Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
Υποπαράγραφος Β1
1. α. Οι διατάξεις των άρθρων 1 του νόμου [Ν] 91/1943 (ΦΕΚ 129/Α/1943), 1 και 2 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 99/1974 (ΦΕΚ 295/Α/1974) και της παραγράφου 19 του άρθρου 4 του νόμου 3513/2006 (ΦΕΚ 265/Α/2006) παύουν να ισχύουν για όσους από τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα αποκτούν για πρώτη φορά την ιδιότητα του Βουλευτή ή του Δημάρχου, από την επομένη της ημερομηνίας έναρξης ισχύος του παρόντος νόμου. Τα πρόσωπα αυτά ασφαλίζονται για κύρια σύνταξη, πρόσθετη ασφάλιση και υγειονομική περίθαλψη, στους φορείς που ασφαλίζονταν πριν την εκλογή τους στα αξιώματα αυτά και ο χρόνος της θητείας τους λογίζεται ως χρόνος ασφάλισης στους φορείς αυτούς.
Σε περίπτωση που δεν υφίσταται προγενέστερη κατά τα ανωτέρω ασφάλιση, για τα εν λόγω πρόσωπα έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 2 του νόμου [Ν] 3865/2010 (ΦΕΚ 120/Α/2010).
Οι αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές, όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία του κάθε φορέα, βαρύνουν του μεν ασφαλισμένου τους ίδιους, του δε εργοδότη τη Βουλή ή το Δήμο, κατά περίπτωση, παρακρατούνται από τη βουλευτική αποζημίωση ή την αντιμισθία και αποδίδονται ανά μήνα στους οικείους φορείς.
Όσα από τα ανωτέρω πρόσωπα πριν την εκλογή τους υπάγονταν στο ασφαλιστικό- συνταξιοδοτικό καθεστώς του Δημοσίου, οι ασφαλιστικές εισφορές υπολογίζονται επί των συντάξιμων αποδοχών της οργανικής τους θέσης, όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά.
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας καθορίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του τρίτου και τέταρτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου των προηγούμενων εδαφίων.
β. Οι διατάξεις της παραγράφου 14 του άρθρου 8 του νόμου [Ν] 2592/1998 (ΦΕΚ 57/Α/1998), αντικαθίστανται ως εξής:
{14. Οι συντάξεις των συνταξιούχων του Δημοσίου, γενικά, συμπεριλαμβανομένων όσων λαμβάνουν βουλευτική σύνταξη ή χορηγία, οι οποίοι υπηρετούν ή προσλαμβάνονται σε θέσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως αυτός ορίζεται στην παράγραφο 6 του άρθρου 1 του νόμου [Ν] 1256/1982 (ΦΕΚ 65/Α/1982) και λαμβάνουν σύνταξη ή χορηγία, κατά περίπτωση και αποδοχές συγχρόνως, καταβάλλονται μειωμένες κατά 70% με εξαίρεση τις συντάξεις που καταβάλλονται με βάση τις διατάξεις των νόμων [Ν] 1897/1990 (ΦΕΚ 120/Α/1990) και [Ν] 1977/1991 (ΦΕΚ 185/Α/1991), τις εξ ιδίου δικαιώματος πολεμικές συντάξεις που καταβάλλονται με βάση τις διατάξεις του Κώδικα Πολεμικών Συντάξεων, καθώς και τις εξ ιδίου δικαιώματος συντάξεις παθόντων στην υπηρεσία και εξαιτίας αυτής.
Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου έχουν ανάλογη εφαρμογή και για όσους λαμβάνουν σύνταξη ή χορηγία από το Δημόσιο και καταλαμβάνουν θέση εξωκοινοβουλευτικού Υπουργού, Αναπληρωτή Υπουργού ή Υφυπουργού.
