Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
Αριθμός 448/1996
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Ιωάννη Λασκαρίδη, Αντιπρόεδρο, Θεόδωρο Τόλια, Δημοσθένη Πρίντζη, Παναγιώτη Δημόπουλο και Μιχαήλ Καρατζά, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 02-02-1996, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Τυλιπάκη, για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1. Κωνσταντίνου Ευαγγέλου Ζάχου, κατοίκου Αθηνών και Ι. Γεωργίου Κωνσταντίνου Παπακώστα, κατοίκου Άνω Λιοσίων Αττικής, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Κωστόπουλο.
Των αναιρεσιβλήτων: 1. Μ. θυγατέρα Γ. Σ. και 2. Δημητρίου Νικολάου Φωτοδήμου, κατοίκων Αθηνών, οι οποίοι παρατάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γ. Κακαλέτρη.
Των προσθέτως παρεμβαινόντων:
1. σωματείου με την επωνυμία Ελληνική Ομοσπονδία κατασκευαστών και οικοδομικών επιχειρήσεων, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και
2. σωματείου με την επωνυμία Ένωση επιχειρηματιών κατασκευαστών οικοδομικών και τεχνικών έργων, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, τα οποία εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Κατρά.
Υπέρ ων η πρόσθετη παρέμβαση:
1. Κωνσταντίνου Ευαγγέλου Ζάχου, κατοίκου Αθηνών και
2. Γ. Κωνσταντίνου Παπακώστα, κατοίκου Άνω Λιοσίων Αττικής, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Κωστόπουλο.
Καθ' ων η πρόσθετη παρέμβαση:
1. Μ. θυγατέρα Γ. Σ. και
2. Δημητρίου Νικολάου Φωτοδήμου,
κατοίκων Αθηνών, οι οποίοι παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γ. Βαρχαλαμά.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30-09-1993 αγωγή που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1048/1994 του ίδιου Δικαστηρίου και 1568/1996 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητούν οι εναγόμενες με την από 12-04-1995 αίτηση και τα προσθέτως παρεμβαίνοντα με την από 14-02-1995 πρόσθετη παρέμβασή τους.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω, ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Μιχαήλ Καρατζάς ανάγνωσε την από 20-12-1995 έκθεσή του, με την οποία ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως, οι πληρεξούσιοι των αναιρεσειόντων και των προσθέτως παρεμβαινόντων ζήτησαν την παραδοχή της αιτήσεως και οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων και των καθ' ων η πρόσθετη παρέμβαση την απόρριψη της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου στη δικαστική δαπάνη.
Σκέφτηκε σύμφωνα με το νόμο
Επειδή, κατ' αρχήν, παραδεκτώς φέρονται προς συνεκδίκαση η από 12-04-1995 αίτηση των Κ. Ζ. και Γ. Παπακώστα για αναίρεση της 1586/1995 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών και η από 14-12-1995 πρόσθετη υπέρ των αναιρεσειόντων παρέμβαση των σωματείων με την επωνυμία Ελληνική ομοσπονδία κατασκευαστών και οικοδομικών επιχειρήσεων και Ένωση επιχειρηματιών κατασκευαστών οικοδομικών και τεχνικών έργων, που εδρεύουν στην Αθήνα.
