Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
1. Οι ασφαλιστικοί φορείς κύριας ασφάλισης που κρίνονται απονέμοντες οργανισμοί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 4202/1961, όπως αυτές ισχύουν, υπολογίζουν και το τμήμα της σύνταξης που αναλογεί στους συμμετέχοντες. Ο υπολογισμός των τμηματικών ποσών του απονέμοντος και των συμμετεχόντων γίνεται ως εξής:
α. Ο απονέμων οργανισμός υπολογίζει με τα αρμόδια όργανά του το ποσό της σύνταξης που κατά τη νομοθεσία που τον διέπει αντιστοιχεί στο σύνολο του χρόνου που πραγματοποιήθηκε διαδοχικά και προσδιορίζει το τμήμα που αναλογεί στο χρόνο που διανύθηκε στην ασφάλισή του.
β. Ο ίδιος οργανισμός υπολογίζει και το ποσό της σύνταξης του συμμετέχοντα που σύμφωνα με τη νομοθεσία του αντιστοιχεί στο χρόνο ασφάλισής του σε ποσοστό επί τοις εκατό των συντάξιμων αποδοχών, όπως αυτές ορίζονται από τις διατάξεις της επόμενης παραγράφου, για κάθε έτος ασφάλισης και μέχρι 35 έτη ασφάλισης.
γ. Τα ποσοστά καθορίζονται σε 2% για Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο, Οργανισμό Γεωργικών Ασφαλίσεων και Οργανισμό Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών (Ταμείο Συντάξεως Αυτοκινητιστών), σε 2,85% για τον Οργανισμό Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών (Ταμείο Ασφαλίσεως Εμπόρων), σε 3% για το Οργανισμό Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών (Ταμείο Επαγγελματιών και Βιοτεχνών Ελλάδος) και σε 2,286% για το Δημόσιο και τους λοιπούς φορείς ασφάλισης μισθωτών και αυτοτελώς απασχολουμένων.
δ. Τα προσδιοριζόμενα τμήματα σύνταξης σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι κατώτερα του τμήματος του κατώτατου ορίου σύνταξης που αναλογεί στο χρόνο ασφάλισης ή του ποσού που προκύπτει από τον υπολογισμό με βάση το χρόνο και μόνο που διανύθηκε στην ασφάλισή τους, εφόσον με το χρόνο αυτόν θεμελιώνεται αυτοτελές συνταξιοδοτικό δικαίωμα με τις διατάξεις των οργανισμών αυτών χωρίς αναγωγή στα κατώτατα όρια σύνταξης.
ε. Το άθροισμα των τμημάτων της σύνταξης αποτελεί το συνολικό ποσό σύνταξης που καταβάλλεται στον δικαιούχο από τον απονέμοντα τη σύνταξη οργανισμό και θα αυξάνεται με το ίδιο ποσοστό που θα αυξάνονται οι συντάξεις του οργανισμού αυτού. Αν το ποσό αυτό είναι μικρότερο του κατώτατου ορίου σύνταξης του απονέμοντα οργανισμού, τότε καταβάλλεται στο συνταξιούχο το κατώτερο όριο σύνταξης αυτού.
2. α. Όταν οι συν-υπολογιζόμενοι χρόνοι διαδοχικής ασφάλισης έχουν διανυθεί σε φορείς ασφάλισης μισθωτών, οι συντάξιμες αποδοχές του χρόνου διακοπής της ασφάλισης, οι οποίες προβλέπονται από τη νομοθεσία κάθε συμμετέχοντα οργανισμού, όπως ισχύουν, αναπροσαρμόζονται από τον απονέμοντα οργανισμό με βάση το μέσο ετήσιο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή όλων των ετών που έχουν μεσολαβήσει από τη διακοπή της ασφάλισης μέχρι το προηγούμενο έτος του χρόνου υποβολής της αίτησης για συνταξιοδότηση.
