα διορισμού τόσο κατά το χρόνο λήξης της προθεσμίας υποβολής αιτήσεων όσο και κατά το χρόνο του διορισμού.
12. Οι υποψήφιοι πρέπει επίσης, να μην έχουν κώλυμα διορισμού κατά τις διατάξεις των άρθρων 5 και 8 του Υπαλληλικού Κώδικα είτε κατά τον χρόνο λήξης της προθεσμίας υποβολής των αιτήσεων είτε κατά το χρόνο του διορισμού, και επιπλέον:
α) Να μην έχουν απολυθεί από θέση δημόσιας υπηρεσίας ή οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης α' και β' βαθμού ή άλλου νομικού προσώπου του δημόσιου τομέα, λόγω επιβολής της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης ή λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας για σπουδαίο λόγο, οφειλόμενο σε υπαιτιότητά τους.
β) Να μην έχουν αποκλεισθεί από αρμόδια αρχή από την άσκηση ενός επαγγέλματος ή να μην τους έχει απαγορευθεί η ανάληψη θέσης Προϊσταμένου ή στελέχους οποιασδήποτε δημόσιας αρχής, λόγω σοβαρού πειθαρχικού παραπτώματος.
γ) Να μην συνδέονται με οποιαδήποτε σχέση εργασίας με την Αρχή.
δ) Δεν μπορεί να διοριστεί Πρόεδρος ή μέλος του Συμβουλίου Διοίκησης πρόσωπο, το οποίο είναι εν ενεργεία δικαστικός λειτουργός, είναι ή έχει διατελέσει μέλος της Βουλής ή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της Κυβέρνησης ή των οργάνων διοίκησης πολιτικού κόμματος, κατά την τρέχουσα ή την προηγούμενη βουλευτική περίοδο, ή έχει ανακηρυχθεί υποψήφιος βουλευτής, κατά τις ίδιες ως άνω περιόδους.
ε) Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης δεν μπορούν να είναι σύζυγοι ή συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, κατ' ευθεία μεν γραμμή απεριορίστως, εκ πλαγίου δε, έως και δευτέρου βαθμού με τον Διοικητή ή οποιοδήποτε άλλο μέλους του Συμβουλίου Διοίκησης, του Προέδρου συμπεριλαμβανομένου.
13. Ως προς τα κωλύματα, ασυμβίβαστα και τους κανόνες αποφυγής σύγκρουσης συμφερόντων για τον Πρόεδρο του Συμβουλίου Διοίκησης εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 68 έως 74 του παρόντος.
14. Σε περίπτωση που ο Πρόεδρος είναι μόνιμος δημόσιος υπάλληλος ή όργανο ή λειτουργός δημόσιου φορέα της Γενικής Κυβέρνησης, σύμφωνα με το Μητρώο φορέων Γενικής Κυβέρνησης που τηρεί η Ελληνική Στατιστική Αρχή, με τη λήξη της θητείας του επανέρχεται στην οργανική θέση που κατείχε πριν από τον διορισμό του.
Σε αυτή την περίπτωση ο χρόνος της θητείας του λογίζεται, για κάθε βαθμολογική ή/και μισθολογική έννομη συνέπεια, ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας σε θέση Προϊσταμένου Γενικής Διεύθυνσης.
15. Τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης είναι μερικής απασχόλησης και δεν αναστέλλεται η άσκηση οποιουδήποτε δημοσίου λειτουργήματος, καθώς και η άσκηση καθηκόντων σε οποιαδήποτε θέση του Δημοσίου, ανεξάρτητων αρχών, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού και των επιχειρήσεών τους, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και των κρατικών νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου ή δημοσίων επιχειρήσεων ή επιχειρήσεων, τη διοίκηση των οποίων ορίζει άμεσα ή έμμεσα το Δημόσιο με διοικητική πράξη ή ως μέτοχος. Κατά τη διάρκεια της θητείας τους δεν επιτρέπεται να ασκούν οποιοδήποτε έμμισθο ή άμισθο λειτούργημα ή οποιαδήποτε άλλη επαγγελματική δραστηριότητα που δεν συμβιβάζεται με την ιδιότητα ή τα καθήκοντα μέλους του Συμβουλίου Διοίκησης της Αρχής. Ιδίως, δεν επιτρέπεται να παρέχουν υπηρεσίες ή να έχουν οποιαδήποτε έννομη σχέση με εταιρεία ή επιχείρηση, εκ της οποίας μπορεί να προκληθεί σύγκρουση συμφερόντων. Δεν συνιστά για αυτούς ασυμβίβαστο η άσκηση καθηκόντων μέλους Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος, με καθεστώς πλήρους ή μερικής απασχόλησης και η άσκηση καθηκόντων μέλους του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
16. Μέλος του Συμβουλίου Διοίκησης, περιλαμβανομένου του Προέδρου, παύεται από το αξίωμά του με αιτιολογημένη απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως για τους εξής λόγους:
α) Για αδυναμία εκτέλεσης των καθηκόντων του λόγω κωλύματος, νόσου ή αναπηρίας σωματικής ή πνευματικής που διαρκεί για περισσότερους από τρεις συνεχόμενους μήνες ή αν δεν έχει εκπληρώσει τα καθήκοντά του για 3 συνεχόμενους μήνες για οποιονδήποτε άλλον λόγο, χωρίς την άδεια του Συμβουλίου Διοίκησης.