Επειδή, από τη διάταξη του άρθρου 80 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας που ορίζει ότι αν σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων, τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα, ως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση για να υποστηρίξει, το διάδικο αυτόν, προκύπτει ότι απαραίτητος προϋπόθεση της πρόσθετης παρέμβασης είναι η ύπαρξη στον παρεμβαίνοντα τρίτο, ειδικού έννομου συμφέροντος, το οποίο πρέπει να προσδιορίζεται σαφώς στο δικόγραφο της παρεμβάσεως κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 81 παράγραφος 1 εδάφιο Β' του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Εξάλλου, έννομο συμφέρον προς παρέμβαση υφίσταται όταν με αυτήν μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτρέπει η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρεώσεως και αν ακόμη το δικαίωμα ή η υποχρέωση δεν έχουν περιουσιακό χαρακτήρα. Πρέπει όμως αυτά είτε να απειλούνται από τη δεσμευτικότητα ή την εκτελεστότητα της αποφάσεως που θα εκδοθεί, είτε να υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειες της. Έτσι για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης, δεν αρκεί το γεγονός ότι σε εκκρεμή δίκη μεταξύ άλλων επίκειται η λύση νομικού ζητήματος που θα ωφελήσει ή θα βλάψει τον προσθέτως παρεμβαίνοντα, επειδή υπάρχει ή πρόκειται να προκύψει σε άλλη δίκη μεταξύ αυτού και κάποιου από τους διαδίκους η τρίτου συναφής διαφορά αλλά απαιτείται η έκβαση της δίκης στην οποία παρεμβαίνει, να θίγει από την άποψη του πραγματικού και του νομικού ζητήματος τα έννομα συμφέροντα του. Επομένως, τέτοιο έννομο συμφέρον δεν υφίσταται για την ένωση ορισμένων επαγγελματιών, από το ότι, σε δίκη μέλους της με τρίτο, πρόκειται να λυθεί νομικό ζήτημα που θα ωφελήσει ή θα βλάψει τα οικονομικά συμφέροντα των μελών του, η προστασία των οποίων αποτελεί το σκοπό της ενώσεως, λόγω υφισταμένης όμοιας διαφοράς άλλου μέλους της με τρίτο. Τέλος, η διάταξη του άρθρου 669 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας που παρέχει στα αναγνωρισμένα επαγγελματικά σωματεία και τις αναγνωρισμένες ενώσεις το δικαίωμα να παρεμβαίνουν σε κάθε δίκη που αφορά την ερμηνεία ή εφαρμογή συλλογικής συμβάσεως εργασίας ή διατάξεως που εξομοιώνεται με τις διατάξεις τέτοιας συλλογικής συμβάσεως για την προστασία του συλλογικού συμφέροντος το οποίο παρουσιάζει η έκβαση της δίκης, δεν εφαρμόζεται στην προκειμένη κατ' αναίρεση δίκη, αφενός, επειδή αφορά ειδικώς και περιορισμένες τις δίκες επί εργατικών διαφορών και αφετέρου, επειδή αναφέρεται στην ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου διαδικασία, όπως προκύπτει από το ότι για την εφαρμογή αυτής της διατάξεως και στην κατ' έφεση και αναψηλάφηση δίκη, θεσμοθετήθηκαν οι ειδικές διατάξεις των άρθρων 574 παράγραφος 2 και 675 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ανάλογη των οποίων δεν υπάρχει και για την αναιρετική διαδικασία.
Στην προκειμένη υπόθεση, που αφορά διαφορά συνιδιοκτητών οριζοντίων ιδιοκτησιών από τη σχέση της οροφοκτησίας, με το από 14-12-1995 δικόγραφο, τα σωματεία με την επωνυμία Ελληνική Ομοσπονδία κατασκευαστών και οικοδομικών επιχειρήσεων και Ένωση επιχειρηματιών κατασκευαστών οικοδομικών και τεχνικών έργων, πρόσθετη παρέμβαση υπέρ των αναιρεσειόντων. Ως έννομο συμφέρον τους τα σωματεία επικαλούνται το ότι οι υπέρ ων η παρέμβαση, και κατασκευαστές της ένδικης πολυκατοικίας, είναι μέλη του δεύτερου σωματείου, το οποίο αποτελεί μέλος του πρώτου και η τυχόν απόρριψη της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως θα επιφέρει στα μέλη τους, τα συμφέροντα των οποίων κατά τα καταστατικά τους προασπίζουν, οικονομική ζημία, γιατί θα έχει ως συνέπεια να ασκηθούν σωρηδόν χιλιάδες αγωγές κακόπιστων ιδιοκτητών κατά των εργολάβων οικοδομών για αναγνώριση ακυρότητας όρων των κανονισμών οροφοκτησίας, θα επιφέρει δε κατ' επέκταση και αφάνταστα μεγάλη κοινωνική αναταραχή και θα δημιουργήσει ανασφάλεια στους συναλλασσόμενους, με περαιτέρω επίπτωση να σταματήσει η από αντιπαροχή ανέγερση οικοδομών, κ.λ.π. η δε ανάσχεση της οικοδομικής δραστηριότητας θα επιφέρει καίριο πλήγμα στην εθνική οικονομία, η οποία έχει κυρίως και βασικώς ανάγκη επενδύσεως και αναπτύξεως. Ενόψει όλων αυτών η υπό κρίση πρόσθετη παρέμβαση στερείται του ειδικού έννομου συμφέροντος που απαιτείται από το άρθρο 80 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπως αυτό προσδιορίζεται στη μείζονα σκέψη και εξαιτίας αυτής της ελλείψεως είναι απαράδεκτη.
