Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
Υποπαράγραφος Β.1: Μεταφορά αρμοδιοτήτων στη Γενική Γραμματεία Δημόσιων Εσόδων
1. Στην υποπαράγραφο Ε.2 του νόμου 4093/2012 (ΦΕΚ 222/Α/2012) προστίθεται περίπτωση 3 ως εξής και αναριθμούνται αντιστοίχως οι υφιστάμενες περιπτώσεις 3-7:
{3. α. Στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών μεταφέρονται στις 31-07-2013 οι αρμοδιότητες, το προσωπικό και οι διαθέσιμοι πόροι των ακόλουθων οργανικών μονάδων της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων που αφορούν στην άσκηση της φορολογικής και τελωνειακής διοίκησης:
i) Διεύθυνση Εφαρμογών Ηλεκτρονικών Υπολογιστών (ΦΕΚ 30/Δ/2012) με την εξαίρεση των Τμημάτων Προϋπολογισμού και Δημοσίων Δαπανών, Μισθοδοσίας και Συντάξεων.
ii) Διεύθυνση Εισαγωγής και Ελέγχου Στοιχείων Ηλεκτρονικών Υπολογιστών (Δ32).
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και τίθεται σε ισχύ το αργότερο στις 31-07-2013 μπορούν να εξειδικευθούν περαιτέρω οι προαναφερόμενες λειτουργίες της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων που μεταφέρονται στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων, καθώς και να ρυθμιστούν ειδικότερα ζητήματα που αφορούν στη μεταφορά του προσωπικού και των διαθέσιμων πόρων. Με όμοια απόφαση είναι δυνατόν να προβλεφθεί προγενέστερη ημερομηνία εφαρμογής των διατάξεων της παρούσας υποπερίπτωσης. Μεταξύ της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων και της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων συνάπτεται μέχρι τις 31-07-2013 μνημόνιο συνεργασίας που μπορεί να τροποποιείται όποτε κριθεί απαραίτητο και καθορίζει τις υπηρεσίες που παρέχονται από τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων.
β. Οι αρμοδιότητες προληπτικού ελέγχου εφαρμογής της φορολογικής νομοθεσίας και προσωρινού φορολογικού ελέγχου, ιδίως στους παρακρατούμενους και επιρριπτόμενους φόρους, με έμφαση στο Φόρο Προστιθέμενης Αξίας, καθώς και ο έλεγχος εφαρμογής των διατάξεων της τελωνειακής νομοθεσίας, όπως προβλέπονται στην περίπτωση β' της παραγράφου 2 του άρθρου 30 του νόμου 3296/2004, συμπεριλαμβανομένου του προσωπικού και των πόρων που είναι αναγκαίοι για την άσκηση των ανωτέρω αρμοδιοτήτων, μεταβιβάζονται στις 31-10-2013 στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών. Ο έλεγχος των υποθέσεων για τις οποίες εκδίδεται εντολή ελέγχου μέχρι τις 30-10-2013 ολοκληρώνεται από το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μπορεί να καθορίζονται ειδικότερα θέματα που είναι αναγκαία για την εφαρμογή της παρούσας υποπερίπτωσης και να προβλεφθεί προγενέστερη ημερομηνία εφαρμογής των διατάξεων της παρούσας υποπερίπτωσης.
γ. Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων που προβλέπονται στην υποπερίπτωση β' της παρούσας περίπτωσης, οι αρμόδιες υπηρεσίες της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων μπορούν να προβαίνουν σε ελέγχους των μεταφορικών μέσων, καταστημάτων, αποθηκών και άλλων χώρων, όπου βρίσκονται αγαθά, ανεξάρτητα από τον φορέα εκμετάλλευσής τους και του τελωνειακού καθεστώτος, υπό το οποίο τελούν όπως επίσης σε κατασχέσεις βιβλίων, εγγράφων, αγαθών, μέσων μεταφοράς και άλλων στοιχείων, συμπεριλαμβανομένων και ηλεκτρονικών μέσων αποθήκευσης και μεταφοράς δεδομένων, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις περιπτώσεις α' και δ' της παραγράφου 4 του άρθρου 30 του νόμου 3296/2004. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου σε καμία περίπτωση δεν αποστερεί το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος από τις παραπάνω εξουσίες, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων που αυτό διατηρεί.
δ. Η Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων του Υπουργείου Οικονομικών μεταφέρεται στις 31-07-2013 στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων, συμπεριλαμβανομένου του προσωπικού και των διαθέσιμων πόρων. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και τίθεται σε ισχύ το αργότερο στις 31-07-2013 μπορεί να ρυθμισθούν ειδικότερα θέματα που είναι αναγκαία για την εφαρμογή της διάταξης αυτής και να προβλεφθεί προγενέστερη ημερομηνία μεταφοράς της Υπηρεσίας αυτής.}
2. Στο τέλος της υποπερίπτωσης α' της περίπτωσης 3 της υποπαραγράφου Ε.2 του νόμου 4093/2012 προστίθενται στοιχεία 9 και 10 ως εξής:
{(9) να αποφασίζει για τις προϋποθέσεις πρόσληψης προσωπικού στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων και για την υποβολή στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού των αντίστοιχων αιτημάτων για τις σχετικές προκηρύξεις, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
(10) Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που εκδίδεται κατόπιν εισήγησης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μπορεί να καθορίζεται ειδικό σύστημα προαγωγών και βαθμολογικής και υπηρεσιακής εξέλιξης των υπαλλήλων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων κατά παρέκκλιση των κριτηρίων και της διαδικασίας που προβλέπονται στις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα (νόμος 3528/2007) και κάθε άλλη διάταξη. Το σύστημα μπορεί να περιλαμβάνει το οργανόγραμμα των μονάδων που συγκροτούν τη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων και κανόνες που σχετίζονται με τις προαγωγές και τη μετακίνηση υπαλλήλων. Ο Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων έχει πλήρη εξουσία εφαρμογής του συστήματος που καθορίζεται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παρούσα υποπερίπτωση. Οι κείμενες διατάξεις που δεν συνδέονται με το σύστημα προαγωγών και βαθμολογικής εξέλιξης παραμένουν σε ισχύ για το προσωπικό της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων.}
3. Στην περίπτωση 4 της υποπαραγράφου Ε.2 του νόμου 4093/2012, πριν από την αναρίθμησή της με την περίπτωση 1 της παρούσας υποπαραγράφου, προστίθεται στοιχείο δ' ως εξής και αναριθμείται το επόμενο στοιχείο ε'.
