Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
1. Στην παράγραφο 9 του άρθρου 26 του αναγκαστικού νόμου [Ν] 1846/1951, όπως σήμερα ισχύει, προστίθενται περιπτώσεις στ' και ζ; ως εξής.
{στ. Να καταχωρούν σε θεωρημένο και ειδικό προς τούτο έντυπο τους προσλαμβανόμενους μισθωτούς τους αμέσως μετά την πρόσληψη και πριν αυτοί αναλάβουν εργασία.
Για όσους απασχολούνται μέχρι την έναρξη ισχύος της παραγράφου αυτής, δεν απαιτείται καταχώρηση στο παραπάνω ειδικό έντυπο, με την προϋπόθεση ότι έχουν καταχωρηθεί στα μισθολόγια του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
Ο εργοδότης, πέραν των απορρεουσών, από τις ισχύουσες διατάξεις της νομοθεσίας του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού, υποχρεώσεών του για αναγγελία πρόσληψής και καταγγελίας σύμβασης μισθωτού, αναγγέλλει υποχρεωτικά στον οργανισμό αυτόν εντός οκτώ (8) ημερών και κάθε περίπτωση οικειοθελούς αποχώρησης του μισθωτού.
Για τον κάθε μισθωτό που θα βρεθεί από τα αρμόδια όργανα του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων να απασχολείται και δεν είναι καταχωρημένος, κατά τα ανωτέρω, επιβάλλεται, με πράξη του αρμόδιου οργάνου του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, σε βάρος του εργοδότη του πρόστιμο.
Πρόστιμο επιβάλλεται επίσης και στον εργοδότη που δεν επιδεικνύει στα αρμόδια όργανα του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων το κατά τα ανωτέρω έντυπο καταχώρησης προσλαμβανόμενων μισθωτών. Τα πρόστιμα δεν μπορούν να ξεπερνούν κατ' άτομο το εικοσιπενταπλάσιο του τεκμαρτού ημερομισθίου της ανώτατης ασφαλιστικής κλάσης, όπως ισχύει κατά την ημερομηνία της επιβολής τους.
Τα κατά τα ανωτέρω επιβαλλόμενα πρόστιμα αποτελούν έσοδα του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Με Κανονισμό θα ορισθούν το όργανα και οι διαδικασίες επιβολής, βεβαίωσης, είσπραξης, αμφισβήτησης, διοικητικής επίλυσης ασφαλιστικής διαφοράς, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.
Εάν ο εργοδότης δεν αναγγείλει στον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού την καθ' οιονδήποτε λόγο αποχώρηση του μισθωτού, εντός της προθεσμίας των οκτώ (8) ημερών ή η αποχώρησή του δεν αποδεικνύεται από κανένα επίσημο έγγραφο στοιχείο του εργοδότη ή του μισθωτού, τα όργανα του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων θα ασφαλίζουν αυτόν για όλη την περίοδο από την ημερομηνία πρόσληψης μέχρι την προηγούμενη ημέρα του ελέγχου, αφαιρούμενης της ανωτέρω οκταημέρου προθεσμίας αναγγελίας αποχώρησης.
Η διάταξη αυτή δεν ισχύει για τους εργοδότες οικοδομοτεχνικών έργων.
Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων μετά από πρόταση του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων θα προσδιοριστεί το ύψος του προστίμου για κάθε παράβαση και για κάθε άτομο, το είδος του εντύπου καταχώρησης.
Η υπηρεσία, το όργανο και η διαδικασία εκτύπωσης, θεώρησης, χορήγησης, ελέγχου, τήρησης, ανάληψης της δαπάνης και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια που αφορά τη διαδικασία εφαρμογής της διάταξης αυτής.
Με την ίδια απόφαση, ύστερα από πρόταση του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού, θα καθοριστεί και ο τύπος του εντύπου αναγγελίας οικειοθελούς αποχώρησης του μισθωτού και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του. Η ισχύς της διάταξης αυτής αρχίζει από 01-04-1998.