Επειδή, για να είναι ορισμένος ο από το άρθρο 559 αριθμός 1 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας λόγος αναιρέσεως, που ιδρύεται όταν υπάρχει παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δίκαιου, πρέπει στο αναιρετήριο να αναφέρεται με σαφήνεια ο κανόνας του ουσιαστικού δικαίου που φέρεται ότι παραβιάστηκε, οι σχετικές παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας και το υπαγωγικό σφάλμα του. Όταν δε οι διατάξεις που φέρονται ότι παραβιάστηκαν είναι περισσότερες της μιας, τότε πρέπει να εξειδικεύεται για κάθε μία από αυτές, οι σχετικές παραδοχές του δικαστηρίου και το υπαγωγικό σφάλμα του. Στην προκειμένη περίπτωση οι αναιρεσειούντες στο εισαγωγικό μέρος του αναιρετηρίου παραθέτουν κατά λέξη, εντός εισαγωγικών, ολόκληρο το κείμενο της προσβαλλόμενης αποφάσεως, συμπεριλαμβανομένης ακόμη και της γνώμης της μειοψηφίας και στη συνέχει, με τον πρώτο λόγο αυτού προβάλλουν παραβίαση των διατάξεων α) του άρθρου 361 του Αστικού Κώδικα β) των άρθρων 2 παράγραφος 1, 4 παράγραφος 1, 5 και 13 του νόμου 3741/1929 και 1002, 1117 του Αστικού Κώδικα, γ) του άρθρου 238 του Αστικού Κώδικα, δ) των άρθρων 182, 173 και 200 του Αστικού Κώδικα, και ε) του άρθρου 2 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 1320/1981, χωρίς να διευκρινίζουν σε τι συνίσταται το σφάλμα του Εφετείου κατά την ερμηνεία ή εφαρμογή των παραπάνω κανόνων δικαίου. Συνεπώς ο λόγος αυτός της αιτήσεως αναιρέσεως είναι αόριστος. Επειδή από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1002 και 1117 του Αστικού Κώδικα άρθρων 2 παράγραφος 1, 4 παράγραφος 1, 5 και 13 του νόμου 3741/1929, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, με το άρθρο 54 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, συνάγεται ότι επί οριζόντιας ιδιοκτησίας, ιδρύεται, κυρίως μεν, χωριστή κυριότητα σε όροφο οικοδομής ή διαμέρισμα ορόφου, παρεπομένως δε και αναγκαστική συγκυριότητα που αποκτάται αυτοδικαίως, κατ' ανάλογη μερίδα, στα μέρη του όλου ακινήτου, που χρησιμεύουν σε κοινή απ' όλους τους οροφοκτήτες χρήση, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται, κατά ενδεικτική στις διατάξεις αυτές απαρίθμηση, το έδαφος, οι αυλές κ.λ.π.