Οι διοριζόμενοι σε θέσεις προέδρων ή μελών Διοικητικών Συμβουλίων, φορέων του δημόσιου τομέα, οι οποίοι λαμβάνουν σύνταξη από το Δημόσιο ή από οποιονδήποτε ασφαλιστικό φορέα κύριας ασφάλισης μπορούν, αντί της υπαγωγής τους στις ρυθμίσεις του προηγούμενου εδαφίου, να επιλέξουν με υπεύθυνη δήλωση του νόμου 1599/1986 που απευθύνουν τόσο προς την υπηρεσία τους, όσο και προς τον οικείο ασφαλιστικό φορέα, την υπαγωγή τους στις ρυθμίσεις της παραγράφου 9 του άρθρου 6 του νόμου 2469/1997 (ΦΕΚ 38/Α/1997).}
γ. Οι διατάξεις της παραγράφου 14 του άρθρου 8 του νόμου [Ν] 2592/1998, όπως τροποποιούνται με τις διατάξεις της προηγούμενης περίπτωσης έχουν εφαρμογή και για όσους λαμβάνουν ταυτόχρονα με τη σύνταξη ή τη χορηγία, κατά περίπτωση, βουλευτική αποζημίωση ή αντιμισθία ως αιρετά όργανα των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης α' και β' βαθμού.
Ειδικά η καταβολή της βουλευτικής σύνταξης ή της χορηγίας δημάρχου αναστέλλεται, εφόσον οι κατά περίπτωση δικαιούχοι επανεκλεγούν στα αξιώματα αυτά.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος γ τίθεται όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 7 του άρθρου 4 του νόμου 4151/2013 (ΦΕΚ 103/Α/2013).
|
δ. Στο τέλος του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 58 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 169/2007, προστίθεται εδάφιο ως εξής:
{Οι ανωτέρω διατάξεις έχουν εφαρμογή και:
α. για όσους λαμβάνουν, εξ' ιδίου δικαιώματος ή κατά μεταβίβαση, βουλευτική σύνταξη ή χορηγία αιρετού οργάνου των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης α' και β' βαθμού, καθώς και
β. για όσους λαμβάνουν σύνταξη από το Δημόσιο, συμπεριλαμβανομένης και της βουλευτικής ή χορηγία και συγχρόνως βουλευτική αποζημίωση ή αντιμισθία, ως αιρετά όργανα των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης α' και β' βαθμού, κατά περίπτωση.}
ε. Χρόνος ασφάλισης σε οποιονδήποτε ασφαλιστικό φορέα, καθώς και στο Δημόσιο δεν μπορεί να χρησιμεύσει για τη θεμελίωση ή την προσαύξηση βουλευτικής σύνταξης ή σύνταξης αιρετού οργάνου των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης α' και β' βαθμού.
στ. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 14 του νόμου [Ν] 3865/2010 αντικαθίστανται, από 01-01-2011, ως εξής:
{2. Οι δήμαρχοι διατηρούν το καθεστώς υγειονομικής περίθαλψης στο οποίο υπάγονταν πριν την εκλογή τους στις ανωτέρω θέσεις, οι δε αναλογούσες κρατήσεις, υπολογίζονται επί της αντιμισθίας που λαμβάνουν, βαρύνουν τους ίδιους και αποδίδονται, ανά μήνα, στον οικείο φορέα.}
ζ. Οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 14 του νόμου [Ν] 3865/2010, από 01-01-2011 έχουν εφαρμογή για τα πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 93 του νόμου 3852/2010 (ΦΕΚ 87/Α/2010), με εξαίρεση τους δημάρχους, καθώς και για τα πρόσωπα του άρθρου 182 του ίδιου ως άνω νόμου, τα οποία λαμβάνουν αντιμισθία.
η. Οι αναλογούσες εισφορές ασφαλισμένου των προσώπων της παραγράφου 1 των άρθρων 93 και 182 του νόμου 3852/2010 βαρύνουν τους ίδιους.
