Νόμος 3919/11 - Άρθρο glk

Έκθεση Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους για το νόμο 3919/2011


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Αριθμός 22-02-2011

 

Έκθεση Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους

 

(άρθρο 75 παράγραφος 1 του Συντάγματος)

 

στο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Οικονομικών Αρχή της επαγγελματικής ελευθερίας, κατάργηση αδικαιολόγητων περιορισμών στην πρόσβαση και άσκηση επαγγελμάτων

 

Από τις διατάξεις του υπό ψήφιση νόμου προβλέπονται τα ακόλουθα:

 

Κεφάλαιο Α

 

1. α. Ορίζεται ότι, για την πρόσβαση σε επαγγέλματα και την άσκησή τους ισχύει η αρχή της επαγγελματικής ελευθερίας.

 

β. Οι προβλεπόμενοι στην ισχύουσα νομοθεσία περιορισμοί, που αφορούν στην πρόσβαση και την άσκηση επαγγελμάτων, πέραν εκείνων των επαγγελμάτων για τα οποία διαλαμβάνεται ρύθμιση στο κεφάλαιο Β' του υπό ψήφιση νόμου, καταργούνται μετά την πάροδο τεσσάρων (4) μηνών από τη δημοσίευσή του.

 

γ. Ως περιορισμοί, νοούνται οι εξής:

 

- Η ύπαρξη περιορισμένου αριθμού προσώπων, τα οποία δικαιούνται να ασκήσουν το επάγγελμα σε όλη την επικράτεια ή σε ορισμένο γεωγραφικό διαμέρισμα, είτε ο αριθμός αυτός ορίζεται ευθέως, είτε προσδιορίζεται εμμέσως βάσει πληθυσμιακών ή άλλων κριτηρίων και χορήγηση διοικητικής άδειας για την άσκηση του επαγγέλματος μόνον προς συμπλήρωση του αριθμού τούτου.

 

- Η εξάρτηση της χορήγησης διοικητικής άδειας, για την άσκηση επαγγέλματος, από την εκτίμηση της διοικητικής αρχής ως προς την ύπαρξη πραγματικής ανάγκης προς τούτο, που θεωρείται συντρέχουσα όταν η προσφορά υπηρεσιών εκ μέρους των προσώπων που έχουν ήδη αδειοδοτηθεί για την άσκηση του επαγγέλματος δεν είναι ικανοποιητική για το κοινωνικό σύνολο, είτε καθ' όλη την επικράτεια, είτε σε ορισμένο γεωγραφικό διαμέρισμα, ενόψει αφ' ενός του αριθμού των προσώπων που ασκούν το επάγγελμα και αφ' ετέρου των προς ικανοποίηση αναγκών του κοινωνικού συνόλου, ως αποδέκτη των υπηρεσιών αυτών.

 

Η απαγόρευση για ένα πρόσωπο της ασκήσεως επαγγέλματος έξω από ορισμένο γεωγραφικό διαμέρισμα, εντός του οποίου και μόνον είναι αυτή επιτρεπτή.
Η επιβολή της ύπαρξης ελαχίστων αποστάσεων μεταξύ των εγκαταστάσεων προσώπων που ασκούν το επάγγελμα.
Η απαγόρευση για ένα πρόσωπο της δημιουργίας περισσοτέρων εγκαταστάσεων ή επαγγελματικής δραστηριοποίησης σε περισσότερες εγκαταστάσεις, σε ένα ή περισσότερα γεωγραφικά διαμερίσματα.
Η πρόβλεψη αποκλειστικής δυνατότητας ή απαγόρευσης διάθεσης είδους αγαθών από ορισμένη κατηγορία επαγγελματικών εγκαταστάσεων.
Η επιβολή της ασκήσεως επαγγέλματος ή η απαγόρευση της ασκήσεώς του υπό ορισμένη ή ορισμένες εταιρικές μορφές ή ο αποκλεισμός της ασκήσεώς του υπό εταιρική μορφή, επιτρεπομένης μόνον της ατομικής ασκήσεως αυτού.
Η επιβολή περιορισμών, σχετιζομένων με τη συμμετοχή στη σύνθεση του μετοχικού ή εταιρικού κεφαλαίου, συναπτόμενων προς την ύπαρξη ή την έλλειψη ορισμένης επαγγελματικής ιδιότητος.
Η επιβολή υποχρεωτικών κατωτάτων ή ανωτάτων τιμών ή αμοιβών για τη διάθεση αγαθών ή την προσφορά υπηρεσιών, είτε αυτές ορίζονται ευθέως, είτε προσδιορίζονται εμμέσως με την εφαρμογή συντελεστού κέρδους ή με άλλο ποσοστιαίο υπολογισμό.