Ο προσδιορισμός των κοινόκτητων και κοινοχρήστων αυτών μερών, γίνεται, είτε με την συστατική της οροφοκτησίας δικαιοπραξία, είτε με ιδιαίτερες συμφωνίες μεταξύ όλων των οροφοκτητών, κατά τα άρθρα 4 παράγραφος 1, 5 και 13 του ως άνω νόμου 3741/1929. Αν τούτο δεν γίνει, αν δηλαδή δεν ορίζεται τίποτε από την ως άνω δικαιοπραξία ούτε με ιδιαίτερες συμφωνίες, τότε ισχύει ο προσδιορισμός που προβλέπεται από τις πιο πάνω διατάξεις. Το ίδιος συμβαίνει, ή του ισχύει ο προσδιορισμός που προβλέπεται από τις αναγκαστικού δικαίου πολεοδομικές διατάξεις νόμου, όταν οι πιο πάνω δικαιοπραξία και συμφωνίες αντίκεινται στις διατάξεις αυτές, όταν δηλαδή ο καθορισμός των κοινοχρήστων, κατ' έκταση και περιεχόμενο με βάση τις ανωτέρω συμφωνίες, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με ρητή πολεοδομική διάταξη που απαγγέλλει ρητώς ή εμμέσως πλην σαφώς ακυρότητα. Τέτοια διάταξη είναι και εκείνη του άρθρου 1 παράγραφος 5 εδάφιο τελευταίο του νόμου 960/1979 περί επιβολής υποχρεώσεων προς δημιουργίαν χώρων σταθμεύσεως αυτοκινήτων δια την εξυπηρέτησιν των κτιρίων, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του νόμου 1221/1981. Κατά την τελευταία αυτή διάταξη του νόμου και τυχόν δημιουργούμενες θέσεις σταθμεύσεως εις τον ελεύθερον ισόγειο χώρο του κτιρίου όταν τούτο κατασκευάζεται επί υποστηλωμάτων (pilotis) κατά τις ισχύουσες διατάξεις, δεν δύνανται ν' αποτελέσουν διηρημένες ιδιοκτησίες. Δηλαδή, από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι όταν η οικοδομή ανεγείρεται με άδεια και υπό το πολεοδομικό σύστημα της αφέσεως του ισογείου χώρου ακαλύπτου, ο ακάλυπτος αυτός χώρος δεν μπορεί να αποτελέσει διηρημένες ιδιοκτησίες, είτε αυτοί είναι οροφοκτήτες είτε τρίτοι, αλλά θα παραμείνει ως κοινόχρηστος, με την πιο πάνω έννοια, χώρος, επί του οποίου αποκτάται αυτοδικαίως, όπως προαναφέρθηκε, συγκυριότητα, εφόσον υφίσταται οριζόντια ιδιοκτησία σε όροφο οικοδομής ή σε διαμέρισμα ορόφου και παρεπομένως αναγκαστική συγκυριότητα των οροφοκτητών κατ' ανάλογη μερίδα τούτων επί του κοινοχρήστου αυτού χώρου, που χρησιμεύει σε κοινή απ' όλους τους οροφοκτήτες χρήση. Ενόψει αυτών η συμφωνία των οροφοκτητών για κατάργηση του κοινόχρηστου χαρακτήρα της Pilotis και η μεταβίβαση του χώρου αυτής σε τρίτους κατά διηρημένες ιδιοκτησίες, έρχεται σε ευθεία αντίθεση προς την άνω αναγκαστικού δικαίου πολεοδομική διάταξη του νόμου 1221/1981, ως επιδιώκουσα απαγορευμένο και αθέμιτο αποτέλεσμα, ήτοι την κάλυψη του υποχρεωτικώς από το νόμο ακαλύπτου ισογείου χώρου ή τη μεταβίβαση αυτού σε τρίτους κατ' αποκλειστική τους ιδιοκτησία και επομένως είναι, κατά το άρθρο 174 του Αστικού Κώδικα άκυρη, λόγω της αντιθέσεώς της προς την απαγορευτική διάταξη του πολεοδομικού νόμου.
Εφόσον δε ο χώρος αυτός δεν μπορεί να αποτελέσει διαιρεμένη ιδιοκτησία, δεν είναι δεκτικός και συστάσεως χωριστού εμπράγματου δικαιώματος (όπως πραγματικής δουλείας) με το οποίο θα έχανε τον κοινόχρηστο χαρακτήρα του. Με ιδιαίτερη συμφωνία των συνιδιοκτητών μπορεί βεβαίως, σύμφωνα με τα άρθρα 5 και 13 του νόμου 3741/1929, να παραχωρηθεί εγκύρως η χρήση του χώρου αυτού αποκλειστικώς σε ένα ή ορισμένους ιδιοκτήτες ορόφου ή διαμερίσματος μόνο όμως της ίδιας οικοδομής στην οποία υπάρχει. Ο με το παραπάνω περιεχόμενο περιορισμός της χρήσης του χώρου αυτού από τους λοιπούς οροφοκτήτες έχει απλώς το χαρακτήρα δουλείας κατ' άρθρο 13 παράγραφος 3 νόμου 3741/1929, χωρίς όμως να είναι πραγματική δουλεία με την έννοια των άρθρων 1118 και 1119 του Αστικού Κώδικα και επιβάλλεται από τις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1 παράγραφος 1, 2 εδάφια α - β, 5 του νόμου 960/1979 όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 1221/1981 και το προεδρικό διάταγμα [ΠΔ] 1340/1981, συνίσταται δε στην υποχρέωση των συνιδιοκτητών, επί οικοδομών του ανεγείρονται με άδεια και υπό το πολεοδομικό σύστημα της αφέσεως του ισογείου ακαλύπτου, να εξασφαλίσουν είτε σε ακάλυπτο είτε σε καλυμμένο (μεταξύ των υποστηλωμάτων της οικοδομής - Pilotis), χώρο για την στάθμευση των αυτοκινήτων των συνιδιοκτητών της οικοδομής. Συνεπεία του περιορισμού αυτού της κυριότητας δεν επιτρέπεται στους συνιδιοκτήτες του οικοπέδου με την συστατική της οροφοκτησίας δικαιοπραξία με οποιαδήποτε μεταγενέστερη κατά τους νόμιμους τύπους γενόμενη τροποποίησή της, να μην εξασφαλίζουν στην κοινόκτητη Pilotis της οικοδομής θέσεις σταθμεύσεως των αυτοκινήτων των ιδιοκτητών των διαμερισμάτων, με την παραχώρηση των θέσεων αυτών σε εκ κατασκευής και λειτουργικά, κείμενες συνήθως στο υπόγειο της οικοδομής, εξυπηρετικές μόνον των αναγκών των διαμερισμάτων, αποθήκες, που αποτελούν βοηθητικούς χώρους των διαμερισμάτων, χωρίς δική τους αυτοτελή λειτουργικότητα, έστω και αν οι αποθήκες αυτές έχουν ορισθεί με την συστατική της οριζοντίου ιδιοκτησίας δικαιοπραξία ως αυτοτελείς ιδιοκτησίες, με αποτέλεσμα οι ιδιοκτήτες των διαμερισμάτων των ορόφων να μη μπορούν να εξασφαλίσουν στην pilotis θέσεις σταθμεύσεως των αυτοκινήτων τους και να στερούνται έτσι της δυνατότητας χρήσεως κοινόκτητου και κοινοχρήστου μέρους της ως άνω οικοδομής, ενώ κατά το αναγκαστικό δίκαιο που αναφέρθηκε επιβάλλεται η εξασφάλιση θέσεων σταθμεύσεων αυτοκινήτων των ιδιοκτητών των ως άνω διαμερισμάτων.
Πρέπει να σημειωθεί ότι στον καθορισμό του απαιτούμενου αριθμού θέσεων σταθμεύσεως αυτοκινήτων αναλόγως της χρήσεως και του μεγέθους των κτιρίων σε περιοχές εντός της μείζονος περιοχής πρωτευούσης βάσει του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 1340/1981 δεν προβλέπεται θέση σταθμεύσεως αυτοκινήτου για επιφάνεια μικρότερη από 40 m2, ενώ στην επιφάνεια του κτιρίου, για τον υπολογισμό των θέσεων σταθμεύσεως, δεν συνυπολογίζονται και οι εν γένει βοηθητικοί χώροι. Επομένως κατανομή των θέσεων των αυτοκινήτων στον ακάλυπτο χώρο της pilotis της οικοδομής, ώστε να εξασφαλίζεται θέση σταθμεύσεως