{δ. Συστήνεται Γνωμοδοτικό Συμβούλιο της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων. Το Συμβούλιο του προηγούμενου εδαφίου αποτελείται από πέντε μέλη που ορίζονται με θητεία που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τρία χρόνια. Δύο από τα μέλη του Συμβουλίου επιλέγονται μεταξύ προσώπων με σημαντική διεθνή επαγγελματική εμπειρία στη διοίκηση δημοσίων εσόδων. Τα μέλη του Συμβουλίου δεν είναι πλήρους απασχόλησης. Επιπλέον, στο Συμβούλιο συμμετέχει ο Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων χωρίς δικαίωμα ψήφου, ως εκ της ιδιότητάς του. Το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο αναφέρεται στον Υπουργό Οικονομικών, παρέχει συμβουλές σε μείζονα θέματα στρατηγικής της φορολογικής και τελωνειακής διοίκησης συμπεριλαμβανομένων και θεμάτων ανθρώπινου δυναμικού, ελέγχει την επίδοση της φορολογικής και τελωνειακής διοίκησης σε σχέση με το σχεδιασμό και τους τεθέντες στόχους, υποστηρίζει τη φορολογική και τελωνειακή διοίκηση στις σχέσεις της με άλλους φορείς και επιβεβαιώνει ότι ο Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων ασκεί τις εξουσίες του δεόντως. Το Συμβούλιο δεν έχει οποιαδήποτε άλλη αρμοδιότητα, ούτε πρόσβαση σε στοιχεία που αφορούν σε συγκεκριμένους φορολογουμένους. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως το αργότερο μέχρι τη 15-07-2013 ρυθμίζονται όλα τα αναγκαία θέματα για τη λειτουργία του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου και ιδίως:
α) καθορίζονται τα ελάχιστα προσόντα των μελών του Συμβουλίου,
β) ορίζονται τα μέλη του Συμβουλίου και η διάρκεια της θητείας τους,
γ) καθορίζεται η αποζημίωση των μελών του Συμβουλίου για την άσκηση των καθηκόντων τους,
δ) τίθενται κανόνες για την αντιμετώπιση συγκρούσεων συμφερόντων,
ε) καθορίζεται η ελάχιστη συχνότητα των συνεδριάσεων,
στ) θεσπίζεται πλαίσιο ως προς τον τρόπο αναφοράς του Συμβουλίου στον Υπουργό Οικονομικών,
ζ) ρυθμίζονται θέματα διοικητικής υποστήριξης του Συμβουλίου.}
4. Το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης γ' της παραγράφου 5 του άρθρου 55 του νόμου 4002/2011, όπως προστέθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 35 του νόμου 4141/2013 (ΦΕΚ 81/Α/2013), αντικαθίσταται ως εξής:
{Με αποφάσεις του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, ύστερα από γνώμη του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης που διατυπώνεται εντός δεκατεσσάρων ημερών, μπορεί να καθορίζεται ή να ανακαθορίζεται η εσωτερική διάρθρωση, ειδικά, των Υπηρεσιών της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών και να συστήνονται ή να καταργούνται ή να συγχωνεύονται ή να αναστέλλεται η λειτουργία οργανικών μονάδων επιπέδου αυτοτελούς γραφείου ή αυτοτελούς τμήματος ή τμήματος ή υποδιεύθυνσης ή διεύθυνσης της εν λόγω Γενικής Γραμματείας.}
Υποπαράγραφος Β.2: Κεντρική μονάδα κρατικών ενισχύσεων
1. Συνιστάται οργανική μονάδα επιπέδου Διεύθυνσης, με τίτλο Κεντρική Μονάδα Κρατικών Ενισχύσεων υπαγόμενη απευθείας στον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος μπορεί να εκχωρεί την αρμοδιότητα στον Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Οικονομικών.
2. Τα Υπουργεία και οι εποπτευόμενοι από αυτά φορείς, προωθούν στην Κεντρική Μονάδα Κρατικών Ενισχύσεων όλα τα σχέδια που αφορούν σε διαχείριση ή παροχή κρατικών πόρων, πριν την τελική έγκριση και υιοθέτησή τους και σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στον παρόντα νόμο. Η Κεντρική Μονάδα Κρατικών Ενισχύσεων εξετάζει τα προτεινόμενα σχέδια ως προς τη συμβατότητά τους με τους κανόνες κρατικών ενισχύσεων και εκφράζει έγγραφη γνώμη, η οποία προσαρτάται σε κάθε σχέδιο.
3. Η Κεντρική Μονάδα Κρατικών Ενισχύσεων επιπλέον:
α. Έχει την πλήρη ευθύνη για την κοινοποίηση των σχεδίων κρατικών ενισχύσεων, εκ μέρους της Ελληνικής Δημοκρατίας, σύμφωνα με το άρθρο 108 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Διαχειρίζεται το ηλεκτρονικό σύστημα κοινοποιήσεων SANI (State Aid Notification System: Διαδραστική Αναφορά Κρατικών Ενισχύσεων) και είναι ο μοναδικός συνομιλητής των αρμόδιων οργάνων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά τη διαδικασία των κοινοποιήσεων.