 

δ. Με προεδρικό διάταγμα, εντός της οριζόμενης προθεσμίας, μπορεί να προστεθούν και άλλοι περιορισμοί εκτός των προαναφερόμενων.

 

ε. Επίσης, με προεδρικό διάταγμα, είναι δυνατή η θέσπιση εξαιρέσεως, σε σχέση προς ορισμένο επάγγελμα από τις προαναφερόμενες ρυθμίσεις και η διατήρηση σε ισχύ περιορισμού εφόσον με αυτόν επιδιώκεται η εξυπηρέτηση επιτακτικού λόγου δημοσίου συμφέροντος. (άρθρα 1 - 2)

 

2. α. Ορίζεται ότι, η απαίτηση προηγούμενης διοικητικής αδείας για την άσκηση επαγγέλματος, πέραν εκείνων για τα οποία διαλαμβάνεται ρύθμιση στο Κεφάλαιο Β' του υπό ψήφιση νόμου, όταν η χορήγηση της αδείας αυτής συναρτάται προς την, αντικειμενικώς διαπιστούμενη κατά δεσμία αρμοδιότητα, συνδρομή νομίμων προϋποθέσεων, παύει να ισχύει μετά πάροδο τεσσάρων (4) μηνών από τη δημοσίευση του υπό ψήφιση νόμου. Από το χρονικό εκείνο σημείο και με την επιφύλαξη των οριζομένων στο επόμενο εδάφιο, το επάγγελμα ασκείται ελευθέρως μετά πάροδο τριμήνου από την αναγγελία ενάρξεως ασκήσεώς του, συνοδευόμενη από τα νόμιμα δικαιολογητικά, για την πιστοποίηση της συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων, στην κατά τις ισχύουσες στο χρονικό εκείνο σημείο διατάξεις αρμόδια προς αδειοδότηση διοικητική αρχή.

 

β. Έννομες συνέπειες που προβλέπονται (στο νόμο) επερχόμενες ή επιβαλλόμενες με διοικητική πράξη ή δικαστική απόφαση, στην περίπτωση ασκήσεως επαγγέλματος, χωρίς τη λήψη της απαιτούμενης προς τούτο διοικητικής αδείας, νοούνται μετά πάροδο τεσσάρων (4) μηνών, από τη δημοσίευση του υπό ψήφιση νόμου συναπτόμενες προς την έναρξη ασκήσεως επαγγέλματος, χωρίς προηγούμενη αναγγελία περί τούτου στην αρμόδια διοικητική αρχή και επακόλουθη αναμονή επί τρίμηνο, καθώς και προς την άσκηση του επαγγέλματος παρά τη διατύπωση προς τούτο απαγορεύσεως από την αρμόδια διοικητική αρχή.

 

γ. Με προεδρικό διάταγμα είναι δυνατή η θέσπιση εξαιρέσεως ως προς ορισμένο επάγγελμα από την προαναφερόμενη διάταξη προηγούμενης παραγράφου, αν η διατήρηση του νομικού καθεστώτος της προηγούμενης διοικητικής αδείας επιβάλλεται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, συνάμα δε πληρούνται προς τούτο οι προϋποθέσεις της αρχής της αναλογικότητας. (άρθρο 3)

 

Κεφάλαιο Β

 

Με τις διατάξεις του κεφαλαίου αυτού ρυθμίζονται θέματα σχετικά με το επάγγελμα του Συμβολαιογράφου, του Δικηγόρου, των Δικηγορικών Εταιρειών, των Μηχανικών και των Νομίμων Ελεγκτών. Ειδικότερα:

 

1. Συμβολαιογράφοι

 

α. Τροποποιούνται και συμπληρώνονται οι διατάξεις του Κώδικα Συμβολαιογράφων (νόμου [Ν] 2830/2000) στα εξής κατά βάση σημεία:

 

Η αναλογική αμοιβή προσδιορίζεται με φθίνοντα ποσοστά επί της αξίας του αντικειμένου της συναλλαγής.
Θεσπίζεται ανώτατο ποσό αναλογικής αμοιβής για τη σύνταξη συμβολαίων.
Παρέχεται η δυνατότητα της ελεύθερης συνομολόγησης με έγγραφη συμφωνία συμβολαιογράφου και ενδιαφερόμενου, μικρότερης αμοιβής από το ανώτατο ποσό αναλογικής αμοιβής.

 

β. Προβλέπεται, εντός τιθέμενης προθεσμίας, η έκδοση της σχετικής κοινής υπουργικής απόφασης που θα καθορίζει την αναλογική αμοιβή των Συμβολαιογράφων κ.λ.π. (άρθρο 4)

 

2. Δικηγόροι

 

Επέρχονται οι εξής μεταβολές ως προς το επάγγελμα του Δικηγόρου:

 

α. Αίρονται οι υφιστάμενοι γεωγραφικοί περιορισμοί ως προς την άσκηση της δικηγορίας. Συγκεκριμένα, ο Δικηγόρος δικαιούται να ασκεί πλέον το λειτούργημά του και σε περιφέρειες και άλλων δικηγορικών συλλόγων (και όχι μόνο στην περιφέρεια του δικηγορικού συλλόγου του οποίου είναι μέλος). Ο παρά Πρωτοδικείο Δικηγόρος δικαιούται να παρίσταται και να ενεργεί τις σχετικές διαδικαστικές πράξεις ενώπιον και όλων των πολιτικών και διοικητικών πρωτοδικείων (μέχρι σήμερα επιτρεπόταν μόνο στα ποινικά δικαστήρια) καθώς και όλων των ειρηνοδικείων της χώρας.

 

Αντίστοιχα ο παρ' Εφετείο Δικηγόρος δικαιούται να παρίσταται και να ενεργεί τις σχετικές διαδικαστικές πράξεις ενώπιον όλων των πρωτοδικείων και εφετείων, καθώς και ενώπιον όλων των ειρηνοδικείων της χώρας, χωρίς να είναι απαραίτητη πλέον η σύμπραξη δικηγόρου διατελούντος σε αυτά.

 

Ο παρ' Αρείω Πάγω Δικηγόρος δικαιούται να παρίσταται και να ενεργεί διαδικαστικές πράξεις ενώπιον όλων των δικαστηρίων της χώρας.

 

β. Καταργείται ο θεσμός των υποχρεωτικών ελάχιστων αμοιβών και τα της αμοιβής του Δικηγόρου ορίζονται ελεύθερα με έγγραφη συμφωνία. Οι μέχρι σήμερα ελάχιστες αμοιβές του Κεφαλαίου Ι για παραστάσεις στα Δικαστήρια της υπ' αριθμού [Α] 1117864/2297/Α0012/07-12-2007 κοινής υπουργικής απόφασης εξακολουθούν να ισχύουν ως νόμιμες αμοιβές, που εφαρμόζονται σε ορισμένες περιπτώσεις όπως μη ύπαρξης έγκυρης έγγραφης συμφωνίας περί αμοιβής των σχετικών δικηγορικών υπηρεσιών, επιδίκασης δικαστικών εξόδων, αυτεπάγγελτου διορισμού δικηγόρου σε ποινικές υποθέσεις κ.λ.π.

 

Η επαναρρύθμιση των ανωτέρω νομίμων αμοιβών είναι δυνατή με την έκδοση σχετικού προεδρικού διατάγματος. Με το πρώτο προεδρικό διάταγμα που θα εκδοθεί εντός έξι (6) μηνών από τη δημοσίευση του υπό ψήφιση νόμου, καθορίζονται σε διαδοχικώς φθίνοντα ποσοστά οι νόμιμες αμοιβές που υπολογίζονται ως ποσοστό επί της αξίας του αντικειμένου της δίκης.