ζ. Να γνωστοποιούν, με υπεύθυνη δήλωση του νόμου 1599/1986 (ΦΕΚ 75/Α/1986), στις αρμόδιες υπηρεσίες του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων τη διακοπή ή μεταβολή των εργασιών τους, την αλλαγή της επωνυμίας της επιχείρησης, καθώς και οποιαδήποτε αλλαγή υπεύθυνου μέλους, της έδρας, του τόπου επαγγελματικής τους εγκατάστασης προκειμένου περί φυσικών προσώπων, του τόπου της νέας κατοικίας ή διαμονής τους. Η δήλωση υποβάλλεται σε δέκα (10) ημέρες, αφότου έγιναν οι μεταβολές.}
2. Η περίπτωση β' της παραγράφου 9 του άρθρου 26 του αναγκαστικού νόμου [Ν] 1846/1951, όπως ισχύει σήμερα αντικαθίσταται ως εξής.
{β) Να τηρούν τις οριζόμενες, από Κανονισμό, καταστάσεις προσωπικού και να φυλάσσουν αυτές επί δεκαετία.}
3. Στο τέλος της παραγράφου 9 του άρθρου 26 του αναγκαστικού νόμου [Ν] 1846/1951, όπως ισχύει σήμερα, προστίθεται παράγραφος 9)α ως εξής.
{9)α. Το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, δια των αρμοδίων για τον έλεγχο, τη βεβαίωση και την είσπραξη των ασφαλιστικών εισφορών οργάνων του, μπορεί να ζητά από τις δημόσιες ή δημοτικές και κοινοτικές αρχές, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, τις τράπεζες, τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και γενικά από κάθε οργάνωση επαγγελματική, εμπορική, βιομηχανική, γεωργική κ.λ.π. οποιεσδήποτε πληροφορίες θεωρεί αναγκαίες για τη διευκόλυνση του έργου του.
Ειδικά για τις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες και με την επιφύλαξη των παραγράφων 6, 7 και 8 του άρθρου 85 του νόμου 2238/1994 (ΦΕΚ 151/Α/1994) οι πληροφορίες που μπορούν να ζητούν τα παραπάνω όργανα είναι μεταξύ άλλων και αυτές που περιέχονται στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος των εργοδοτών και αφορούν τα πάσης φύσεως περιουσιακά στοιχεία που περιλαμβάνονται σε αυτή ή συνυποβάλλονται με αυτή.}
4. Η παράγραφος 3 του άρθρου 5 του νόμου [Ν] 3198/1955 (ΦΕΚ 98/Α/1955) αντικαθίσταται ως εξής:
{3. Η καταγγελία της εργασιακής σχέσης θεωρείται έγκυρη, εφόσον έχει γίνει εγγράφως, έχει καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση και έχει καταχωρηθεί η απασχόληση του απολυόμενου στα τηρούμενα για το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων μισθολόγια ή έχει ασφαλιστεί ο απολυόμενος.
Η καθυστέρηση δόσης της αποζημίωσης από τις στην παράγραφο 1 εδάφιο β του άρθρου 2, οφειλόμενες και η μη καταχώρηση κατά τα ανωτέρω του εργαζόμενου στα μισθολόγια του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων ή η μη ασφάλισή του συνεπάγονται την ακυρότητα της καταγγελίας και ο διαδρομών χρόνος θεωρείται ως χρόνος συνέχισης της εργασίας του.
Στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης υποχρεούται στην καταβολή του συνόλου των εργοδοτικών εισφορών προς το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων και τους λοιπούς ασφαλιστικούς οργανισμούς, χωρίς να δικαιούται να αναζητήσει την αποζημίωση που κατέβαλε.
