Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
Υποπαράγραφος ΙΣΤ.1: Σύσταση Ρυθμιστικής Αρχής Λιμένων
Το άρθρο 43 του νόμου 4150/2013 (ΦΕΚ 102/Α/2013) αντικαθίσταται ως εξής:
{Άρθρο 43: Ρυθμιστική Αρχή Λιμένων
1. Συνιστάται στο Υπουργείο Ναυτιλίας και Αιγαίου Ρυθμιστική Αρχή Λιμένων (ΡΑΛ) ως αυτοτελής δημόσια υπηρεσία με διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια, εποπτευόμενη από τον Υπουργό Ναυτιλίας και Αιγαίου ως προς τον έλεγχο νομιμότητας των πράξεών της.
Η Ρυθμιστική Αρχή Λιμένων έχει νομική προσωπικότητα και παρίσταται αυτοτελώς σε κάθε είδους δίκες που έχουν ως αντικείμενο πράξεις ή παραλείψεις της ή έννομες σχέσεις που την αφορούν.
2. Η Ρυθμιστική Αρχή Λιμένων συγκροτείται από 9 μέλη και επικουρείται στη λειτουργία της από οργανικές μονάδες, οι οποίες εξειδικεύονται με το προεδρικό διάταγμα της παραγράφου 9)β του παρόντος.
Τα μέλη της Ρυθμιστικής Αρχής Λιμένων ορίζονται για διετή θητεία, η οποία μπορεί να ανανεωθεί για μία μόνο φορά, με πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου κατόπιν εισήγησης του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου. Εξ αυτών ένα μέλος είναι ο Πρόεδρος, ένα ο Αντιπρόεδρος και δυο Εισηγητές, οι οποίοι είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης.
3. Τα μέλη της Ρυθμιστικής Αρχής Λιμένων, τα οποία απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, είναι πρόσωπα αναγνωρισμένου κύρους που διακρίνονται για την επιστημονική τους κατάρτιση και την ειδικότερη γνώση της λειτουργίας των λιμένων και του δικαίου του ανταγωνισμού και διαθέτουν εμπειρία σε ναυτιλιακές και επιχειρηματικές δραστηριότητες.
4. Οι αποδοχές του Προέδρου, του Αντιπροέδρου και των δύο Εισηγητών της Ρυθμιστικής Αρχής Λιμένων και των υπολοίπων μελών, καθώς και το ύψος της ημερήσιας αποζημίωσης και των δαπανών μετακίνησής τους καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Ναυτιλίας και Αιγαίου, με την επιφύλαξη των διατάξεων του νόμου 3833/2010 (ΦΕΚ 40/Α/2010).
5. Οι υποθέσεις που άγονται ενώπιον της Ρυθμιστικής Αρχής Λιμένων ανατίθενται με πράξη του Προέδρου σε Εισηγητή και εισάγονται προς συζήτηση και απόφαση ενώπιόν της.
Η Ρυθμιστική Αρχή Λιμένων βρίσκεται σε απαρτία και συνεδριάζει νόμιμα, εφόσον μετέχουν στη συνεδρίαση ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος, ο Εισηγητής που έχει οριστεί για τη συγκεκριμένη υπόθεση, και δύο τουλάχιστον μέλη, αποφασίζει δε κατά πλειοψηφία των παρόντων. Στις συνεδριάσεις και διασκέψεις συμμετέχει ο Εισηγητής που έχει οριστεί για τη συγκεκριμένη υπόθεση χωρίς δικαίωμα ψήφου. Σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου.
Οι κανόνες που καθορίζουν τη διαδικασία λήψης αποφάσεων από τη Ρυθμιστική Αρχή Λιμένων, κατά την εξέταση των υποθέσεων που συζητούνται ενώπιόν της ορίζονται με το προεδρικό διάταγμα της παραγράφου 9)β.
6. Οι εκτελεστές πράξεις της Ρυθμιστικής Αρχής Λιμένων κοινοποιούνται στον ενδιαφερόμενο και στον Υπουργό Ναυτιλίας και Αιγαίου. Κατ' αυτών χωρεί αίτηση αναθεώρησης, η οποία ασκείται μέσα σε τριάντα ημέρες από τη γνώση ή την κοινοποίησή της από τον ενδιαφερόμενο ή τον Υπουργό Ναυτιλίας και Αιγαίου. Η εκδιδόμενη επί της αιτήσεως αναθεώρησης απόφαση υπόκειται σε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά.