 

γ. Η συμφωνία περί της αμοιβής αποδεικνύεται πλέον σε κάθε περίπτωση με την προσκόμιση του σχετικού εγγράφου.

 

δ. Καταργείται ο θεσμός της υποχρεωτικής προείσπραξης της αμοιβής των δικηγόρων από τους οικείους Δικηγορικούς Συλλόγους και ορίζεται ότι ο δικηγόρος για την παράστασή του ενώπιον των δικαστηρίων και των δικαστικών συμβουλίων, καθώς και ενώπιον δικαστών υπό την ιδιότητά τους, ως ανακριτών ή εισηγητών ή εντεταλμένων δικαστών, και εν γένει για την παροχή υπηρεσιών σχετιζομένων με την έναρξη και την διεξαγωγή δίκης ή διαδικασίας εκούσιας δικαιοδοσίας, συμπεριλαμβανομένων και των διαδικασιών παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας ή εκδόσεως δικαστικής διαταγής, υποχρεούται να προκαταβάλει στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο ποσοστό επί ποσού αναφοράς ίσο με το, μέχρι την έναρξη ισχύος του υπό ψήφιση νόμου, παρακρατούμενο από την προκαταβολή της δικηγορικής αμοιβής ποσοστό. Το ποσοστό αυτό κατανέμεται μεταξύ του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, του Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Δικηγόρων (ΤΕΑΔ του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων, του Ταμείου Πρόνοιας Δικηγόρων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (όπου προβλέπεται) και του Ειδικού Διανεμητικού Λογαριασμού νέων δικηγόρων με τον ίδιο τρόπο που κατανέμεται έως σήμερα. Το συνολικό και τα επιμέρους ποσοστά που αποδίδονται προσδιορίζονται με κοινή υπουργική απόφαση, σύμφωνα με τις ισχύουσες κατά την έναρξη ισχύος του υπό ψήφιση νόμου διατάξεις.

 

Το ποσό αναφοράς για κάθε διαδικαστική ενέργεια ή παράσταση του δικηγόρου, καθορίζεται με κοινή υπουργική απόφαση, ενώ κατά την πρώτη εφαρμογή της διάταξης, νοείται το ποσό που ορίζεται στην υπ' αριθμό [Α] 1117864/2297/Α0012/07-12-2007 κοινή υπουργική απόφαση για την αντίστοιχη διαδικαστική πράξη ή παράσταση δικηγόρου.

 

Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με την οριζόμενη διαδικασία μπορεί να αναπροσαρμόζονται τα ποσοστά, τα οποία είναι εφαρμοστέα επί των ποσών αναφοράς.

 

Αυξάνονται τα πρόστιμα που επιβάλλονται στους δικηγόρους που παραβιάζουν την υποχρέωση προκαταβολής των σχετικών ποσών, και πλέον κυμαίνονται σε ποσά από χίλια (1.000) έως είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ.

 

Επί του ποσού αναφοράς υπολογίζονται πλέον και τα ποσοστά που προκαταβάλλονται ως πόροι των ιδιαίτερων διανεμητικών λογαριασμών των Δικηγορικών Συλλόγων.

 

ε. Ορίζεται ότι, τόσο για τον έλεγχο τίτλων ιδιοκτησίας ακινήτου και τη σύνταξη της σχετικής έκθεσης, όσο και για τη σύνταξη ιδιωτικών εγγράφων ή σχεδίων δημοσίων εγγράφων για κάθε είδους δικαιοπραξίες η αμοιβή του δικηγόρου καθορίζεται ελεύθερα με γραπτή συμφωνία. Έτσι, καταργούνται τα ελάχιστα όρια αμοιβών για τη σύνταξη ιδιωτικών και δημοσίων εγγράφων και η σχετική υποχρέωση προκαταβολής αυτών στους οικείους Δικηγορικούς Συλλόγους.

