Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
Αριθμός 686 / 2007
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Στέφανο Γαβρά, Αντιπρόεδρο, Εμμανουήλ Καλούδη, Χρήστο Αλεξόπουλο, Ειρήνη Αθανασίου και Αλέξανδρο Νικάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 20-02-2007, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: ___________, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κλεάνθη Ρούσσο.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) ___________, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Καμπέρη και
2) Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Μακαρίτη, που δεν κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19-05-1998 αγωγή του ήδη πρώτου των αναιρεσιβλήτων και με την από 13-07-1998 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Το Δικαστήριο εκείνο συνεκδικάζοντας τις δύο ως άνω αγωγές καθώς και την πρόσθετη παρέμβαση, που άσκησε το δεύτερο των αναιρεσιβλήτων, Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας, υπέρ του πρώτου των αναιρεσιβλήτων ___________, μέσω των από 01-12-1998 προτάσεών του, εξέδωσε την υπ αριθμό 118/1999 οριστική του απόφαση. Ακολούθως εκδόθηκαν οι 317/2000 μη οριστική και 8494/2000 οριστική αποφάσεις του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι ήδη αναιρεσίβλητοι με την από 20-10-2001 αίτησή τους και τους από 04-12-2002 πρόσθετους λόγους αυτής.
Εκδόθηκε η 225/2003 απόφαση του Αρείου Πάγου, που αναίρεσε την 8494/2000 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και παρέπεμψε την υπόθεση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές από αυτούς που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση.
Εκδόθηκε η 2307/2004 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, την αναίρεση της οποίας ζητεί ο αναιρεσείων με την από 02-12-2004 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Χρήστος Αλεξόπουλος, διάβασε την από 08-02-2007 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
Σκέφτηκε σύμφωνα με το νόμο
Η σύμβαση, με την οποία ανατίθεται σε μηχανικό η εκπόνηση μελέτης και η επίβλεψη συγκεκριμένου οικοδομικού έργου, φέρει τον χαρακτήρα της συμβάσεως μισθώσεως έργου. Με την σύμβαση αυτή ο μηχανικός αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο της μελέτης και επίβλεψης (άρθρο 681 του Αστικού Κώδικα) και έχει την αξίωση να λάβει την συμφωνηθείσα αμοιβή (άρθρο 681 του Αστικού Κώδικα), η οποία δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερη από τα ελάχιστα όρια της νόμιμης αμοιβής, που καθορίζονται από τις διατάξεις του προεδρικού διατάγματος 696/1974, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 104 παράγραφος 2 εδάφιο 1 του εν λόγω προεδρικού διατάγματος:
{Για τα ιδιωτικά έργα, η πλήρης αμοιβή της μελέτης πρέπει να κατατίθεται, κατά τις κείμενες διατάξεις προς της υποβολής της μελέτης που συντάχθηκε προς έγκριση ή έκδοση της τυχόν απαιτούμενης άδειας.}
Με τη διάταξη αυτή, για την πληρωμή της αμοιβής του μηχανικού, εισάγεται παρέκκλιση από την από το άρθρο 694 του Αστικού Κώδικα καθιερωμένη αρχή, κατά την οποία η αμοιβή του εργολάβου καταβάλλεται συγχρόνως με την παράδοση του έργου, και ορίζεται ότι η καταβολή της αμοιβής του μηχανικού για την εκπόνηση μελέτης προς έκδοση αδείας ανεγέρσεως οικοδομής γίνεται μόλις ολοκληρωθεί η μελέτη και πριν αυτή υποβληθεί στην αρμόδια Πολεοδομική Υπηρεσία προς έκδοση της άδειας. Δεν καταβάλλεται μάλιστα αυτή (αμοιβή) στα χέρια του μηχανικού αλλά κατατίθεται στο Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας για λογαριασμό του, μετά την κατάθεση δε αυτής ο μηχανικός υποβάλλει το φάκελο, μαζί με την απόδειξη προκαταθέσεως της αμοιβής του στην Πολεοδομική Υπηρεσία. Εάν δεν προσκομίσει την απόδειξη αυτή ο φάκελος θεωρείται ελλιπής και δεν επιτρέπεται να εκδοθεί άδεια.