β. Οι συμμετέχοντες οργανισμοί μισθωτών υποχρεούνται να διαβιβάζουν στον απονέμοντα οργανισμό βεβαίωση για το χρόνο που διανύθηκε στην ασφάλισή τους, τις συντάξιμες αποδοχές των χρονικών περιόδων που προβλέπονται από τις νομοθεσίες τους, το εκάστοτε ισχύον ανώτατο όριο αποδοχών, καθώς επίσης και τα ποσά σύνταξης που σύμφωνα με τη νομοθεσία τους αντιστοιχούν στο αυτοτελές δικαίωμα και στο κατώτατο όριο, όπου αυτό προβλέπεται Η βεβαίωση αυτή αποτελεί εκτελεστή πράξη της διοίκησης και υπόκειται σε όλα τα ένδικα μέσα.
γ. 'Όταν συμμετέχοντες οργανισμοί είναι οργανισμοί αυτοτελώς απασχολουμένων, γνωστοποιούν στον απονέμοντα τις κατηγορίες στις οποίες ασφαλίστηκε ο ασφαλισμένος και τις αντίστοιχες χρονικές περιόδους που κατέβαλε εισφορές, όπως αυτές ισχύουν κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης και υπολογίζεται η μέση τιμή των εισφορών αυτών ανάλογα με το χρόνο που διανύθηκε σε κάθε κατηγορία.
Όταν συμμετέχων φορέας είναι ο Οργανισμός Γεωργικών Ασφαλίσεων, για τον υπολογισμό της μέσης τιμής των εισφορών, λαμβάνεται υπόψη το τριπλάσιο της ατομικής εισφοράς κλάδου σύνταξης του ασφαλισμένου στους κλάδους πρόσθετης και κύριας ασφάλισης του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων.
Το ποσό αυτό μετατρέπεται σε αποδοχές βάσει των εισφορών εργοδότη και ασφαλισμένου για τον κλάδο κύριας σύνταξης του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων που ισχύουν κατά το χρόνο διακοπής της ασφάλισής του στο φορέα αυτόν. 'Όταν ο χρόνος ασφάλισης διακόπτεται μέχρι και την προηγουμένη της 01-03-1976, το ποσοστό ασφαλίστρου καθορίζεται ενιαία σε 12,75%. Σε περίπτωση που η σύνταξη υπολογίζεται με βάση μισθό δημοσίου λειτουργού ή βασικό ποσό, η αναπροσαρμογή γίνεται βάσει των ποσών που ισχύουν κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης. Επίσης γνωστοποιούν και τα ποσά σύνταξης που σύμφωνα με τη νομοθεσία τους αντιστοιχούν στο αυτοτελές δικαίωμα και στο κατώτατο όριο σύνταξης.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 2 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 52 του νόμου 3518/2006 (ΦΕΚ 272/Α/2006).
|
3. Όταν συμμετέχων φορέας είναι φορέας αυτοτελώς απασχολουμένων, ο ασφαλισμένος δύναται με αίτησή του να ζητήσει τον υπολογισμό της σύνταξής του και με τις διατάξεις του άρθρου 11 του νόμου [Ν] 1405/1983, όπως ισχύουν. Μετά τον επανυπολογισμό της σύνταξης και εφόσον προκύπτει διαφορά υπέρ του ασφαλισμένου, η διαφορά αυτή καταβάλλεται αναδρομικά από την ημερομηνία συνταξιοδότησής του.
4. Το τμήμα του ποσού της σύνταξης που αναλογεί στο συμμετέχοντα και υπολογίζεται σύμφωνα με τα ανωτέρω,καταβάλλεται σύμφωνα με τις διατάξεις των δύο τελευταίων εδαφίων της παραγράφου 3 του άρθρου 11 του νόμου [Ν] 1405/1983, όπως ισχύει, και τα οποία προστέθηκαν με το άρθρο 69 του νόμου [Ν] 2084/1992 (ΦΕΚ 165/Α/1992).