 

Παράλληλα προβλέπεται ότι με κοινή υπουργική απόφαση, που εκδίδεται μετά από απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, η οποία λαμβάνεται με πλειοψηφία των 2/3 των μελών του, και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να συστήνεται ιδιαίτερος λογαριασμός για την συγκέντρωση καταβαλλομένων ποσών (υποχρεωτικών εισφορών) από δικηγόρους επί διενέργειας οριζομένων εξώδικων ή δικαστικών εργασιών και να ρυθμίζονται τα αναγκαία ζητήματα για τη συγκέντρωση αυτών, τη διανομή τους στα μέλη του Δικηγορικού Συλλόγου και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την λειτουργία του λογαριασμού. Με όμοια απόφαση, εκδιδόμενη κατά την ίδια διαδικασία, οι δικηγόροι που προβαίνουν στις προαναφερόμενες νομικές εργασίες ή σε άλλες οριζόμενες νομικές εργασίες, μπορεί να υποχρεούνται σε προκαταβολή εισφοράς προς τον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο συγκεκριμένου ποσοστού, επί ποσού αναφοράς ή επί ποσοστού αναφοράς το οποίο υπολογίζεται επί της αξίας του αντικειμένου της δικαιοπραξίας. Τα ποσά ή τα ποσοστά αναφοράς, με βάση τα οποία υπολογίζονται ποσοστιαία οι προκαταβολές των δικηγόρων προς τον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο, καθορίζονται με κοινή υπουργική απόφαση και δύναται να αναπροσαρμόζονται.

 

Μέχρι την έκδοση της εν λόγω κοινής υπουργικής απόφασης, το ποσοστό αναφοράς επί του οποίου υπολογίζεται ποσοστιαία το ποσό που ο δικηγόρος υποχρεούται να προκαταβάλλει στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο, ορίζεται με βάση την αξία του αντικειμένου της δικαιοπραξίας και σύμφωνα με την ίδια περίπου κλίμακα που ίσχυε ως σήμερα για τον καθορισμό των ελάχιστων αμοιβών.

 

Έως σήμερα οι Δικηγορικοί Σύλλογοι μπορούσαν να παρακρατούν ποσοστά από τις προκαταβαλλόμενες αμοιβές, σύμφωνα με την παράγραφο 7 του άρθρου 161 του Κώδικα Δικηγόρων, όπως αυτό ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με τις ανωτέρω ρυθμίσεις. Οι υπουργικές αποφάσεις που εκδόθηκαν βάσει της προαναφερόμενης διάταξης, διατηρούνται σε ισχύ μέχρι την έκδοση των κατ' εξουσιοδότηση του υπό ψήφιση νόμου αντίστοιχων κοινών υπουργικών αποφάσεων.

 

στ. Καταργούνται οι παράγραφοι 2 έως και 7 του άρθρου 7 του νόμου [Ν] 2753/1999, με τις οποίες προβλέπεται η έκδοση κοινή υπουργική απόφαση για τον καθορισμό των ελάχιστων αμοιβών των δικηγόρων που προεισπράττονται από τους Δικηγορικούς Συλλόγους και επί των οποίων διενεργείται παρακράτηση φόρου εισοδήματος.

 

ζ. Παρέχεται εξουσιοδότηση για έκδοση προεδρικού διατάγματος, με το οποίο διενεργείται κάθε αναγκαία προσαρμογή στις διατάξεις του υπό ψήφιση νόμου των διατάξεων του Κώδικα Δικηγόρων καθώς και οποιουδήποτε άλλου νομοθετήματος που αφορά την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος. (άρθρο 5)

 

3. Δικηγορικές εταιρείες

 

Στο προεδρικό διάταγμα [ΠΔ] 81/2005 για τις δικηγορικές εταιρείες επέρχονται οι εξής μεταβολές:

 

α. Αστική Επαγγελματική Δικηγορική Εταιρεία μπορούν πλέον να συστήσουν και δύο ή περισσότεροι δικηγόροι, που είναι μέλη διαφορετικών δικηγορικών συλλόγων.