7. Με το προεδρικό διάταγμα της παραγράφου 9)β ρυθμίζονται τα ειδικότερα ζητήματα σχετικά με τις αρμοδιότητες του Προέδρου και Αντιπροέδρου της Ρυθμιστικής Αρχής Λιμένων, την προσωπική κατάσταση των μελών της, τις περιπτώσεις έκπτωσης από τη θέση ή την αναστολή της ιδιότητάς τους, τα ασυμβίβαστα και τους περιορισμούς για την άσκηση των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων που συνεπάγεται η ιδιότητα του μέλους της Ρυθμιστικής Αρχής Λιμένων, καθώς και κάθε άλλο συναφές ζήτημα.
8. α. Η Ρυθμιστική Αρχή Λιμένων είναι αρμόδια για: Την παρακολούθηση της εφαρμογής των όρων και διατάξεων των συμβάσεων παραχώρησης στους λιμένες, την τήρηση των υποχρεώσεων των λιμένων στο πλαίσιο της σχετικής κείμενης - εθνικής και ευρωπαϊκής - νομοθεσίας, κυρίως σε σχέση με δημόσιες συμβάσεις, συμβάσεις παραχώρησης και τους κανόνες ανταγωνισμού, την υποχρέωση παροχής δημόσιας υπηρεσίας στον λιμενικό τομέα, τη διαμεσολάβηση και επίλυση διαφορών μεταξύ χρηστών και φορέων διαχείρισης, τη διαχείριση παραπόνων, και τη λήψη δεσμευτικών αποφάσεων επί αυτών σε εύλογο χρονικό διάστημα, την υποστήριξη προς τις αρμόδιες αρχές για την κατάρτιση προδιαγραφών δημοσίων συμβάσεων (παραχωρήσεις, εκμίσθωση χερσαίας ζώνης) και των σχετικών ανανεώσεων που προτείνονται από τον φορέα διαχείρισης, την παρακολούθηση της εφαρμογής των όρων των δημοσίων συμβάσεων εξασφαλίζοντας ιδίως την τήρηση του συμφωνημένου επιπέδου εξυπηρέτησης, προσδιορίζοντας τα επίπεδα απόδοσης, επενδύσεων, δημιουργίας θέσεων απασχόλησης και τη συμμόρφωση με τους χρηματοοικονομικούς στόχους, την εξασφάλιση - σε συνεργασία με την Επιτροπή Ανταγωνισμού - της πιστής εφαρμογής της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας στον κλάδο, την αποτροπή κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης, εναρμονισμένων πρακτικών, εξοντωτικής τιμολόγησης και άλλων πρακτικών που στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό, την έκδοση δεσμευτικών οδηγιών για θέματα σχετικά με την απλούστευση, διαφάνεια και εναρμόνιση τελών κοινού ενδιαφέροντος για όλους τους ελληνικούς λιμένες, προωθώντας τον υγιή ανταγωνισμό μεταξύ εγχώριων λιμένων, την γνωμοδότηση επί της μεθοδολογίας και του καθορισμού των τελών λιμενικών υπηρεσιών και των τελών λιμενικών υποδομών, τη γνωμοδότηση - κατόπιν σχετικού ερωτήματος - στο Υπουργείο Ναυτιλίας και Αιγαίου επί ειδικών θεμάτων λιμένων - περιλαμβανομένων και μέτρων για την ανάπτυξη και εκσυγχρονισμό του εθνικού λιμενικού συστήματος.
β. Η Ρυθμιστική Αρχή Λιμένων συνεργάζεται με την Επιτροπή Ανταγωνισμού και μπορεί να ζητεί τη γνώμη της σε θέματα ανταγωνισμού ή να παραπέμπει σε αυτήν υποθέσεις, οι οποίες ενδέχεται να εμπίπτουν στις ρυθμίσεις του νόμου 3959/2011 και στην αρμοδιότητα της Επιτροπής Ανταγωνισμού.
9. α. Στη Ρυθμιστική Αρχή Λιμένων συνιστάται Γενική Διεύθυνση, της οποίας προΐσταται Γενικός Διευθυντής.