Το ανωτέρω τμηματικό ποσό δύναται κατ' επιλογή του ασφαλισμένου να καταβληθεί ταυτόχρονα με αυτό του απονέμοντα, μειωμένο κατά 1/200 για κάθε μήνα που υπολείπεται έως τη συμπλήρωση των προβλεπόμενων από τις διατάξεις του άρθρου 69 του νόμου [Ν] 2084/1992 (ΦΕΚ 165/Α/1992) ορίων ηλικίας.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 4 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 5 του νόμου [Ν] 3863/2010 (ΦΕΚ 115/Α/2010).
|
5. Αν ο απονέμων φορέας μισθωτών είναι προηγούμενος του τελευταίου οργανισμού, ο υπολογισμός του ποσού της σύνταξης πραγματοποιείται βάσει των αποδοχών του ασφαλισμένου που λαμβάνονται υπόψη για την απονομή της σύνταξης σύμφωνα με τη νομοθεσία του κάθε οργανισμού αναπροσαρμοσμένες με το μέσο ετήσιο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, με εξαίρεση το Δημόσιο, για το οποίο ως προς την αναπροσαρμογή των συντάξιμων αποδοχών έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 9 και 34 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (προεδρικό διάταγμα [ΠΔ] 166/2000), κατά περίπτωση.
6. Χρόνος ασφάλισης ο οποίος λαμβάνεται υπόψη για τη συνταξιοδότηση είναι ο χρόνος που υπολογίζεται για την απονομή της σύνταξης σύμφωνα με τη νομοθεσία του οργανισμού στον οποίο διανύθηκε και εφόσον έχουν καταβληθεί οι ασφαλιστικές εισφορές, που αντιστοιχούν στο χρόνο αυτόν μαζί με τα τυχόν πρόσθετα τέλη ή έχει ρυθμισθεί με διάταξη νόμου η καταβολή τους σε δόσεις μέχρι και την ημέρα πριν από την έκδοση της απόφασης συνταξιοδότησης του οργανισμού, ο οποίος απονέμει τη σύνταξη.
7. Σε περίπτωση που έχει ρυθμιστεί η καταβολή οφειλόμενων εισφορών και των πρόσθετων τελών σε δόσεις, όπως ορίζεται από γενικές ή ειδικές διατάξεις του οικείου φορέα, ο οργανισμός που απονέμει τη σύνταξη παρακρατεί κάθε μήνα τμήμα αυτής, ίσο με το ποσό κάθε δόσης και το συνολικό ποσό των οφειλόμενων εισφορών και πρόσθετων τελών εκπίπτει από το ποσό συμμετοχής στη δαπάνη συνταξιοδότησης, όπως προσδιορίζεται το τμήμα της σύνταξης σύμφωνα με τα ανωτέρω.
8. Στο συνολικό ποσό της σύνταξης διαδοχικά ασφαλισμένων του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων και ανεξάρτητα αν ο Οργανισμός Γεωργικών Ασφαλίσεων είναι απονέμων ή συμμετέχων οργανισμός προστίθεται το ποσό της συνταξιοδοτικής παροχής που προβλέπεται από το νόμο [Ν] 4169/1961 και το νομοθετικό διάταγμα [Ν] 4575/1966 (ΦΕΚ 227/Α/1966), όπως ισχύουν. Η παράγραφος 2 του άρθρου 8 του νόμου 3050/2002 και το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 13 του νόμου [Ν] 2458/1997 καταργείται. Εκκρεμείς αιτήσεις σε οποιοδήποτε στάδιο της διοικητικής διαδικασίας κρίνονται με τις διατάξεις που ισχύουν κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης με δυνατότητα του ασφαλισμένου να ζητήσει με νεότερη αίτηση την κρίση του δικαιώματός του με τις διατάξεις του παρόντος νόμου.
9. Όταν συμμετέχων φορέας είναι ο Οργανισμός Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών (Ταμείο Επαγγελματιών και Βιοτεχνών Ελλάδος), το ποσό της σύνταξης προσαυξάνεται και με το τμήμα του βασικού ποσού που προβλέπεται από τη νομοθεσία του.
10. α. Για κάθε διαδοχικά ασφαλιζόμενο πρόσωπο τηρείται Δελτίο Διαδοχικής Ασφάλισης σε κύριους και επικουρικούς φορείς, με εξαίρεση το Δημόσιο, το οποίο τηρεί πιστοποιητικό υπηρεσιακών μεταβολών.
Σε περίπτωση διακοπής της ασφάλισης λόγω αλλαγής ασφαλιστικού φορέα, ο ασφαλισμένος υποβάλλει αίτηση για σύνταξη Δελτίου Ασφάλισης στον πρώτο οργανισμό, στον οποίο και γνωστοποιεί το νέο φορέα ασφάλισής του. Το καθ' ύλην αρμόδιο όργανο του ασφαλιστικού οργανισμού υποχρεούται μέσα σε δύο (2) μήνες από την υποβολή της αίτησης να συντάξει το παραπάνω Δελτίο, το οποίο επέχει θέση απόφασης υποκείμενης σε όλα τα κατά το νόμο προβλεπόμενα ένδικα μέσα.
Το Δελτίο με ευθύνη του ασφαλιστικού οργανισμού αποστέλλεται στο νέο οργανισμό ασφάλισης και στον ενδιαφερόμενο, ο οποίος υποχρεούται να τηρεί αυτό μέχρι τη συνταξιοδότησή του.
Η διαδικασία αυτή ακολουθείται σε κάθε περίπτωση αλλαγής ασφαλιστικού φορέα ή βεβαίωσης επιπλέον χρόνου ασφάλισης από προηγούμενο φορέα. Σε κάθε νέο φορέα αποστέλλεται το σύνολο των Δελτίων των προηγούμενων φορέων. Ο ενδιαφερόμενος υποχρεούται να επιμελείται και ο ίδιος για την αποστολή του Δελτίου του από τους ασφαλιστικούς οργανισμούς και να τηρεί επικυρωμένο αντίγραφο.
Με υπουργική απόφαση, μετά από γνώμη των Διοικητικών Συμβουλίων των Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Οργανισμού Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών, Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων και Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου, καθορίζεται ο τρόπος τήρησης του Δελτίου σε έγγραφη ή ηλεκτρονική μορφή ή και τα δύο, ο τύπος, τα ατομικά και ασφαλιστικά στοιχεία και οποιαδήποτε άλλη λεπτομέρεια που κρίνεται αναγκαία για την υλοποίηση των ανωτέρω.
β. Οι ασφαλισμένοι φορέων κύριας και επικουρικής ασφάλισης που, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου έχουν υπαχθεί στην ασφάλιση περισσοτέρων του ενός φορέων ασφάλισης, υποχρεούνται εντός έξι (6) μηνών από την ισχύ της διάταξης αυτής να ζητήσουν από τους προηγούμενους ασφαλιστικούς τους φορείς τη σύνταξη των αντίστοιχων δελτίων χρόνου ασφάλισης και την αποστολή τους στον τελευταίο ασφαλιστικό οργανισμό, στο οποίο θα συμπληρώνεται και τηρείται σε κάθε επόμενη αλλαγή φορέα.
γ. Στις περιπτώσεις που στον τελευταίο φορέα διαπιστώνεται η έλλειψη των όρων της κρίσης του συνταξιοδοτικού δικαιώματος και διαβιβάζεται η αίτηση στους προηγούμενους φορείς, από την ημερομηνία που φέρει το έγγραφο διαβίβασης της αίτησης, στο Δελτίο Διαδοχικής Ασφάλισης αναγράφονται, εκτός του χρόνου ασφάλισης, οι αποδοχές που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών και τα ποσά που αντιστοιχούν στο αυτοτελές δικαίωμα και στο κατώτατο όριο σύνταξης.
Η ίδια διαδικασία ακολουθείται και από τους λοιπούς φορείς, όταν διαπιστώνεται ότι δεν είναι αρμόδιοι για την απονομή της σύνταξης.
Όλα τα αναγραφόμενα στοιχεία λαμβάνονται υπόψη από τον απονέμοντα οργανισμό για τον υπολογισμό των ποσών της σύνταξης.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 10 καταργήθηκε με την παράγραφο 7 του άρθρου 75 του νόμου [Ν] 3863/2010 (ΦΕΚ 115/Α/2010).
|
11. Για την εφαρμογή του άρθρου αυτού και όπου απαιτείται, εκπονείται από τη Γενική Γραμματεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων ειδική μηχανογραφική εφαρμογή. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ανατίθεται η εκπόνηση της ειδικής μηχανογραφικής εφαρμογής σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
Με την ίδια ανωτέρω υπουργική απόφαση δύναται να ρυθμίζονται συναφή θέματα και λεπτομέρειες αναγκαίες για την ενιαία εφαρμογή της μηχανογραφικής εφαρμογής στους ασφαλιστικούς οργανισμούς.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 11 καταργήθηκε με την παράγραφο 7 του άρθρου 75 του νόμου [Ν] 3863/2010 (ΦΕΚ 115/Α/2010).