αυτοκινήτου σε υπόγεια, χωρίς λειτουργική ανεξαρτησία, μικρή αποθήκη, επιφάνειας μικρότερης από 40 m2 που αποτελεί βοηθητικό χώρο διαμερίσματος και να μη εξασφαλίζεται θέση σταθμεύσεως αυτοκινήτου στο διαμέρισμα και έτσι να στερείται παντελώς της χρήσεως της pilotis ο ιδιοκτήτης διαμερίσματος ορόφου, αντιβαίνει ευθέως στον από τις ως άνω πολεοδομικές διατάξεις επιβαλλόμενο περιορισμό της κυριότητος και είναι άκυρη γι' αυτό δε και θεωρείται ως μη γενομένη, (κατά τα άρθρα 174 και 180 του Αστικού Κώδικα).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το εφετείο δέχθηκε ανελέγκτως τα εξής: Οι αναιρεσείοντες με το συμβόλαιο 1731/1988 της συμβολαιογράφου Αθηνών Μ. Δ., που νόμιμα έχει μεταγραφεί, απέκτησαν αδιαιρέτως έκαστος κατά το ήμισυ ένα οικόπεδο στην Αθήνα, επιφανείας 220 m2 προκειμένου να ανεγείρουν επ' αυτού πολυώροφη οικοδομή. Υπήγαγαν την οικοδομή αυτή στο σύστημα της οριζοντίου ιδιοκτησίας με τη συμβολαιογραφική πράξη 1982/01-06-1989 της ίδιας πιο πάνω συμβολαιογράφου, που και αυτή νόμιμα έχει μεταγραφεί με την οποία και κατάρτισαν τον κανονισμό της πολυκατοικίας. Όρισαν ότι η πολυκατοικία θα αποτελείται από υπόγειο, ισόγειο (pilotis), έξι ορόφους και δώμα. Το υπόγειο αποτελείται από τον υποσταθμό της Δημόσιας Επιχείρισης Ηλεκτρισμού και έξι (6) αποθήκες εμβαδού 6, 7, 5, 4,5, 4,5 και 6,5 m2, με ποσοστά συνιδιοκτησίας και ψήφους. Το ισόγειο, που αποτελεί την pilotis της πολυκατοικίας, ορίστηκε ότι αποτελείται από μία κατηγορία κοινόχρηστων μερών, όπως είσοδο της πολυκατοικίας, φρέαρ του ανελκυστήρα, κλιμακοστάσιο ανόδου, ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου, είσοδο προσπελάσεως αυτοκινήτων και από έξι θέσεις στάθμευσης αυτοκινήτων, οι οποίες καθορίζονται στο έδαφος με βάση το σχέδιο κατόψεως της pilotis και με αριθμούς 1 έως 6, επιφάνειας 15 m2 καθεμία, χωρίς ποσοστά συνιδιοκτησίας και ψήφους.
Σε παραπομπή της συστατικής της ως άνω οριζοντίου ιδιοκτησίας πράξεως (συμβόλαιο 1982/01-06-1984) ορίσθηκαν τα εξής:
{Οι ανωτέρω χώροι γκαράζ ανήκουν σαν παρακολουθήματα σε αυτοτελείς ιδιοκτησίες της οικοδομής (διαμερίσματα ή αποθήκες) με τις οποίες θα τελούν σε σχέση πραγματικής δουλείας, έκαστος χώρος γκαράζ προς ένα έκαστο διαμέρισμα η αποθήκη θα καθορίζεται με συνταχθησόμενα αγοραπωλητήρια συμβόλαια. Ο καθένας των έξι ορόφων αποτελείται από ένα διαμέρισμα. Η οικοδομή αποπερατώθηκε το έτος 1991 και οι αναιρεσείοντες μεταβίβασαν όλα τα διαμερίσματα σε τρίτους, μεταξύ των οποίων το Β-1 στην πρώτη αναιρεσίβλητη και το Γ-1 κατά το εξ αδιαιρέτου στον δεύτερο αναιρεσίβλητο και το Δ-1 διαμέρισμα σε τρίτο, με το προς αυτόν δε πωλητήριο συμβόλαιο όρισαν ότι στην ιδιοκτησία αυτή ανήκει η αποκλειστική χρήση της υπ' αριθμού δ' θέσης σταθμεύσεως αυτοκινήτου της pilotis. Για τις άλλες θέσεις σταθμεύσεως συνήψαν με τρίτους τις από 16-09-1992, 18-09-1992, 16-09-1992 και 18-09-1992 συμβάσεις μισθώσεως με τις οποίες εκμίσθωσαν σε καθένα ανά μία αποθήκη και μαζί μια θέση σταθμεύσεως. }
