Νόμος 3937/11 - Άρθρο 17

Άρθρο 17: Επιστημονική έρευνα


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

1. Η πολιτεία λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για την προώθηση της επιστημονικής έρευνας που απαιτείται για την επίτευξη του σκοπού προστασίας της βιοποικιλότητας.

 

2. Η έρευνα για την κατάσταση και τη χρήση των συστατικών της βιοποικιλότητας, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και οι γενετικοί πόροι, αδειοδοτείται, ελέγχεται και ενθαρρύνεται από το κράτος.

 

3. Ως βασικά εργαλεία διαχείρισης της βιοποικιλότητας ορίζονται τα εξής:

 

α) Η εθνική στρατηγική για τη βιοποικιλότητα. Αυτή καθορίζει τις στρατηγικές στοχεύσεις, τις γενικές κατευθύνσεις και τους ειδικότερους στόχους για τη διαχείριση και προστασία της βιολογικής ποικιλότητας σε εθνικό επίπεδο. Η εθνική στρατηγική για τη βιοποικιλότητα εγκρίνεται με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, σε συνεργασία με το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, μετά από γνώμη της Επιτροπής Φύση 2000 της κοινής υπουργικής απόφασης 33318/3028/1998 (ΦΕΚ 1289/Β/1998), ανά δεκαπέντε έτη. Στην εθνική αυτή στρατηγική περιλαμβάνεται και αναλυτικό σχέδιο δράσης, το οποίο επικαιροποιείται ανά πενταετία.

 

β) Εθνική απογραφή βιοποικιλότητας ανά δεκαετία.

 

Το έργο της απογραφής αναλαμβάνει η Γενική Διεύθυνση Περιβαλλοντικής Πολιτικής του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, σε συνεργασία με τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, η οποία μπορεί να συνάπτει συμβάσεις με φορείς με εγνωσμένη εμπειρία και γνώση στο αντικείμενο, ιδίως με ακαδημαϊκά ιδρύματα, ερευνητικά ιδρύματα, επιστημονικές εταιρείες ή φορείς διαχείρισης προστατευόμενων περιοχών που διαθέτουν αποδεδειγμένη εμπειρία, τεχνογνωσία και επάρκεια για την επιστημονική τεκμηρίωση θεματικών ενοτήτων της απογραφής.

 

Η εθνική απογραφή βιοποικιλότητας περιλαμβάνει κατ' ελάχιστο εκτίμηση της κατάστασης διατήρησης των ειδών και οικοτόπων που προστατεύονται βάσει των οδηγιών [ΕΟΚ] 1992/43/ΕΟΚ και [ΕΟΚ] 2009/147/ΕΚ, κατάλογο και εκτίμηση της κατάστασης διατήρησης των σημαντικών ειδών χλωρίδας και πανίδας του άρθρου 7, κατάλογο και εκτίμηση της κατάστασης διατήρησης των ενδημικών ειδών, καθώς και παράρτημα με τα εισβάλλοντα ξενικά είδη και την εξάπλωση τους.

 

γ) Σχέδια επιστημονικής παρακολούθησης σημαντικών οικοτόπων και ειδών με δεκαετή ορίζοντα. Τα στάδια εκπόνησης των σχεδίων παρακολούθησης και το βασικό περιεχόμενο τους ορίζονται με σχετική απόφαση της Γενικής Διεύθυνσης Περιβάλλοντος του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, σε συνεργασία με τις αρμόδιες Υπηρεσίες των συναρμόδιων Υπουργείων και τη Γενική Διεύθυνση Ανάπτυξης και Προστασίας Δασών και Φυσικού Περιβάλλοντος, εφόσον πρόκειται για δασικά οικοσυστήματα. Τα σχέδια επιστημονικής παρακολούθησης αποσκοπούν στην παρακολούθηση του φυσικού περιβάλλοντος και της αποτελεσματικότητας της διαχείρισης. Διαμορφώνονται από ειδικούς επιστήμονες των ακαδημαϊκών και ερευνητικών ιδρυμάτων της χώρας ή και μέλη επιστημονικών εταιρειών με εγνωσμένη εμπειρία και γνώση στο αντικείμενο ή μη κυβερνητικών οργανώσεων που διαθέτουν αποδεδειγμένη εμπειρία, τεχνογνωσία και επιστημονική επάρκεια και αναλαμβάνουν την εφαρμογή τους, σε συνεργασία με τους αρμόδιους τοπικούς φορείς. Τα σχέδια εγκρίνονται από τη Γενική Διεύθυνση Περιβάλλοντος του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής. Για τα αποτελέσματα της επιστημονικής παρακολούθησης οικοτόπων και ειδών συντάσσεται ετήσια έκθεση, που υποβάλλεται στη Γενική Διεύθυνση Περιβάλλοντος του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής. Σε περιοχές δικαιοδοσίας φορέων διαχείρισης, η εφαρμογή των σχεδίων αυτών ανήκει στην αρμοδιότητα τους.

 

δ) Κόκκινοι κατάλογοι των απειλούμενων ειδών πανίδας και χλωρίδας ή άλλων ομάδων οργανισμών και τακτική επικαιροποίηση αυτών, ανά πενταετία, σύμφωνα με τα κριτήρια της Διεθνούς Ένωσης για τη Διατήρηση της Φύσης (IUCN). Η σύνταξη των καταλόγων αυτών συνιστά αρμοδιότητα του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και μπορεί να ανατίθεται σε φορείς με εγνωσμένη εμπειρία και γνώση στο αντικείμενο, συγκεκριμένα σε ακαδημαϊκά ιδρύματα, ερευνητικά ιδρύματα, επιστημονικές εταιρείες ή μη κυβερνητικές οργανώσεις που διαθέτουν αποδεδειγμένη εμπειρία, τεχνογνωσία και επάρκεια για τη σχετική επιστημονική τεκμηρίωση.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 3 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 58 του νόμου 4277/2014 (ΦΕΚ 156/Α/2014), με την παράγραφο 1 του άρθρου 4 του νόμου 4691/2020 (ΦΕΚ 108/Α/2020).

 

4. Οι άδειες για την εκπόνηση προγραμμάτων και σχεδίων επιστημονικής έρευνας για είδη και οικοτόπους εκδίδονται από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του νόμου 998/1979 (ΦΕΚ 23/Α/1979), του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 67/1981 περί προστασίας της Ελληνικής Άγριας Πανίδας και του νόμου 2637/1998 (ΦΕΚ 200/Β/1998). Οι άδειες για την εκπόνηση ερευνών για προστατευόμενα αγροτικά είδη, φυλές και ποικιλίες εκδίδονται από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.

 

Οι άδειες για την εκπόνηση ερευνών για αγροτικά είδη που περιλαμβάνονται στη Διεθνή Συνθήκη σχετικά με τους Φυτογενετικούς Πόρους, τη διατροφή και τη γεωργία όπως κυρώθηκε με το νόμο [Ν] 3165/2003, για τις φυλές και ποικιλίες εγκρίνονται από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Για τα άγρια είδη και συγγενή των καλλιεργούμενων ειδών, οι άδειες εκδίδονται από την Διεύθυνση Χωροταξίας και Προστασίας Περιβάλλοντος μετά από τη σύμφωνη γνώμη της Εθνικής Τράπεζας Φυτογενετικού Υλικού του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Ειδικά για τα ενδημικά είδη ισχύει η διαδικασία που περιγράφεται στην παράγραφο 3 του άρθρου 11. Για τη διενέργεια ερευνητικών έργων και σχεδίων μέσα στα όρια αρμοδιότητας φορέων διαχείρισης, απαιτείται έγγραφη άδεια από τον οικείο φορέα, με την οποία βεβαιώνεται ότι δεν αναμένεται να προκληθεί διατάραξη της ισορροπίας του οικοσυστήματος.

 

5. Το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής σε χρονικό διάστημα έξι ετών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου οφείλει:

 

α) Να απογράψει, κατά τον επιστημονικά πληρέστερο δυνατό τρόπο, τη βιοποικιλότητα της Ελλάδας και να εκτιμήσει τις τάσεις και τις απειλές (καθώς και τα εισβάλλοντα ξενικά είδη).

 

β) Να απογράψει τις ιδιωτικές και δημόσιες επιστημονικές ή μη συλλογές (γονιδιακό υλικό, σπέρματα και γαμετικό υλικό, είδη φυτών, ζώων και άλλων ομάδων οργανισμών), καθώς και τους βοτανικούς και ζωολογικούς κήπους, τα φυτώρια κ.λ.π.

 

γ) Να καταχωρίσει όλα τα παραπάνω σε μια βάση δεδομένων για τη βιοποικιλότητα της Ελλάδας, η οποία θα αναρτηθεί στην ιστοσελίδα του Υπουργείου.

 

6. Το Υπουργείο Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας, μετά τη δημοσίευση του προεδρικού διατάγματος με αντικείμενο την προστασία και αειφόρο διαχείριση των αλιευτικών πόρων, οφείλει:

 

α) Να απογράψει την κατάσταση των ιχθυαποθεμάτων της Ελλάδας.

 

β) Να απογράψει τους δημόσιους, επιστημονικούς ή μη συλλόγους, όπως θα ορίζονται στο εν λόγω διάταγμα.

 

γ) Να καταχωρίσει όλα τα παραπάνω σε μία βάση δεδομένων για τους αλιευτικούς πόρους της Ελλάδας, η οποία θα αναρτηθεί στην ιστοσελίδα του Υπουργείου.

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.