|
12. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 και τα τέσσερα πρώτα εδάφια της παραγράφου 3 του άρθρου 11 του νόμου [Ν] 1405/1983, όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 4 του νόμου [Ν] 1539/1985, το άρθρο 15 του νόμου [Ν] 1902/1990 και της παραγράφου 3 του άρθρου 18 του νόμου [Ν] 2079/1992, παύουν να ισχύουν για τους φορείς κύριας ασφάλισης, με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού.
Οι διατάξεις του άρθρου 5 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 4202/1961, όπως αντικαταστάθηκαν με τις διατάξεις του άρθρου 10 του νόμου [Ν] 1405/1983, εξακολουθούν να εφαρμόζονται:
α. Σε ασφαλισμένους οι οποίοι μέχρι και την 31-12-1978 είχαν υπαχθεί διαδοχικά στην ασφάλιση δύο ή περισσότερων οργανισμών που ασφαλίζουν μισθωτούς ή αυτοτελώς απασχολουμένους και
β. Σε ασφαλισμένους που ασφαλίστηκαν μεν διαδοχικά για πρώτη φορά από 01-01-1979 και μετά, από φορέα ασφάλισης μισθωτών σε άλλο φορέα ασφάλισης μισθωτών, παρέμειναν όμως απασχολούμενοι στον ίδιο εργοδότη, με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 του άρθρου 15 του νόμου 2556/1997.
Αν ο απονέμων οργανισμός είναι προηγούμενος του τελευταίου, ο υπολογισμός του ποσού της σύνταξης πραγματοποιείται βάσει των αποδοχών του ασφαλισμένου που λαμβάνονται υπόψη για την απονομή της σύνταξης, σύμφωνα με τη νομοθεσία του,αναπροσαρμοσμένες με το μέσο ετήσιο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, με εξαίρεση το Δημόσιο για το οποίο, ως προς την αναπροσαρμογή των συντάξιμων αποδοχών, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 9 και 34 του [Π] Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, κατά περίπτωση.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 12 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 147 του νόμου [Ν] 3655/2008 (ΦΕΚ 58/Α/2008).
|
13. Για τους Οργανισμούς Επικουρικής Ασφάλισης, εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 5 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 4202/1961 και του άρθρου 11 του νόμου [Ν] 1405/1983, όπως αυτές ισχύουν.
Οι αποδοχές επί των οποίων υπολογίζεται η σύνταξη είναι αυτές που λαμβάνει ο ασφαλισμένος κατά το χρόνο διακοπής της ασφάλισής του, αναπροσαρμοσμένες σύμφωνα με το μέσο ετήσιο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή.
14. Εκκρεμείς αιτήσεις σε οποιοδήποτε στάδιο της διοικητικής διαδικασίας κρίνονται με τις διατάξεις που ισχύουν κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης. Είναι δυνατή η επανυποβολή νέας αίτησης για να κριθεί το δικαίωμα συνταξιοδότησης με τις διατάξεις του άρθρου αυτού. Στην περίπτωση αυτή τα οικονομικά αποτελέσματα αρχίζουν από τον επόμενο μήνα της υποβολής της νέας αίτησης.
15. Οι διατάξεις των παραγράφων 1,2,3 και 4 του άρθρου 2 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 4202/1961, όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 9 του νόμου [Ν] 1405/1983 και αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 14 του νόμου [Ν] 1902/1990, ισχύουν για το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο, Οίκο Ναύτου και γενικά για τους εργαζόμενους επί πλοίων. Εκκρεμείς περιπτώσεις θα επανεξεταστούν σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2 και 3 του άρθρου 2 του νόμου [Ν] 4202/1961, όπως ισχύουν. Τα οικονομικά αποτελέσματα αρχίζουν από την πρώτη του μήνα δημοσίευσης του νόμου αυτού.