Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Ανάπτυξης και Οικονομίας και Οικονομικών, ύστερα από εισήγηση του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας και γνώμη της Τράπεζας της Ελλάδος, θεσπίζονται Κανονισμοί Παροχής Εγγυήσεων και άλλων χρηματοδοτικών μέσων, οι οποίοι δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Οι Κανονισμοί βασίζονται στον επιμερισμό του επιχειρηματικού κινδύνου μεταξύ των μικρών επιχειρήσεων και πολύ μικρών επιχειρήσεων, των πιστωτικών ιδρυμάτων και της ανώνυμης εταιρείας Ταμείο Εγγυοδοσίας Μικρών και Πολύ Μικρών Επιχειρήσεων, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων κάθε κατηγορίας. Με τους Κανονισμούς τίθενται οι κανόνες παροχής εγγυοδοσίας και άλλων χρηματοδοτικών μέσων, οι προϋποθέσεις κατάπτωσης της εγγύησης, η κατάταξη σε κατηγορίες των παρεχόμενων υπηρεσιών, οι όροι λειτουργίας των χρηματοδοτικών μέσων που παρέχονται και ρυθμίζονται θέματα που αφορούν στη σχετική λειτουργία του Ταμείου σύμφωνα με τις παρακάτω αρχές:
α) Η αξία του συνόλου των εγγυήσεων που παρέχει το Ταμείο Εγγυοδοσίας Μικρών και Πολύ Μικρών Επιχειρήσεων δεν θα υπερβαίνει το δεκαπλάσιο των ιδίων κεφαλαίων του.
β) Οι παρεχόμενες από το Ταμείο Εγγυοδοσίας Μικρών και Πολύ Μικρών Επιχειρήσεων ποσού εγγυήσεις καλύπτουν μέρος του ύψους των πιστωτικών διευκολύνσεων που τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα χορηγούν σε μικρές επιχειρήσεις και πολύ μικρές επιχειρήσεις.
Η εγγύηση κυμαίνεται σε ποσοστό από 40% έως 80% επί του υποκειμένου δανείου, εφόσον το καλυπτόμενο από την εγγύηση μέρος του υποκειμένου δανείου που παρέχεται με βάση το οικείο καθεστώς δεν υπερβαίνει το ενάμισι εκατομμύριο (1.500.000) ευρώ ανά επιχείρηση.
Με υπουργική απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης σε περιπτώσεις πυρκαγιάς, πλημμυρών, σεισμού, αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ή για εγγυήσεις που παρέχονται στις περιοχές της Δ' ζώνης κινήτρων του νόμου 2601/1998 (ΦΕΚ 81/Α/1998), το ποσοστό της εγγύησης μπορεί να ανέλθει στο 80%.
γ) Το ποσό που καλύπτεται με την εγγύηση, σε περίπτωση κατάπτωσης αυτής, περιλαμβάνει το ανεξόφλητο υπόλοιπο του εγγυημένου κεφαλαίου της πίστωσης κατά το ποσοστό που έχει εγγυηθεί το Ταμείο πλέον των μη καταβληθέντων τόκων αυτού, μέχρι δεκαοκτώ μήνες κατ' ανώτατο όριο.
γ) α. Όταν δεν ασκείται η ένσταση διζήσεως, το ποσό που καλύπτεται με την εγγύηση, σε περίπτωση κατάπτωσης αυτής, προκύπτει από το ποσό της οφειλής της
Με κατά την ημερομηνία καταγγελίας της σύμβασης πίστωσης, μείον τυχόν εισπραχθέντα ποσά μέχρι την ημερομηνία καταβολής του οφειλόμενου από το Ταμείο Εγγυοδοσίας Μικρών και Πολύ Μικρών Επιχειρήσεων ποσού, επί το ποσοστό εγγύησης του Ταμείου Εγγυοδοσίας Μικρών και Πολύ Μικρών Επιχειρήσεων.
β. Όταν ασκείται η ένσταση διζήσεως, το Ταμείο Εγγυοδοσίας Μικρών και Πολύ Μικρών Επιχειρήσεων καταβάλλει προκαταβολή που αντιστοιχεί στο είκοσι τοις εκατό (20%) της εγγύησής της, όπως αυτή υπολογίζεται κατά την ημέρα καταγγελίας της σύμβασης πίστωσης, με βάση την οφειλή της μικρής επιχείρησης και το ποσοστό της εγγύησής της.