θ. Οι καταβαλλόμενες κατά την 01-01-2013 και εφεξής κανονιζόμενες συντάξεις των βουλευτών και των αιρετών οργάνων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης α' και β' βαθμού που λαμβάνουν και δεύτερη κύρια σύνταξη από οποιοδήποτε φορέα κοινωνικής ασφάλισης ή το Δημόσιο, μειώνονται κατά 20%. Το ποσοστό της μείωσης ορίζεται σε 30% εάν τα ανωτέρω πρόσωπα λαμβάνουν και τρίτη σύνταξη συμπεριλαμβανομένης και της βουλευτικής ή της χορηγίας.
Η κατά τα ανωτέρω μείωση γίνεται επί του ακαθαρίστου ποσού της μηνιαίας βασικής σύνταξης, όπως αυτό ισχύει κατά την 31-12-2012, προ της παρακράτησης της εισφοράς αλληλεγγύης συνταξιούχων και της επιπλέον εισφοράς της παραγράφου 14 του άρθρου 2 του νόμου 4002/2011 (ΦΕΚ 180/Α/2011), καθώς και των μειώσεων που επιβλήθηκαν με τις διατάξεις της παραγράφου 10 του άρθρου 1 του νόμου 4024/2011 (ΦΕΚ 226/Α/2011), του άρθρου 1 του νόμου 4051/2012 (ΦΕΚ 40/Α/2012) και της υποπαραγράφου της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού, για τον υπολογισμό των οποίων, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις, η βουλευτική σύνταξη ή χορηγία λαμβάνεται υπόψη μειωμένη κατά 20% ή 30%, κατά περίπτωση.
ι. Η εξ ιδίου δικαιώματος σύνταξη για όσα από τα πρόσωπα της προηγούμενης περίπτωσης θα θεμελιώσουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα από την 01-01-2013 και μετά, καταβάλλεται με τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας τους, με εξαίρεση όσα από αυτά είναι ανίκανα για κάθε βιοποριστικό επάγγελμα κατά ποσοστό 67% και άνω.
ι)α. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής, κατά το μέρος που αφορούν βουλευτικές συντάξεις, έχουν εφαρμογή και για τις συντάξεις των Προέδρων και Αντιπροέδρων της Κυβέρνησης, καθώς και για αυτές των Προέδρων της Βουλής.
Υποπαράγραφος Β.2.
α. Στο τέλος του άρθρου 56 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 169/2007 προστίθεται παράγραφος 15 ως εξής:
{15. α. Για όσους θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα από 01-01-2013 και μετά, το όριο ηλικίας καταβολής της σύνταξής τους που προβλέπεται από τις διατάξεις:
α)α. των υποπεριπτώσεων β)α' και β)γ' της περίπτωσης β' της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, αυξάνεται στο 67ο έτος,
β)β. της περίπτωσης β' της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού, αυξάνεται στο 62ο έτος.
β. Η σύνταξη όσων θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα από 01-01-2013 και μετά, καταβάλλεται ολόκληρη με τη συμπλήρωση 40 ετών πλήρους πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας και του 62ου έτους της ηλικίας τους.}
β. Η υποπερίπτωση γ)γ' της περίπτωσης β' της παραγράφου 3 του άρθρου 56 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 169/2007 καταργείται.
γ. Το πρώτο και το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του νόμου [Ν] 2084/1992 (ΦΕΚ 165/Α/1992), όπως ισχύουν, αντικαθίστανται ως εξής:
{α) Αν απομακρυνθεί της υπηρεσίας και έχει δεκαπενταετή πλήρη πραγματική συντάξιμη υπηρεσία και το 67ο έτος της ηλικίας του. Για όσους θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης από 01-01-2013 και μετά, η σύνταξη καταβάλλεται με τη συμπλήρωση 40 ετών πλήρους πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας και του 62ου έτους της ηλικίας τους.}
δ. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 15 του νόμου [Ν] 2084/1992 αντικαθίσταται ως εξής:
{1. Ο υπάλληλος δικαιούται μειωμένη σύνταξη μετά τη συμπλήρωση του 62ου έτους της ηλικίας του και των χρονικών προϋποθέσεων των άρθρων 3 και 7 του νόμου αυτού.}
ε. Οι διατάξεις των προηγούμενων περιπτώσεων της παρούσας υποπαραγράφου Β. 2. έχουν εφαρμογή και για τους δικαστικούς λειτουργούς και τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους που θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης από 01-01-2013 και μετά.