Η Γενική Διεύθυνση αποτελείται από μία Διεύθυνση Παρακολούθησης και Ελέγχου Αγοράς, η οποία περιλαμβάνει οπωσδήποτε Τμήματα Νομικής και Οικονομικής Τεκμηρίωσης, και μία Διεύθυνση Διοικητικής και Οικονομικής Υποστήριξης, η οποία με τα αντίστοιχα τμήματα εξασφαλίζει την αυτοτελή διοίκηση του προσωπικού και οικονομική διαχείριση των πόρων της Ρυθμιστικής Αρχής Λιμένων.
Για τη νομική υποστήριξη της Ρυθμιστικής Αρχής Λιμένων συνιστάται Γραφείο Νομικής Υποστήριξης, υπαγόμενο απευθείας στον Πρόεδρο αυτής.
β. Η οργάνωση και η διάρθρωση των οργανικών μονάδων της Ρυθμιστικής Αρχής Λιμένων σε διευθύνσεις, τμήματα και γραφεία, οι αρμοδιότητες αυτών, ο τρόπος πρόσληψης ή επιλογής και οι αρμοδιότητες του Γενικού Διευθυντή, των διευθυντών και των προϊσταμένων των τμημάτων και γραφείων, τα προσόντα του προσωπικού, η κατανομή αυτού σε κλάδους και ειδικότητες και κάθε άλλο σχετικό θέμα καθορίζονται με προεδρικό διάταγμα, το οποίο εκδίδεται ύστερα από πρόταση των Υπουργών Ναυτιλίας και Αιγαίου, Οικονομικών και Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, ύστερα από γνώμη της Ρυθμιστικής Αρχής Λιμένων.
γ. Για τη στελέχωση των οργανικών μονάδων της Ρυθμιστικής Αρχής Λιμένων συνιστώνται τριάντα πέντε θέσεις μόνιμου και με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου προσωπικού. Ειδικότερα:
α)α. Ειδικό επιστημονικό Προσωπικό: 25 θέσεις.
β)β. Διοικητικό Προσωπικό: 10 θέσεις.
Επιπροσθέτως συνιστώνται 3 θέσεις δικηγόρων με έμμισθη εντολή, οι οποίοι στελεχώνουν το Γραφείο Νομικής Υποστήριξης, 2 θέσεις ειδικών συνεργατών, ως μετακλητών υπαλλήλων, οι οποίοι επικουρούν τον Πρόεδρο της Ρυθμιστικής Αρχής Λιμένων και έχουν τα προσόντα που ορίζονται στο προεδρικό διάταγμα 63/2005, και 2 θέσεις δημοσιογράφων.
Με το ανωτέρω προεδρικό διάταγμα είναι δυνατή η αύξηση του αριθμού των ανωτέρω θέσεων, οι οποίες όμως σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υπερβούν συνολικά τις 50.
10. α. Η πλήρωση των θέσεων γίνεται με:
α) διορισμό ή πρόσληψη σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου 2190/1994,
β) με μετάταξη ή απόσπαση μόνιμων ή με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου υπαλλήλων του Δημοσίου, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως αυτός ορίζεται από το άρθρο 14 παράγραφος 1 του νόμου 2190/1994.
Η μετάταξη και η απόσπαση διενεργούνται με κοινή απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου και του αρμόδιου κατά περίπτωση Υπουργού, χωρίς τη γνώμη υπηρεσιακού συμβουλίου ή άλλου οργάνου, οι δε μετατασσόμενοι και αποσπώμενοι οφείλουν να συγκεντρώνουν τα προσόντα του αντίστοιχου διοριζόμενου ή προσλαμβανόμενου.
β. Με απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου είναι δυνατόν να αποσπάται ή μετατάσσεται στη Ρυθμιστική Αρχή Λιμένων προσωπικό που υπηρετεί σε νομικά πρόσωπα εποπτευόμενα από τον Υπουργό Ναυτιλίας και Αιγαίου, συμπεριλαμβανομένων των Οργανισμών Λιμένος ανώνυμη εταιρεία, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία.