Συνεπώς, η αμοιβή του μηχανικού είναι καταβλητέα μόλις αυτός ολοκληρώσει την μελέτη, η ολοκλήρωση δε της παράδοσης αυτής (του έργου) γίνεται με την υποβολή της μελέτης στην αρμόδια Πολεοδομική Υπηρεσία για την έκδοση της άδειας (ΑΠ 225/2003). Εξάλλου, οι αναιρετικοί λόγοι των αριθμών 1 εδάφιο α και 19 του άρθρου 559 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ιδρύονται, ο μεν πρώτος, αν το δικαστήριο της ουσίας προέβη σε εσφαλμένη ή μη υπαγωγή των πραγματικών διαπιστώσεων του στο εννοιολογικό περιεχόμενο του εν λόγω κανόνα, ο δε δεύτερος, όταν στο αιτιολογικό της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας δεν περιέχονται καθόλου ή δεν περιγράφονται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά εκείνα γεγονότα που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν ή όχι οι προϋποθέσεις εφαρμογής του εφαρμοσθέντος κανόνα ουσιαστικού δικαίου ή αν έγινε ή όχι ορθός νομικός χαρακτηρισμός των κρίσιμων πραγματικών γεγονότων, όχι όμως όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του συναχθέντος από αυτές και με σαφήνεια διατυπωμένου αποδεικτικού πορίσματος. Η θεμελίωση του τελευταίου λόγου προϋποθέτει ελλείψεις σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, όπως είναι οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί που συνθέτουν την ιστορική βάση και άρα στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως. Δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογιών όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές μεν αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, κατά κρίση ανέλεγκτη, τα ακόλουθα: Την 01-10-1995 ο πρώτος των αναιρεσιβλήτων ενάγων ___________, αρχιτέκτονας - μηχανικός, συνήψε στην ___________, όπου βρίσκεται το τεχνικό γραφείο του, σύμβαση με τον αναιρεσείοντα - εναγόμενο ___________, δυνάμει της οποίας ο δεύτερος του ανέθεσε την εκπόνηση των αρχιτεκτονικών και στατικών μελετών, καθώς και των μελετών θερμομόνωσης, παθητικής πυροπροστασίας και υδραυλικών εγκαταστάσεων για την ανέγερση τετραώροφης οικοδομής με υπόγειο, συνολικής επιφάνειας 180 m2, σε οικόπεδο ιδιοκτησίας αυτού (εναγομένου), που βρίσκεται στον Δήμο ___________ και επί της οδού ___________. Η αμοιβή του ενάγοντος μηχανικού για την εκτέλεση του ανωτέρω έργου συμφωνήθηκε ρητά μεταξύ των διάδικων στο ποσό των 5.000.000 δραχμών. Τα ανωτέρω προκύπτουν από τις προσκομιζόμενες από 01-10-1995 δύο έγγραφες δηλώσεις ανάθεσης, στις οποίες αναλυτικά αναφέρονται οι ανατεθείσες κατά τα άνω μελέτες, καθώς και η συμφωνηθείσα αμοιβή του ενάγοντος. Ο εναγόμενος ισχυρίζεται το πρώτον στην κατ' έφεση δίκη, ότι υπέγραψε εν λευκώ τις ανωτέρω δηλώσεις ανάθεσης και ότι το κείμενο αυτών συμπληρώθηκε εκ των υστέρων αυθαίρετα από τον ενάγοντα, πλην όμως ο ισχυρισμός του αυτός είναι απορριπτέος ως αναπόδεικτος. Βάσει της συμφωνίας των διαδίκων ο εναγόμενος έπρεπε να