 

Ως έδρα της εταιρείας ορίζεται η έδρα του πρωτοδικείου μιας εκ των πρωτοδικειακών περιφερειών, όπου ανήκουν αντιστοίχως οι δικηγορικοί σύλλογοι, στους οποίους είναι εγγεγραμμένα μέλη της εταιρείας.

 

β. Προστίθεται διάταξη σύμφωνα με την οποία, αν παρέλθει άπρακτο διάστημα μηνός από την υποβολή προς έγκριση του καταστατικού ή τροποποιήσεως αυτού, στον δικηγορικό σύλλογο της έδρας της εταιρείας, η έγκριση λογίζεται παρασχεθείσα.

 

γ. Ορίζεται ότι η απόφαση της δικηγορικής εταιρείας για ίδρυση υποκαταστήματος δεν υποβάλλεται πλέον για έγκριση, αλλά γνωστοποιείται εντός προθεσμίας δέκα (10) ημερών από τη λήψη της, στο δικηγορικό σύλλογο της έδρας της εταιρίας. Η ίδρυση υποκαταστήματος καταχωρείται στα βιβλία εταιριών του δικηγορικού συλλόγου της έδρας της εταιρίας. (άρθρο 6)

 

4. Μηχανικοί

 

Παύουν να ισχύουν οι υποχρεωτικώς ελάχιστες αμοιβές, για τις μελέτες ιδιωτικών έργων και οι υποχρεωτικώς ελάχιστες προεκτιμώμενες αμοιβές, για τα δημόσια έργα. Ειδικότερα, μεταξύ άλλων, προβλέπονται τα εξής:

 

α. Η αμοιβή των μηχανικών, για την μελέτη των έργων και εργασιών, καθώς και των επιβλεπόντων μηχανικών και εκείνων που αναλαμβάνουν τη διοίκηση έργου, καθορίζεται ελεύθερα με έγγραφη συμφωνία των συμβαλλομένων, και οι προβλεπόμενες ως υποχρεωτικώς ελάχιστες αμοιβές παύουν εφεξής να ισχύουν με αυτόν τον χαρακτήρα. Έτσι, οι αμοιβές που καθορίζονται με το άρθρο 1 του προεδρικού διατάγματος 696/1974 αποτελούν πλέον τις νόμιμες αμοιβές, οι οποίες ισχύουν για την περίπτωση που δεν προκύπτει έγκυρη έγγραφη συμφωνία αμοιβής, για την εκπόνηση μελετών και την διενέργεια επιβλέψεων παραλαβών και εκτιμήσεων Συγκοινωνιακών, Υδραυλικών και Κτιριακών Έργων ως και Τοπογραφικών Κτηματογραφικών και Χαρτογραφικών Εργασιών, κατά τις κατηγορίες ή διακρίσεις αυτών.

 

β. Η έγγραφη συμφωνία αμοιβής κατατίθεται από τον μηχανικό στο Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος.

 

Μετά την περαίωση της μελέτης, ο μηχανικός γνωστοποιεί στο Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος τα στοιχεία που προκύπτουν από αυτήν, με βάση τα οποία υπολογίζει και καταβάλλει στο Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος τις εισφορές και τα λοιπά δικαιώματα, όπως αυτά προβλέπονται στην νομοθεσία. Το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος, μετά από επαλήθευση των στοιχείων και του βάσει αυτών γενόμενου υπολογισμού των εισφορών, αποδίδει στους νόμιμους δικαιούχους τις καταβαλλόμενες σε αυτό εισφορές και δικαιώματα, πέραν εκείνων που προορίζονται γι' αυτό.

 

γ. Σε περίπτωση ασυνήθιστα χαμηλής αμοιβής, το Διοικητικό Συμβούλιο του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος καλεί εγγράφως τον μηχανικό να δικαιολογήσει το ύψος της, ζητώντας τις διευκρινίσεις που κρίνει σκόπιμες. Εφόσον οι εξηγήσεις του δεν κριθούν ικανοποιητικές, το Διοικητικό Συμβούλιο του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος ασκεί την πειθαρχική δίωξη κατά τις κείμενες διατάξεις.

 

δ. Οι εισφορές υπέρ του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, υπέρ ασφαλιστικών ταμείων και λογαριασμών, καθώς και οι λοιπές εισφορές και δικαιώματα που προβλέπεται από την ισχύουσα νομοθεσία ότι υπολογίζονται επί της αμοιβής των μηχανικών, υπολογίζονται εφεξής επί της συμβατικής αμοιβής εφ' όσον αυτή είναι μεγαλύτερη από την νόμιμη αμοιβή.

 

ε. Παύει η υποχρέωση κατάθεσης της αμοιβής για εκπονηθείσα μελέτη στο Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος και η συνακόλουθη στέρηση του δικαιώματος να καταβάλλεται απευθείας η αμοιβή στους δικαιούχους.

 

στ. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων και Οικονομικών, μετά από γνώμη της Διοικούσας Επιτροπής του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, διενεργείται κάθε αναγκαία προσαρμογή στις διατάξεις του παρόντος νόμου των διατάξεων της νομοθεσίας που διέπει την εκπόνηση μελετών ιδιωτικών έργων και τις αμοιβές των μηχανικών, εν γένει και αρχιτεκτόνων.

 

ζ. Καταργείται η παράγραφος 8 του άρθρου 4 του νόμου 3316/2005, με την οποία επιβάλλεται οι οικονομικές προσφορές να συντάσσονται με τήρηση των εθνικών νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων, σχετικά με την αμοιβή των μελετών και υπηρεσιών του άρθρου 2 του ανωτέρω νόμου, δεδομένου ότι οι υποχρεωτικές ελάχιστες αμοιβές των μηχανικών καταργούνται.

 

Επιπλέον, αναμορφώνεται η διατύπωση όλων των διατάξεων του νόμου 3316/2005 που άπτονται θεμάτων τα οποία αφορούν τις εθνικές νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις, σχετικά με τις αμοιβές της προς ανάθεσης μελέτης, αφού παραπέμπουν στη ρύθμιση της καταργούμενης διάταξης για τις ελάχιστες αμοιβές.

 

η. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων και Οικονομικών διενεργείται κάθε αναγκαία προσαρμογή του νόμου 3316/2005 και των κατ' εξουσιοδότηση αυτού εκδοθεισών κανονιστικών πράξεων, στις διατάξεις του παρόντος νόμου.

 

θ. Με απόφαση του Υπουργού Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, που εκδίδεται μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος, προσαρμόζονται οι διατάξεις της υπ' αριθμού οίκοθεν ΔΜΕΟ/α/1161 υπουργικής απόφασης που αφορούν την βαθμολόγηση οικονομικών προσφορών, στις διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου 4 του νόμου 3316/2005, όπως αντικαθίστανται με τις διατάξεις της παραγράφου 16 του παρόντος άρθρου. (άρθρο 7)

 

5. Ορκωτοί Ελεγκτές - Λογιστές

 

Τροποποιούνται - συμπληρώνονται διατάξεις του νόμου [Ν] 2231/1994 και του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 226/1992 αναφορικά με το επάγγελμα του ορκωτού ελεγκτή - λογιστή. Ειδικότερα:

 

α. Προβλέπεται ότι, με γενικές ή ειδικές αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων (ΕΛΤΕ), μετά από πρόταση του Εποπτικού Συμβουλίου του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών (ΣΟΕΛ), καθορίζονται οι ελάχιστες αναγκαίες ώρες για τη διενέργεια των υποχρεωτικών ελέγχων, το ανώτατο όριο ετήσιας απασχόλησης των νόμιμων ελεγκτών και του βοηθητικού προσωπικού τους στους υποχρεωτικούς ελέγχους και τα υποβαλλόμενα στο Σώμα Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών στοιχεία της χρήσεως, στην οποία αφορά ο κάθε έλεγχος. Σήμερα ο εν λόγω καθορισμός γίνεται με αποφάσεις του Εποπτικού Συμβουλίου του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών, με τις οποίες καθορίζεται επιπλέον και στο ελάχιστο ενιαίο ωρομίσθιο των ορκωτών ελεγκτών.