β. Αποτελεί το μοναδικό επίσημο σημείο επαφής για θέματα κρατικών ενισχύσεων τόσο με την Επιτροπή όσο και με άλλους Ευρωπαϊκούς και διεθνείς φορείς.
γ. Συντονίζει τα θέματα κρατικών ενισχύσεων σε εθνικό επίπεδο: συνεργάζεται με τα υπουργεία και τους λοιπούς φορείς και αρχές μέσω του δικτύου αποκεντρωμένων μονάδων κρατικών ενισχύσεων.
δ. Επιβλέπει και παρακολουθεί την πορεία και την πρόοδο των υποθέσεων κρατικών ενισχύσεων, ειδικότερα όσων είναι στο στάδιο της εξέτασης από την Επιτροπή ή όσων αφορούν ανάκτηση παράνομων κρατικών ενισχύσεων. Η Κεντρική Μονάδα Κρατικών Ενισχύσεων βοηθά στη διαμόρφωση απαντήσεων προς την Επιτροπή σε θέματα που σχετίζονται με τις Κρατικές Ενισχύσεις.
ε. Ελέγχει όλες τις απαντήσεις πριν την υποβολή τους στην Επιτροπή. Μεριμνά για την τήρηση προθεσμιών και καταληκτικών ημερομηνιών που έχουν τεθεί από την Επιτροπή.
στ. Συμμετέχει στη διαμόρφωση της πολιτικής των κρατικών ενισχύσεων και τον έλεγχο της συμβατότητας των χορηγούμενων από δημόσιους φορείς και αρχές σχεδίων Κρατικών ενισχύσεων, σύμφωνα με τα άρθρα 107 και 108 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
ζ. Συμμετέχει στη διαμόρφωση και τον έλεγχο της συμβατότητας της πολιτικής των Υπηρεσιών Γενικού Οικονομικού Συμφέροντος, σύμφωνα με το άρθρο 106 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνεργάζεται με τους αρμόδιους φορείς και συντάσσει την περιοδική έκθεση για τις Υπηρεσίες Γενικού Οικονομικού Συμφέροντος.
η. Παρακολουθεί και συντάσσει τον ετήσιο πίνακα Κρατικών Ενισχύσεων SARI (State Aid Reporting Interactive: Διαδραστική Αναφορά Κρατικών Ενισχύσεων).
θ. Συμμετέχει στα συμβουλευτικά όργανα της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της Επιτροπής για τον καθορισμό των νέων κανόνων - ανακοινώσεων και διαδικασιών στα θέματα κρατικών ενισχύσεων.
ι. Παρέχει εκπαίδευση και τεχνογνωσία σε θέματα κρατικών ενισχύσεων στις αποκεντρωμένες μονάδες, σε συνεργασία με αρμόδιους φορείς.
ι)α. Παρέχει υποστηρικτικό υλικό στις αποκεντρωμένες μονάδες σε θέματα πολιτικής και διαδικασιών κρατικών ενισχύσεων.
ι)β. Τηρεί κεντρικό πληροφοριακό σύστημα μητρώου όλων των υφιστάμενων κρατικών ενισχύσεων κατά τα οριζόμενα στην υποπαράγραφο Β.8. του παρόντος νόμου.
ι)γ. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατόπιν εισηγήσεως του Προϊσταμένου της Κεντρικής Μονάδας Κρατικών Ενισχύσεων, καθορίζονται περαιτέρω λεπτομέρειες - διευρυμένα καθήκοντα σχετικά με το ρόλο και τις αρμοδιότητες της Κεντρικής Μονάδας Κρατικών Ενισχύσεων σύμφωνα με τις αναθεωρήσεις της πολιτικής των κρατικών ενισχύσεων, όπως αυτή χαράσσεται από τα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Υποπαράγραφος Β.3: Στελέχωση της κεντρικής μονάδας κρατικών ενισχύσεων
1. Συνιστάται στην Κεντρική Μονάδα θέση Προϊσταμένου αυτής με βαθμό Διευθυντή. Ως προϊστάμενος της Κεντρικής Μονάδας Κρατικών Ενισχύσεων ορίζεται δημόσιος υπάλληλος κατηγορίας Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης του Υπουργείου Οικονομικών ή υπάλληλος από το στενό και ευρύτερο δημόσιο τομέα και τις ανεξάρτητες αρχές, κατά τη διαδικασία του άρθρου 55 παράγραφο 21 του νόμου 4002/2011 (ΦΕΚ 180/Α/2011) και, μετά τη λήξη ισχύος των διατάξεων του νόμου 4093/2012 (ΦΕΚ 222/Α/2012) Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013 - 2016 - Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του νόμου 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016, κατά τις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα.
2. Η ανωτέρω Μονάδα στελεχώνεται από υπαλλήλους όλων των κλάδων κατηγοριών και ειδικοτήτων του Υπουργείου Οικονομικών, καθώς και από υπαλλήλους από το στενό και ευρύτερο δημόσιο τομέα και τις ανεξάρτητες αρχές, οι οποίοι αποσπώνται για το σκοπό αυτό στην Κεντρική Μονάδα. Κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων στη Μονάδα μπορούν να αποσπασθούν υπάλληλοι από τη Μονάδα Οργάνωσης Διαχείρισης Ανώνυμη Εταιρεία και τα Όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το προσωπικό της Μονάδας που μεταφέρεται ή αποσπάται είναι έως είκοσι (20) άτομα. Οι υπηρετούντες στο Υπουργείο Οικονομικών δικηγόροι με έμμισθη εντολή υποστηρίζουν νομικά το έργο της Κεντρικής Μονάδας Κρατικών Ενισχύσεων.
3. Η Κεντρική Μονάδα Κρατικών Ενισχύσεων μπορεί να απασχολεί υπαλλήλους της κατηγορίας Ειδικού Επιστημονικού Προσωπικού.
4. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ορίζεται:
α. η διάρθρωση και ο αριθμός των υπαλλήλων που απαιτούνται για τις ανάγκες στελέχωσης της Κεντρικής Μονάδας Κρατικών Ενισχύσεων, ανά κατηγορία, κλάδο και ειδικότητα. Οι υπάλληλοι μεταφέρονται και αποσπώνται σε αυτή με την ίδια εργασιακή σχέση, την οργανική θέση, βαθμό, κλάδο και ειδικότητα που κατέχουν, με συνεκτίμηση της αίτησής τους και των αναγκών της Μονάδας,
β. τα ειδικότερα και πρόσθετα τυπικά και ουσιαστικά τους προσόντα,
γ. τα ειδικότερα και πρόσθετα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα του Προϊσταμένου, καθώς και η θητεία του, σύμφωνα και με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου,
δ. η διαδικασία επιλογής του προϊσταμένου και των υπαλλήλων.
Υποπαράγραφος Β.4: Δίκτυο αποκεντρωμένων μονάδων κρατικών ενισχύσεων
1. Η επιφορτισμένη με τις κρατικές ενισχύσεις υπηρεσία κάθε Υπουργείου μετονομάζεται σε Αποκεντρωμένη Μονάδα Κρατικών Ενισχύσεων.
2. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του αρμοδίου καθ' ύλην Υπουργού μπορεί να συνιστάται, όπου δεν υπάρχει ήδη κατά τη δημοσίευση του παρόντος, Αποκεντρωμένη Μονάδα Κρατικών Ενισχύσεων στα Υπουργεία και στους φορείς της εποπτείας τους, που ενδέχεται να χορηγούν κρατικές ενισχύσεις. Κύριο έργο των Αποκεντρωμένων Μονάδων είναι η προετοιμασία και η προώθηση σχεδίων για γνωμοδότηση ή και έγκριση από την Κεντρική Μονάδα Κρατικών Ενισχύσεων. Η Αποκεντρωμένη Μονάδα κάθε Υπουργείου είναι επίσης αρμόδια και υπεύθυνη για τα σχέδια που προετοιμάζονται και προωθούνται από τους εποπτευόμενους φορείς της.
3. Έργο των Αποκεντρωμένων Μονάδων είναι επίσης:
α. Ο έλεγχος αναφορικά με την ύπαρξη κρατικών ενισχύσεων, όλων των σχεδίων νόμου που εισάγονται προς ψήφιση από τον φορέα στον οποίο ανήκει ή που εποπτεύει η εκάστοτε Αποκεντρωμένη Μονάδα.
β. Ο έλεγχος αναφορικά με την ύπαρξη κρατικών ενισχύσεων, όλων των λοιπών πράξεων που εκδίδονται από τον φορέα στον οποίο ανήκει ή που εποπτεύει η εκάστοτε Αποκεντρωμένη Μονάδα.
γ. Η έγκριση όλων των σχεδίων κρατικών ενισχύσεων που δεν απαιτούν κοινοποίηση (όπως οι ενισχύσεις ήσσονος σημασίας) κατόπιν οδηγιών της Κεντρικής Μονάδας.
δ. Η προώθηση στην Κεντρική Μονάδα Κρατικών Ενισχύσεων όλων των σχεδίων που ενδεχομένως εμπεριέχουν μεταφορά και διάθεση κρατικών πόρων σε κάποιον ωφελούμενο, που συνοδεύονται από αναλυτική περιγραφή και τεκμηρίωση. Η Αποκεντρωμένη Μονάδα μπορεί να προτείνει βελτιώσεις πριν από την προώθηση του σχεδίου στην Κεντρική Μονάδα Κρατικών Ενισχύσεων.
ε. Σε περίπτωση κοινοποίησης ενός σχεδίου από την Κεντρική Μονάδα Κρατικών Ενισχύσεων στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Αποκεντρωμένη Μονάδα υποχρεούται να παρέχει στην Κεντρική Μονάδα κάθε είδους βοήθεια και υποστήριξη που θα της ζητηθεί.
στ. Τα σχέδια κοινοποιούνται μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος SANI και καταχωρούνται από τον επικυρωμένο χρήστη της Αποκεντρωμένης Μονάδας στο εν λόγω σύστημα.
ζ. Στο τέλος κάθε έτους, οι Αποκεντρωμένες Μονάδες υποχρεούνται στην ηλεκτρονική υποβολή της ετήσιας έκθεσης κρατικών ενισχύσεων μέσω του διαδραστικού συστήματος SARI, που περιλαμβάνει τις δαπάνες που έχουν πραγματοποιηθεί για τις υφιστάμενες κρατικές ενισχύσεις του φορέα τους. Η ηλεκτρονική αυτή υποβολή πραγματοποιείται επίσης από επικυρωμένο χρήστη. Οι επικυρωμένοι χρήστες και στις δύο περιπτώσεις ορίζονται μετά από αίτηση της Αποκεντρωμένης Μονάδας προς την Κεντρική Μονάδα Κρατικών Ενισχύσεων.
η. Φροντίζουν για την ενημέρωση του μητρώου παρακολούθησης κρατικών ενισχύσεων του άρθρου 30 του παρόντος νόμου, ως προς τα μέτρα αρμοδιότητάς τους.