11. Οι πόροι της Ρυθμιστικής Αρχής Λιμένων προέρχονται από τέλος, το οποίο επιβάλλεται ετησίως με απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Ναυτιλίας και Αιγαίου επί των Οργανισμών Λιμένων ανώνυμη εταιρεία και των Λιμενικών Ταμείων. Το ύψος του τέλους δεν μπορεί να είναι ανώτερο από 0,2% των ετήσιων εσόδων για τα Λιμενικά Ταμεία και 0,3% για τους Οργανισμούς Λιμένων Α.Ε.. Με απόφαση των ανωτέρω Υπουργών ρυθμίζονται θέματα σχετικά με τη διαδικασία είσπραξης και απόδοσης του τέλους αυτού.
Η Ρυθμιστική Αρχή Λιμένων είναι δυνατόν να επιχορηγείται από τον τακτικό προϋπολογισμό του Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου σε ποσοστό που δεν μπορεί να υπερβαίνει το 10% του ετήσιου προϋπολογισμού της.
12. α. Με αιτιολογημένη απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Ρυθμιστικής Αρχής Λιμένων είναι δυνατή η κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους εγγραφή ή αύξηση πιστώσεων στον προϋπολογισμό της με μείωση άλλων πιστώσεων.
β) Με απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου δύναται να διατίθεται ετησίως ποσοστό έως 20% του αποθεματικού της Ρυθμιστικής Αρχής Λιμένων για τη χρηματοδότηση μελετών και εκτέλεσης δημόσιων λιμενικών έργων και υποδομών. Με την ίδια απόφαση ορίζονται τα έργα, για τα οποία διατίθεται το πιο πάνω ποσό, καθώς και κάθε άλλο ειδικότερο θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια.
13. Η μετατροπή της Ρυθμιστικής Αρχής Λιμένων σε Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή ρυθμίζεται με διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Οικονομικών, Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Ναυτιλίας και Αιγαίου, μετά την πάροδο διετίας από το χρόνο εκδόσεως του διατάγματος της παραγράφου 9)β του παρόντος άρθρου.}
Υποπαράγραφος ΙΣΤ.2: Τροποποίηση του νόμου 2932/2001 και του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 120/1997
1. Οι παράγραφοι 1 και 4 του άρθρου τέταρτου του νόμου 2932/2001 (ΦΕΚ 145/Α/2001), όπως ισχύουν, αντικαθίστανται ως εξής:
{1. Ο πλοιοκτήτης, προκειμένου να δρομολογήσει πλοίο ή πλοία, υποβάλλει στο Υπουργείο δήλωση, στην οποία αναγράφει την επωνυμία και την έδρα ή την κατοικία του και προκειμένου περί φυσικού προσώπου το ονοματεπώνυμο και την ιθαγένειά του. Αν έχει έδρα ή κατοικεί σε άλλο κράτος - μέλος, αναγράφει και ότι έχει κατά νόμο διορίσει εκπρόσωπο, διαχειριστή και αντίκλητο εγκατεστημένο στην Ελλάδα, καθώς και τα στοιχεία διορισμού αυτού. Επίσης αναγράφει τα στοιχεία προσδιορισμού του πλοίου, τα δρομολόγια που θα εκτελεί σε συγκεκριμένη γραμμή ή γραμμές του δικτύου, τους λιμένες αφετηρίας, τελικού προορισμού και ενδιάμεσους, κατά σειρά προσέγγισης, τις ημέρες και ώρες απόπλου και κατάπλου του πλοίου από και σε αυτούς, τον προγραμματιζόμενο χρόνο της ετήσιας επιθεώρησης του πλοίου εντός της δρομολογιακής περιόδου και κάθε άλλο στοιχείο, που καθορίζεται με την απόφαση της επόμενης παραγράφου.
4. Το Υπουργείο μπορεί να τροποποιήσει στο αναγκαίο μέτρο τη δήλωση ως προς τα στοιχεία των δρομολογίων, αν αιτιολογημένα κρίνεται: α) ότι οι συνθήκες σε λιμένα ή λιμένες δεν επιτρέπουν για λόγους ασφάλειας του πλοίου και τάξης στο λιμένα την εκτέλεση των δρομολογίων που ζητήθηκαν, β) ότι το πλοίο δεν μπορεί απρόσκοπτα να καταπλεύσει και να εκτελέσει τη μεταφορά σε συγκεκριμένο χώρο του λιμένα και στο χρόνο που δηλώνει και γ) ότι η συχνότητα των δρομολογίων ή ο προγραμματισμένος χρόνος διακοπής των δρομολογίων δεν ανταποκρίνεται στις πάγιες κατά τη διάρκεια της δρομολογιακής περιόδου ανάγκες τακτικής παροχής υπηρεσιών. Στις περιπτώσεις α' και β' καλούνται οι πλοιοκτήτες να προσαρμόσουν με συμφωνία τα δρομολόγιά τους στις αναγκαίες χρονικές αποστάσεις για την επίλυση των προβλημάτων αυτών.
Αν εντός 5 ημερών δεν επιτευχθεί συμφωνία, ο Υπουργός αποφασίζει για τις αναγκαίες μεταβολές των δρομολογίων κατόπιν σχετικής γνωμοδότησης του Συμβουλίου Ακτοπλοϊκών Συγκοινωνιών (ΣΑΣ).}
2. Η παράγραφος 2 του άρθρου τέταρτου Α του νόμου 2932/2001, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
{2. Ο πλοιοκτήτης, προκειμένου να δρομολογήσει πλοίο ή πλοία, υποβάλλει στο Υπουργείο δήλωση, στην οποία αναγράφει την επωνυμία και την έδρα ή την κατοικία του και προκειμένου περί φυσικού προσώπου το ονοματεπώνυμο και την ιθαγένειά του. Αν έχει έδρα ή κατοικεί σε άλλο κράτος - μέλος, αναγράφει και ότι έχει κατά νόμο διορίσει εκπρόσωπο, διαχειριστή και αντίκλητο εγκατεστημένο στην Ελλάδα, καθώς και τα στοιχεία διορισμού αυτού. Επίσης αναγράφει τα στοιχεία προσδιορισμού του πλοίου, τα δρομολόγια που θα εκτελεί σε συγκεκριμένη γραμμή ή γραμμές, τους λιμένες αφετηρίας, τελικού προορισμού και ενδιάμεσους, κατά σειρά προσέγγισης, τις ημέρες και ώρες απόπλου και κατάπλου του πλοίου από και σε αυτούς, και κάθε άλλο στοιχείο, που καθορίζεται με την απόφαση της παραγράφου 2 του άρθρου τέταρτου.}
3. Η παράγραφος 1 του άρθρου όγδοου του νόμου 2932/2001, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
{1. Αν δεν υποβληθούν δηλώσεις για δρομολόγηση πλοίου σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 3 και 5 του άρθρου τέταρτου, όπως ισχύει κάθε φορά ή οι δηλώσεις που έχουν υποβληθεί δεν πληρούν τις προϋποθέσεις των διατάξεων αυτών ή δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες της συνέχειας και τακτικότητας του δικτύου ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών και της πλήρους εξυπηρέτησης του μεταφορικού έργου, ο Υπουργός μπορεί να συνάπτει σύμβαση ή συμβάσεις ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας διάρκειας ενός έως πέντε ετών για την αποκλειστική εξυπηρέτηση συγκεκριμένης γραμμής ή γραμμών.}
4. Η περίπτωση α' της παραγράφου 3 και η παράγραφος 5 του άρθρου έκτου του νόμου 2932/2001 (ΦΕΚ 145/Α/2001) όπως ισχύουν, αντικαθίστανται ως εξής:
{α) Για χρονικό διάστημα μέχρι 60 ημέρες εντός του οποίου διενεργείται υποχρεωτικά, εφόσον απαιτείται, και η ετήσια επιθεώρηση του πλοίου. Το χρονικό αυτό διάστημα δύναται:
i) Να αυξηθεί με απόφαση των αρμόδιων αρχών για λόγους ανωτέρας βίας, όπως γενική ή μερική απεργία, εμπορικός αποκλεισμός εισαγωγής ή μεταφοράς αναγκαίων υλικών, φυσικές καταστροφές, που επηρεάζουν άμεσα την πρόοδο και την αποπεράτωση των εργασιών του πλοίου, για ίσο χρονικό διάστημα διάρκειας των λόγων αυτών, ύστερα από αίτημα του πλοιοκτήτη από το οποίο προκύπτει επαρκώς και τεκμηριωμένα η επέλευση και η διάρκεια των λόγων ανωτέρας βίας.
ii) Να κατανεμηθεί ανεξαρτήτως του συνολικού αριθμού ημερών ανά πλοίο ως ακολούθως:
Σε περίπτωση διακοπής δρομολογίων λιγότερης των 60 ημερών ανά πλοίο, ο πλοιοκτήτης δύναται να μεταφέρει τις υπολειπόμενες ημέρες, σε πλοίο ή πλοία του που είναι δρομολογημένα στην ίδια γραμμή.