Η αποζημίωση που έχει καταβληθεί συμψηφίζεται με τις οφειλόμενες λόγω της ακύρωσης της καταγγελίας τακτικές αποδοχές, ο δε υπάλληλος υποχρεούται να καταβάλει στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων ή άλλους ασφαλιστικούς οργανισμούς τις αναλογούσες σε αυτόν εργατικές εισφορές. Η ισχύς της παραγράφου αυτής αρχίζει από 01-04-1998.}
5. Οι προβλεπόμενοι από το άρθρο 26 του νόμου 1882/1990 (ΦΕΚ 43/Α/1990), όπως ισχύουν κάθε φορά, περιορισμοί και απαγορεύσεις που εφαρμόζονται για οφειλές προς το Δημόσιο, δύνανται να επιβληθούν και για οφειλές προς το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μετά από απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
6. Το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 31 του προεδρικού διατάγματος 186/1992 (ΦΕΚ 84/Α/1992) Κώδικας Βιβλίων και Στοιχείων αντικαθίσταται ως ακολούθως:
{Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται, χωρίς έγκριση του Υπουργού οικονομικών, να λαμβάνουν γνώση του σχετικού περιεχομένου των βιβλίων και στοιχείων που ορίζονται από τον Κώδικα αυτόν, οι Δημόσιες Αρχές μόνο στις περιπτώσεις που ανακύπτουν θέματα προστασίας του δημόσιου συμφέροντος, καθώς και οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων για διεκδίκηση πόρων, ασφαλιστικών εισφορών ή άλλων εννόμων δικαιωμάτων τους.}
7. Ειδικά συνεργεία ελέγχου, όμοια με τα προβλεπόμενα από την παράγραφο 1 του άρθρου 39 του νόμου 1914/1990 (ΦΕΚ 178/Α/1990), μπορούν να συγκροτούνται, με απόφαση του Διοικητή του Ιδρύματος και στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων από υπαλλήλους τους για τη διενέργεια ελέγχων εργοδοτών σε όλη τη χώρα. Με την ίδια απόφαση καθορίζεται η διαδικασία συμμετοχής στα συνεργεία καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.
8. Η παράγραφος 7 του άρθρου 27 του αναγκαστικού νόμου [Ν] 1846/1951, όπως ισχύει σήμερα αντικαθίσταται και προστίθεται παράγραφος 7)α ως εξής:
{7. Οι κάθε είδους χρηματικές απαιτήσεις του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων που προέρχονται από εισφορές, αναλογούντα οίκοθεν πρόσθετα τέλη, προσαυξήσεις, αυτοτελή πρόσθετα τέλη, πρόστιμα ακάλυπτων επιταγών, λοιπά πρόστιμα τόκους, έξοδα διοικητικής εκτέλεσης, δικαστικά έξοδα κ.λ.π., καθώς και των οργανισμών, ταμείων και λογαριασμών, των οποίων οι εισφορές συνεισπράττονται από το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, παραγράφονται μετά δεκαετία.
Ειδικά για τις αιτήσεις κατά του Δημοσίου, η ανωτέρω παραγραφή είναι πενταετής, σύμφωνα με το άρθρο 90 του νόμου 2362/1995 (ΦΕΚ 247/Α/1995).
Η κατά τα ανωτέρω παραγραφή προκειμένου για τις εισφορές, τα οίκοθεν πρόσθετα τέλη τις προσαυξήσεις και τα αυτοτελή πρόσθετα τέλη αρχίζει από την πρώτη ημέρα του επόμενου έτους από εκείνο μέσα στο οποίο παρασχέθηκε η ασφαλιστέα εργασία ή υπηρεσία για δε τα πρόστιμα ακάλυπτων επιταγών, τόκους, δικαστικά έξοδα, έξοδα διοικητικής εκτέλεσης και τα λοιπά πρόστιμα αρχίζει από την πρώτη ημέρα του επόμενου έτους μέσα στο οποίο έγινε η ταμειακή βεβαίωσή τους.
7. α. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 4 του άρθρου 87 του νόμου 2362/1995, περί αναστολής παραγραφής των απαιτήσεων του Δημοσίου, καθώς και των άρθρων 88 και 89 του ίδιου νόμου, περί διακοπής παραγραφής των απαιτήσεων του Δημοσίου και συνεπειών παραγραφής αυτών αντίστοιχα, εφαρμόζονται ανάλογα και στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
Όπου στις παραπάνω διατάξεις αναφέρεται Προϊστάμενος της αρμόδιας Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας ή Υπουργός Οικονομικών, νοούνται αντίστοιχα Διευθυντής Ταμείου Είσπραξης Εσόδων Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων ή Διευθυντής Ταμειακής Υπηρεσίας Περιφερειακού η Τοπικού Υποκαταστήματος Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων ή Διοικητής Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, από τους οποίους ασκούνται οι αντίστοιχες αρμοδιότητες.}