4. Σε περίπτωση που δεν υφίσταται Αποκεντρωμένη Μονάδα Κρατικών Ενισχύσεων, το έργο της, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων διαφάνειας της υποπαραγράφου Β.11, ασκεί η κατά περίπτωση χορηγούσα αρχή, όπως αυτή προσδιορίζεται στην παράγραφο 3 του άρθρου 22 του νόμου 4002/2011.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος Β4.4 προστέθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 132 του νόμου [Ν] 4537/2018 (ΦΕΚ 84/Α/2018).
|
Υποπαράγραφος Β.5: Διυπουργική επιτροπή κρατικών ενισχύσεων
1. Με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου που εκδίδεται κατόπιν προτάσεως του Πρωθυπουργού, συγκροτείται Διυπουργική Επιτροπή Κρατικών Ενισχύσεων η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 2)β και το άρθρο 16 παράγραφος 6 του προεδρικού διατάγματος 63/2005 Κωδικοποίηση της νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα (ΦΕΚ 98/Α/2005). Η Επιτροπή συγκροτείται από:
α) Τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος προεδρεύει, με αναπληρωτή του τον Γενικό Γραμματέα του Οικονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών.
β) Τους Υπουργούς Εξωτερικών, Ανάπτυξης, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων και τους εκάστοτε αρμόδιους Υπουργούς, θέματα στην αρμοδιότητα των οποίων έρχονται προς συζήτηση. Αναπληρωτές ορίζονται οι αντίστοιχοι Γενικοί Γραμματείς των Υπουργείων.
γ) Γραμματέας της Επιτροπής ορίζεται ο υπάλληλος της Κεντρικής Μονάδας Κρατικών Ενισχύσεων.
2. Έργο της Επιτροπής είναι η διερεύνηση και επίλυση:
α) Των θεμάτων κρατικών ενισχύσεων που έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην οικονομική δραστηριότητα της Ελληνικής Δημοκρατίας.
β) Των υποθέσεων κρατικών ενισχύσεων όπου υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις ανάμεσα στους αρμόδιους φορείς και στην Κεντρική Μονάδα Κρατικών Ενισχύσεων ή / και των αρμόδιων φορέων μεταξύ τους.
γ) Των θεμάτων που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε υψηλό επίπεδο με τα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
3. Η Επιτροπή μπορεί να προσκαλεί κατά περίπτωση εκπροσώπους Δημόσιων Φορέων, Ανεξάρτητων Αρχών και Δημοσίων Επιχειρήσεων, κατά την εξέταση θεμάτων.
4. Η Επιτροπή συγκαλείται μετά από πρόσκληση του Προϊσταμένου της Κεντρικής Μονάδας Κρατικών Ενισχύσεων ή ενός εκ των μελών της Επιτροπής. Ο προϊστάμενος της Κεντρικής Μονάδας Κρατικών Ενισχύσεων συμμετέχει σε όλες τις συνεδριάσεις της επιτροπής ως εισηγητής χωρίς δικαίωμα ψήφου.
5. Οι αποφάσεις της Επιτροπής είναι δεσμευτικές για το σύνολο των εμπλεκόμενων φορέων. Τηρούνται γραπτά πρακτικά, στα οποία παρατίθενται αναλυτικά οι λόγοι που οδήγησαν στη λήψη της απόφασης.
Οι αποφάσεις της Επιτροπής λαμβάνονται κατά πλειοψηφία, τηρουμένων των διατάξεων του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας.
Υποπαράγραφος Β.6: Διαδικασία γνωμοδότησης από την κεντρική μονάδα κρατικών ενισχύσεων
Τα σχέδια, τα οποία μπορεί να περιέχουν μεταφορά και διάθεση κρατικών πόρων προς δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς, που ασκούν οικονομική δραστηριότητα, συμπεριλαμβανομένων εγγυήσεων, χορηγήσεων, εκχωρήσεων, φορολογικών και άλλων απαλλαγών, αποκρατικοποιήσεων, επενδύσεων, υπόκεινται σε αναλυτικό έλεγχο για πιθανή ύπαρξη κρατικών ενισχύσεων.
Η διαδικασία γνωμοδότησης από την Κεντρική Μονάδα Κρατικών Ενισχύσεων είναι η εξής:
1. Η χορηγούσα αρχή ετοιμάζει το προσχέδιο και το υποβάλει για εξέταση στην Αποκεντρωμένη Μονάδα Κρατικών Ενισχύσεων, στην οποία υπόκειται.
2. Η Αποκεντρωμένη Μονάδα διενεργεί εντός είκοσι εργάσιμων ημερών προκαταρκτικό έλεγχο για την ύπαρξη κρατικών ενισχύσεων. Κατά τον έλεγχο, συμπληρώνεται αντίστοιχο ερωτηματολόγιο κατά το πρότυπο των ερωτηματολογίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εκπονείται από το Κέντρο Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Οικονομικού Δικαίου σε συνεργασία με την Κεντρική Μονάδα Κρατικών Ενισχύσεων.
3. Τα σχέδια, νομοθετικής ή διοικητικής φύσης, τα οποία μπορεί να περιέχουν άμεση ή έμμεση κρατική ενίσχυση υποβάλλονται για γνωμοδότηση στην Κεντρική Μονάδα Κρατικών Ενισχύσεων, προ της υπογραφής τους από το αρμόδιο όργανο ή της ψήφισης τους από το Κοινοβούλιο.
4. Ανάλογα με την περίπτωση, η Κεντρική Μονάδα αποφασίζει και ενεργεί ως εξής:
α) Αν το σχέδιο δεν περιέχει κρατική ενίσχυση, η Κεντρική Μονάδα Κρατικών Ενισχύσεων εκφράζει προ της υιοθέτησης του σχεδίου, έγγραφη θετική γνώμη εντός είκοσι εργάσιμων ημερών, η οποία προσαρτάται και συνοδεύει το σχέδιο. Με τη θετική γνώμη, το σχέδιο υιοθετείται.