Οι αναιρεσίβλητοι αμφισβήτησαν το δικαίωμα των αναιρεσειόντων να εκμισθώσουν τις θέσεις σταθμεύσεως και τοποθετούσαν και αυτοί τα αυτοκίνητά τους στο χώρο εκείνο της πολυκατοικίας, γι' αυτό οι αναιρεσείοντες άσκησαν κατά των αναιρεσιβλήτων την με αριθμό καταθέσεως 14959/1992 αγωγή τους, η οποία απορρίφθηκε με την 682/1992 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ως αόριστη. Στη συνέχεια οι αναιρεσείοντες με την 9293/09-06-1993 πράξη τροποποιήσεως της συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας τροποποίησαν την αρχική πράξη συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας και δήλωσαν ότι καθεμιά από τις υπ' αριθμούς 1 έως 5 θέσεις σταθμεύσεως αυτοκινήτων αποτελούν παράρτημα και πραγματική δουλεία στην αποκλειστική χρήση καθεμιάς αποθήκης αντίστοιχα με τα στοιχεία ΥΠ-1 έως ΥΠ-5. Για τις αποθήκες αυτές, που αποτελούν αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες και έχουν το προαναφερθέν εμβαδόν, δεν ορίζεται τίποτε σχετικώς με την χρήση τους, ενόψει όμως της θέσεώς τους που βρίσκονται στο υπόγειο του κτιρίου και της μικρής επιφάνειάς των αποτελούν βοηθητικούς αποθηκευτικούς χώρους. Ενόψει των ανωτέρω το Εφετείο έκρινε ότι η τροποποίηση της πράξης συστάσεως της οριζοντίου ιδιοκτησίας, εφ' όσον δεν έγινε με την συμμετοχή όλων των συνιδιοκτητών, αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παράγραφος 1 και 13 του νόμου 3741/1929 και δεν δεσμεύει τους αναιρεσίβλητους διαμερισματούχους, οι οποίοι, με την αγορά των διαμερισμάτων τους προ της τροποποιήσεως, έγιναν συγκύριοι, κατά την μερίδα συμμετοχής τους, του εκ του νόμου υποχρεωτικά κοινού πράγματος της pilotis και των χώρων σταθμεύσεως.
Περαιτέρω, το Εφετείο έκρινε ότι ο ισχυρισμός των αναιρεσειόντων ότι έχουν δικαίωμα τροποποιήσεως της αρχικής πράξεως συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας, που χορηγήθηκε σ' αυτούς απ' αυτή, δεν είναι βάσιμος διότι δεν πρόκειται για διαρρυθμίσεις ή ανακατανομή των ποσοστών αλλά για στέρηση του δικαιώματος χρήσεως της pilotis από τους συνιδιοκτήτες. Σε σχέση με τον όρο της συστατικής της οριζοντίου ιδιοκτησίας πράξης, τον περιεχόμενο στην ως άνω παραπομπή, έκρινε το Εφετείο ότι με αυτό δεν ρυθμίστηκε οριστικά η χρήση, δηλαδή δεν ορίστηκε σε ποια συγκεκριμένη οριζόντια ιδιοκτησία ανήκει η χρήση μιας συγκεκριμένης θέσης σταθμεύσεως αλλά συστήθηκε εμπράγματο δικαίωμα πραγματικής δουλείας που μετατρέπει κατ' αποτέλεσμα τους χώρους σταθμεύσεως της pilotis σε διαιρεμένες ιδιοκτησίες, πράγμα που απαγορεύεται από το νόμο. Οι αναιρεσείοντες, με την μεθόδευση της κατασκευής στο υπόγειο μικρών αποθηκών, ίσου αριθμού με τις θέσεις σταθμεύσεως αυτοκινήτων της pilotis του ισογείου και την υπαγωγή εκάστης θέσης στην εξυπηρέτηση της αποθήκης, αλλοιώνουν την φύση του χώρου αυτής ως αναγκαστικώς εκ του νόμου, κοινού πράγματος και έτσι ευθέως καταστρατηγούν τη διάταξη του άρθρου 1 του νόμου 1221/1981. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω το εφετείο τελικώς έκρινε ότι οι αναιρεσείοντες δεν είχαν δικαίωμα ούτε με την αρχική πράξη ούτε με την τροποποιητική, να ρυθμίσουν τη χρήση των θέσεων κατά τρόπο ώστε αυτή να ανήκει στις εν λόγω αποθήκες τους, γι' αυτό δεν έχουν το με την αγωγή τους ασκούμενο δικαίωμα.