β) Για σπουδαίο λόγο, που αφορά στην εκτέλεση των καθηκόντων του. Σπουδαίο λόγο συνιστά, ιδίως, η αποκάλυψη εμπιστευτικών θεμάτων, για τα οποία έλαβε γνώση κατά την άσκηση των καθηκόντων του και η κατάχρηση της θέσης του για ίδιο, προσωπικό ή εμπορικό όφελος.
γ) Αν παραπεμφθεί αμετάκλητα στο ακροατήριο για αδίκημα που συνεπάγεται κώλυμα διορισμού σε θέση δημοσίου υπαλλήλου ή έκπτωση δημοσίου υπαλλήλου, σύμφωνα με τα άρθρα 8 και 149 του Υπαλληλικού Κώδικα.
δ) Εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις θέσης του σε αυτοδίκαιη αργία, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 103 παραγράφου 1 του Υπαλληλικού Κώδικα.
ε) Αν δεν προβεί στις απαιτούμενες γνωστοποιήσεις περί σύγκρουσης συμφερόντων, κατά τα οριζόμενα στις σχετικές διατάξεις του παρόντος.
στ) Αν έχει αποκλεισθεί ή παυθεί από αρμόδια αρχή από την άσκηση ενός επαγγέλματος ή του έχει απαγορευθεί η ανάληψη θέσης Προϊσταμένου ή στελέχους οποιουδήποτε δημόσιου νομικού προσώπου, λόγω σοβαρού πειθαρχικού παραπτώματος.
ζ) Αν εκλεγεί μέλος της Βουλής των Ελλήνων, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της Κυβέρνησης ή των οργάνων διοίκησης πολιτικού κόμματος ή αν ανακηρυχθεί υποψήφιος Βουλευτής.
17. Ο Πρόεδρος ή μέλος του Συμβουλίου Διοίκησης που έχει παυθεί από το αξίωμά του, δύναται να προσβάλει με προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας την απόφαση περί παύσεώς του. Η προθεσμία και η άσκηση της προσφυγής δεν αναστέλλουν την προσβαλλόμενη απόφαση.
18. Μέλος του Συμβουλίου Διοίκησης, συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου, που προτίθεται να παραιτηθεί από το αξίωμά του, ενημερώνει σχετικά το Υπουργικό Συμβούλιο και το Συμβούλιο Διοίκησης, τουλάχιστον τρεις μήνες πριν από την παραίτησή του. Η παραίτηση γίνεται αποδεκτή με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
19. Σε περίπτωση κένωσης της θέσης του Προέδρου ή μέλους του Συμβουλίου Διοίκησης, λόγω θανάτου, παραίτησης ή παύσης, διορίζεται νέος Πρόεδρος ή μέλος, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στον παρόντα νόμο εντός 2 μηνών από την κένωση της θέσης, για πλήρη θητεία. Μέχρι τον διορισμό νέου Προέδρου ή μέλους, η λειτουργία του Συμβουλίου Διοίκησης δεν διακόπτεται. Για το διάστημα μέχρι τον διορισμό νέου Προέδρου τα καθήκοντα αυτού ασκεί ο αναπληρωτής αυτού ή εάν δεν υπάρχει αναπληρωτής, καθήκοντα Προέδρου ασκεί κάποιο από τα υπολειπόμενα μέλη με απόφαση του Συμβουλίου Διοίκησης.
20. Η διαδικασία για τον διορισμό νέου Προέδρου ή μέλους του Συμβουλίου Διοίκησης ξεκινάει τουλάχιστον 3 μήνες πριν από την εκπνοή της θητείας αυτών, σύμφωνα με την προβλεπόμενη διαδικασία. Σε περίπτωση μη ολοκλήρωσης της διαδικασίας για το διορισμό νέου Προέδρου ή μέλους κατά τα ανωτέρω, η θητεία του απερχόμενου Προέδρου ή μέλους παρατείνεται αυτοδικαίως μέχρι τον διορισμό νέων και σε κάθε περίπτωση για διάστημα που δεν δύναται να υπερβαίνει τους 6 μήνες.