προκαταβάλει στον ενάγοντα το ποσό του 1.000.000 δραχμών, όπερ και έπραξε. Απεδείχθη περαιτέρω ότι την 22-01-1996 οι διάδικοι συμφώνησαν την επαύξηση της αμοιβής του ενάγοντος κατά 700.000 δραχμές, προκειμένου να συντάξει αυτός πρόσθετη μελέτη δευτέρου υπογείου με δυνατότητα ενσωματώσεως μελλοντικής προσθήκης ανυψωτικού μηχανήματος (ανελκυστήρα). Συμφωνήθηκε δε ακόμη να καταβάλει ο εναγόμενος επιπλέον του ως άνω ποσού και τον αναλογούντα στο συνολικό ποσό Φ.Π.Α. ποσοστού 18%. Ο εναγόμενος την 08-02-1996 κατέθεσε σε τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος και το ποσό των 1.000.000 δραχμών έναντι της κατά τα άνω συμφωνηθείσας συνολικής αμοιβής του, έχοντας έτσι καταβάλει συνολικά μέχρι την ημερομηνία αυτή το ποσό των 2.000.000 δραχμών. Την 16-02-1996 οι διάδικοι συμφώνησαν όπως το υπόλοιπο της οφειλόμενης αμοιβής του ενάγοντος (3.700.000 δραχμές) καταβληθεί ως εξής: α) 1.000.000 δραχμές αμέσως, προκειμένου ο ενάγων να υποβάλει στο αρμόδιο Πολεοδομικό Γραφείο τον σχετικό φάκελο για την έκδοση της οικοδομικής άδειας και β) το υπόλοιπο των 2.700.000 δραχμών εντός σαράντα (40) ημερών. Την 11-07-1996 ο ενάγων ολοκλήρωσε όλες τις τεχνικές μελέτες και σχημάτισε τον φάκελο για την υποβολή αυτού στο αρμόδιο Πολεοδομικό Γραφείο προς έκδοση της σχετικής άδειας, ειδοποίησε δε σχετικώς τον εναγόμενο. Ο τελευταίος όμως αρνήθηκε να καταβάλει το υπόλοιπο της συμφωνηθείσας κατά τα άνω αμοιβής του προφασιζόμενος ότι θέλει να του παραδοθεί το πρωτότυπο των σχετικών μελετών προς μελέτη και σχετικό έλεγχο αυτών. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, αφού ο ενάγων μηχανικός περάτωσε το συμφωνηθέν έργο, όπως τούτο δεν αμφισβητείται ευθέως από τον εναγόμενο, ο εναγόμενος (εργοδότης) είχε την υποχρέωση να του καταβάλει το υπόλοιπο της συμφωνηθείσας αμοιβής, νομιμοτόκως από την επομένη της ημέρας περατώσεως του έργου (11-07-1996), τούτο δε βάσει των διατάξεων του προεδρικού διατάγματος 696/1974, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, και μάλιστα πριν το έργο (μελέτη) υποβληθεί στην Πολεοδομική Υπηρεσία προς έκδοση της σχετικής αδείας. Ειδικότερα, βάσει του άρθρου 104 παράγραφος 2 προεδρικού διατάγματος 696/1974, γεννάται απευθείας εκ του νόμου απαιτητή και ληξιπρόθεσμη αξίωση του ενάγοντος μηχανικού για καταβολή (με κατάθεση στοΤεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας) της αμοιβής του, ανεξαρτήτως της οποιασδήποτε συμφωνίας για το χρόνο καταβολής αυτής. Ακολούθως, το Εφετείο απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος και επικύρωσε την ομοίως αποφανθείσα απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Με τις κρίσεις του αυτές το Εφετείο δεν παραβίασε, με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή, τις προαναφερθείσες διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, διέλαβε δε επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντίφαση αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθότητα ή μη της εφαρμογής των διατάξεων αυτών. Επομένως, οι περί του αντιθέτου τέταρτος, έκτος, έβδομος, δέκατος, ενδέκατος και δωδέκατος κατά το πρώτο μέρος του εκ του άρθρου 559 αριθμοί 1 και 19 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας απορρέοντες λόγοι του αναιρετηρίου, είναι αβάσιμοι. Ο καθιερούμενος με το άρθρο 559 αριθμός 1 εδάφιο α του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας λόγος αναιρέσεως για παράβαση των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών δημιουργείται και όταν το δικαστήριο της ουσίας, ενώ διαπιστώνει ρητώς ή εμμέσως, κατά τη μη υποκείμενη σε αναιρετικό έλεγχο κρίση του, την ύπαρξη κενού στη δικαιοπραξία ή αμφιβολίες ως προς την έννοια της δηλώσεως βουλήσεως, παραλείπει ωστόσο να προσφύγει τους γενικούς ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 του Αστικού Κώδικα προς διακρίβωση του νοήματος ορισμένης δηλώσεως ή να παραθέσει στην απόφασή του τα πραγματικά εκείνα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η εφαρμογή των κανόνων αυτών, όχι όμως και όταν η μη προσφυγή στους εν λόγω κανόνες οφείλεται στο ότι, κατά την προκύπτουσα ευθέως ή εμμέσως από την απόφασή του και επίσης μη δεκτική αναιρετικού ελέγχου κρίση του, δεν υπάρχει κενό ή ασάφεια στην επίδικη δικαιοπραξία ([Π] ΑΠ 282/2005). Για το ορισμένο όμως του αναιρετικού αυτού λόγου ο αναιρεσείων πρέπει να επικαλείται ότι το δικαστήριο της ουσίας, παρότι διαπίστωσε ευθέως ή εμμέσως κενό ή αμφιβολία στις δηλώσεις των συμβαλλομένων, δεν προσέφυγε στους ερμηνευτικούς κανόνες ([Π] ΑΠ 46/2003).
Εν προκειμένω, ο αναιρεσείων, με τον τρίτο λόγο του αναιρετηρίου, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αριθμός 1 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, χωρίς να επικαλείται ότι το Εφετείο διαπίστωσε ευθέως ή εμμέσως την ύπαρξη κενού στη δικαιοπραξία ή αμφιβολίες ως προς την έννοια των δηλώσεων βουλήσεως των συμβληθέντων διαδίκων, αποδίδει σ' αυτό (Εφετείο) ότι παρέλειψε να προσφύγει στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 του Αστικού Κώδικα για να διακριβώσει το περιεχόμενο της μεταξύ τους συμβάσεως και κυρίως εάν η συμφωνηθείσα από 5.700.000 δραχμές συνολικά αμοιβή του αναιρεσίβλητου αφορούσε μόνο στη μελέτη ή και στην επίβλεψη της κατασκευής του έργου. Επομένως, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αόριστος. Η πρώτη περίπτωση του εκ του άρθρου 559 αριθμός 10 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας λόγου αναιρέσεως υπάρχει όταν το δικαστήριο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς να έχει προσαχθεί καμία απόδειξη. Επομένως, ο λόγος αυτός αναιρέσεως δεν συντρέχει όταν από την προσβαλλόμενη απόφαση συνάγεται ότι το δικαστήριο σχημάτισε την αποδεικτική του κρίση από τα αναφερόμενα σ' αυτή νόμιμα αποδεικτικά μέσα.
Εν προκειμένω, με τους πρώτο και ένατο, κατά το δεύτερο μέρος του, λόγους αναιρέσεως, αποδίδεται στο Εφετείο η πλημμέλεια, ότι δέχθηκε πως συνήφθη μεταξύ των διαδίκων την 01-10-1995 η επίμαχη σύμβαση μισθώσεως έργου, καθώς και ότι το εν λόγω έργο (σύνταξη μελέτης) περατώθηκε την 11-07-1996, όταν ολοκληρώθηκε η μελέτη και ήταν έτοιμη προς υποβολή στο αρμόδιο Πολεοδομικό Γραφείο για την έκδοση της σχετικής άδειας, μολονότι για τα περιστατικά αυτά, που στήριζαν την ένδικη αγωγή του αναιρεσίβλητου, δεν είχε προσαχθεί καμία απόδειξη. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, στο αποδεικτικό του πόρισμα, αναφορικά με τα ανωτέρω θεμελιωτικά της αγωγής στοιχεία της καταρτίσεως της ως άνω συμβάσεως και της παραδόσεως του αναληφθέντος έργου κατέληξε ύστερα από εκτίμηση των αναφερόμενων στην απόφαση αποδεικτικών μέσων (μαρτύρων, ενόρκων βεβαιώσεων τρίτων και εγγράφων). Με τον δεύτερο λόγο της αίτησης αναιρέσεως, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αριθμός 11 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, αποδίδεται στο Εφετείο η πλημμέλεια, ότι έλαβε υπόψη αποδεικτικό μέσο που ο νόμος δεν επιτρέπει και συγκεκριμένα τις από 01-10-1995 δύο έγγραφες δηλώσεις ανάθεσης, μολονότι αυτές ήταν ανυπόγραφες και εντεύθεν αποτελούσαν απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέως ως αβάσιμος, διότι κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβή για την παροχή εργασίας (άρθρα 678, 679, 680 και 681 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας), κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, σύμφωνα με το άρθρο 671 παράγραφος 1 εδάφιο α του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, λαμβάνονται υπόψη και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, δηλαδή και έγγραφα άκυρα ή ιδιωτικά ανυπόγραφα έγγραφα και γενικά κάθε είδους έγγραφα ([Π] ΑΠ 450/2005), πέραν δε αυτών στην προκειμένη περίπτωση, ο ανωτέρω λόγος στηρίζεται σε ανύπαρκτη προϋπόθεση, διότι, σύμφωνα με τις παραδοχές της προβαλλόμενης απόφασης, τα ανωτέρω έγγραφα δεν ήταν ανυπόγραφα αλλά έφεραν την υπογραφή του αναιρεσείοντος. Ο αναιρετικός λόγος του [Π] αριθμού 20 του άρθρου 559 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας δημιουργείται όταν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο αποδεικτικού, κατά την έννοια των άρθρων 339 και 432 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, εγγράφου, ήτοι προέβη σε εσφαλμένη ανάγνωση του κειμένου του, αποδίδοντας σ' αυτό περιεχόμενο καταδήλως διαφορετικό από το αληθινό, στη συνέχεια δε, στηρίζοντας την κρίση του αποκλειστικώς ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο τούτο, κατέληξε σε επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα αποδεικτικό πόρισμα σχετικώς με πράγματα έχοντα ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης ([Π] ΑΠ 104/2005).
Εν προκειμένω, ο αναιρεσείων, με τον πέμπτο λόγο της αίτησης αναιρέσεως, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αριθμός 20 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, αποδίδει στο Εφετείο την πλημμέλεια ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο των, ως αποδεικτικών μέσων, χρησιμοποιηθεισών, δύο από 01-10-1995 εγγράφων δηλώσεων ανάθεσης, διότι δέχθηκε ότι η αρχικά συμφωνηθείσα μ' αυτές αμοιβή του αναιρεσίβλητου από 5.000.000 δραχμές αφορούσε μόνο το έργο της μελέτης και όχι και το έργο της επίβλεψης. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι από την επισκόπηση των ανωτέρω δηλώσεων ανάθεσης προκύπτει ότι η συμφωνηθείσα μ' αυτές ως άνω από 5.000.000 δραχμές αμοιβή του αναιρεσίβλητου αφορούσε ρητώς και ειδικώς στο έργο της συντάξεως της μελέτης και όχι και εκείνο της επίβλεψης. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 8 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Πράγματα, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, νοούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί που συνθέτουν την ιστορική βάση και, άρα, στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως, καθώς και οι κύριοι και πρόσθετοι λόγοι εφέσεως που αφορούν σε αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς ή σε άρνηση τέτοιων ισχυρισμών. Αντίθετα, δεν αποτελούν πράγματα η αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως ή τα πραγματικά επιχειρήματα, ήτοι οι πραγματικοί ισχυρισμοί προς ενδυνάμωση ή αποδυνάμωση των απόψεων κάποιου διαδίκου, έστω και αν προτείνονται ως λόγοι εφέσεως (ΑΠ 104/2005). Εξάλλου, ο προβαλλόμενος από την παραπάνω διάταξη λόγος αναιρέσεως προϋποθέτει την μη λήψη υπόψη πραγμάτων με την προαναφερθείσα έννοια, που έχουν προταθεί από εκείνον ο οποίος ζητεί την αναίρεση της απόφασης και όχι από τον αντίδικό του, διότι στην τελευταία περίπτωση λείπει από τον αναιρεσείοντα το απαιτούμενο για την άσκηση της αίτησης αναιρέσεως έννομο συμφέρον.
Εν προκειμένω, ο αναιρεσείων, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αριθμός 8 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, με τους όγδοο, κατά το πρώτο μέρος του και τον ένατο κατά το πρώτο μέρος, του λόγους του αναιρετηρίου, αποδίδει στο Εφετείο τις αιτιάσεις, ότι παρά το νόμο, αφενός δεν έλαβε υπόψη του τον ισχυρισμό του ότι ουδέποτε περατώθηκε το έργο της μελέτης και αφετέρου δεν έλαβε υπόψη του τον ισχυρισμό των αντιδίκων του αναιρεσιβλήτων ότι η αμοιβή του πρώτου απ' αυτούς (ενάγοντος μηχανικού) ήταν καταβλητέα όχι κατά το χρόνο της ετοιμασίας του φακέλου, αλλά κατά το χρόνο εκδόσεως της σχετικής άδειας. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι η πρώτη των προβαλλομένων αιτιάσεων δεν αποτελεί πράγμα κατά την έννοια του νόμου, αλλά συνιστά αιτιολογημένο αρνητικό της αγωγής ισχυρισμό, ενώ σε προβολή της δεύτερης των προβαλλομένων αιτιάσεων δεν νομιμοποιείται ο αναιρεσείων, αλλά μόνον οι αναιρεσίβλητοι στους οποίους αποδίδεται ο ως άνω ισχυρισμός. Κατά το άρθρο 559 αριθμός 9 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και όταν το δικαστήριο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε ή επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της ένδικης αγωγής, ο αναιρεσείων, αρχιτέκτων μηχανικός, αξίωσε την επιδίκαση του από 3.700.000 δραχμές υπολοίπου αμοιβής του και τον αναλογούντα στο ποσό αυτό Φόρο Προστιθέμενης Αξίας, για το εκπονηθέν απ' αυτόν έργο της συντάξεως των αρχιτεκτονικών και στατικών μελετών, καθώς και των μελετών θερμομόνωσης, παθητικής πυροπροστασίας και υδραυλικών εγκαταστάσεων για την ανέγερση τετραώροφης οικοδομής σε οικόπεδο ιδιοκτησίας του αναιρεσείοντος. Με την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που επικυρώθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, η αγωγή έγινε στο σύνολό της δεκτή και υποχρεώθηκε ο αναιρεσείων να καταβάλει στον αναιρεσίβλητο το ως άνω ποσό των 3.700.000 δραχμών, μετά του αναλογούντος ΦΠΑ. Επομένως, οι όγδοος, κατά το δεύτερο μέρος του και δωδέκατος, κατά το δεύτερο μέρος του, λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους ο αναιρεσείων, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αριθμός 9 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, αποδίδει στο εφετείο την πλημμέλεια ότι επιδίκασε - με την επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης - στον αναιρεσίβλητο περισσότερα, δηλαδή το ως άνω ποσό, που είναι μεγαλύτερο από εκείνο που είχε ζητηθεί, διότι τάχα ο τελευταίος αυτός είχε αξιώσει με την αγωγή για την ετοιμασία του φακέλου ποσό μόνον 1.000.000 δραχμών, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η αναίρεση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα τα ων αναιρεσιβλήτων, που έχουν χωριστή νομική υπεράσπιση, κατά το σχετικό νόμιμο αίτημα των τελευταίων αυτών (άρθρα 106, 176 και 183 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας).
Για τους λόγους αυτούς
Απορρίπτει την από 02-12-2004, αίτηση του ___________, περί αναιρέσεως της 2307/2004 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει χωριστά για τον πρώτο στο ποσό των επτακοσίων εβδομήντα (770) € και για το δεύτερο από αυτούς στο ποσό των τετρακοσίων είκοσι (420) €.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13-03-2007.
Και
Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στις 28-03-2007.