Ειδικά οι δικαστικοί λειτουργοί και τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους που αποχωρούν υποχρεωτικά από την υπηρεσία με τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας τους, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 88 του Συντάγματος, δεν υπάγονται σε όσες από τις διατάξεις της παραγράφου αυτής προβλέπουν καταβολή της σύνταξης με τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας και συνταξιοδοτούνται άμεσα μετά την υποχρεωτική αποχώρησή τους από την υπηρεσία.
στ. Η σύνταξη όσων από τα πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του νόμου [Ν] 3660/2008 (ΦΕΚ 78/Α/2008) θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης με βάση τις διατάξεις του ίδιου άρθρου, από 01-01-2013 και μετά, καταβάλλεται με τη συμπλήρωση του 60ου έτους της ηλικίας τους.
ζ. Το δεύτερο εδάφιο της υποπερίπτωσης ε)ε' της περίπτωσης β' της παραγράφου 3 του άρθρου 56 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 169/2007 αντικαθίσταται ως εξής:
{Για το προσωπικό εσωτερικής φύλαξης και εξωτερικής φρούρησης των γενικών, ειδικών και θεραπευτικών καταστημάτων κράτησης και των ιδρυμάτων αγωγής ανηλίκων, που θεμελιώνει δικαίωμα σύνταξης από 01-01-2013 και μετά η σύνταξη καταβάλλεται ακέραια με τη συμπλήρωση του 60ου έτους της ηλικίας τους ή με τη συμπλήρωση 37 ετών συντάξιμης υπηρεσίας ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας.}
η. Οι διατάξεις του πρώτου και δευτέρου εδαφίου της παρ. 7 του άρθρου 19 του νόμου [Ν] 2084/1992 αντικαθίστανται από 01-01-2013 ως εξής:
{7. Υπάλληλοι και λειτουργοί του Δημοσίου, καθώς και στρατιωτικοί που έχουν ασφαλισθεί, για κύρια σύνταξη, σε οποιονδήποτε ασφαλιστικό οργανισμό πριν την 01-01-1993, δικαιούνται σύνταξη από το Δημόσιο κατά παρέκκλιση των διατάξεων των άρθρων 1 και 26 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 169/2007, εφόσον αποχωρούν με αίτησή τους και έχουν συμπληρώσει δεκαπενταετή πλήρη πραγματική συντάξιμη υπηρεσία και το 67ο έτος της ηλικίας τους. Η συμπλήρωση της ανωτέρω δεκαπενταετούς συντάξιμης υπηρεσίας δεν συνιστά θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος, κατά την έννοια των διατάξεων των προηγουμένων περιπτώσεων.}
θ. Στις περιπτώσεις που η σύνταξη, ανεξαρτήτως του χρόνου θεμελίωσης του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, καταβάλλεται με τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας, το όριο ηλικίας αυτό αυξάνεται στο 67ο έτος, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που το σχετικό δικαίωμα έχει αναγνωρισθεί με πράξη της αρμόδιας Διεύθυνσης Συντάξεων.
ι. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 15 του νόμου [Ν] 3865/2010 (ΦΕΚ 120/Α/2010) και τις οικείες διατάξεις του Κανονισμού της Βουλής έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τους υπαλλήλους της Βουλής.
Υποπαράγραφος Β.3.
α. Η μηνιαία σύνταξη ή το άθροισμα των μηνιαίων συντάξεων και μερισμάτων, άνω των 1.000 ευρώ, που καταβάλλονται από οποιαδήποτε πηγή και για οποιαδήποτε αιτία, μειώνεται ως εξής:
Για συνολικό ποσό σύνταξης ή αθροίσματος συντάξεων:
α)α. Άνω των 1.000,00 ευρώ και έως 1.500,00 ευρώ, μειώνεται το σύνολο του ποσού κατά 5% και σε κάθε περίπτωση το ποσό που εναπομένει δεν μπορεί να υπολείπεται των 1.000,01 ευρώ.
β)β. Από 1.500,01 ευρώ έως και 2.000,00 ευρώ, μειώνεται το σύνολο του ποσού κατά 10% και σε κάθε περίπτωση το ποσό που εναπομένει δεν μπορεί να υπολείπεται των 1.425,01 ευρώ.
γ)γ. από 2.000,01 ευρώ έως και 3.000,00 ευρώ, μειώνεται το σύνολο του ποσού κατά 15% και σε κάθε περίπτωση το ποσό που εναπομένει δεν μπορεί να υπολείπεται των 1.800,01 ευρώ και
δ)δ. από 3.000,01 ευρώ και άνω, μειώνεται το σύνολο του ποσού κατά ποσοστό 20% και σε κάθε περίπτωση το ποσό που εναπομένει δεν μπορεί να υπολείπεται των 2.550,01 ευρώ.
β. Για τον προσδιορισμό του ποσοστού μείωσης λαμβάνεται υπόψη το ποσό της μηνιαίας βασικής σύνταξης ή των μηνιαίων βασικών συντάξεων όπως αυτά θα έχουν διαμορφωθεί την 31-12-2012 μετά την τυχόν παρακράτηση της εισφοράς αλληλεγγύης συνταξιούχων και της επιπλέον εισφοράς της παραγράφου 14 του άρθρου 2 του νόμου 4002/2011, καθώς και των τυχόν μειώσεων που επιβλήθηκαν με τις διατάξεις της παραγράφου 10 του άρθρου 1 του νόμου 4024/2011 και του άρθρου 1 του νόμου 4051/2012.
γ. Σε περίπτωση συρροής συντάξεων το ποσό της μείωσης επιμερίζεται αναλογικά σε κάθε φορέα ή τομέα και αποτελεί έσοδο του οικείου ασφαλιστικού φορέα ή τομέα.
δ. Εξαιρούνται των ανωτέρω μειώσεων οι συνταξιούχοι του Δημοσίου, γενικά, οι οποίοι είναι ανάπηροι με ποσοστό αναπηρίας 80% και άνω, σύμφωνα με γνωμάτευση της Ανωτάτης Στρατού Υγειονομικής Επιτροπής (ΤΗΣΥΕ)
Επίσης, εξαιρούνται των ανωτέρω μειώσεων οι αποδοχές, όπως αυτές ορίζονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 17 του νόμου [Ν] 875/1979 (ΦΕΚ 50/Α/1979), των Αναπήρων Πολέμου Αξιωματικών Πολεμικής Διαθεσιμότητας, καθώς και των υπηρετούντων στο Σώμα της Ελληνικής Αστυνομίας της κατηγορίας μονίμου διαθεσιμότητας, με ποσοστό αναπηρίας 80% και άνω, σύμφωνα με γνωμάτευση της Ανωτάτης Στρατού Υγειονομικής Επιτροπής, όπως επίσης και όσοι συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις των νόμων [Ν] 1897/1990 και 1977/1991. Γενικά, η γνωμάτευση των υγειονομικών επιτροπών του Κέντρου Πιστοποίησης Αναπηρίας λαμβάνεται εξίσου υπόψη για την εξαίρεση από τις μειώσεις της περίπτωσης δ' της υποπαραγράφου Β3 της παραγράφου Β του άρθρου πρώτου του νόμου 4093/2012. Οι γνωματεύσεις δε της Ανώτατης Στρατού Υγειονομικής Επιτροπής ισχύουν και για τη συνταξιοδότηση από οποιονδήποτε άλλο φορέα συνταξιοδότησης.