 

β. Καταργείται η διάταξη της περίπτωσης α' της παραγράφου 2 του άρθρου 18 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 226/1992, που θέτει ως προϋπόθεση για την ανάληψη οποιουδήποτε τακτικού ελέγχου εκ μέρους των ορκωτών ελεγκτών, το ύψος της αμοιβής τους να μην υπερβαίνει το ένα δέκατο (1/10) του συνόλου των εσόδων που πραγματοποίησε η εκλεγόμενη εταιρεία ή κοινοπραξία κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δωδεκάμηνης διαχειριστικής χρήσης και συνιστούσε λόγω αποποίησης ανάληψης του ελέγχου.

 

γ. Η μη τήρηση της υποχρέωσης του εκλεγόμενου ελεγκτή ή ελεγκτικού γραφείου να αποποιηθεί την ανάθεση ελέγχου σε περίπτωση απασχόλησης των ασκούμενων ελεγκτών για μεγαλύτερο σύνολο ωρών από εκείνο των ορκωτών ελεγκτών στο ίδιο ελεγκτικό έργο, εξακολουθεί να συνιστά πειθαρχικό αδίκημα που επισύρει την επιβολή χρηματικής ποινής από δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ μέχρι εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ.

 

Η ίδια χρηματική ποινή επιβάλλεται και σε περίπτωση υπέρβασης του καθοριζόμενου, με απόφαση της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων, ανώτατου ορίου ετήσιας απασχόλησης του ελεγκτή και του απασχολούμενου προσωπικού του. (Και για τις δύο περιπτώσεις πειθαρχικού παραπτώματος σήμερα επιβάλλεται χρηματική ποινή η οποία κυμαίνεται από 14.674 ευρώ έως το τριπλάσιο της ελάχιστης αμοιβής ελέγχου).

 

δ. Ορίζεται ότι, η αμοιβή ελέγχου της οικονομικής διαχείρισης και των οικονομικών καταστάσεων των οριζόμενων φορέων (Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, Νομικών Προσώπων Ιδιωτικού Δικαίου, τραπεζών, ασφαλιστικών εταιρειών, ανωνύμων εταιρειών κ.λ.π.), καθορίζεται με ελεύθερη συμφωνία μεταξύ των μερών (ελεγκτή - ελεγχόμενου φορέα), βάσει των προϋπολογιζόμενων ωρών διενέργειας του ελέγχου από το νόμιμο ελεγκτή ή το ελεγκτικό γραφείο. Σήμερα απαγορεύεται οποιαδήποτε μείωση της αμοιβής ελέγχου, όπως αυτή καθορίζεται βάσει του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου (ελάχιστες ώρες πραγματοποίησης του τακτικού ελέγχου σε συνάρτηση με ελάχιστο μέσο ενιαίο ωρομίσθιο).

 

ε. Απαλείφεται από τις πράξεις που τιμωρούνται πειθαρχικά των μελών Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών η περίπτωση διαπραγμάτευση της αμοιβής του υποχρεωτικού ελέγχου. (άρθρο 8)

 

6. Οι διατάξεις του υπό ψήφιση νόμου δεν εφαρμόζονται για τις επαγγελματικές δραστηριότητες των οδικών εμπορευματικών μεταφορών που ρυθμίζονται με το νόμο 3887/2010 και των φαρμακοποιών. (άρθρο 9)

 

Από τις προτεινόμενες διατάξεις δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού. Αντίθετα, με την απελευθέρωση των επαγγελμάτων, την απάλειψη των ελάχιστων αμοιβών κ.λ.π., επέρχεται αύξηση της απασχόλησης και της ζήτησης υπηρεσιών, γεγονός που οδηγεί στη βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών και την ταχύτερη ανάπτυξη της οικονομίας και, κατ' επέκταση, στην αύξηση της φορολογικής βάσης και των φορολογικών εσόδων. Η αναμενόμενη αύξηση των φορολογικών εσόδων θα υπερκαλύψει την απώλεια εσόδων από τη μη είσπραξη παραβόλων κατά την έκδοση των σχετικών διοικητικών αδειών κ.λ.π.

 

Αθήνα, 26-01-2011

 

Ο Γενικός Διευθυντής

 



Copyright © 2017 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.