β) Αν το σχέδιο εμπεριέχει στοιχεία κρατικών ενισχύσεων, η Κεντρική Μονάδα Κρατικών Ενισχύσεων γνωμοδοτεί προς τη χορηγούσα αρχή, μέσω των Αποκεντρωμένων Μονάδων, ως προς απαιτούμενες βελτιώσεις προκειμένου το μέτρο να είναι συμβατό με τους κανόνες κρατικών ενισχύσεων, όπως αυτοί διαμορφώνονται από την Επιτροπή. Εάν κριθεί αναγκαίο, το σχέδιο κοινοποιείται στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 108 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
5. Ένα σχέδιο δεν μπορεί να υλοποιηθεί χωρίς τη θετική γνώμη της Κεντρικής Μονάδας Κρατικών Ενισχύσεων. Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ της Κεντρικής Μονάδας και της χορηγούσας αρχής, η υπόθεση παραπέμπεται στη Διυπουργική Επιτροπή, σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στην υποπαράγραφο Β.5.
6. Σε περίπτωση που θεσπιστεί ρύθμιση η οποία δεν έχει υποβληθεί στη Μονάδα Κρατικών Ενισχύσεων, η Μονάδα Κρατικών Ενισχύσεων ενημερώνει σχετικά τον αρμόδιο φορέα, ο οποίος οφείλει να απόσχει από την υλοποίηση του μέτρου, μέχρι την έκδοση γνώμης.
7. Οι αποφάσεις μεταφοράς κρατικών πόρων συνυπογράφονται από τον Υπουργό Οικονομικών, ύστερα από γνώμη της Μονάδας Κρατικών Ενισχύσεων.
Υποπαράγραφος Β.7: Υποστήριξη από κέντρο διεθνούς και οικονομικού Ευρωπαϊκού Δικαίου
Όλα τα στάδια της διαδικασίας των υποπαραγράφων Β.2., Β.4. και Β.6. του παρόντος νόμου συνεπικουρούνται από τη Μονάδα Κρατικών Ενισχύσεων του Κέντρου Διεθνούς και Οικονομικού Ευρωπαϊκού Δικαίου, η οποία υποχρεούται να εξετάζει κατά προτεραιότητα τα θέματα που της υποβάλλονται από την Κεντρική και τις Αποκεντρωμένες Μονάδες Κρατικών Ενισχύσεων.
Υποπαράγραφος Β.8: Κεντρικό πληροφοριακό σύστημα κρατικών ενισχύσεων
1. Δημιουργείται Κεντρικό Πληροφοριακό Σύστημα Κρατικών Ενισχύσεων, στο οποίο θα συνδεθούν όλα τα υφιστάμενα, καθώς και τα υπό προκήρυξη περιφερειακά συστήματα του δικτύου των Αποκεντρωμένων Μονάδων Κρατικών Ενισχύσεων.
2. Το Κεντρικό Πληροφοριακό Σύστημα θα περιλαμβάνει όλες τις κρατικές ενισχύσεις, που έχουν δοθεί στην ελληνική επικράτεια κατόπιν εγκριτικής απόφασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τις ενισχύσεις που έχουν δοθεί βάσει του κανονισμού 1998/2006 (L 379/5 EL της 28-12-2006), καθώς και αυτές του Γενικού Απαλλακτικού Κανονισμού 800/2008 (L 214/3 EL της 09-08-2008).
3. Για τον καθορισμό των τεχνικών προδιαγραφών συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών Ομάδα Διοίκησης Έργου με αντικείμενο το σχεδιασμό, υλοποίηση, υποστήριξη και διαχείριση του Πληροφοριακού Συστήματος.
Υποπαράγραφος Β.9: Εφαρμογή της υποχρέωσης ανάκτησης παράνομων κρατικών ενισχύσεων
1. Η Κεντρική Μονάδα Κρατικών Ενισχύσεων σε συνεργασία με τις Αποκεντρωμένες Μονάδες είναι υπεύθυνη για την εφαρμογή των αποφάσεων που αφορούν ανάκτηση παράνομων κρατικών ενισχύσεων.
Ειδικότερα:
α. Σε περίπτωση που η απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν περιέχει αναλυτικές πληροφορίες για την ταυτότητα των αποδεκτών ούτε για τα ποσά της ενίσχυσης που πρέπει να ανακτηθούν, η Κεντρική Μονάδα συντονίζει και καθοδηγεί τις Αποκεντρωμένες Μονάδες, οι οποίες προσδιορίζουν χωρίς καθυστέρηση τις επιχειρήσεις που αφορά η απόφαση, καθώς και το ακριβές ποσό της ενίσχυσης που πρέπει να ανακτηθεί από κάθε επιχείρηση (C 272/05 EL της 15-11-2007 Ανακοίνωσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για αποτελεσματική εφαρμογή των ανακτήσεων).
β. Η Κεντρική Μονάδα συντονίζει τις ενέργειες της Ελληνικής Δημοκρατίας σχετικά με την ανάκτηση της ενίσχυσης από τους τελικούς αποδέκτες σύμφωνα με οριζόμενα στο άρθρο 14 παράγραφος 1 του υπ' αριθμόν 659/1999 Διαδικαστικού Κανονισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως ισχύει.
γ. Η Κεντρική Μονάδα είναι το κεντρικό σημείο επαφής με την Ευρωπαϊκή Ένωση αναφορικά με την εφαρμογή της ανάκτησης. Σε περίπτωση δυσκολιών, ενημερώνει την Επιτροπή προτείνοντας απαραίτητες ρυθμίσεις για την εφαρμογή της απόφασης.
δ. Η Κεντρική Μονάδα συμβουλεύει τις αποκεντρωμένες Μονάδες ως προς τον υπολογισμό των τόκων της ανάκτησης, χρησιμοποιώντας το επιτόκιο αναφοράς και τη μέθοδο ανατοκισμού όπως αυτή έχει προσδιοριστεί στο Κεφάλαιο V του Κανονισμού ΕΚ 794/2004 και υπολογίζονται από την ημερομηνία κατά την οποία η ενίσχυση τέθηκε στη διάθεση του δικαιούχου μέχρι την πραγματική της επιστροφή. Επίσης, ελέγχει τα τελικά ποσά πριν τα υποβάλει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
2. Οι Αποκεντρωμένες Μονάδες:
α. Παρέχουν στην Κεντρική Μονάδα τις απαραίτητες πληροφορίες για τον προσδιορισμό των τελικών αποδεκτών της ενίσχυσης και υπολογίζουν το προς ανάκτηση (κατά το μέρος που τα παραπάνω δεν προσδιορίζονται στην απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης).
β. Παίρνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για την εφαρμογή της ανάκτησης, σε συνεργασία και συμφωνία με τις οδηγίες της Κεντρικής Μονάδας.
Υποπαράγραφος Β.10: Διαδικασία ανάκτησης παράνομων κρατικών ενισχύσεων
1. Με την ενημέρωσή της για απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που αφορά ανάκτηση από την Ελληνική Δημοκρατία παράνομων κρατικών ενισχύσεων, η Κεντρική Μονάδα έρχεται σε επαφή με τη χορηγούσα αρχή, ώστε να συλλέξει όλη την απαραίτητη πληροφόρηση.
2. Η Κεντρική Μονάδα συμβουλεύει τις Αποκεντρωμένες Μονάδες στον προσδιορισμό των ωφελούμενων από την ενίσχυση φορέων, των ποσών των ενισχύσεων, αν αυτά δεν προσδιορίζονται στην απόφαση ανάκτησης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, και των αναλογούντων τόκων. Επίσης, προσδιορίζει τις ενέργειες που θα οδηγήσουν στην ανάκτηση και ζητά από τις Αποκεντρωμένες Μονάδες να τις υιοθετήσει άμεσα. Οι Αποκεντρωμένες Μονάδες υποχρεούνται να εφαρμόσουν τις ενέργειες αυτές μέσα στην οριζόμενη προθεσμία και να αναφέρουν τα αποτελέσματα στην Κεντρική Μονάδα. Η Κεντρική Μονάδα ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τις ενέργειες και τα μέτρα που έχουν ληφθεί για την ανάκτηση της παράνομης κρατικής ενίσχυσης και συνεχίζει την τακτική ενημέρωση για την πορεία της ανάκτησης.
3. Οι ωφελούμενοι από παράνομη κρατική ενίσχυση είναι υποχρεωμένοι να επιστρέψουν το ποσό με τους αναλογούντες τόκους, σύμφωνα με τις διαδικασίες που ορίζονται από το νόμο 4002/2011 όπως κάθε φορά ισχύει, υπό την προϋπόθεση ότι εξασφαλίζεται η άμεση και αποτελεσματική εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου 14 του υπ' αριθμόν 659/1999 Διαδικαστικού Κανονισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως ισχύει (L 83 EL της 27-03-1999). Κατ' εξαίρεση, όταν η ανάκτηση αφορά κρατική ενίσχυση που έχει χορηγηθεί σε παραλήπτες που δραστηριοποιούνται σε παραμεθόριες περιοχές της Ελλάδας, λαμβάνεται ειδική μέριμνα για τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις που αφορούν στους παραλήπτες αυτούς, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας έκδοσης απόφασης ανάκτησης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος Β10.3 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 73 του νόμου 4170/2013 (ΦΕΚ 163/Α/2013).
|
4. Αναστέλλεται η καταβολή κάθε συμβιβάσιμης ενίσχυσης σε οποιονδήποτε αποδέκτη οφείλει να επιστρέψει παράνομη και ασυμβίβαστη ενίσχυση, σύμφωνα με προηγούμενη απόφαση ανάκτησης της Επιτροπής μέχρις ότου ο εν λόγω αποδέκτης επιστρέψει την παλαιά παράνομη και ασυμβίβαστη ενίσχυση.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος Β10.4 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 132 του νόμου [Ν] 4537/2018 (ΦΕΚ 84/Α/2018).
|
5. Σε περίπτωση εταιρειών σε καθεστώς πτώχευσης, οι Αποκεντρωμένες Μονάδες, υποβοηθούμενες από την Κεντρική Μονάδα, διασφαλίζουν ότι τα ποσά της ανάκτησης εγγράφονται στον πίνακα των απαιτήσεων σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον Πτωχευτικό Κώδικα, ο οποίος κυρώθηκε με το νόμο [Ν] 3588/2007 (ΦΕΚ 153/Α/2007), όπως αυτός ισχύει, άρθρο 135 επόμενα.
6. Στο άρθρο 202 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του νόμου [Ν] 2717/1999 (ΦΕΚ 97/Α/1999), προστίθεται παράγραφος 4 ως ακολούθως, η δε υφιστάμενη παράγραφος 4 αναριθμείται σε παράγραφο 5.
{4. Αναστολή κατά πράξεως που μετά από απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, διατάσσει την ανάκτηση παράνομης ή ασυμβίβαστης με την εσωτερική αγορά κρατικής ενίσχυσης, κατά την έννοια του άρθρου 108 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χορηγείται αν πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) έχει ασκηθεί προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά της απόφασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εφόσον και καθ' ο μέρος αμφισβητείται η νομιμότητα της απόφασης αυτής. Αν δεν έχει ασκηθεί η κατά τα ανωτέρω προσφυγή, το δικαστήριο υποχρεούται να αποστείλει σχετικό προδικαστικό ερώτημα,
β) πιθανολογείται σοβαρά η παρανομία της ενωσιακής πράξης ανάκτησης και
γ) ο αιτών επικαλείται και αποδεικνύει ότι η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης θα του προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη.
Η χορήγηση αναστολής αποκλείεται αν από τη στάθμιση της βλάβης του συμφέροντος του αιτούντος και του συμφέροντος της Ευρωπαϊκής Ένωσης κρίνεται ότι οι αρνητικές συνέπειες από την αποδοχή της αίτησης αναστολής είναι σοβαρότερες από την ωφέλεια του αιτούντος. Κατά την εκτίμηση των παραπάνω προϋποθέσεων, το δικαστήριο οφείλει να λαμβάνει υπόψη τις αποφάσεις των δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης επί της νομιμότητας της ενωσιακής πράξης, καθώς και τη διάταξη που τυχόν εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.}
7. Στην παράγραφο 5 του άρθρου 205 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του νόμου [Ν] 2717/1999, προστίθεται εδάφιο ως εξής:
{Ειδικώς, αποφάσεις για την αναστολή που εκδίδονται σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 202, μπορούν επίσης, να ανακληθούν ύστερα από αίτηση διαδίκου ή τρίτου που έχει έννομο συμφέρον, αν εκδοθεί απόφαση του αρμοδίου δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης επί αιτήσεως οριστικής ή προσωρινής δικαστικής προστασίας κατά της απόφασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής η οποία διατάσσει την ανάκτηση παράνομης κρατικής ενίσχυσης.}
8. Το άρθρο 22 του νόμου 4002/2011 (ΦΕΚ 180/Α/2011) τροποποιείται ως εξής:
α. Στην περίπτωση β' της παραγράφου 1 του άρθρου 22 οι λέξεις καθώς και ο τρόπος καταβολής (εφάπαξ ή δόσεις, ημερομηνία καταβολής) αντικαθίστανται με τις λέξεις καθώς και ο χρόνος καταβολής που δεν μπορεί να υπερβαίνει την προθεσμία ανάκτησης που τίθεται στην απόφαση της παραγράφου 1.
β. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 22 οι λέξεις για τη σύνταξη και αποστολή του χρηματικού καταλόγου στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία αντικαθίστανται με τις λέξεις κατά την έννοια των περιπτώσεων α' και β' της παραγράφου 1 και προστίθεται εδάφιο ως εξής:
{Αν η ανακτητέα κρατική ενίσχυση αφορά περισσότερες της μίας δραστηριότητες που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα περισσοτέρων υπηρεσιών, αρμόδια είναι η υπηρεσία που εποπτεύει την κύρια δραστηριότητα του νομικού προσώπου.}
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος Β4.4 προστέθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 132 του νόμου [Ν] 4537/2018 (ΦΕΚ 84/Α/2018).
|
Υποπαράγραφος Β.11: Υποχρέωση διαφάνειας κατά τη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων
1. Για τη διασφάλιση της υποχρέωσης διαφάνειας, όπου τίθεται από τους ενωσιακούς κανόνες, σχετικά με τη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων, αναρτώνται σε δημόσια προσβάσιμο διαδικτυακό ιστότοπο συνοπτικές πληροφορίες για χορηγηθείσες μεμονωμένες κρατικές ενισχύσεις μετά την 01-07-2016. Οι πληροφορίες που δημοσιεύονται περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων την επωνυμία και τον ΑΦΜ του δικαιούχου, το είδος και τον τομέα δραστηριότητας της επιχείρησης, το ποσό ενίσχυσης και το μέσο ενίσχυσης, καθώς και όποιο άλλο στοιχείο προβλέπει η ενωσιακή νομική βάση χορήγησης της ενίσχυσης. Η συναίνεση του δικαιούχου για την εν λόγω δημοσίευση τεκμαίρεται με τη λήψη της ενίσχυσης.
2. Τα ως άνω απαιτούμενα στοιχεία καταχωρούνται στο σχετικό ηλεκτρονικό σύστημα από τις Αποκεντρωμένες Μονάδες Κρατικών Ενισχύσεων, με βάση τα στοιχεία που τους παρέχονται από τις αρμόδιες υπηρεσίες και επικυρώνονται από την Κεντρική Μονάδα Κρατικών Ενισχύσεων. Οι χρήστες του συστήματος ορίζονται από την Κεντρική Μονάδα Κρατικών Ενισχύσεων, μετά από αίτηση της Αποκεντρωμένης Μονάδας.}
Υποπαράγραφος Β.12 (πρώην Β.11): Τελικές - Μεταβατικές διατάξεις
Η στελέχωση της Μονάδας Κρατικών Ενισχύσεων όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 26 του παρόντος νόμου ολοκληρώνεται εντός προθεσμίας 6 μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος. Μέχρι την ολοκλήρωση της στελέχωσης αυτής, οι σχετικές με τις κρατικές ενισχύσεις αρμοδιότητες της Διεύθυνσης Ευρωπαϊκής Ένωσης της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών εξακολουθούν να ασκούνται από αυτή στη συνέχεια οι αρμοδιότητες αυτές μεταφέρονται στην Κεντρική Μονάδα Κρατικών Ενισχύσεων της υποπαραγράφου Β.2. του παρόντος νόμου.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος Β.12 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 92 του νόμου 4182/2013 (ΦΕΚ 185/Α/2013).
|