Υποπαράγραφος Β.4.
Τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, καθώς και το επίδομα αδείας που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 5 του νόμου [Ν] 2592/1998 (ΦΕΚ 57/Α/1998) και του άρθρου Μόνου του νόμου [Ν] 3847/2010 (ΦΕΚ 67/Α/2010) καταργούνται.
Κατ' εξαίρεση από 01-01-2013 το συνολικό ετήσιο ποσό των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα, καθώς και του επιδόματος αδείας που καταβαλλόταν μέχρι την 31-12-2012 στα πρόσωπα της περίπτωσης δ' της υποπαραγράφου Β3, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή της με τις διατάξεις της προηγούμενης περίπτωσης, επιμερίζεται σε δωδεκάμηνη βάση και το ποσό που αντιστοιχεί κατά μήνα προσαυξάνει τη μηνιαία σύνταξη των προσώπων αυτών.
Υποπαράγραφος Β.5.
α. Από 01-01-2013 οι διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 5 και της παραγράφου 6 του άρθρου 31 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 169/2007 αντικαθίστανται ως εξής:
{α. Το συνολικό ποσό σύνταξης ή συντάξεων που λαμβάνουν οι άγαμες ή διαζευγμένες θυγατέρες, από το Δημόσιο, των οποίων το συνταξιοδοτικό δικαίωμα γεννήθηκε πριν την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου [Ν] 3865/2010, δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 720€. Στις περιπτώσεις καταβολής δύο συντάξεων που το άθροισμά τους υπερβαίνει το ανωτέρω ποσό, η περικοπή του υπερβάλλοντος ποσού, διενεργείται επί της μεγαλύτερης σύνταξης και εάν αυτή δεν επαρκεί περικόπτεται ανάλογα και η δεύτερη σύνταξη.
β. Από την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού καταργείται η καταβολή του επιδόματος εξομάλυνσης του άρθρου 1 του νόμου 3670/2008 (ΦΕΚ 117/Α/2008) στις συντάξεις των προσώπων της προηγούμενης περίπτωσης.
γ. Στις περιπτώσεις που στη σύνταξη συντρέχουν περισσότεροι του ενός δικαιούχοι, το ποσό της περίπτωσης α' επιμερίζεται σε αυτούς σε ίσες μερίδες. Ειδικά στην περίπτωση που συνδικαιούχος στη σύνταξη είναι επιζών σύζυγος, το μερίδιό του δεν παραβλάπτεται από τον κατά τα ανωτέρω περιορισμό του ποσού που αναλογεί στο μερίδιο των προσώπων της περίπτωσης α'.
δ. Η καταβολή της σύνταξης των άγαμων ή διαζευγμένων θυγατέρων αναστέλλεται, εάν όπως προκύπτει από τη φορολογική τους δήλωση του προηγούμενου οικονομικού έτους, έχουν και άλλα εισοδήματα, εκτός από την κύρια και επικουρική σύνταξή τους, τα οποία υπερβαίνουν το αναγόμενο σε ετήσια βάση ποσό της περίπτωσης α'.
Εάν τα ανωτέρω εισοδήματα δεν υπερβαίνουν το αναγόμενο σε ετήσια βάση ποσό της περίπτωσης α' και το συνολικό ετήσιο πραγματικό ακαθάριστο εισόδημα των προσώπων αυτών, όπως αυτό προκύπτει από τη φορολογική τους δήλωση του προηγούμενου οικονομικού έτους, με συνυπολογισμό και του ποσού της κύριας σύνταξης, υπερβαίνει το αναγόμενο σε ετήσια βάση ποσό της περίπτωσης α', η κύρια σύνταξη μειώνεται κατά το υπερβάλλον ποσό.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος δ τίθεται όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 7 του άρθρου 4 του νόμου 4151/2013 (ΦΕΚ 103/Α/2013).
|
ε. Από την αναστολή ή την περικοπή της σύνταξης σύμφωνα με τα οριζόμενα στις περιπτώσεις δ' και ε' δεν επωφελούνται τα τυχόν συνδικαιούχα πρόσωπα.
στ. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής δεν έχουν εφαρμογή για όσα από τα πρόσωπα που αναφέρονται σε αυτές είναι ανήλικα ή ανάπηρα κατά ποσοστό 67% και άνω ή σπουδάζουν και υπό τις προϋποθέσεις της περίπτωσης δ' της παρ. 1 του άρθρου 5 του Κώδικα αυτού.}
β. Από 01-01-2013 οι καταβαλλόμενες από το Δημόσιο στα ανωτέρω πρόσωπα συντάξεις αναπροσαρμόζονται οίκοθεν από τις αρμόδιες Διευθύνσεις Συντάξεων σύμφωνα με τα οριζόμενα στην υποπαράγραφο αυτή.
γ. Οι διατάξεις της υποπαραγράφου αυτής έχουν εφαρμογή και για όσα από τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 167/2007 (ΦΕΚ 208/Α/2007) και του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 168/2007 (ΦΕΚ 209/Α/2007).
δ. Οι διατάξεις των παραγράφων 6 και 7 των άρθρων 5 και 31, αντίστοιχα, του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 169/2007, της παραγράφου 3 του άρθρου 9 του νόμου [Ν] 3865/2010, καθώς και αυτές της παραγράφου 3 του άρθρου 8 του νόμου [Ν] 3865/2010 κατά το μέρος που παραπέμπουν στις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 4 του νόμου [Ν] 3620/2007, καταργούνται. Σχετικές αιτήσεις που έχουν υποβληθεί στις αρμόδιες Διευθύνσεις Συντάξεων, μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού, εξετάζονται με βάση τις καταργούμενες διατάξεις.
Υποπαράγραφος Β.6.
Οι διατάξεις της περίπτωσης α' της παραγράφου 2 της πράξης νομοθετικού περιεχομένου: Μέτρα ενίσχυσης των χαμηλοσυνταξιούχων (ΦΕΚ 211/Α/1997) που κυρώθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 1 του νόμου [Ν] 2453/1997 (ΦΕΚ 4/Α/1997), όπως ισχύει, αντικαθίσταται από 01-01-2014 ως εξής:
{Έχουν συμπληρώσει το 64ο έτος της ηλικίας τους.}
Υποπαράγραφος Β.7.
Από την ημερομηνία έναρξης ισχύος των διατάξεων των προηγουμένων υποπαραγράφων, καταργείται κάθε διάταξη που αντίκειται σε όσα ρυθμίζονται με τις διατάξεις των προηγούμενων υποπαραγράφων.
Υποπαράγραφος Β.8.
Η ισχύς των διατάξεων των προηγουμένων παραγράφων αρχίζει από 01-01-2013, εκτός εάν διαφορετικά προβλέπεται στις επί μέρους διατάξεις των παραγράφων αυτών.
Υποπαράγραφος Β.9.
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται αναλόγως και για τους υπαλλήλους των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου που διέπονται από το ίδιο με τους δημοσίους υπαλλήλους συνταξιοδοτικό καθεστώς, είτε οι συντάξεις τους βαρύνουν το Δημόσιο είτε τους οικείους φορείς, καθώς και για το προσωπικό του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος και των υπαλλήλων των ασφαλιστικών Ταμείων του προσωπικού των Σιδηροδρομικών Δικτύων, που διέπονται από το καθεστώς του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 3395/1955 (ΦΕΚ 276/Α/1955).