Όταν ασκείται η ένσταση διζήσεως, το ποσό που καλύπτεται με την εγγύηση, σε περίπτωση κατάπτωσης αυτής προκύπτει από:
α)α) την οφειλή της μικρής επιχείρησης κατά την ημερομηνία καταγγελίας της σύμβασης πίστωσης,
β)β) πλέον τόκων μέχρι δεκαοκτώ (18) μήνες κατ ανώτατο όριο επί του ποσού που προκύπτει από την αφαίρεση της προκαταβολής του Ταμείου Εγγυοδοσίας Μικρών και Πολύ Μικρών Επιχειρήσεων από την οφειλή της μικρής επιχείρησης, κατά την ημερομηνία καταγγελίας της σύμβασης πίστωσης,
γ)γ) μείον τυχόν εισπραχθέντα ποσά.
Το ποσό που προκύπτει σύμφωνα με τα παραπάνω πολλαπλασιάζεται επί το ποσοστό της εγγύησης του Ταμείου Εγγυοδοσίας Μικρών και Πολύ Μικρών Επιχειρήσεων Από το ποσό αυτό αφαιρείται η καταβληθείσα προκαταβολή, για να υπολογιστεί το τελικό ποσό που θα καταβάλει το Ταμείο Εγγυοδοσίας Μικρών και Πολύ Μικρών Επιχειρήσεων στην τράπεζα.
Το Ταμείο Εγγυοδοσίας Μικρών και Πολύ Μικρών Επιχειρήσεων καταβάλλει την παραπάνω προκαταβολή εντός τριμήνου από την ημερομηνία παραλαβής από την τράπεζα συστημένης επιστολής για την καταγγελία της σύμβασης πίστωσης.
Στις περιπτώσεις που:
α) δεν καταπέσει τελικώς η εγγύηση του Ταμείου Εγγυοδοσίας Μικρών και Πολύ Μικρών Επιχειρήσεων,
β) ανακληθεί η εγγύηση του Ταμείου Εγγυοδοσίας Μικρών και Πολύ Μικρών Επιχειρήσεων και
γ) ρυθμιστεί η οφειλή της μικρής επιχείρησης από την τράπεζα,
η καταβληθείσα προκαταβολή επιστρέφεται στο Ταμείο Εγγυοδοσίας Μικρών και Πολύ Μικρών Επιχειρήσεων εντός διμήνου, έντοκα από την ημέρα της καταβολής της έως την ημέρα της επιστροφής, με επιτόκιο ίσο με αυτό των μεσομακροπρόθεσμων ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, της έκδοσης που προηγείται από την ημερομηνία επιστροφής της προκαταβολής.
δ) Η αξιολόγηση του επιχειρηματικού σχεδίου και της πιστοληπτικής ικανότητας της επιχείρησης θα διενεργείται από τα πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα. Εγγυήσεις παρέχονται μόνο για επενδύσεις σε επιχειρήσεις που θεωρούνται οικονομικά βιώσιμες. Δεν παρέχονται εγγυήσεις σε προβληματικές επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν δυσχέρειες κατά την έννοια των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών, όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση.
ε) Οι επιχειρήσεις για τις οποίες εγγυάται το Ταμείο Εγγυοδοσίας Μικρών και Πολύ Μικρών Επιχειρήσεων καταβάλλουν σε αυτό προμήθειες, το ύψος των οποίων καθορίζεται με βάση την τιμολογιακή πολιτική του και εξαρτάται από το ύψος του αναλαμβανόμενου κινδύνου.
Η προμήθεια για τις εγγυήσεις επί δανείων δεν μπορεί να υπολείπεται του 0,25% επί του αναλαμβανόμενου κινδύνου.
στ) Το Ταμείο δεν επιτρέπεται να παραιτείται της ενστάσεως διζήσεως του άρθρου 855 του Αστικού Κώδικα εκτός από κατηγορίες παρεχόμενων υπηρεσιών και συγκεκριμένες δράσεις και προγράμματα, με τους όρους και τις προϋποθέσεις που ορίζονται στον Κανονισμό Παροχής Εγγυήσεων. Οι προϋποθέσεις άσκησης της ενστάσεως διζήσεως καθορίζονται με τον Κανονισμό Παροχής Εγγυήσεων.
ζ) Οι εγγυήσεις χορηγούνται σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις του Κανονισμού (ΕΚ) αριθμός 69/2001 για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας.