557/06

ΑΠ 557/2006


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Αριθμός 557/2006

 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ε' Ποινικό Τμήμα

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ανδρέα Μοσχανδρέου, Αντιπρόεδρο, Γεώργιο Ναυπλιώτη, Δημήτριο Κιτρίδη, Αθανάσιο Μπρίλλη και Πλαστήρα Αναστασάκη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

 

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20-01-2006, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ελευθέριου Βορτσέλα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ε. Φ., για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων:

 

1) Α. Α. του Α. και 2) Ε. συζύγου Α. Α., κατοίκων Δροσιάς Θεσσαλονίκης, που εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Αλεξάνδρα Μαύρου - Τσάκου, περί αναιρέσεως της 14474/2004 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης.

 

Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19-11-2004 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2072/2004.

 

Αφού άκουσε

 

Την πληρεξούσια δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

 

Σκέφτηκε σύμφωνα με το νόμο

 

Κατά την παράγραφο 8 του άρθρου 17 του νόμου 1337/1983, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 3 του νόμου 2242/1994, οι ιδιοκτήτες ή εντολείς κατασκευής αυθαιρέτων, οι μηχανικοί που συντάσσουν τη μελέτη ή έχουν την επίβλεψη του έργου και οι εργολάβοι κατασκευής του τιμωρούνται με ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον 6 μηνών ή με χρηματική ποινή από 500.000 μέχρι 5.000.000 δραχμές ανάλογα με την αξία του αυθαίρετου έργου και το βαθμό υποβάθμισης του φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος. Αν η πιο πάνω πράξη έχει γίνει από αμέλεια, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι ένα χρόνο ή με χρηματική ποινή από 200.000 μέχρι 2.000.000 δραχμές.

 

Ως αυθαίρετο έργο, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 18 του νόμου 1337/1983 νοείται εκείνο που εμπίπτει στην παράγραφο 2 του άρθρου 118 του νομοθετικού διατάγματος 8/1973 περί Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού, όπως ισχύει, και τέτοιο είναι κάθε εργασία δομήσεως που εκτελείται χωρίς άδεια ή καθ' υπέρβαση της αδείας. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση στερείται της από τα άρθρα 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος και 139 του [Π] Κώδικα Ποινικής Δικονομίας απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παράγραφος 1 στοιχείο Δ' του [Π] Κώδικα Ποινικής Δικονομίας λόγον αναιρέσεως, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτήν τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο στήριξε την κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε για τα στοιχεία αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην ουσιαστική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης που δίκασε ως Εφετείο, δέχτηκε, ύστερα από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των αναφερομένων στην απόφασή του αυτή κατ' είδος αποδεικτικών μέσων τα εξής: Οι κατηγορούμενοι κατά το έτος 1998 και σε ημερομηνία που δεν διακριβώθηκε, στη Θέρμη Θεσσαλονίκης, σε εκτός σχεδίου πόλεως περιοχή, ως ιδιοκτήτες οικοπέδου κατασκεύασαν αυθαίρετα επ' αυτού κτίσματα και συγκεκριμένα προέβησαν:

 

α) στην κατασκευή διώροφης οικίας εμβαδού 80,5 m2 στο ισόγειο και 38,86 m2 στον όροφο, καθώς και 16,40 m2 ημιυπαίθριου ισογείου,

β) στην προσθήκη κατ' επέκταση ισογείου, εμβαδού 4,0 x 3,6 = 14,40 m2 καθ' υπέρβαση της 1867/1997 οικοδομικής αδείας,

γ) στην κατασκευή περίφραξης συνολικού μήκους 45,40 + 74,80 + 46,43 + 75,21 = 241,84 m2 από τοίχο ύψους 1,50 m,

δ) στην κατασκευή κτίσματος αποθήκης διαστάσεων 3,0 x 7,0 = 21 m2 στο όριο του αγροτεμαχίου και

στ) στην κατασκευή πισίνας στον ακάλυπτο χώρο της οικοδομής, εκτός σχεδίου πόλεως και χωρίς την απαιτούμενη άδεια της αρμόδιας Αρχής.

 

Με τις παραδοχές του αυτές το προδιαληφθέν Δικαστήριο διέλαβε στην πληττόμενη απόφασή του, την από τα άρθρα 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος και 139 του [Π] Κώδικα Ποινικής Δικονομίας απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του για τη συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της παραβιάσεως του άρθρου 17 παράγραφοι 1 και 8)α του νόμου 1337/1983, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και από τις οποίες πείσθηκε για την ενοχή των κατηγορουμένων καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε στις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις που εφάρμοσε και τις οποίες έτσι ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα:

 

1) Από το πιο πάνω περιεχόμενο της καταδικαστικής απόφασης σαφώς προκύπτει ότι τα αναφερόμενα σ' αυτήν ως αυθαιρέτως κατασκευασθέντα αποτελούν κατασκευές κατά την έννοια του άρθρου 22 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού, για τις οποίες απαιτείται άδεια της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας, είναι δηλαδή εργασίες δόμησης.

 

2) στην προσβαλλόμενη απόφαση καθορίζεται ότι η οικοδόμηση καθ' υπέρβαση της 1867/1997 οικοδομικής άδειας συνίσταται στην προσθήκη κατ' επέκταση ισογείου εμβαδού 4,0 x 3,6 = 14,40 m2, τα οποία από προφανή παραδρομή αναφέρονται στο διατακτικό μόνο ως 14,00 m2, ενώ το ορθό ως άνω εμβαδόν αναφέρεται στο σκεπτικό και άλλωστε προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό των δύο αυτών διαστάσεων,

 

3) από την προσβαλλόμενη απόφαση σαφώς προκύπτει ότι το Δικαστήριο κήρυξε τους αναιρεσείοντες ενόχους παραβάσεως της ως άνω διατάξεως του άρθρου 17 παράγραφος 8 του νόμου 1337/1983 από δόλο (βλέπε ιδία μνεία του άρθρου 27 του Ποινικού Κώδικα στο σκεπτικό επιμετρήσεως της ποινής και αναφορά σ' αυτόν της εντάσεως του δόλου μεταξύ των κριτηρίων επιβολής της.

 

4) στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης αναφέρεται ότι το δικαστήριο συν-εκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως μεταξύ των άλλων αναφερομένων σ' αυτήν κατ' είδος αποδεικτικών μέσων και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν, και επομένως και την υπ' αριθμό 37964/2001 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης που φέρεται επίσης στα πρακτικά ως αναγνωσθείσα,

 

5) από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης δεν προκύπτει ότι ο πρώτος από τους αναιρεσείοντες υπέβαλε κατά την ακροαματική διαδικασία κατά τρόπο σαφή και ορισμένο ισχυρισμό ότι τέλεσε την ως άνω πράξη πιστεύοντας πεπλανημένως ότι εδικαιούτο να προβεί σ' αυτήν και ότι η πλάνη του αυτή ήταν συγγνωστή (άρθρο 31 παράγραφος 2 του Ποινικού Κώδικα). Τέτοιο σαφή και ορισμένο ισχυρισμό δεν θεμελιώνουν όσα εξέθεσε στην απολογία του και συγκεκριμένα οι αναφορές του σ' αυτήν:

 

{Είχαμε αγοράσει το αγροτεμάχιο. Πήγαμε σε εταιρεία που πουλούσε λυόμενα σπίτια και μας είπαν ότι μπορούσαμε να βγάλουμε άδεια, μάλιστα ένας μηχανικός τους το ανέλαβε, έβγαλε άδεια και προχωρήσαμε στην κατασκευή του σπιτιού. Ο ίδιος μηχανικός μας βεβαίωσε ότι μπορούσαμε να κάνουμε και όλα τα επιπλέον κτίσματα και ότι ήταν νόμιμα. Τελικά η άδειά μας ανακλήθηκε γιατί το αγροτεμάχιο ήταν 3,5 στρέμματα και δεν ήταν άρτιο και οικοδομήσιμο κ.λ.π.}

 

Κατόπιν αυτών πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου και από το άρθρο 510 παράγραφος 1 στοιχεία δ' και ε' του [Π] Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αναιρετικοί λόγοι.

 

Με το άρθρο 24 του νόμου 3212/2003 ορίζεται ότι η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως εκτός από τις διατάξεις, μεταξύ άλλων και του άρθρου 5 παράγραφος 4 αυτού (με την οποία αντικαταστάθηκαν οι παράγραφοι 8 και 9 του άρθρου 17 του νόμου 1337/1983), η ισχύς των οποίων αρχίζει έξι μήνες από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ 308/Α/2003), και μετά την τροποποίηση του άρθρου αυτού με το άρθρο 24 παράγραφος 2 του νόμου 3242/2004 την 31-12-2004). Η ρύθμιση αυτή, όπως σαφώς προκύπτει από τη διατύπωση του νόμου αυτού αφορά την έναρξη ισχύος των ως άνω διατάξεων του (νόμου 3212/2003) για το μετά τη δημοσίευσή του χρονικό διάστημα και δεν καθιερώνει κανενός είδους αναστολή των ως τότε ισχυουσών διατάξεων του άρθρου 17 παράγραφος 8 του νόμου 1337/1983, υπό το κράτος των οποίων τελέσθηκε η ως άνω πράξη των αναιρεσειόντων (έτος 1998). Επομένως, ο λόγος της αναιρέσεως, κατά τον οποίο το Δικαστήριο που δίκασε εφάρμοσε εσφαλμένα τη διάταξη του άρθρου 17 παράγραφος 8 του νόμου 1337/1983, διότι η ισχύς της κατά το χρόνο εκδικάσεως της εφέσεως (εφ' ης εξεδόθη η προσβαλλόμενη απόφαση), ήτοι κατά την 24-09-2004, είχε ανασταλεί, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

 

Κατόπιν όλων των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αναίρεση και να καταδικασθούν,

 

καθένας των αναιρεσειόντων, στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παράγραφος 1 του [Π] Κώδικα Ποινικής Δικονομίας).

 

Για τους λόγους αυτούς

 

Απορρίπτει την από 19-11-2004 αίτηση των: 1) Α. Α. του Α. και 2) Ε. συζύγου Α. Α., κατοίκων αμφοτέρων Δροσιάς Θεσσαλονίκης, για αναίρεση της υπ' αριθμού 14474/2004 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει καθένα των αναιρεσειόντων στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων δέκα (210) ευρώ.

 

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 02-03-2006.

 

Και

 

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 10-03-2006.

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.