Έτσι που έκρινε το εφετείο και με βάση τις παραπάνω παραδοχές του απέρριψε, ως ουσία αβάσιμη, την αγωγή των αναιρεσειόντων, με την οποία ζητούσαν να αναγνωρισθεί ότι οι ίδιοι, ως κύριοι των αποθηκών είναι και αποκλειστικοί δικαιούχοι της χρήσης των πέντε θέσεων σταθμεύσεως αυτοκινήτων και να απαγορευθεί στους αναιρεσίβλητους να σταθμεύουν σ' αυτές τα αυτοκίνητά τους, διέλαβε στην απόφασή του πλήρεις και χωρίς αντίφαση αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον ακυρωτικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των διατάξεων εκείνων που εφαρμόσθηκαν, γι 'αυτό και ο από το άρθρο 559 αριθμός 19 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας δεύτερος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, κατά το μέρος που προβάλλει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Ο ίδιος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, κατά το μέρος που προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αυτήν πλημμέλεια, με αιτιάσεις που αναφέρονται στην εκτίμηση των αποδείξεων από το εφετείο και σε επιχειρήματα αυτού, είναι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 55 παράγραφος 1 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, απαράδεκτος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 8 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ιδρύεται λόγος αναιρέσεως αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην δίκη. Στην προκειμένη περίπτωση οι αναιρεσείοντες προβάλλουν με τον τρίτο λόγο της αιτήσεώς τους, ότι το Εφετείο, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη τους προταθέντες από αυτούς αυτοτελείς ισχυρισμούς α) ότι οι ίδιοι είχαν το δικαίωμα να καθορίζουν με τα πωλητήρια συμβόλαια σε ποια οριζόντια ιδιοκτησία της πολυκατοικίας ανήκει κατά χρήση η συγκεκριμένη θέση σταθμεύσεως του αυτοκινήτου και β) ότι το δικαίωμα αυτό το είχαν αναγνωρίσει οι αναιρεσίβλητοι. Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς εκείνους και τους απέρριψε ως αβάσιμους, το μεν πρώτο με την παραδοχή του ότι οι αναιρεσείοντες δεν είχαν το απ' αυτούς προβαλλόμενο ως άνω δικαίωμα, το δε δεύτερο εκ του πράγματος, με την παραδοχή ότι δεν υπήρχε τέτοιο δικαίωμα, ώστε αυτό να αποτελέσει αντικείμενο αναγνωρίσεως. Επομένως και ο τρίτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως είναι αβάσιμος.
Επειδή η δικαστική δαπάνη την οποία καταδικάζονται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 175, 182 και 183 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, να πληρώσουν οι αναιρεσείοντες και τα σωματεία που άσκησαν πρόσθετη υπέρ αυτών παρέμβαση, στους αναιρεσίβλητους, πρέπει να προσδιορισθεί στο ποσό που αναφέρεται στο διατακτικό, λαμβανομένου υπόψη ότι οι αναιρεσίβλητοι προς απόκρουση της πρόσθετης παρεμβάσεως δεν κατέθεσαν προτάσεις.
Για τους λόγους αυτούς
Απορρίπτει την από 12-04-1995 αίτηση του Κ. Ζ. και Γ. Παπακώστα για αναίρεση της 1585/1995 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, καθώς και την από 14-12-1995 πρόσθετη υπέρ των αναιρεσειόντων παρέμβαση των σωματείων με την επωνυμία Ελληνική Ομοσπονδία κατασκευαστών και οικοδομικών επιχειρήσεων και Ένωση επιχειρηματιών κατασκευαστών οικοδομικών και τεχνικών έργων, που εδρεύουν στην Αθήνα.
Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες, καθώς και τα σωματεία που άσκησαν την πρόσθετη υπέρ αυτών παρέμβαση, στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, από εκατόν εξήντα χιλιάδες (160.000) και εκατόν είκοσι χιλιάδες (120.000) δραχμές, αντιστοίχως.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 21-20-1996.
Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο, στις 05-04-1996.