Με απόφαση του Υπουργού μετά από γνώμη του Συμβουλίου Ακτοπλοϊκών Συγκοινωνιών, ο πλοιοκτήτης μπορεί να κατανείμει τις συνολικές ημέρες διακοπής δρομολογίων που προκύπτουν από τα δρομολογημένα πλοία του, ανεξάρτητα σε ποια γραμμή είναι δρομολογημένα, με την προϋπόθεση προηγούμενης έκδοσης των ανακοινώσεων δρομολόγησης των πλοίων και κάλυψης των συγκοινωνιακών αναγκών των γραμμών.
Το δικαίωμα κατανομής των συνολικών ημερών διακοπής δρομολογίων σύμφωνα με τα ανωτέρω, παρέχεται και σε δρομολογημένα πλοία, που ανήκουν στον ίδιο όμιλο εταιριών ή στην ίδια μητρική επιχείρηση ή σε άλλη ναυτική εταιρία υπό κοινή διαχείριση σύμφωνα με τις απαιτήσεις της παραγράφου 6 του άρθρου τρίτου. Για πλοία που διέκοψαν τα δρομολόγιά τους σύμφωνα με το εδάφιο αυτό, ο πλοιοκτήτης διατηρεί το δικαίωμα δρομολόγησης επιπλέον πλοίου σύμφωνα με την παράγραφο 6 του άρθρου τέταρτου.
5. Με απόφαση του Υπουργού, ύστερα από αίτηση του πλοιοκτήτη και γνώμη του Συμβουλίου Ακτοπλοϊκών Συγκοινωνιών, μπορεί να ορίζεται ειδικότερα η διακοπή εκτέλεσης δρομολογίων: α) μέχρι σαράντα πέντε συνεχόμενες ημέρες, εφόσον οι συγκοινωνιακές ανάγκες της γραμμής καλύπτονται από τα ήδη δρομολογημένα πλοία, β) σε γραμμή ή γραμμές μικρών αποστάσεων με εποχιακή μόνο κίνηση. Το αίτημα διακοπής εκτέλεσης δρομολογίων της περίπτωσης α' της παραγράφου αυτής και μέχρι τη σύγκληση του Συμβουλίου Ακτοπλοϊκών Συγκοινωνιών μπορεί να γίνεται αποδεκτό από υφιστάμενα όργανα, εξουσιοδοτημένα με απόφαση του Υπουργού.}
5. Στο τέλος του άρθρου 1 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 120/1997 (ΦΕΚ 110/Α/1997) όπως ισχύει, προστίθεται παράγραφος 3 ως εξής:
{3. Για τις ανάγκες του παρόντος, εφοπλιστής ή πλοιοκτήτης είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή κοινοπραξία ή ένωση εταιρειών ή όμιλος εταιρειών που παρέχει υπηρεσίες θαλάσσιας μεταφοράς σε δρομολογιακή γραμμή ή γραμμές.}
Υποπαράγραφος ΙΣΤ.3: Ρυθμίσεις Συλλογικών Διαπραγματεύσεων στη Ναυτική Εργασία
Στο άρθρο 1 του αναγκαστικού νόμου [Ν] 3276/1944 (ΦΕΚ 24/Α/1944), όπως ισχύει, προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:
{4. α) Προκειμένου περί Επιβατηγών και Επιβατηγών - Οχηματαγωγών πλοίων που εκτελούν δρομολογιακούς πλόες μεταξύ λιμένων στην ημεδαπή, κάθε θέμα από τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, που δύναται να καθορίζεται με συλλογική σύμβαση, επιτρέπεται να ρυθμίζεται και με επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις. Όσο διαρκεί η εφαρμογή του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Πολιτικής, τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 5 δεν ισχύουν στην περίπτωση που έχουν συναφθεί επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις.}